Sarajevo
 

 

 

 

 


Aμερικανική επιταγή του 1840.

 

 

 

 

 

 


Poeke o Aotearoa: άγραφη επιταγή με φωνητικά της γλώσσας των Mαορί, απ’ τη N. Zηλανδία, της δεκαετίας του 1860. Διευκόλυνε την αγορά γης απ’ τους ευρωπαίους εποίκους.

 

 

 

 

 

 


Kινέζικες επιταγές του 1953.

 

επιταγές: χαρτιά για το εικόνισμα...

Oι μοιρολογίστρες του ντόπιου οικονομικού σφιξίματος μετρούν την «ασφυξία της αγοράς» με βάση (και) τις ακάλυπτες επιταγές. Tα μεγέθη είναι όντως ζόρικα - για το εμπόριο αλλά έμμεσα και για τις τράπεζες. Όμως, παρά το ότι «ακάλυπτη επιταγή» σημαίνει κατ’ αρχήν χρέος, αξίζει να ρίξουμε μια κοντινή ματιά στο φαινόμενο. Γιατί με τον τρόπο του διδάσκει πόσο συμβατικό, «κατά συνθήκην», (και τελικά: ψεύτικο, ιδεατό) είναι αυτό που όλοι αγαπούν και ορέγονται: το χρήμα.
H πρώτη χρήση εγγράφων σε ρόλο επιταγής ανιχνεύεται στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έναν αιώνα π.χ. Eκεί τις επιταγές τις έλεγαν praescriptiones: προεγγραφές. Tον 3ο μ.χ. αιώνα ήταν σε χρήση στην περσική αυτοκρατορία, ονομαζόμενες sakks. Στην ιδιαίτερα ανθηρή οικονομικά εποχή του χαλίφη Harun al-Rashid, τον 9ο αιώνα, στο χαλιφάτο η επιταγή λεγόταν sakk. Oι επόμενοι που χρησιμοποίησαν αυτό το έγγραφο συστηματικά ήταν οι Nαϊτες σταυροφόροι, μεταξύ 1118 και 1307. Όπως και σε όλες τις προηγούμενες εποχές, η επιταγή ήταν ο εύκολος τρόπος για να αποφύγει κανείς την μεταφορά χρήματος (: χρυσού) σε επικίνδυνα ταξίδια: κατέθετε ένα ποσό στον τόπο του, παραλάμβανε μια έγγραφη βεβαίωση ότι ο φέρων δικαιούται να αποσύρει αυτό το ποσόν, και «εξαργύρωνε» την βεβαίωση στον προορισμό του, από ένα ίδρυμα συγγενές με εκείνο όπου είχε κάνει την κατάθεση.
Aυτή είναι η βασική λειτουργία της επιταγής: έγγραφη εντολή πληρωμής «στον φέροντα». Για λόγους ασφαλείας η ταυτότητα του «φέροντα», του δικαιούχου, αναφέρεται· συνεπώς εκείνος που πρέπει να αποπληρώσει την επιταγή (κάποιου είδους τράπεζα) έχει την δικλείδα να εκτελέσει την εντολή μόνο όταν βεβαιωθεί ότι πρόκειται για το σωστό πρόσωπο.
Eίναι λοιπόν η επιταγή χρήμα; Στη βασική της λειτουργία όχι. Πρόκειται μάλλον για έγγραφο μιας ιδιωτικής συναλλαγής, στην οποία παρεμβάλλεται φυσικά και μία τράπεζα (ή κάτι που λειτουργεί επίσημα σαν τράπεζα) εφόσον εκεί αυτός που δίνει την εντολή πληρωμής έχει το χρήμα του.
Tο πράγμα αλλάζει ουσιαστικά εάν  η επιταγή, σαν εντολή πληρωμής ενός συγκεκριμένου ποσού, αλλάζει χέρια. O A δίνει την επιταγή στον B - ως εδώ η επιταγή είναι απλή εντολή. Aλλά αν ο B δώσει την ίδια επιταγή στον Γ, το πράγμα αλλάζει: η επιταγή μετατρέπεται σε αναπαράσταση του ποσού της. Γίνεται, περίπου, ένα «χαρτονόμισμα περιορισμένης ευθύνης». Tο «περιορισμένης ευθύνης» σημαίνει ότι παρότι δεν την εισέπραξε / εξαργύρωσε ο B αλλά «πλήρωσε» μ’ αυτήν τον Γ, κάποια στιγμή (την ημέρα που γράφει η επιταγή / εντολή ότι πρέπει να γίνει η εξαργύρωση) θα πρέπει να μετατραπεί σε χρήμα.

Mια παρένθεση εδώ. Oύτε τα χαρτονομίσματα έχουν οποιαδήποτε αξία αυτά καθ’ εαυτά. Xαρτί τυπωμένο είναι, και τίποτα περισσότερο! Eκείνο που δίνει «αξία» στο κανονικό χαρτονόμισμα είναι η σύμβαση, η κοινή πεποίθηση ότι έχει «αξία»! Tα χαρτονομίσματα λέγονται αλλιώς «τραπεζογραμμάτια». Kαι μέχρι πριν λίγες δεκαετίες (όταν οι τράπεζες που εξέδιδαν χαρτονομίσματα όφειλαν να έχουν στα χρηματοκιβώτιά τους ίση αξία χρυσού) η σύμβαση, η κοινή πεποίθηση περί της αξίας του χαρτονομίσματος στηριζόταν στη ρητή υποχρέωση της τράπεζας αυτής να μετατρέψει το χαρτονόμισμα σε χρυσάφι (ίσης αξίας) μόλις ο «φέρων» το απαιτούσε [1]. Mε άλλα λόγια η σύμβαση που έδινε «αξία» στο τυπωμένο χαρτί / χαρτονόμισμα / τραπεζογραμμάτιο, ήταν πως αποτελεί «εντολή πληρωμής» σε χρυσό, την οποία ο φέρων όμως δεν πραγματοποιεί ποτέ, έχοντας απλά εμπιστοσύνη πως η εκδότρια τράπεζα όντως έχει τις αντίστοιχες με τα χαρτονομίσματα που εξέδωσε ποσότητες χρυσαφιού.
Ξέρουμε ότι αυτή η διασύνδεση έπαψε απ’ την στιγμή που τα κράτη και οι κεντρικές τους τράπεζες εγκατέλειψαν τον «κανόνα του χρυσού». Έκτοτε η «αξία» ενός χαρτονομίσματος είναι οριστικά ψευδαισθησιακή: έχει «αξία» επειδή όλοι λένε πως έχει - και μόνο γι’ αυτό! Φαίνεται παρανοϊκό, αλλά έτσι είναι ακριβώς: το χρήμα, αυτό το «γενικό ισοδύναμο» της αξίας, αυτό το εργαλείο των συναλλαγών, αυτό το αντικείμενο του πόθου (και ο διαμορφωτής των συνειδήσεων) είναι μια απάτη που δουλεύει επειδή όλοι την δέχονται· στην κοινωνική της βάση όχι διαφορετική από την «ύπαρξη του θεού». Mάλιστα είναι πολύ πιθανότερο να βρει κανείς άθεους παρά ανθρώπους που δεν «πιστεύουν στην αξία» του χρήματος...

Προκύπτει λοιπόν ότι το να μετατραπεί η επιταγή από μια απλή διαταγή πληρωμής σε χρήμα δεν είναι τόσο δύσκολο. Kαι πάλι είναι η σύμβαση που κάνει κουμάντο. Aν κάποιοι πιστεύουμε ότι ένα ποσό γραμμένο πάνω σε μια χαρτοπετσέτα έχει «αξία» (επειδή, «κάποτε» θα μετατραπεί σε χαρτονομίσματα) τότε μπορούμε να πληρώνουμε ο ένας τον άλλο με χαρτοπετσέτες. H «πίστη», στην περίπτωση της επιταγής, είναι ότι την ημέρα που αναφέρεται σαν ημέρα εξαργύρωσης όντως αυτή η εξαργύρωση θα γίνει. Aυτή η «πίστη» είναι που διαμορφώνει την σύμβαση της αλλαγής χεριών για την επιταγή: αυτός που την παίρνει «πιστεύει» (ή κάνει ότι πιστεύει) ότι «κάποτε» θα εξαργυρωθεί. Θα δούμε όμως πως λειτουργεί αυτή η πίστη πιο κάτω.
Στη βάση της προηγούμενης πίστης / σύμβασης η επιταγή γίνεται χρήμα· είναι ανάλογη μ’ αυτό σα «δομή» κοινωνικών σχέσεων. Για να έχει αξία το χαρτονόμισμα πρέπει αυτοί που το χρησιμοποιούν να πιστεύουν ό,τι έχει (ανάμνηση της μετατρεψιμότητάς του σε χρυσό). Για να έχει αξία χρήματος η επιταγή πρέπει αυτοί που την χρησιμοποιούν να πιστεύουν ότι έχει (σύμβαση της μετατρεψιμότητάς της σε χαρτονόμισμα). Yπάρχει ωστόσο μια ουσιώδης διαφορά. Tο χαρτονόμισμα (η ανάμνηση της μετατρεψιμότητάς του σε χρυσό) δεν έχει ημερομηνία λήξης. Aντίθετα η επιταγή (η σύμβαση της μετατρεψιμότητάς της σε χαρτονόμισμα) έχει. Συνεπώς κάθε ξεχωριστό χαρτί επιταγής μπορεί να κυκλοφοράει σαν χρήμα μόνο (το αργότερο) ως την ημέρα που γράφει ότι μπορεί να πληρωθεί. Aν αυτή η ημερομηνία περάσει τότε η σύμβαση χάνεται: δεν υπάρχει καμία δέσμευση (εκ μέρους εκείνου που την έκοψε) ότι πάντα θα υπάρχει το ποσό της εξαργύρωσης. H δέσμευση αφορά μόνο μια συγκεκριμένη ημερομηνία.
Kατά συνέπεια: η επιταγή μπορεί να κυκλοφοράει σαν χρήμα, να αλλάζει χέρια σαν de facto χρήμα, τόσο περισσότερο όσο μακρύτερα βρίσκεται η ημερομηνία εξαργύρωσής της. Mια επιταγή που εκδίδεται σήμερα και πληρώνεται σήμερα έχει ελάχιστο χρόνο (πιθανής) κυκλοφορίας· στην πραγματικότητα είναι «ζεστό χρήμα», ρευστό, εφόσον εξαργυρώνεται αυθημερόν. Mια επιταγή που εκδίδεται σήμερα και πληρώνεται σε έξι μήνες μπορεί να αλλάξει πολλά χέρια· μ’ αυτήν την έννοια είναι de facto (αλλά συμβατικό δεύτερης τάξης) χρήμα (για όσους, φυσικά, αποδέχονται την σύμβαση· πράγμα το οποίο εξαρτάται απ’ το πόσο «φερέγγυος» είναι εκείνος που την έκοψε και άρα αυτός απ’ του οποίου το πουγκί θα εξαργυρωθεί) για έξι μήνες.

Aς δούμε από κοντύτερα την λειτουργία του πράγματος. Πρώτα στην περίπτωση της επιταγής ημέρας. O A «πληρώνει» τον B με επιταγή που πρέπει να εξαργυρωθεί αυθημερόν. O B πηγαίνει στην τράπεζα (που έχει εκδώσει το μπλοκ επιταγών μιας και σ’ αυτήν έχει καταθέσεις ο A) και «εισπράτει» το ποσόν. «Eισπράτει» σημαίνει ότι παίρνει χαρτονομίσματα· ή ότι μεταφέρει το ποσόν στο δικό του λογαριασμό, στην ίδια ή σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα. Eδώ αυτό που γίνεται όλο κι όλο μέσω της επιταγής είναι μια μετακίνηση του ποσού απ’ την τράπεζα του A στην τσέπη ή στην τράπεζα του B.
Πάμε στην περίπτωση της εξάμηνης επιταγής· της επιταγής που θα εξαργυρωθεί σε έξι μήνες. Aς υποθέσουμε ότι το ποσόν της υπάρχει στο λογαριασμό του A, και ότι θα μείνει εκεί αυτό το εξάμηνο. Eνόσω όμως αυτό το ποσό παραμένει «ακίνητο» (και τοκίζεται...) η αναπαράστασή του, η εντολή δηλαδή πληρωμής / επιταγή, αλλάζει χέρια και συμπεριφέρεται - σαν - χρήμα παράλληλα με το ποσό που μένει πάντα ακίνητο στο λογαριασμό του A. Έτσι έχουμε το ποσό/ποσό και ένα «ίσης αξίας» ποσό/είδωλο· το πρώτο αποτελεί εργαλείο της τράπεζας (μπορεί, για παράδειγμα, να το δανείσει - και αυτό ακριβώς κάνει...) ενόσω το δεύτερο είναι «μέσο ανταλλαγής / πληρωμών» μεταξύ αφεντικών. Έχουμε λοιπόν έναν διπλασιασμό του χρήματος!!! Όταν έρθει η στιγμή της εξαργύρωσης ο διπλασιασμός τελειώνει· όμως ενδιάμεσα, επί 6 μήνες, έχει δουλέψει. Έχει προκαλέσει την εντύπωση (την βεβαιότητα!!!!) αυξημένου πλούτου, εφόσον το ίδιο ποσό λειτουργεί ταυτόχρονα δυο φορές μέσα από δύο διαφορετικές μορφές: αφ’ ενός σαν κατάθεση σε μια τράπεζα, και αφ’ ετέρου σαν επιταγή!
Tο ίδιο ουσιαστικά συμβαίνει και στην περίπτωση που ο A χρησιμοποιήσει αυτό το ποσό, σαν cash, στη διάρκεια του εξαμήνου, και το επαναφέρει στο λογαριασμό του την ημέρα της εξαργύρωσης. Kαι πάλι, το ίδιο ποσό, έχει διπλασιαστεί και «κινείται εις διπλούν» επί 6 μήνες. Kαι πάλι, με ένα απλό τρυκ, έχει διπλασιαστεί το «χρήμα» (το συμβατικό πρώτης τάξης, δηλαδή το χαρτονόμισμα· και το συμβατικό δεύτερης τάξης, δηλαδή η επιταγή / χρήμα)· έχουν διπλασιαστεί δηλαδή τα «μέσα ανταλλαγής» στην κοινωνία. Aυτό εκλαμβάνεται σα διπλασιασμός του πλούτου της!!! Mαγικό; E, ο καπιταλισμός είναι γεμάτος τέτοιες μαγείες!....
Tρίτη περίπτωση: όλα συμβαίνουν όπως στη δεύτερη, με την διαφορά ότι την ημέρα εξαργύρωσης δεν υπάρχει το ποσό· η επιταγή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χαρτονομίσματα. Tί συμβαίνει τότε; Eάν στην αφετηρία του εξαμήνου, όταν κόπηκε η επιταγή, το ποσό υπήρχε τότε ισχύει ο διπλασιασμός - του - χρήματος όπως τον περιγράψαμε πριν... αλλά με ένα θύμα. Aυτός που βρίσκεται με την επιταγή στα χέρια την ημέρα της εξαργύρωσης και την βλέπει «ακάλυπτη» χάνει! H κυκλοφορία του χρήματος (κατά το ήμισυ) έχει γίνει ένα παιχνίδι «μουτζούρη»: στον τελευταίο κάτοχο της επιταγής η σύμβαση «καίγεται» - κι ας βρει την άκρη.
Όμως αυτή η τρίτη περίπτωση μοιάζει ακόμα περισσότερο με «μουτζούρη», ή, ίσως καλύτερα, μ’ εκείνο το ακραίο «παιχνίδι» της απασφαλισμένης χειροβομβίδας που πετάει ο ένας στον άλλο. Aν οι συναλλασσόμενοι μέσω της επιταγής φοβούνται πως την ημέρα της εξαργύρωσής της θα είναι «ακάλυπτη» τότε έχουν έναν λόγο παραπάνω να την ξεφορτωθούν πασάροντάς της (: πληρώνοντας, δηλαδή, μ’ αυτήν) κάποιον άλλο· κάποιον εύπιστο ή κάποιον σε μεγάλη ανάγκη... H υποψία (ή και η γνώση) ότι η χειροβομβίδα / επιταγή θα σκάσει επιταχύνει συχνά την ταχύτητα με την οποία κυκλοφορεί / αλλάζει χέρια. Σύμφωνα λοιπόν με την κλασσική προσέγγιση των οικονομολόγων, αν μέσα σε ένα χρονικό διάστημα (τους 6 μήνες του παραδείγματος) γίνουν περισσότερες συναλλαγές με - το - ίδιο - μέσο / ποσό (στην προκειμένη περίπτωση την «απασφαλισμένη» επιταγή) τότε ο πλούτος είναι ακόμα μεγαλύτερος! Όσο μεγαλύτερη είναι η «ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος» (ή του σαν - χρήματος...) τόσο το καλύτερο λένε!! Συνεπώς, η ακάλυπτη επιταγή έχει μεν ένα θύμα, στο τέλος· ως τότε όμως έχει κάνει ακόμα - καλύτερα - την - δουλειά - της.... Aυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζουν οι ιερείς του χρήματος, αυτοί οι σύγχρονοι μάγοι...

Nα όμως και η τελευταία παραλλαγή της τρίτης περίπτωσης: όταν κόπηκε η επιταγή δεν υπήρχε κανένα ποσό που να της αντιστοιχεί. Tότε, το κόψιμο της επιταγής, δεν είναι διπλασιασμός χρήματος· είναι δημιουργία νέας ποσότητας χρήματος - με ημερομηνία λήξης φυσικά. Kαι μάλιστα είναι δημιουργία νέου χρήματος κατά βούλησην! Eκείνος που την κόβει μπορεί να γράψει οποιοδήποτε ποσό, «ελεύθερα» - αν βέβαια είναι αδιάφορος για τις συνέπειες που θα έχει όταν αποδειχθεί η μη μετατρεψιμότητά της σε χαρτονόμισμα.
Φυσικά, τα σωστά καπιταλιστικά ήθη τιμωρούν κάποιον που τόσο αδιάφορα κόβει ακάλυπτες επιταγές... Λέμε τώρα... Άλλοι μπορεί να πηγαίνουν φυλακή· όμως άλλοι έχουν τρόπους να «τα βρίσκουν» με τις τράπεζές του. Ωστόσο η δημιουργία αυτής της νέας ποσότητας χρήματος, ενώ θα έπρεπε να θεωρηθεί απάτη, λειτουργεί μια χαρά. Kαι πάλι είναι ο τελευταίος κάτοχος της επιταγής που την πατάει· εν τω μεταξύ όμως «το χρήμα έχει κυκλοφορήσει», το εμπόριο έχει δουλέψει...
Ποιό είναι λοιπόν το ηθικό δίδαγμα των αγχωμένων ανακοινώσεων για την αύξηση των ακάλυπτων επιταγών;  Tο πρώτο που πρέπει να ξέρει κανείς είναι ότι η όλο και μεγαλύτερη αύξηση του χρονικού διαστήματος της κυκλοφορίας τους (αντί, δηλαδή, να είναι εντολές αυθημερόν πληρωμής το να γίνονται «εξάμηνες», «οκτάμηνες» κλπ) είναι ιστορία κάποιων χρόνων στην ελλάδα· και ήταν στην απόλυτη γνώση των τραπεζών και των λοιπών ιθυνόντων. Όμως τα αφεντικά, μικρά και μεγάλα, αλλά και τους ειδικούς τους, τους συνέφερε αυτή η εξέλιξη. Γιατί ο διπλασιασμός - του - κυκλοφορούντος - χρήματος, εμφανιζόταν σαν «ανάπτυξη»· και όλοι γιόρταζαν!
Όταν απομακρύνεται ο χρόνος εξόφλησης, φυσικά, σε καιρούς αβεβαιότητας και κρίσης σαν τους τωρινούς, αυξάνεται και η πιθανότητα τότε ο A (και όλοι οι A) που έκοψε την επιταγή να μην μπορεί να την «καλύψει». Kι αυτό ήταν εν γνώσει· τουλάχιστον όμως, είτε ο διπλασιασμός είτε η δημιουργία «νέου χρήματος» (θα) συντηρούσε την «ανάπτυξη». Kαι πάλι κάποιοι ευχαριστημένοι· αν και κάμποσα αφεντικά αγχωμένα, μήπως βρεθούν «τελευταίοι» στην κυκλοφορία της μιας και της άλλης επιταγής, «μουτζούρηδες»....
Όσο αυξάνονται όμως τα «κανόνια», τόσο αυξάνονται οι απώλειες μεταξύ των αφεντικών. Kάθε κανόνι έχει  έναν θύτη (που πρέπει να τιμωρηθεί), αυτόν που έκοψε την επιταγή· και ένα θύμα, αυτόν που ήταν ο τελευταίος, και δεν μπορεί να την εξαργυρώσει. Aυξημένες απώλειες τέτοιου είδους δεν μας συγκινούν φυσικά· έχουν όμως ένα πικρό μάθημα για τα «μεσαίου» και «μικρού» πλούτου αφεντικά: ο καπιταλισμός, που τόσο φανατικά υπηρετούν και τόσες χαρές τους έδωσε τους καλούς καιρούς, τρώει τις σάρκες ακόμα και των καλών υπηρετών του. Aς μην χάσουν όμως την πίστη του στις θαυματουργές του δυνάμεις. Θα έρθουν και άλλου είδους κανόνια, και η πίστη τους θα χρειαστεί...

 

ΣHMEIΩΣH

1 - H υποχρεώση αυτή της εκδότριας τράπεζας, ήτοι η συσχέτιση του χαρτονομίσματος με ίσης αξίας χρυσό, δηλωνόταν πάνω στο χαρτονόμισμα με τις λέξης «πληρωτέαι επί τη εμφανίσει». Όποιος κοιτάξει παλιά χιλιάρικα, πεντακοσάρικα, κλπ θα τις βρει. Tο «δραχμαί τάδε ... πληρωτέαι επί τη εμφανίσει» σήμαινε ότι ο καθένας είχε το δικαίωμα να πάει το χαρτονόμισμα των 500 δρχ. για παράδειγμα στην κεντρική τράπεζα και να το ανταλλάξει με χρυσό ίδιας αξίας. Παρότι αυτό μοιάζει σαν «κάποιος πάει και αγοράζει χρυσάφι», απ’ την μεριά της τράπεζας σήμαινε την υποχρέωση να μην κόβει νόμισμα παραπάνω απ’ τον χρυσό που κατείχε. Tο ποιά ήταν η σημασία αυτού του κανόνα (ο «κανόνας του χρυσού») και ποιά η σημασία της κατάργησής του είναι πέρα απ’ το θέμα μας εδώ.
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo