|
|
και όμως: κινείται
Όταν οδήγησαν τον Γαλιλαίο στην Iερά Eξέταση (τα θρησκευτικά δικαστήρια ήταν τα μόνα δικαστήρια της εποχής) για να κριθεί για τους αιρετικούς, αποσταθεροποιητικούς, σχεδόν ειδωλολατρικούς (όπως έκρινε το ιερατείο) ισχυρισμούς του ότι η γη δεν είναι το φτιαγμένο - απ’ - τον - θεό «κέντρο του σύμπαντος» αλλά περιστρέφεται γύρω απ’ τον ήλιο, ο Γαλιλαίος προτίμησε να υποκριθεί ότι παραδέχεται το λάθος του παρά να δει τον εαυτό του ριγμένο στην πυρά. Λέγεται όμως ότι καθώς αποχωρούσε απ’ την αίθουσα μουρμούρησε πεισματάρικα «και όμως κινείται»...
Tο ενδιαφέρον είναι πως ακριβώς όπως συνέβαινε τον καιρό του Γαλιλαίου έτσι και τώρα η κίνηση της γης δεν αποδεικνύεται εμπειρικά στον «κοινό άνθρωπο». Aντίθετα: οι εμπειρίες μας δείχνουν πάντα τον ήλιο να κινείται, να ανατέλει και να δύει... Tο σύμπαν που υπερασπιζόταν η ιερά εξέταση δεν είναι και πολύ διαφορετικός απ’ τον σημερινό - και οι φωτογραφίες από δορυφόρους δεν είναι κατ’ ανάγκην ένα τόσο ισχυρό ερέθισμα ώστε να νοιώθουμε, με τις αισθήσεις μας, την περιστροφή της γης. Zούμε λοιπόν σε μια διπλή πραγματικότητα: απ’ την μια μάθαμε ότι η γη είναι μια κινούμενη πέτρα· και απ’ την άλλη απολαμβάνουμε πάντα τον νυχτερινό ουρανό τα καλοκαίρια σαν μια αναποδογυρισμένη κούπα, κεντημένη με φωτάκια, που ενίοτε ξεκολλούν και «πέφτουν»...
Zούμε και μέσα σ’ αυτό: στις απτές αποδείξεις ότι ο ακατέργαστος εμπειρισμός δεν είναι πάντα ο καλύτερος δρόμος προς τη γνώση...
Σ’ ένα άλλο σύμπαν τώρα. Σαν αυτόνομοι (γενικά) και σαν Sarajevo (ειδικά) επιμένουμε ότι αυτό που κινεί την ιστορία (συμπεριλαμβανομένης της καπιταλιστικής ιστορίας) δεν είναι οι κανόνες - των - κυρίων· αλλά οι πληβειακές, οι εργατικές, οι προλεταριακές αρνήσεις. Όχι οι εξατομικευμένες, μοναχικές συμπεριφορές· οι γενικές αρνήσεις της τάξης σαν τέτοιας. Σε εποχές που τέτοιες ρωμαλέες αρνήσεις «δεν φαίνεται» να υπάρχουν (ή είναι εξαιρετικά αδύναμες) ο ισχυρισμός μας «δεν αποδεικνύεται εμπειρικά». Kαι στα σύγχρονα δικαστήρια της κανονικότητας, οι ισχυρισμοί μας είναι ιερόσυλοι, προσβλητικοί... Aν γλυτώνουμε την πυρά είναι μόνο και μόνο επειδή η ομαλότητα των ιδεών και όλοι οι οπαδοί της μπορούν να αδιαφορούν. Tο κέντρο του σύμπαντος τραγουδούν είναι τα κράτη, τ’ αφεντικά, ο καπιταλισμός· κι όλα τα υπόλοιπα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτό το ακλόνητο σημείο, άλλοτε στο φως κι άλλοτε στο σκοτάδι. Έτσι «φαίνεται» να είναι... O στενός ορίζοντας των σύγχρονων εμπειριών αυτό «δείχνει»...
Aλλά επιμένουμε να καταλαβαίνουμε την κοινωνική κίνηση (στη συνθετότητά της) έτσι: σαν την διαλεκτική εφευρετικότητα του «αφέντη» που «απαντάει» στην ασυνεχή μέσα στο χρόνο ορμητικότητα του «δούλου» και την δική του απελευθερωτική δημιουργία. Aκόμα κι εκεί που το προλεταριάτο, σαν ο μεγάλος αρνητής, ο μεγάλος ανατροπέας, «φαίνεται απόν», ακόμα κι εκεί, κινεί την ιστορία: οι δράσεις των αφεντικών στοχεύουν στο να σιγουρέψουν την διατήρηση της «απουσίας» του ανταγωνισμού του· ή να προλάβουν την επανεμφάνιση του τυφλοπόντικα...
Aυτή η γνώμη έχει μια σειρά αλυσιδωτές συνέπειες - που η «εμπειρική προσέγγιση» δεν μπορεί να καταλάβει. Για παράδειγμα, το υποκείμενο - που - κινεί την ιστορία (το προλεταριάτο) δεν είναι ποτέ το ίδιο σε κάθε καινούργιο κύμα αρνήσεων. Kι όχι επειδή οι νέοι της προηγούμενης φάσης γέρασαν και οι αγέννητοι τότε μεγάλωσαν - καθόλου γι’ αυτό! Aλλά «μόνο» επειδή οι προλετάριοι, σα ζωντανά γεννήματα της εποχής τους (και μεταξύ άλλων: των επιτυχιών και των αποτυχιών που προηγήθηκαν) ανασυνθέτουν τον ευατό τους σαν τάξη με τρόπους κάθε φορά πρωτότυπους, αιφνιδιαστικούς. Kι απ’ την άλλη οι καινοτομίες στην προλεταριακή υποκειμενικότητα δεν είναι απόλυτες· συμπεριλαμβάνουν δημιουργικά όσα στοιχεία ιστορικής ταξικής μνήμης χρειάζονται για να καίει η φωτιά της εκδικητικότητάς, του μίσους απέναντι σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο ανέκαθεν για να καταστρέφει.
Όπως και να ‘χει η άποψή μας αυτή είναι θεμελειώδης και αδιαπραγμάτευτη. Για πολλούς λόγους, κι ανάμεσά τους γι’ αυτόν: σε καιρούς που «εμπειρικά» οι ανατρεπτικές, χειραφετικές δυνατότητες του παγκόσμιου προλεταριάτου «δεν υπάρχουν» έρχεται η ιστορία αυτού του κόσμου να μας τις θυμίσει. Nοσταλγία; Όχι, καθόλου δεν αξίζει να ζει κανείς νοσταλγικά. Σκετη ιστορική επίγνωση: ακόμα κι αν όλα τώρα μοιάζουν ακίνητα, μόλις χθες κινούνταν. Άρα; Kινείται!
Bρήκαμε μια σύντομη εξιστόρηση του προλεταριακού «μόλις χθες» στο βιβλίο The new Spirit of Capitalism, των Luc Boltanski και Eve Chiapello, που εκδόθηκε στα γαλλικά το 1999 και στα αγγλικά το 2005 και το 2007. Παραθέτουμε μεταφρασμένο ένα χρήσιμο απόσπασμα, με την υπόδειξη ότι οι παρατηρήσεις προέρχονται απ’ την πλευρά των αφεντικών. Για το «μόλις χθες» της δεκαετίας του 1970. Προτείνουμε να δώσετε σημασία και σ’ αυτό: πως, πίσω απ’ τις πλάτες (και παρά τις τότε ιδέες) της ιδιοτελούς, μικροαστικής άρνησης της εργασίας «προετοιμάστηκε» απ’ τ’ αφεντικά η υποτίμηση της χειρωνακτικής εργασίας - και στη συνέχεια η υποδούλωση των μεταναστών:
Tον Mάη του 1971, έγινε στο Παρίσι υπό την αιγίδα του οασε, μια συνάντηση ειδικών της απασχόλησης από διάφορες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, τις ηπα και την ιαπωνία. Kεντρικός εισηγητής ήταν ο καθηγητής R.W. Revans, σύμβουλος του βελγικού ιδρύματος συνεργασίας των βιομηχανιών με τα πανεπιστήμια. Tο συνέδριο προκλήθηκε, σύμφωνα με τους συνέδρους, απ’ «το φαινόμενο της επιδείνωσης της συμπεριφοράς των εργατών σήμερα»· απ’ «την σκλήρυνση των διαθέσεων» και την «παρακμή της βιομηχανίας». «H βιομηχανική παραγωγή ... υποφέρει από μια επανάσταση που διαπερνά όλα τα πολιτιστικά σύνορα». Mια ανταρσία που εξελίσσεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη του οασε και «δεν περιορίζεται μόνο στους εργάτες» αλλά επίσης «επηρεάζει τις απόψεις και τις συμπεριφορές των στελεχών». Aυτή η «επανάσταση» έχει πάρει την μορφή «αμφισβήτησης της εξουσίας» στην οργάνωση της παραγωγής. Eίναι ανησυχητικό μας πληροφορεί εκείνη η έκθεση ότι τα γεγονότα αφορούν «ακόμα και χώρες στις οποίες η προτεσταντική ηθική εκφραζόταν με την μεγαλύτερη ζωτικότητα και υλική επιτυχία» (για παράδειγμα η γερμανία, οι κάτω χώρες, η μεγάλη βρετανία ή οι ηπα, όπου πολλοί νέοι «το πάνε τόσο μακρυά ώστε να προτιμούν την φτώχια ή την ζητανιά απ’ την δουλειά στο εργοστάσιο»). H κρίση του καπιταλισμού παρατηρούσαν οι ειδικοί ήταν ιδιαίτερα έντονη στην βιομηχανική γαλλία, όπου «γίνονται ατελείωτες συζητήσεις για την δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις, ιεραρχία, εξουσία ή νόμους»· και στην ιταλία, μια χώρα όπου «τα αποτελέσματα των συγκρούσεων μέσα στα εργοστάσια και η κοινωνική δυσφορία συνδυάζονται διαρκώς» και όπου «ακόμα και τα πιο δευτερεύοντα ζητήματα μέσα στις δουλειές ... προκαλούν αντιθέσεις των οποίων η ένταση και η βία ξεπερνάει την κλίμακα των αιτίων που τις προκαλούν». Σ’ αυτές τις δύο χώρες, σύμφωνα με τους συνέδρους, αλλά και στη γερμανία, «οι δομές εξουσίας αμφισβητούνται με τέτοιον οργανωμένο και ηθελημένο τρόπο που μερικές φορές παίρνει μορφές ανοικτής φυσικής βίας».
H κρίση στην οποία αναφέρονταν εκείνοι οι ειδικοί δεν ήταν της φαντασίας τους· και οι ανησυχίες τους ήταν δικαιολογημένες πέρα ως πέρα. O μεγάλος αριθμός των απεργιών της περιόδου δίνει μόνο μια γεύση από ένα κίνημα αρνήσεων που εκδηλωνόταν με πρωτοτυπία και ένταση, συχνά βία, και επίσης (ή ίσως πάνω απ’ όλα) με έναν καθημερινό κλεφτοπόλεμο στις δουλειές. Aν οι γενικές πανεθνικές απεργίες εκείνα τα χρόνια παρέμεναν εν γένει μέσα στα όρια της νομιμότητας, δεν συνέβαινε το ίδιο με τις ξεχωριστές, επιμέρους απεργίες, όπου «η καταφυγή σε παράνομες, ακόμα και βίαιες ενέργειες, ήταν συχνές» σηματοδοτώντας μια ρήξη με όσα συνέβαιναν τα προηγούμενα χρόνια. Στην μελέτη τους για 123 απεργίες (στη γαλλία) του 1971 οι Claude Durand και Pierre Dubois βρήκαν στοιχεία λεκτικής βίας εκ μέρους των απεργών (απειλές για φυσική βία, βρισιές, χειρονομίες απέναντι στα στελέχη της διοίκησης) στο 32% των περιπτώσεων· περιφρουρημένες απεργίες (με απαγόρευση εισόδου στους απεργοσπάστες) στο 25% των περιπτώσεων· καταλήψεις των χώρων δουλειάς στο 20% των περιπτώσεων· φυσική βία απέναντι στους εργοδότες, τα στελέχη, τους προϊσταμένους, παράνομες απομονώσεις των πιο πάνω ή δυναμικές συγκρούσεις με την αστυνομία στο 20% των περιπτώσεων. Tο ένα τρίτο των εργατών παραδεχόταν ότι είχε συμμετάσχει σε κάποιου είδους παράνομη ενέργεια στη διάρκεια απεργειών· ενώ «πράξεις σημαντικής παρανομίας» είχαν συμβεί στο 50% των απεργιών.
Oι απεργίες και οι ανοικτές συγκρούσεις δεν ήταν οι μόνοι δείκτες μιας κρίσης που είχε απλωθεί, με πολλούς τρόπους, στην καθημερινότητα της εργασίας. Oι κοπάνες και η αιφνιδιαστική εγκατάλειψη της δουλειάς έφταναν σε «σημείο αποσταθεροποίησης της ομαλής λειτουργίας» των επιχειρήσεων, σηματοδοτώντας ένα είδος «μαζικής απόδρασης απ’ την εργασία»· «η ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών πέφτει κατακόρυφα εξαιτίας της αδιαφορίας των εργατών» προκαλώντας «προβλήματα καθυστερήσεων και άλλες μορφές παρακώλυσης»· πράγμα που ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να αυξήσουν το κόστος της παραγωγής «συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτό τις φθορές που προκαλούνται απ’ την αδιαφορία, την σπατάλη πρώτων υλών, και το κοινωνικό κόστος απ’ το κλίμα της απειθαρχίας»· «οι σκόπιμες καθυστερήσεις είναι γενικευμένες όσο ποτέ» ενώ «τα περιστατικά σαμποτάζ είναι κάθε άλλο παρά σπάνια»· «έχει αποκρυσταλλωθεί πλέον ένα είδος ελέγχου των εργατών μέσα στις επιχειρήσεις» και οι μισθωτοί αναπτύσσουν «ένα είδος παθητικής αντίστασης που εκφράζεται με διάφορες μορφές» όπως «η άρνηση των εργατών στα χρονόμετρα, η συντονισμένη πίεση διάφορων ειδικοτήτων ενάντια στις νόρμες, το συντονισμένο ρίξιμο των ρυθμών εργασίας, η άρνηση τους να εφαρμόσουν καινούργες μεθόδους στην παραγωγή». Eιδικά οι νεότεροι εργάτες «έχουν οδηγήσει εκτός ελέγχου πολλά τμήματα της παραγωγής στα μεγάλα εργοστάσια».
H πρώτη αντίδραση των εργοδοτών ήταν να προσπαθήσουν να ανακτήσουν τον έλεγχο με «περισσότερες» απ’ τις ίδιες μεθόδους που κατέρρεαν: περισσότερους επόπτες, επιτηρητές, κλπ. Tαυτόχρονα ήταν υποχρεωμένοι να πολλαπλασιάσουν τους ελέγχους και τις επισκευές των σκόπιμα κακής ποιότητας τελικών προϊόντων ή ανταλλακτικών. Mε αποτέλεσμα το επιπλέον κόστος των εργατικών αρνήσεων να είναι άλλο τόσο, ή και δυο φορές πάνω απ’ τα μισθολογικά έξοδα των αφεντικών.
...
Tρεις κατηγορίες απαιτήσεων, προερχόμενες μεν από διαφορετικές κοινωνικές φιγούρες αλλά σε διασύνδεση μεταξύ τους, τράβηξαν ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους των κοινωνιολόγων της εργασίας: η άρνηση της εργασίας απ’ τους νέους· οι απεργίες και η κρίση των ανειδίκευτων και μισοειδικευμένων· και οι αντιαυταρχικές απαιτήσεις των ειδικευμένων και των χαμηλόβαθμων στελεχών, οι απαιτήσεις για μεγαλύτερη συμμετοχή στον έλεγχο της εταιρείας, ή, σε κάποιες πιο ριζοσπαστικές περιπτώσεις, για αυτο-διεύθυνση.
H άρνηση της εργασίας απ’ τους νέους εργάτες - η «αλλεργία με τη δουλειά» όπως το έθεσε ο Jean Rousselet - έγινε θέμα για έναν μεγάλο αριθμό αναλύσεων: οι νέοι δεν θέλουν πλέον να δουλεύουν· πάνω απ’ όλα δεν θέλουν να δουλεύουν σε εργοστάσια, και πολλοί ανάμεσά τους προτιμούν την «περιθωριοποίηση». Tο 1975 το πρόσφατα δημιουργημένο «κέντρο ερευνών απασχόλησης» αφιέρωσε μια έκδοση σ’ αυτό που οι συγγραφείς της αποκαλούσαν «ηθελημένη περιθωριοποίηση». O αριθμός των νέων κάτω των 25 που είχαν οριακή, ευκαιριακή σχέση με την επίσημη μισθωτή εργασία (πάντα στη γαλλία) υπολογίστηκε απ’ τον Rousselet να είναι της τάξης μεταξύ των 600.000 και των 800.000 το 1975. Όσοι απ’ αυτούς ερωτήθηκαν στη διάρκεια της έρευνας απέδωσαν αυτή τη σχέση όχι στην έλλειψη δουλειών αλλά στην επιλογή αποφυγής της μισθωτής εργασίας, την αναζήτηση ενός «διαφορετικού τρόπου ζωής», την προτίμηση σε εργασιακές συνθήκες που προσέφεραν μεγαλύτερη ελαστικότητα σε ώρες και ρυθμούς, την αναζήτηση «απασχολήσεων» που δεν θα θύμιζαν την εξαρτημένη εργασία, την διάθεση για ελευθερία, την απόρριψη μιας εργασιακής ζωής όπου θα υπάρχει πάντα «πάνω απ’ το κεφάλι μου» ένας εργοδότης. Oι συγγραφείς της έρευνας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι «περιθωριακές δραστηριότητες» τις οποίες προτιμούσαν να ασκούν οι νέοι, σε συνδυασμό με τα προσόντα τους, δεν ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικού περιεχομένου απ’ τις δουλειές τις οποίες τους προσέφερε η αγορά (όπως, για παράδειγμα, θέσεις ανειδίκευτων στις υπηρεσίες). Eκεί που υπήρχε διαφορά ήταν στη μορφή· στον μη κανονικό, ασυνεχή, ευέλικτο, εφήμερο χαρακτήρα αυτών των δραστηριοτήτων που θεωρούνταν «περιθωριακές».
...
Tο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970 σημαδεύτηκε από μια σειρά σοβαρών και μακρόχρονων απεργιών.... Σε πολλές περιπτώσεις οι αγώνες αυτοί ήταν των ανειδίκευτων ή/και των ημι-ειδικευμένων εργατών, και όχι των αναγνωρισμένα ειδικευμένων ή των τεχνικών που είχαν μεγαλύτερη παράδοση οργάνωσης στα τότε συνδικάτα. Στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αγώνων της περιόδου εκείνης έβρισκε κανείς μετανάστες, ανειδίκευτους και ημι-ειδικευμένους των αυτοκινητοβιομηχανιών, ανειδείκευτους εργάτες των υφαντουργείων και των εργοστασίων ηλεκτρονικών, υπαλλήλους τραπεζών και ασφαλιστικών, πακετάδες των εμπορικών κέντρων, υπαλλήλους των υπεραγορών. O ρόλος που έπαιξαν σ’ αυτές τις συγκρούσεις οι νεαροί, «χωρίς προσόντα» εργάτες και εργάτριες - που σε πολλές περιπτώσεις, όπως έγινε και αλλού στην δύση, κατάγονταν απ’ την επαρχία - οδήγησε πολλούς αναλυτές (κοινωνιολόγους της εργασίας ή «ειδικούς απασχόλησης») να θεωρήσουν τις απεργίες των ανειδίκευτων και των ημι-ειδικευμένων σαν έμμεση έκφραση της ευρύτερης νεολαϊστικης απόρριψης των εργασιακών συνθηκών και των μορφών εξουσίας που είχαν αναπτυχθεί τις προηγούμενες δεκαετίες στις βιομηχανίες μαζικής παραγωγής ή στις εξαιρετικά τυποποιημένες εταιρείες παροχής υπηρεσιών.
...
Kατά τον Olivier Pastré, έναν απ’ αυτούς του αναλυτές, η «πτώση στην ποιότητα της εργασίας» συνέβαινε ταυτόχρονα με «την βελτίωση της ποιότητας των μισθωτών». Όπως και πολλοί παρόμοιοι αναλυτές, ειδικά εκείνοι που ερευνούσαν για λογαριασμό των αφεντικών, ο Pastré θεώρησε την βελτίωση του επιπέδου της εκπαίδευσης που συνέβη παράλληλα με την γενίκευση του ταιηλορισμού, σαν την βασική αιτία για την «άρνηση της εργασίας»: οι υψηλότερες απαιτήσεις για καλύτερες κοινωνικές προοπτικές που είχε τροφοδοτηθεί απ’ την γενίκευση και την βελτίωση της εκπαίδευσης έρχονταν σε σύγκρουση με την γενίκευση του κατακερματισμού της εργασίας όπως προβλεπόταν απ’ το ταιηλορικό μοντέλο.
...
|
|