Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


22 Iούλη του 1965: Aκινητοποίηση των τρόλεϋ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ιουλιανά 1965

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ιουλιανά 1965

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ιουλιανά 1965
(Aυτή και οι 2 πιο πάνω φωτογραφίες προέρχονται από το φωτογραφικό αρχείο των AΣKI)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


27 Ιούλη 1965

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη. Παπαδόπουλος, Μακάριος, Γρίβας - ο συνταγματάρχης, ο παπάς κι ο φασίστας.

 

Τα μυστικά του βούρκου (ξ’ μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού

το κυπριακό: 1965-1971,
η πορεία προς την τελική αναμέτρηση

Όταν αρχίζουν εθνικοί αγώνες αποφασιστικής σημασίας, οι πρώται προσπάθειαι στρέφονται προς την εκκαθάρισιν του εσωτερικού μετώπου... Εις την περίπτωσιν της Κύπρου τα ανθενωτικά αυτά στοιχεία δεν είναι μόνον οι κομμουνισταί και οι συνοδοιπόροι... υπάρχει και μια κατηγορία, δήθεν ενωτικών, περιλαμβάνουσα όσους προβάλλουν τόσον   ανεδαφικούς όρους και αποτρεπτικάς προϋποθέσεις, ώστε η Ένωσις να καθίσταται προβληματική... Δυστυχώς μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και πρόσωπα κατέχοντα ανώτατας θέσεις εις την πολιτείαν και επηρεάζοντα την ηγεσίαν του Κυπριακού λαού.
Επίσημη ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης (χούντα), 1/7/1967

Δεν έγινε επανάστασις εις κύπρον, η οποία θα ηδύνατο να θεωρηθή ως μία εσωτερική υπόθεσις. Ήτο μια εισβολή, η οποία παρεβίασε την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, εφ' όσον υπάρχουν έλληνες αξιωματικοί εις κύπρον... Τα γεγονότα εις κύπρον δεν αποτελούν εσωτερικήν υπόθεσιν των ελλήνων της κύπρου. Οι τούρκοι της κύπρου επηρεάζονται επίσης. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή, και εκ των συνεπειών της θα υποφέρη όλος ο λαός της κύπρου: αμφότεροι έλληνες και τούρκοι.
Μακάριος, προς το συμβούλιο ασφαλείας του οηε, 19/7/1974

Μέχρι το 1965 η ε/κ στρατηγική της ανεξαρτησίας (με πραγματικούς κι όχι φαινομενικούς όρους, υπό ελληνικό έλεγχο) και ελληνοποίησης του νησιού, σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, χωρίς όμως να φτάσει στην οριστική κι αμετάκλητη επίτευξη των στόχων της. Ο πολιτικός και στρατιωτικός συσχετισμός στην κύπρο επέτρεψε κατ’ αρχήν την de facto ανατροπή των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου και την επιβολή απαρτχάιντ στους τ/κ μετά το ’63. Όμως ούτε η βίαια ελληνοποιημένη υπόσταση του νησιού απόκτησε τυπικό και διεθνώς αναγνωρισμένο χαρακτήρα, ούτε η τ/κ αντίσταση εκμηδενίστηκε.
Η αδυναμία της εθναρχίας να επιβάλλει μέχρι τέλους τους στόχους της, ήταν αυτή που επέτρεψε στο ελληνικό κράτος να αναλάβει ξανά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην διευθέτηση του κυπριακού· και στην ελληνική στρατηγική της ένωσης με στοιχειώδεις παραχωρήσεις προς την τουρκία, να αναδειχτεί ως η μόνη εφικτή εκδοχή μιας λύσης που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα την σταθερότητα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η σύγκρουση ανάμεσα στην ε/κ στρατηγική της ανεξαρτησίας και την ελληνική στρατηγική της ένωσης αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα περιστροφής της κυπριακής κρίσης. Ο πρώτος γύρος του «αγνώστου πολέμου Αθήνας - Λευκωσίας» (ο χαρακτηρισμός ανήκει στον σύμβουλο του Μακάριου, Ν. Κρανιδιώτη) έληξε πάντως με νίκη των ε/κ, αφού το σχέδιο Άτσεσον που αποτύπωνε στον υψηλότερο βαθμό τις ελληνικές επιδιώξεις, απορρίφτηκε εξαιτίας της απόλυτης άρνησης της ε/κ ηγεσίας. Ήταν όμως μια νίκη προσωρινή και επισφαλής, όσο εξακολουθούσε να παραμένει σε εκκρεμότητα η μοίρα της τ/κ κοινότητας και η διεθνής υπόσταση του υπό ε/κ ελέγχου κυπριακού κράτους. Ταυτόχρονα η κυπριακή κρίση, με τη δυναμική που ανέπτυξε και τις συγκρουόμενες τακτικές Αθήνας και Λευκωσίας - με τον κάθε πόλο να επιδιώκει απροκάλυπτα την υπονόμευση του άλλου - κατέληξε να γίνει παράγοντας όξυνσης της εσωτερικής κρίσης του ελληνικού κράτους, που οδήγησε τελικά στην επιβολή της δικτατορίας.

 

Μια απαραίτητη παρέκβαση: τα ιουλιανά του 1965

Στην μέχρι τώρα κριτική ανασκόπηση του ελληνικού ιμπεριαλισμού στην κύπρο, επικεντρώσαμε περισσότερο στην αναμέτρηση Αθήνας-Λευκωσίας, δίνοντας λιγότερο βάρος στην επισκόπηση του εσωτερικού μετώπου στην ελλάδα. Οι λόγοι είναι πρακτικοί κι αφηγηματικοί· δεν πάσχουμε από κάποιο σύνδρομο «πληρότητας» και θέλουμε να αναδείξουμε συγκεκριμένες εκφάνσεις του ελληνικών σχεδίων επέκτασης. Όμως ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μια υπόθεση «εξωτερική» ως προς τις κοινωνικές-ταξικές συγκρούσεις. Συναρθρώνεται  κι εξαρτάται άμεσα από αυτές. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική στρατηγική επέκτασης στην κύπρο, ιδίως στην τελευταία φάση πριν το 1974, όταν στο εσωτερικό εκδηλώθηκε η μεγαλύτερη κοινωνική έκρηξη μετά τον εμφύλιο. Η αναζωπύρωση των αγώνων προκάλεσε για το ελληνικό κράτος μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία μπορούσε να απειλήσει τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες του. Η συμπύκνωση και κορύφωση εκείνων των αγώνων ήταν τα ιουλιανά του 1965. Χωρίς μια αναφορά σε αυτά, η ορθή κατανόηση του «κυπριακού» θα ήταν λειψή. Εξάλλου, το καθεστώς που ανέλαβε τελευταίο πριν το 1974 να «διεκπεραιώσει» το ελληνικό σχέδιο για την κύπρο, προέκυψε ως απάντηση στους αγώνες που κατέληξαν στα ιουλιανά.
Τα ιουλιανά είναι η μεγαλύτερη κοινωνική έκρηξη στην ελλάδα μετά το εαμικό κίνημα και την συντριβή του στον εμφύλιο. Η δυναμική που πυροδότησε επηρέασε τις εξελίξεις τόσο βραχυπρόθεσμα (η επιβολή της δικτατορίας) όσο και μακροπρόθεσμα (η μορφή που πήρε το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα). Αποτέλεσαν το μέτρο με βάση το οποίο κρίθηκαν όλες οι επίσημες πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς και της αριστεράς και συντέλεσαν καίρια στην χρεοκοπία του μετεμφυλιακού κράτους. Αποτέλεσαν τέλος  την κορύφωση των κοινωνικών αγώνων που βγήκαν ορμητικά στο προσκήνιο από την αρχή της δεκαετίας του 1960. Τίποτε στην ελληνικό κοινωνία δεν έμεινε ίδιο μετά τα ιουλιανά. Κατέρρευσαν θεσμοί όπως η μοναρχία. Χρεοκόπησαν πολιτικές δυνάμεις όπως η ερε και η ένωση κέντρου. Αποκαλύφθηκε τέλος ο αντιδραστικός και κατασταλτικός ρόλος της επίσημης αριστεράς, είτε την νόμιμης εδα, είτε του παράνομου κκε.
Μολονότι η σημασία τους - από την άποψη της έκτασης, της έντασης, της διάρκειας, της συνθετότητας και των αποτελεσμάτων τους - υπερεπαρκεί για να τα εντάξει στις μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις εκείνης της δεκαετίας στην ευρώπη και στα σημεία τομής της ελληνικής ιστορίας, εντούτοις τα ιουλιανά παραμένουν εν πολλοίς μια υπόθεση αγνοημένη και παραχαραγμένη. Οι λόγοι δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν.
Σε αντίθεση με το πιο περιορισμένο πολυτεχνείο ‘73, το οποίο συνέβη στις έκτακτες συνθήκες της δικτατορίας, τα ιουλιανά εξελίχτηκαν εν μέσω αστικού, έστω κουτσουρεμένου, κοινοβουλευτισμού. Επιπλέον, οι ιδεολόγοι της καθεστωτικής αριστεράς έχουν περισσότερα να «θάψουν» παρά να αναδείξουν από την τότε αδιαμεσολάβητη, μαχητική δράση της εργατικής τάξης. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αγώνες εκείνης της εποχής στην ευρώπη, όταν το προλεταριάτο προετοίμαζε την τελευταία δριμεία αντεπίθεσή του, που κωδικοποιήθηκαν εκ των υστέρων ως ο μύθος του «μάη του ‘68», τα ιουλιανά δεν ήταν μια «νεολαιίστικη εξέγερση». Ούτε είχαν για αίτημα τον σοσιαλισμό, την «φαντασία στην εξουσία», την «επανάσταση» ή την «εργατική εξουσία», αλλά το πολύ πιο πεζό κι άκομψο «κάτω η μοναρχία».
Για όσους συγχέουν την επανάσταση με τις εξτρεμιστικές αναπαραστάσεις της κι αναζητούν ρινίσματα της δικής τους ιδεολογίας για να υιοθετήσουν εκρήξεις του παρελθόντος, η επαναστατική κατάσταση του 1965 λίγα έχει να προσφέρει. Όμως η πολιτική συμπύκνωση των ιουλιανών στο αίτημα για δημοψήφισμα και πτώση της μοναρχίας, δεν συνιστά «έκπτωση» ή «έλλειμμα» του αγώνα, αλλά μία από τις λογικές κι αναμενόμενες εκδοχές της μορφής που θα μπορούσε να πάρει μια κοινωνική έκρηξη στην ελλάδα της δεκαετίας του 1960. Να υπενθυμίσουμε κατ’ αρχήν ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε ζήτημα μοναρχίας. Είχαν προηγηθεί το 1915, το 1924, το 1942-1944 και το 1945-1946. Η αιτία ήταν ότι ποτέ το παλάτι στην ελλάδα δεν είχε αποκτήσει σταθερή κοινωνική βάση νομιμοποίησης. Μάλιστα από το 1915 και μετά, ο βασιλιάς έπαψε οριστικά να παίζει το ρόλο του «εγγυητή του καθεστώτος» κι είχε μετατραπεί σε παραταξιακό αρχηγό· δεν ήταν «υπεράνω» των συγκρούσεων, αλλά ενεργός συμμέτοχος σε αυτές. Η κατάσταση αυτή εντάθηκε περισσότερο μετά την κατοχή. Το 1946 η επιστροφή του βασιλιά μπορεί να έγινε νομότυπα, αλλά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που αποκατέστησε την μοναρχία ήταν πλασματικό και κατασκευασμένο από την δεξιά που είχε πάρει την εξουσία μετά τις εκλογές του 1945. Ο θρόνος παλινορθώθηκε όχι ως αποτέλεσμα της αναγνωρίσιμης κοινωνικής νομιμοποίησής του, αλλά ως δύναμη ενοποίησης των αστικών δυνάμεων της αντίδρασης ενάντια στο εαμικό κίνημα και ως επικύρωση της νίκης τους στα δεκεμβριανά. Μετά τον εμφύλιο, το παλάτι ήταν το σημείο συσπείρωσης των δυνάμεων της δεξιάς, το ηγεμονικό σύμβολο της ήττας του εαμ και το οργανικό κέντρο του κράτους έκτακτης ανάγκης.
Το πολιτικό περιεχόμενο των ιουλιανών ήταν εξίσου το αποτέλεσμα της μορφής που πήρε το κράτος μετά τον εμφύλιο. Επί δεκαπέντε χρόνια, το ελληνικό κράτος λειτούργησε υπό την ηγεμονεύουσα παράταξη και ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης», ως μόνιμο καθεστώς έκτακτης ανάγκης στην πιο ακραία του εκδοχή και την πιο ανελαστική μορφή του. Κανένας μηχανισμός ενσωμάτωσης και καμία διαδικασία εξομάλυνσης δεν υποκατέστησε για τους ηττημένους του εμφυλίου και τους πληβείους το κράτος-χωροφύλακα. Σε τόσο πολωμένες και «σκληρές» συνθήκες, είναι δικαιολογημένο η μαχητικότητα των κατώτερων τάξεων να επικεντρωθεί στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας κι όχι αλλού. Με τα ιουλιανά η εργατική τάξη δεν διεκδίκησε απλώς τον «εκδημοκρατισμό», αλλά την ακύρωση των συνεπειών της ήττας στον εμφύλιο. Υπ’ αυτή την έννοια ήταν μια πράξη αντεκδίκησης για το ηττημένο εαμικό κίνημα και συνέχισής του, μόλις δεκαπέντε χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου.
Όμως, όσο κι αν το κράτος της εθνικοφροσύνης είχε αποστολή να επιβεβαιώνει καθημερινά με την καταστολή και τις διώξεις τα αποτελέσματα του εμφυλίου, συνέβαλε κι αυτό καθοριστικά, με την «αρνητική» δράση του, στην τροπή που πήραν οι αγώνες την δεκαετία του 1960. Είναι κι αυτό μια ένδειξη της πανουργίας της ιστορίας: Ο ανάπηρος κι υπό όρους κοινοβουλευτισμός, η ανυπαρξία μαζικών αστικών κομμάτων, η απουσία συνδικαλισμού και κάθε άλλου θεσμού αντιπροσώπευσης, συμβαδίζουν με την απουσία μιας ηγεμονικής αστικής ιδεολογίας τέτοιας που να μπορεί να ενσωματώσει τους ηττημένους. Όταν οι αγώνες άρχισαν να κυοφορούνται, οι μηχανισμοί του κράτους και οι επίσημες πολιτικές δυνάμεις, απέτυχαν όχι μόνο να τους απορροφήσουν αλλά καν και καν να τους αναγνωρίσουν. Η απουσία μηχανισμών μεσολάβησης κι ενσωμάτωσης είχαν τελικά σαν αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερο έδαφος για να εκδηλωθεί αδιαμεσολάβητη η ανταγωνιστικότητα της εργατικής τάξης. Εξάλλου, από την ίδια μυωπία με το «καθεστώς» έπασχε και η αριστερά. Όταν ο αγώνας έφτασε στην ακμή του, τα συνθήματα περί «αυτοσυγκράτησης» και οι «έφοροι τάξης» στις διαδηλώσεις απλά παραμερίστηκαν. Το γεγονός ότι τελικά τα ιουλιανά κατέληξαν σε μια χαμένη μεγάλη ευκαιρία και η κρίση εκτονώθηκε, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει νίκη της αριστεράς των μεσολαβήσεων· σε αυτήν θα μείνει έκτοτε ανεξίτηλο το στίγμα του συμβιβασμού και του ξεπουλήματος των αγώνων.

Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την έκρηξη του Ιουλίου-Αυγούστου 1965 και την μαζική εξέγερση μετά το πραξικόπημα του παλατιού, χρειάζεται να ανατρέξουμε συνοπτικά σ’ όλη την σύντομη μετεμφυλιακή εποχή των 15 χρόνων, γιατί τα ιουλιανά δεν ήταν ένα ξαφνικό ξέσπασμα, αλλά η κορύφωση των αγώνων που ξεκίνησαν απ’ τις αρχές της δεκαετίας και κυοφορούνταν ήδη από την επόμενη μέρα του εμφυλίου.
Οι προϋποθέσεις υπήρχαν. Αναφερθήκαμε ήδη στην μορφή του κράτους έκτακτης ανάγκης· όσο ανελαστικό ήταν το ίδιο, σε τόση «σκληρότητα» υποχρέωνε τους αντιπάλους του. Δεύτερη προϋπόθεση ήταν ασφαλώς η πλούσια παρακαταθήκη της εαμικής εμπειρίας. Μπορεί χιλιάδες αγωνιστές, ο «ανθός» του κομμουνιστικού κινήματος ν’ αφανίστηκε, αλλά το πολιτικό οπλοστάσιο δεν χάθηκε μαζί του. Εξάλλου στα δεκεμβριανά και στον εμφύλιο η ήττα ήταν κυρίως στρατιωτική και πολιτική, όχι ιδεολογική ή ηθική. Και η νίκη που επιτυγχάνεται μόνο με τα όπλα είναι η πλέον ασταθής.
Τρίτη προϋπόθεση ήταν οι άθλιες συνθήκες εκμετάλλευσης και διαβίωσης της εργατικής τάξης· η συσσωρευμένη εξαθλίωση συνηγορούσε σε μια κοινωνική έκρηξη. Τα στοιχεία είναι ενδεικτικά. Μέχρι το 1958 το ποσοστό των επίσημα καταγεγραμμένων απόρων στην ελλάδα κυμαινόταν από 25 ως 40%, ενώ μέχρι το 1974 ακόμη, το 1/3 των ελληνικών νοικοκυριών ήταν σε κατάσταση (επίσημης) φτώχιας. Η τεράστια ανεργία ήταν επίσης χαρακτηριστικό της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας. Το 1961 οι επίσημοι άνεργοι υπολογίζονταν σε 215.000, ενώ οι υποαπασχολούμενοι σε 620.000. Σχεδόν το 1/4 του εργατικού δυναμικού στα αστικά κέντρα ήταν άνεργοι. Την υψηλή ανεργία συμπλήρωνε η μεγάλη συμπίεση των μισθών, όχι βέβαια λόγω κακών «οικονομικών συνθηκών», αλλά εξαιτίας της συντριβής της εργατικής τάξης στον εμφύλιο. Ακόμη και στις αρχές του 1960 το ημερομίσθιο ήταν μόλις το 1/3 του προπολεμικού σε πραγματικές τιμές. Η ανάλογη άθλια κατάσταση επικρατούσε και στις συνθήκες κατοικίας. Στις αρχές του 1960, οι μισές κατοικίες στην ελλάδα δεν διέθεταν ρεύμα. Στις πόλεις, μόνο το 33% των νοικοκυριών μαγείρευε με ρεύμα, το 35% διέθετε τρεχούμενο νερό, το 34% είχε αποχωρητήριο με αποχέτευση και περίπου 65% δεν διέθετε λουτρό. Σύμφωνα με μια έρευνα του 1958 στην Αθήνα, σε δείγμα 60.000 κατοικιών με 220.000 κατοίκους, περίπου το 60% αποτελούνταν από ένα μοναδικό δωμάτιο. Αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών, ήταν να αναλάβουν οι εργατικές κοινότητες μόνες τους την επίλυση των προβλημάτων στις φτωχογειτονιές, μέσω της «αυθαίρετης» δόμησης - μια λύση «από τα κάτω» που θα οδηγήσει στη δεκαετία του 1970 σε μεγάλους κοινωνικούς αγώνες γύρω από τέτοιους «αυθαίρετους» οικισμούς (Πέραμα, Καματερό).
Το σκηνικό συμπληρώνεται από το υποβαθμισμένο έως ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας, αφού μετά την συντριβή του εαμικού κινήματος και την εγκαθίδρυση κράτους έκτακτης ανάγκης, η ταξική «ειρήνη» και η καπιταλιστική συσσώρευση πραγματοποιούνταν όχι στα πλαίσια κάποιου «κοινωνικού συμβολαίου», αλλά κάτω από ωμή βία και καταστολή. Το μέτρο, τέλος, της γενικευμένης εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, είναι το μέγεθος της μετανάστευσης. Την εικοσαετία 1950-1970 περίπου 650.000 άνθρωποι, εργάτες κι αγρότες, εγκατέλειψαν την χώρα. Αθροιστικά, η μόνιμη και προσωρινή μετανάστευση αφορούσε περίπου το 1/4 του ελληνικού πληθυσμού. Παρ’ όλη την αθλιότητα πάντως (ή μάλλον: εξασφαλίζοντας αυτήν την αθλιότητα για τους πληβείους) ο ελληνικός καπιταλισμός μπήκε εκείνη την περίοδο σε τροχιά αλματώδους ανάπτυξης. Τίποτε το παράξενο. Η γενικευμένη εξαθλίωση της εργατικής τάξης δεν ήταν το συμπλήρωμα της «αρνητικής» οικονομικής κατάστασης. Αντίθετα ήταν η προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Την πρώτη δεκαετία μετά τον εμφύλιο, το επίπεδο του ταξικού ανταγωνισμού ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Παρά την πίεση από τις συνθήκες εξαθλίωσης και την ολομέτωπη επίθεση του μπλοκ της εθνικοφροσύνης, οι κινητοποιήσεις εκείνης της εποχής ήταν ελάχιστες, ως αποτέλεσμα της ήττας στον εμφύλιο. Όσοι κοινωνικοί αγώνες εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, είχαν να κάνουν με την κατάργηση της έκτακτης νομοθεσίας, την χορήγηση αμνηστίας, την υπεράσπιση πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά και την εκπαίδευση ή το κυπριακό, αφού ήταν οι μόνοι αγώνες που μπορούσαν να εκδηλωθούν σε τέτοιες συνθήκες.
Παράλληλα όμως είχε ξεκινήσει η ανασύνταξη του εαμικού μετώπου. Η πρώτη καταγραφή του βέβαια ήταν κοινοβουλευτική κι όχι αποτέλεσμα αγώνων. Η «ξαφνική» άνοδος της εδα στο 25% στις εκλογές του 1958, ήταν σημάδι ανασύνταξης της αριστεράς, η οποία θα φανεί περισσότερο τα επόμενα χρόνια με την ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων. Όλη η χρονιά του 1960 σημαδεύτηκε από κοινωνικές αναταραχές, με ημερομηνία ορόσημο την 1η Δεκέμβρη 1960, με την απεργία των οικοδόμων και τις αιματηρές συγκρούσεις στην Αθήνα. Με την απεργία εισέβαλε δυναμικά στο προσκήνιο ένα νέο προλεταριακό υποκείμενο αγώνα, οι οικοδόμοι, που αποτέλεσαν όλη την επόμενη περίοδο την αιχμή και ραχοκοκαλιά του εργατικού κινήματος. Όχι τυχαία, αφού ο κλάδος της οικοδομής ήταν ο μόνος στον οποίο δεν απαιτούνταν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να δουλέψεις (λόγω των αυξημένων αναγκών σε εργατικά χέρια). Το αποτέλεσμα ήταν να βρίσκουν εκεί δουλειά όλοι οι κυνηγημένοι αριστεροί και οι απολυμένοι από τις φυλακές και τις εξορίες, μετατρέποντας τις οικοδομές σε εργαστήριο προλεταριακής ανασυγκρότησης. Το 1961, οι εκλογές της «βίας και νοθείας» έδωσαν νέο έναυσμα στους αγώνες. Αντί να σταθεροποιήσουν το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, απονομιμοποίησαν πλήρως το «κράτος της δεξιάς» και προκάλεσαν μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων. Το 1962 οι απεργίες και οι απεργοί διπλασιάστηκαν. Επιπλέον, εντάθηκε η πολιτικοποίησή τους, με το διπλασιασμό των απεργιών που είχαν αιτήματα συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών. Τα επόμενα δύο χρόνια οι απεργίες συνέχισαν ν’ ακολουθούν αλματώδη ρυθμό αύξησης κι επιπλέον άρχισε η χειραφέτηση του εργατικού κινήματος από την κρατικά ελεγχόμενη γσεε, με την εμφάνιση των πρώτων ανεξάρτητων κι αυτόνομων κινήσεων. Στην ανάπτυξη των αγώνων συνέβαλε και ο «ανένδοτος», ο οποίος μακριά από τους τακτικισμούς της ηγεσίας της ένωσης κέντρου, πέτυχε την αγωνιστική ενότητα των εργατών στη βάση, πέρα από πολιτικές τοποθετήσεις. Οι αγώνες του 1960-1963 οδήγησαν τελικά στην ανατροπή του Καραμανλή (του Α) και της ερε και στην άνοδο της ένωσης κέντρου· αλλά το εργατικό κίνημα ούτε στον Παπανδρέου (τον Α) έδωσε «περίοδο χάριτος». Μήνα με τον μήνα, οι απεργίες αλλά και ο συνολικός αριθμός των απεργών συνεχώς πολλαπλασιάζονται.
Το κρίσιμο είναι ότι από το 1964, οι απεργίες εμφάνισαν δύο νέα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρώτον, αυξήθηκε σημαντικά η συμμετοχή στους αγώνες των εργοστασιακών εργατών, οι οποίοι τέθηκαν μαζί με τους οικοδόμους στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων. Δεύτερον αυξήθηκε τόσο η ένταση, όσο και η διάρκεια των απεργιών. Η σκλήρυνση του εργατικού αγώνα ήταν η απάντηση του προλεταριάτου στις κούφιες υποσχέσεις της ένωσης κέντρου, στις σκληρές εργοδοτικές αντεπιθέσεις και στην δεξιά προπαγάνδα περί «κομμουνιστικού κινδύνου». Για το εργατικό κίνημα, η περίοδος 1963-1965 ήταν η εποχή των άγριων απεργιών.
Παράλληλα, την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε ο μαχητικός συνδικαλισμός ακόμη και στους κλάδους που είχαν την πιο στενή συνάφεια με το κράτος, όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι καθηγητές και οι υπάλληλοι υπηρεσιών. Μετά το 1961 έκανε την εμφάνιση του και το άλλο υποκείμενο των αγώνων, που έκτοτε κι ως σήμερα θα στοιχειώσει θετικά η αρνητικά το κίνημα, η «φοιτητική νεολαία». Το 1962 η κατάσταση στα πανεπιστήμια ανατράπηκε και στους συλλόγους που μέχρι τότε ήταν υπό τον έλεγχο της δεξιάς εκοφ, αναδείχτηκαν αριστερές παρατάξεις. Το 1962-1963 άρχισαν κινητοποιήσεις για το 15%, μαζί με αιτήματα για την «ειρήνη», τον «αφοπλισμό» και τις ξένες βάσεις. Τον Απρίλη του 1963 ιδρύθηκε η εφεε και λίγο αργότερα, μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, η «δημοκρατική κίνηση νέων Γρηγόριος Λαμπράκης» που γρήγορα εξαπλώθηκε σ’ όλη τη χώρα κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στα ιουλιανά.

Όλος αυτός ο αγωνιστικός πλούτος και η μαχητικότητα που ξεδιπλώθηκε από το 1958, βρήκε την αποκορύφωσή του το καλοκαίρι του 1965. Η κρίση ξεκίνησε σαν μια ακόμη «τυπική» για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα κοινοβουλευτική κρίση. Ο εκλεγμένος πρωθυπουργός Παπανδρέου (ο Α) επιμένει στην αντικατάσταση του υπουργού άμυνας, παρά την αντίθετη γνώμη του παλατιού και τελικά ο βασιλιάς υποχρεώνει τον πρωθυπουργό σε παραίτηση· ουσιαστικά τον απολύει. Η σύγκρουση ήταν κεντρική για τους μηχανισμούς του ελληνικού κράτους. Αφορούσε την θέση του στρατού, τον έλεγχό του και το ποιος πόλος εξουσίας θα τον έχει· και ταυτόχρονα τη θέση του παλατιού στην ιεραρχία των εξουσιών. Ειδικότερα, το ζήτημα ελέγχου του στρατού ήταν κάτι περισσότερο από ένα θέμα «συνταγματικής τάξης» ή «διάκρισης των εξουσιών». Είχε άμεσα να κάνει με την ανάπτυξη της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής στην κύπρο. Με τον στρατό ν’ αποτελεί το ισχυρότερο εργαλείο της Αθήνας στην αναμέτρησή της με την Λευκωσία, ο έλεγχος του στρατού ήταν κρίσιμος επειδή θα καθόριζε ποιός πόλος εξουσίας θα είχε την ευθύνη για την πραγμάτωση των ελληνικών σχεδίων. Τελικά, με το πραξικόπημα του 1967, το ζήτημα επιλύθηκε, με τον στρατό ν’ αναλαμβάνει απευθείας την ευθύνη διεκπεραίωσης της ιμπεριαλιστικής ατζέντας.
Μόλις ο πρωθυπουργός απολύθηκε, ο βασιλιάς έσπευσε να διορίσει την πρώτη - βραχύβια - κυβέρνηση «αποστατών». Όταν έγινε γνωστό το βασιλικό πραξικόπημα, η αντίδραση ήταν άμεση. Μια μάζα χιλιάδων ανθρώπων ξεχύθηκε στους δρόμους κι αναμετρήθηκε με τις δυνάμεις της τάξης επί 70 μέρες, απαιτώντας από την πρώτη στιγμή «δημοψήφισμα» και αποκαθήλωση του βασιλιά (αιτήματα που δεν τόλμησε να υιοθετήσει η επίσημη αριστερά).

Οι μαζικοί αγώνες του διμήνου Ιούλη - Αυγούστου για την ανατροπή του μοναρχικού πραξικοπήματος είναι πρωτοφανείς. Στο διάστημα των 40 ημερών μετά το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκαν 400 συγκεντρώσεις σε ανοιχτό χώρο. Δύο από αυτές, η κάθοδος του Παπανδρέου από το Καστρί και η κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα είναι της τάξης των εκατοντάδων χιλιάδων. Ο ρυθμός δέκα μεγάλων κινητοποιήσεων κάθε μέρα δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική ιστορία.
[Γ. Κατρή, Η γέννηση του νεοφασισμού στην ελλάδα]

Σημείο κορύφωσης των 70 ημερών των ιουλιανών αποτελεί η γενική πολιτική απεργία της 27ης Ιούλη:

Την Τρίτη θα γίνει η γενική απεργία. Είναι πραγματικά μια μεγάλη μέρα για τους αγώνες του ελληνικού προλεταριάτου. Το εγχείρημα είναι δύσκολο κι επικίνδυνο. Από το 1946 έχει να γίνει πανεργατική πολιτική απεργία. Η προετοιμασία δεν είναι επαρκής. Οι απεργιακές επιτροπές δεν έχουν συγκροτηθεί παντού και σε όλη την κλίμακα. Απεργιακές φρουρές δεν υπάρχουν.
Και όμως, αυθόρμητα μέσα στα εργοστάσια, στα μαγαζιά, στις γειτονιές, έγινε μια τεράστια προετοιμασία. H μία μετά την άλλη αυτοσχέδιες επιτροπές σχηματίζονται, απεργιακές φρουρές της στιγμής δημιουργούνται από αυτούς που βαδίζουν στους δρόμους, από αγνώστους μεταξύ τους εργάτες, και η απεργία παίρνει σάρκα και οστά. Η συγκοινωνία έχει σχεδόν σταματήσει, αλλά χιλιάδες, πολλές χιλιάδες εργάτες κατεβαίνουν με τα πόδια στην πλατεία της Δημαρχείας όπου θα γίνει η συγκέντρωση.
Μέσα σε ένα σκληρό και σπάνιο λιοπύρι αρχίζει η συγκέντρωση. Ομιλητές επί ομιλητών περνάνε από το βήμα, λέγοντας τα ίδια και τα ίδια, αρχίζουν να κουράζουν την συγκέντρωση. Τα συνθήματα είναι αδύνατα. Σήμερα η εδαΐτικη «γραμμή» έχει κατεβάσει και τις τελευταίες εφεδρείες της για να συγκρατήσει την συγκέντρωση σε ορισμένα όρια ησυχίας. Έχει δώσει ρητές υποσχέσεις στη διεύθυνση της αστυνομίας ότι θα κρατήσει την τάξη. Αλλά ποιανού την «τάξη»; Του κύριου Τούμπα; Όταν τελειώνει η συγκέντρωση με το διάβασμα του ψηφίσματος, ακούγονται τα συνηθισμένα: «διαλυθείτε ησύχως», «δημοκράτες να πάτε στα σπίτια σας» και το πιο γελοίο: «Να φανούμε πολιτισμένοι». Με ποιον; Τον κύριο Τούμπα που σκότωσε τον Σωτήρη και ματοκύλησε την Αθήνα;
Οι εργάτες προχωράνε προς την Ομόνοια και από κει στην οδό Πανεπιστημίου, αδιαφορώντας για τις συνεχείς σειρές των «εφόρων» που τους εκλιπαρούν να γυρίσουν πίσω. Αυτοί ήρθαν για να διαδηλώσουν τη θέλησή τους και όχι να μπαφιάσουν από λόγια στην πλατεία της Δημαρχείας. Μια τεράστια εργατοθάλασσα ανεβαίνει ορμητικά προς το Σύνταγμα με συνθήματα «δημοψήφισμα», «ο στρατός με τον λαό», «ο Σωτήρης ζει», «1-1-4», «η αυλή να μαντρωθεί».
Τα μαγαζιά κλείνουν, τα τελευταία μέσα συγκοινωνίας σταματάνε, τα ταξιά εξαφανίζονται, η απεργία επιβάλλεται. Η τεράστια διαδήλωση γίνεται η μαχητικότερη απεργιακή φρουρά που έχει δει μέχρι σήμερα η Αθήνα. Όλη η δ.ε. της εδα και τα συνδικαλιστικά στελέχη προσπαθούν να συγκρατήσουν τον κόσμο. Η εργατιά της Αθήνας επιβάλλει τη θέλησή της, διαδηλώσει επί ώρες, συντρίβει εμπόδια και δεσμά που την κρατάγανε χρόνια. Αν η διαδήλωση δεν γινόταν, η απεργία θα πέρναγε απαρατήρητη. Το μεσημέρι όλα τα μαγαζιά θα ήταν ανοιχτά και η συγκοινωνία θα είχε λειτουργήσει με τους ελάχιστους απεργοσπάστες, σκορπώντας την απογοήτευση. Η διαδήλωση όμως επέβαλε την απεργία και ήταν η μεγάλη εργατική νίκη. Κανένας δεν δούλεψε το απόγευμα και το βράδυ ομάδες νεαρών διαδηλωτών γυρίζουν το κέντρο της Αθήνας με τα συνθήματα και τα πανό τους. Κανείς δεν τόλμησε από τους γενίτσαρους των αυλικών να βγει και να συγκρουστεί με την εργατιά της Αθήνας και αυτό είναι το μεγάλο ελπιδοφόρο μήνυμα της συγκλονιστικής απεργιακής ημέρας, από τις πιο μεγαλειώδεις στα χρονικά του ελληνικού εργατικού κινήματος.
[Δ. Λιβιεράτου, Ιουλιανά 1965, συλλογικό]

Μόλις δεκαπέντε χρόνια μετά την συντριπτική ήττα, το κίνημα της εργατικής τάξης κατάφερε να πιάσει ξανά το νήμα που είχε κοπεί βίαια στα δεκεμβριανά και τον εμφύλιο. Κι είναι διπλά σημαντική αυτή η ταξική - ανταγωνιστική ανασυγκρότηση, όχι μόνο επειδή είχε ν’ αναμετρηθεί με το βάρος του παρελθόντος, αλλά και γιατί συντελέστηκε στις πιο σκληρές αστυνομικές συνθήκες. Τα ιουλιανά κι όλοι οι αγώνες της περιόδου 1960-1965 ήταν η συνεισφορά του ντόπιου προλεταριάτου στην εργατική έκρηξη εκείνης της εποχής σ’ όλη τη δυτική ευρώπη. Όμως η εργατική τάξη στην ελλάδα δεν θα μπορέσει τελικά ν’ ακολουθήσει ως το τέρμα του το δρόμο αυτό. Η αντίδραση στα ιουλιανά ήταν αμείλικτη. Εκεί που το κίνημα δεν βρήκε τον δρόμο του, επιβλήθηκε το σιδερένιο χέρι της δικτατορίας. Την δεκαετία του 1970, εποχή που στην υπόλοιπη ευρώπη το προλεταριάτο αποπειράθηκε την χειραφέτησή του, στην ελλάδα το εργατικό κίνημα τελούσε υπό απαγόρευση.

 

Η ελληνική αντεπίθεση μέχρι την αποχώρηση
της ελληνικής μεραρχίας

Παρά την κρίση όμως και την ανάδυση του ταξικού ανταγωνισμού στο προσκήνιο των ελληνικών πολιτικών εξελίξεων, το ελληνικό κράτος παρέμεινε προσηλωμένο στην στρατηγική επιβολής λύσης στο κυπριακό, ερήμην της ε/κ ηγεσίας και σε απευθείας διαπραγματεύσεις με την τουρκία. Έτσι τα επόμενα δύο χρόνια, 1965- 1967, μολονότι η κρίση του πολιτικού συστήματος οδήγησε στην ανάδειξη και πτώση πέντε διαδοχικών κυβερνήσεων - «αποστατών», υπηρεσιακή ή της δεξιάς, μέχρι το πραξικόπημα του ’67 - η νέα γραμμή των απευθείας διαπραγματεύσεων ακολουθήθηκε απαρέγκλιτα από όλες, όπως και από την χούντα, παράλληλα με την υπονόμευση του Μακάριου από τις ομάδες των ενωτικών υπό τον Γρίβα, τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες και την ελληνική μεραρχία, που είχε εγκατασταθεί από το ’64 στην κύπρο, μυστικά και παράνομα.
Από την μεριά της, η ε/κ ηγεσία που είχε αντιληφθεί ξεκάθαρα τα ελληνικά σχέδια για ανατροπή του Μακάριου κι ακύρωση της ε/κ στρατηγικής της ανεξαρτησίας, απάντησε με δύο τρόπους. Πρώτον, ξεκίνησε μέσω οηε την διερεύνηση της πιθανότητας διακοινοτικών συνομιλιών, ώστε να ξεκαθαρίσει το καθεστώς στο εσωτερικό του νησιού. Δεύτερον, προσπάθησε να προβοκάρει την ελληνοτουρκική προσέγγιση και ν’ αποτρέψει την επιβολή ελληνικής λύσης.
Μέχρι τον Φλεβάρη του 1966 η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο πόλους είχε τον χαρακτήρα μιας «παρασκηνιακής» αναμέτρησης, με τον κάθε αντίπαλο να ανιχνεύει τις συνθήκες και να προετοιμάζει την αντεπίθεσή του. Αθήνα και Λευκωσία συνέχισαν τις συναντήσεις και τις εκδόσεις κοινών ανακοινωθέντων περί της «μελλοντικής ένωσης», αλλά αυτή η φαινομενική σύμπνοια υπό την «κοινή» εθνική ιδεολογία, δεν έκρυβε τις κινήσεις εν όψει της σύγκρουσης. Έτσι, ο Μακάριος συνέχισε να καταγγέλλει κάθε ελληνοτουρκική προσέγγιση, ως πρώτο βήμα προς την διχοτόμηση κι επιχείρησε να απομονώσει τον Γρίβα και τους ενωτικούς, ενώ η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε την υπόθεση «ασπίδα» για να εμφανίσει ένα σκηνικό «εθνικής κρίσης» στην κύπρο.
Η ανοιχτή εκδήλωση της σύγκρουσης συνέβη τελικά το 1966 με δύο ελληνικές κινήσεις. Τον Μάρτη η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς καμία συνεννόηση με τον Μακάριο, διόρισε τον Γρίβα αρχιστράτηγο όλων των στρατιωτικών δυνάμεων στην κύπρο, με σκοπό να ελέγξει στρατιωτικά το νησί και να αποδυναμώσει την ε/κ ηγεσία. Ο Μακάριος όπως ήταν φυσικό απέρριψε τον διορισμό κι επιπλέον απαίτησε να έχει τον έλεγχο στην συμμετοχή ελλήνων αξιωματικών στην εθνοφρουρά, απαίτηση την οποία απέρριψε με την σειρά της η ελληνική κυβέρνηση. Η κρίση που ξέσπασε οδήγησε τελικά στην παραίτηση του έλληνα υπουργού εξωτερικών και σε υποβολή πρότασης δυσπιστίας σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης. Το ζήτημα παρέμεινε τελικά σε εκκρεμότητα, παρόλα αυτά όμως η εθνοφρουρά τέθηκε πρακτικά υπό ελληνικό έλεγχο μέσω του Γρίβα.
Η δεύτερη κίνηση της ελληνικής πλευράς ήταν η έναρξη ενός νέου κύκλου διαπραγματεύσεων με την τουρκία, που ξεκίνησε τον Ιούνη του 1966 στις Βρυξέλλες. Το πλαίσιο ήταν ξανά η ένωση με ανταλλάγματα, επαναφέροντας στην ημερήσια διάταξη την «συμπεφωνημένη λύση» και συνεχίζοντας τις διαπραγματεύσεις από το σημείο που είχαν διακοπεί μετά την απόρριψη του σχεδίου Άτσεσον.
Οι συνθήκες ήταν σε γενικές γραμμές ευνοϊκές για την Αθήνα, αφού υποσκέλιζε έμπρακτα την ε/κ στρατηγική, ενώ ταυτόχρονα το τουρκικό κράτος έδειχνε έτοιμο να συμφωνήσει, αποδεχόμενο ως αντάλλαγμα την παραχώρηση της βρετανικής βάσης στην Δεκέλεια κι ένα καθεστώς ενισχυμένης αυτοδιοίκησης των τ/κ.
Η απάντηση του ε/κ μετώπου δεν άργησε να δοθεί. Για να αντιμετωπίσει την εχθρική στάση της εθνοφρουράς και τον Γρίβα, ο Μακάριος παρήγγειλε όπλα από την τσεχοσλοβακία για να εξοπλίσει την αστυνομία και να φτιάξει έτσι ένα πιστό σε αυτόν ένοπλο σώμα. Τα όπλα έφτασαν στο νησί τον Νοέμβρη, αλλά η άφιξή τους έγινε γνωστή (ίσως σκόπιμα εκ μέρους των ε/κ) με αποτέλεσμα να προκληθεί κρίση τόσο με την ελλάδα όσο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στα πλαίσια της γενικότερης ε/κ στρατηγικής, το σχέδιο εξοπλισμού εξυπηρετούσε δύο σκοπιμότητες ταυτόχρονα (όπως και στο παρελθόν με το αντίστοιχο σχέδιο αγοράς όπλων από την εσσδ). Να πετύχει έναν ευνοϊκότερο στρατιωτικό συσχετισμό στο εσωτερικό προς όφελος των πιστών στον Μακάριο δυνάμεων και παράλληλα (μέσω της όχι και τόσο «άστοχης» και «βεβιασμένης») δημοσιοποίησης, να δυναμιτίσει τον ελληνοτουρκικό διάλογο που εκείνη τη στιγμή ήταν σε κρίσιμη φάση.
Πράγματι, η υπόθεση των τσεχοσλοβακικών όπλων παρά λίγο να τινάξει στον αέρα τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, όμως τελικά η επιτυχία του Μακάριου ήταν μερική. Τα όπλα έφτασαν μεν στην κύπρο, αλλά μετά από απαίτηση της τουρκίας παραδόθηκαν στις δυνάμεις του οηε, ενώ οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, μολονότι η ελληνική θέση είχε δεχτεί πλήγμα, και κατέληξαν τον Δεκέμβρη στο «μνημόνιο του Παρισιού» το οποίο αναβίωνε πλήρως το πνεύμα της «συμπεφωνημένης λύσης» και την προοπτική της ένωσης με ανταλλάγματα.
Η κατάρρευση της ελληνοτουρκικής συνεννόησης θα συμβεί τελικά αργότερα, τον Φλεβάρη του 1967· προκειμένου όμως να τον πετύχει η ε/κ ηγεσία, χρειάστηκε η πλήρης διάρρηξη κάθε δεσμού του Μακάριου με την Αθήνα και η εκβιαστική στάση του προκειμένου να εγκαταλειφθεί ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Στις 6 Φλεβάρη 1967 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η συνεδρίαση του «συμβουλίου του στέμματος» με την συμμετοχή του Μακάριου. Στο συμβούλιο εκείνο η ρήξη Αθήνας - Λευκωσίας αναδείχτηκε σε όλες τις της διαστάσεις. Το σύνολο των εκπροσώπων των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων τάχτηκαν υπέρ των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων και στήριξαν το «μνημόνιο», όμως ο Μακάριος, σε πλήρη αντίθεση με τους υπόλοιπους και απομονωμένος, απαίτησε την άμεση διακοπή του διαλόγου, διαφωνώντας με τα πάντα. Η σημαντικότερη συνέπεια, που αποτελεί κιόλας ήττα της ε/κ ηγεσίας, ήταν ότι απέτυχε ο Μακάριος να παρουσιάσει την πολιτική του ως απόρροια των «εθνικών επιδιώξεων». «Η πρόοδος η οποία επετεύχθη κατά την συνάντησιν αυτήν ελλάδας και τουρκίας είναι η εξής: Όπως θα ενθυμήσθε κατά την περίοδον του αγώνος της εοκα, [η τουρκία] ηγωνίζετο δια το ήμισυ της κύπρου. Βραδύτερον η συζήτησις εγένετο με το σχέδιο Άτσεσον δια το 1/5 της κύπρου. Σήμερον εφθάσαμεν εις το σημείον οι τούρκοι να συζητούν περί ενώσεως και να ζητούν την βάσιν της Δεκέλειας η οποία ως γνωστόν κατέχεται από τους άγγλους. Η βάσις της Δεκέλειας είναι... ολιγώτερον του 1% του εδάφους της κύπρου» (Ι. Τούμπας, ο έλληνας διαπραγματευτής στον ελληνοτουρκικό διάλογο). Η προσάρτηση του 99% της κυπριακής επικράτειας ήταν ο στόχος που ικανοποιούσε στο ακέραιο τις επιδιώξεις του ελληνικού ιμπεριαλισμού, αν δεν υπήρχε στη μέση η ε/κ στρατηγική της ανεξαρτησίας και ο Μακάριος, ο οποίος είχε χάσει πλέον στα μάτια του ελληνικού πολιτικού κόσμου κάθε «εθνικό» διαπίστευμα.
Στο συμβούλιο του στέμματος της 6ης Φλεβάρη είναι η τελευταία φορά που ο Μακάριος κατάφερε να εκβιάσει την ακύρωση των ελληνικών σχεδίων, αφού η Αθήνα ήξερε ότι καμία «συμπεφωνημένη λύση» δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί με δεδομένη την κατηγορηματική άρνηση της ε/κ ηγεσίας. Για την ελληνική πλευρά ήταν η οριστική και κατηγορηματική επιβεβαίωση ότι η εξυπηρέτηση των ελληνικών σχεδίων περνούσε πλέον από την ριζική ανατροπή των δεδομένων στην κύπρο.

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου δεν άλλαξε καθόλου την θεμελιώδη κατεύθυνση της ελληνικής στρατηγικής, προσέδωσε όμως νέες διαστάσεις και δυναμική στη σύγκρουση, αφού ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης είχε μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών και πρωτοβουλιών, χωρίς να δεσμεύεται από τους εσωτερικούς συσχετισμούς, τόσο όσο μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Η δικτατορία δεν μετακινήθηκε καθόλου από την στρατηγική που ακολούθησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, φρόντισε όμως να εφαρμόσει νέες τακτικές που αποσκοπούσαν στην άμεση υλοποίηση των ελληνικών στόχων. Έτσι η Αθήνα συνέχισε κανονικά τις διαπραγματεύσεις με την τουρκία κι εξακολούθησε να ενισχύει τις υπονομευτικές δραστηριότητες του Γρίβα και των ενωτικών στην κύπρο. Έδωσε όμως επιπλέον το σήμα ότι η οριστική σύγκρουση με την ε/κ ηγεσία είναι πλέον αναπόφευκτη. «Όταν αρχίζουν εθνικοί αγώνες αποφασιστικής σημασίας, οι πρώται προσπάθειαι στρέφονται προς την εκκαθάρισιν του εσωτερικού μετώπου... Εις την περίπτωσιν της Κύπρου τα ανθενωτικά αυτά στοιχεία δεν είναι μόνον οι κομμουνισταί και οι συνοδοιπόροι... υπάρχει και μια κατηγορία, δήθεν ενωτικών, περιλαμβάνουσα όσους προβάλλουν τόσον ανεδαφικούς όρους και αποτρεπτικάς προϋποθέσεις, ώστε η Ένωσις να καθίσταται προβληματική... Δυστυχώς μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και πρόσωπα κατέχοντα ανώτατας θέσεις εις την πολιτείαν και επηρεάζοντα την ηγεσίαν του Κυπριακού λαού» (επίσημη ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης, 1/7/1967).
Με τον φόβο μιας απόπειρας πραξικοπήματος, το οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν μεταξύ των εναλλακτικών σχεδίων της χούντας, η ε/κ ηγεσία έπαιξε ξανά το χαρτί των διακοινωτικών συγκρούσεων. Οι προβοκατόρικες ταραχές που ξέσπασαν δεν είχαν στόχο τον εσωτερικό έλεγχο και τους τ/κ, αλλά την προειδοποίηση της δικτατορίας. Η επιδίωξη του Μακάριου, μέσω της πρόκλησης ταραχών, ήταν να καταστήσει σαφές στην Αθήνα ότι το κυπριακό δε ήταν μόνο ελληνική και ε/κ υπόθεση, αλλά εξίσου ελληνοτουρκική κι ότι κάθε απόπειρα βίαιης επέμβασης στην κύπρο μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ακόμη και σύρραξη.
Το μήνυμα έφτασε οπωσδήποτε στην Αθήνα και κρίνοντας απ’ τα αποτελέσματα, ήταν ιδιαίτερα ηχηρό. Η κρίση Αθήνας - Λευκωσίας εκτονώθηκε άμεσα με την επίσκεψη Παπαδόπουλου στην κύπρο, ενώ ξεκίνησε νέος κύκλος ελληνοτουρκικών επαφών, με τη συνάντηση Κόλλια - Ντεμιρέλ στον Έβρο στις 9-10 Σεπτέμβρη 1967, σε μια προσπάθεια της δικτατορίας να προλάβει νέες εντάσεις στην κύπρο. Όμως το πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης είχε πλέον τροποποιηθεί, με αποτέλεσμα η συνάντηση του Έβρου να καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία. Η Άγκυρα αντιλαμβανόταν ότι η Αθήνα και η Λευκωσία ήταν σε τροχιά σύγκρουσης, επομένως η ελληνική στρατηγική της ένωσης ήταν αποδυναμωμένη.

 

Η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας

Ενώ λοιπόν ήταν η δικτατορία αυτή που προετοίμαζε το έδαφος για ανατροπή της ε/κ ηγεσίας κι επιβολή του πάγιου στόχου της ένωσης, τελικά νικητής από αυτή την αναμέτρηση βγήκε ο Μακάριος. Αυτός ο πρώτος κύκλος της αναμέτρησης ήταν ακόμη ανολοκλήρωτος όσο το ελληνικό κράτος διατηρούσε τη στρατιωτική υπεροχή στο νησί, χάρη στην παρουσία της ελληνικής μεραρχίας. Όσο τυχοδιωκτικές και βιαστικές, άρα πιο εύκολες στην αντιμετώπιση, ήταν οι κινήσεις της Αθήνας, η θέση του Μακάριου εξακολουθούσε να είναι επισφαλής, όσο η στρατιωτική δύναμη ήταν στα ελληνικά χέρια.
Ο τρόπος που επέλεξε ο Μακάριος να «επιλύσει» το ζήτημα αυτό, ήταν ο συνηθισμένος, μέσα από την πρόκληση μιας μείζονος κρίσης που θα υποχρέωνε το ελληνικό κράτος σε αναδίπλωση, μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Τον Νοέμβρη του 1967, οι ε/κ επιχείρησαν αστυνομικούς ελέγχους στα ελεγχόμενα από τους τ/κ χωριά Α. Θεόδωρο και Κοφινού, χωρίς μάλιστα να έχουν προειδοποιήσει εγκαίρως τις δυνάμεις του οηε. Η επιχείρηση είχε ξεκάθαρα προβοκατόρικο χαρακτήρα, με στόχο να προκαλέσει ένα νέο πολεμικό επεισόδιο και κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τελικά, ύστερα από τρεις μέρες επαναλαμβανόμενων ελέγχων, ξεκίνησαν ταραχές, στις οποίες οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις απάντησαν με κανονική πολεμική επιχείρηση, δολοφονώντας 25 τουρκοκύπριους και καταλαμβάνοντας τα χωριά με τεθωρακισμένα και βαρύ οπλισμό.
Η αντίδραση της Άγκυρας όπως αναμενόταν ήταν άμεση, απειλώντας με στρατιωτική επέμβαση. Η κρίση έφτασε στα πρόθυρα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου και προκειμένου να αποσοβηθεί, η ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεν επιδίωκε για κανέναν λόγο στρατιωτική σύγκρουση, υποχρεώθηκε να αποδεχτεί μετά από μεσολάβηση των ηπα, τους όρους που έθεσε η τουρκία. Σύμφωνα με τους όρους αυτούς, θα έπρεπε να αποχωρήσουν από το νησί ο Γρίβας και η (παράνομα σταθμευμένη εκεί) ελληνική μεραρχία, να αφοπλιστεί η εθνοφρουρά και να πληρωθούν αποζημιώσεις στα θύματα. Επιδίωξη της Άγκυρας, όπως φαίνεται κι από τις απαιτήσεις της, δεν ήταν να προκαλέσει πόλεμο και να λύσει στρατιωτικά το κυπριακό προς όφελός της, αλλά να ακυρώσει το στρατιωτικό πλεονέκτημα του ελληνικού κράτους, το οποίο ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων. Η κρίση του 1967 ήταν κατά ένα τρόπο μια αντιστραμμένη επανάληψη της κρίσης του 1964. Ενώ τότε η αμερικανική πίεση είχε ασκηθεί εξ ολοκλήρου στην Άγκυρα, βλάπτοντας βαριά τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις [βλέπε «τα μυστικά...» τεύχους 30] τώρα ήταν η σειρά της Αθήνας να οπισθοχωρήσει, αφού πλέον δεν υπήρχε περιθώριο συμβιβασμών από την τουρκική πλευρά. Τελικά, η Αθήνα ανακάλεσε από την κύπρο τον Γρίβα και υποχρεώθηκε να αποσύρει την ελληνική μεραρχία.
Οι καθεστωτικοί ιστορικοί και οι απολογητές της ε/κ γραμμής, υποστηρίζουν μέχρι σήμερα ότι για τα γεγονότα του Νοέμβρη και τον παραλίγο πόλεμο που οδήγησε στην αποχώρηση της μεραρχίας, υπεύθυνη είναι η χούντα (για να τονίσουν έτσι τον «καταστροφικό» ρόλο της και να αθωώσουν την πάγια ιμπεριαλιστική στρατηγική στην κύπρο). Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ήταν η Λευκωσία που οργάνωσε αυτή την προβοκατόρικη επιχείρηση, ενώ η ανάμειξη της ελληνικής κυβέρνησης είχε να κάνει με τον τερματισμό της επιχείρησης κι όχι την έναρξή της. Ακόμη κι ο κυπριακός τύπος της εποχής το επιβεβαιώνει: «Η αποχώρησις των δυνάμεων μας εδημιούργησε δυσφορίαν, όχι μόνον μεταξύ του κοινού, αλλά και εις την κυβέρνησιν... Ποιος ευθύνεται δια το φιάσκο;... Η κυβέρνησις της ελλάδος υποκατέστησε την κυπριακήν και έδωσεν εντολήν αποχωρήσεως της εθνοφρουράς».
Εξάλλου, όσο άπειρη και τυχοδιωκτική κι αν ήταν η πολιτική της δικτατορίας, δεν ήταν τόσο ασυνάρτητη, ώστε να οργανώνει παρακινδυνευμένες στρατιωτικές ενέργειες (χωρίς μάλιστα κάποιο σημαντικό στόχο) την ώρα που οι διαπραγματεύσεις με την τουρκία κινούνταν ξανά στο πλαίσιο της «συμπεφωνημένης λύσης». Τα γεγονότα στον Α. Θεόδωρο και Κοφινού οδήγησαν σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις, στερώντας έτσι από την χούντα την μεγαλύτερη «εθνική επιτυχία» που τόσο χρειαζόταν για να ενισχύσει την νομιμοποίηση της στο εσωτερικό.
Μολονότι, η πρώτη συνέπεια των γεγονότων ήταν ο παραλίγο πόλεμος, είναι λάθος να τα εξετάσουμε υπό το πρίσμα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Στην συγκυρία εκείνη, η κυρίαρχη αντίθεση στην κύπρο ήταν μεταξύ ελλάδας - ε/κ και στη βάση αυτή τα γεγονότα ερμηνεύονται ως ελληνική - ε/κ αναμέτρηση, με στόχο απ’ την μεριά της Λευκωσίας, την στρατιωτική αποδυνάμωση της Αθήνας και το μπλοκάρισμα της ελληνοτουρκικής συνεννόησης. Η παρουσία της ελληνικής μεραρχίας δεν αποσκοπούσε στην αποτροπή της υποτιθέμενης «τουρκικής επιθετικότητα»· ο ελληνικός στρατός εγκαταστάθηκε στην κύπρο ενάντια στους ε/κ.
Ο πραγματικός χαρακτήρας της σύγκρουσης αποδεικνύεται εξίσου απ’ τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν για την εκτόνωση της κρίσης. Στην απόφαση για απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας, ο Μακάριος πλειοδοτούσε, κρίνοντας την αποχώρηση του ελληνικού στρατού ως το πρώτο βήμα για την αποχώρηση όλων των ενόπλων δυνάμεων και πλήρη «αποστρατιωτικοποίση του νησιού, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η υπόθεση της ειρήνης». Όταν η συζήτηση έφτασε στο ζήτημα των ε/κ ενόπλων δυνάμεων (αστυνομίας κι εθνοφρουράς) η ε/κ ηγεσία εγκατέλειψε την «συναινετική» στάση κι αρνήθηκε αδιάλλακτα κάθε ενδεχόμενο αφοπλισμού τους, πάντα για χάρη... της ειρήνης.
Τελικά, ο Μακάριος βγήκε από την κρίση του Νοέμβρη 1967, νικητής σε τέσσερα σημεία. Πρώτο, έσπασε τον ελληνικό στρατιωτικό κλοιό κι απέτρεψε το ενδεχόμενο ελληνοκινούμενου πραξικοπήματος. Δεύτερο, ακύρωσε κάθε πιθανότητα εφαρμογής της «συμπεφωνημένης λύσης». Τρίτο, απέτρεψε το ενδεχόμενο αποδυνάμωσης των ε/κ ένοπλων σωμάτων. Τέταρτο, χρέωσε στην δικτατορία την πρώτη της μεγάλη «εθνική αποτυχία». Πράγματι, για την χούντα το πλήγμα ήταν τεράστιο, εξανέμισε την δυναμική της ταχείας εκκαθάρισης του κυπριακού και την υποχρέωσε σε εξαιρετικά συγκρατημένη πολιτική. Απέναντί της πλέον είχε ν’ αντιμετωπίσει από την μία τον ισχυροποιημένο Μακάριο κι από την άλλη τον αναβαθμισμένο γεωπολιτικό ρόλο της τουρκίας: «Η αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων έχει εκμηδενίσει μια στρατιωτική παρουσία, που θα μπορούσε να οδηγήσει βίαια στην ένωση... έχει μεταβάλλει την ισορροπία δυνάμεων... αποτελεί πλέον μια σημαντική εξέλιξη σχετικά με την τελική λύση» (Τσιακλαγιαγκίλ, τούρκος υπεξ).
Μετά τα κρίσιμα γεγονότα του ’67, οι δύο αντίπαλοι πόλοι προσάρμοσαν τις τακτικές τους στην πολιτική και στρατιωτική ήττα του ελληνικού κράτους. Με μακρινό πλέον το ενδεχόμενο της επιβολής της «ένωσης», η ηγεσία των ε/κ επικεντρώθηκε στην υλοποίηση της «δεύτερης ελλάδας». Δηλαδή στην οριστική κατοχύρωση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους και την περιθωριοποίηση των τ/κ. Προκειμένου να διατηρήσει το status quo, δηλαδή την de facto ελληνοποίηση του κυπριακού κράτους, ο Μακάριος εγκαινίασε μετά το 1967 την τακτική του διακοινοτικού διαλόγου. Ο στόχος δεν ήταν βέβαια η εξεύρεση οποιαδήποτε εφαρμόσιμης ρύθμισης στη σχέση των δύο κοινοτήτων, αλλά η παράταση της ελληνικής ηγεμονίας· μια ατέρμονη διαδικασία κατ’ επίφαση διαπραγματεύσεων, ως εγγύηση διατήρησης του ε/κ απαρτχάιντ σε βάρος των τ/κ. Ο Μακάριος είχε προσδιορίσει επακριβώς τη δυναμική και τη σκοπιμότητα των διαπραγματεύσεων: «Πάντως από μιαν κακήν λύσιν προτιμώ την σημερινήν κατάστασιν, εφ’ όσον βεβαίως θα διατηρηθή η ειρήνη. Έχομεν ήδη μιαν καθαρώς ελληνικήν κυβέρνησιν εις την νήσον. Οι τούρκοι δεν μετέχουν της κυβερνήσεως. Δια τούτο φρονώ, ότι δεν πρέπει να σπεύσωμεν» (δήλωση του Μακάριου, 1968). Μέχρι σήμερα εξάλλου, οι αλλεπάλληλοι κύκλοι διαπραγματεύσεων που πάντα καταλήγουν σε αδιέξοδο και κάθε φορά επανεκκινούν, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της διατήρησης της ε/κ εξουσίας, η οποία διεθνώς εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της «κυπριακής δημοκρατίας» (η οποία κατασκευάστηκε το 1960 με τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου και έπαψε να υπάρχει το 1963 λόγω των ε/κ ενεργειών) και της περιθωριοποίησης / απομόνωσης των τ/κ και του δεύτερου κυπριακού κράτους, της «τουρκικής δημοκρατίας της βόρειας κύπρου».
Για την Αθήνα, η ήττα του 1967 σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος εγκατέλειψε την στρατηγική της ένωσης. Αντίθετα, την επόμενη περίοδο η ελληνική στρατηγική έβαλε πλέον στο κέντρο την ανοιχτή υπονόμευση του Μακάριου, η οποία είχε ήδη αρχίσει να μεθοδεύεται από τα προηγούμενα χρόνια, αλλά απόκτησε πλέον πιο άμεσο κι επιτακτικό χαρακτήρα.

 

Οι σχέσεις ε/κ - τ/κ κοινότητας στα πλαίσια της αναμέτρησης Αθήνας-Λευκωσίας

Το τέλος της πρώτης αναμέτρησης, με την ήττα του ελληνικού κράτους και την σχετική στασίμοτητα που επικράτησε στις ελληνο-ε/κ σχέσεις, έφερε στο προσκήνιο την αντίσταση της τ/κ κοινότητας στα σχέδια πλήρους κι οριστικής ελληνοποίησης του νησιού. Όπως είχε φανεί και τα προηγούμενα χρόνια, οι ε/κ είχαν τους συσχετισμούς να επιβληθούν στην τ/κ κοινότητα, περιορίζοντάς την στο 5% της κυπριακής επικράτειας και σε καθεστώς απαρτχάιντ, αλλά ήταν αδύνατον να την εκμηδενίσουν. Αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης ήταν να ανακηρύξει η τ/κ ηγεσία στις 29/12/1967 την «τουρκοκυπριακή προσωρινή διοίκηση» που οργάνωσε την τ/κ κοινότητα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά και λειτούργησε ως ανάχωμα στα ε/κ σχέδια για απομόνωσή της.
Την επόμενη περίοδο, και μέχρι ν’ αρχίσει ξανά η ανοιχτή αναμέτρηση ελλάδας - ε/κ, ο διακοινοτικός διάλογος, με υποτιθέμενο στόχο την διευθέτηση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες και της θέσης του στο κυπριακό κράτος, αποτέλεσε την κεντρική εξέλιξη της κυπριακής κρίσης.
Εξηγήσαμε ήδη με ποιους στόχους η ε/κ ηγεσία στήριξε και συμμετείχε στον διάλογο. Όμως η πολιτική αυτή εμπεριείχε μια σημαντική αντίφαση. Η παράταση των «εκκρεμοτήτων» στις διακοινοτικές σχέσεις, δηλαδή η διατήρηση του status quo και η περιοδική πρόκληση κρίσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν ένας αποτελεσματικός τρόπος παρεμπόδισης της όποιας «συμπεφωνημένης λύσης» και διατήρησης της απομόνωσης των τ/κ. Ταυτόχρονα όμως, η συντήρηση του προβλήματος ήταν ένα διαρκώς ανοιχτό παράθυρο για την ελλάδα και την τουρκία να επέμβουν.
Μεταξύ Ιούνη 1968 και Σεπτέμβρη 1971, μέσα από επαναλαμβανόμενους κύκλους διαπραγματεύσεων, ο διακοινοτικός διάλογος καταπιάστηκε με τα περισσότερα ζητήματα, ξεκινώντας απ’ την βάση των 13 σημείων του Μακάριου. Στις διαπραγματεύσεις η τ/κ πλευρά σταδιακά οπισθοχώρησε και παραιτήθηκε από τις περισσότερες διεκδικήσεις της - και στο τέλος περιορίστηκε μόνο στο είδος της αυτοδιοίκησης που θα απολάμβανε, δείχνοντας έτσι ότι υπάρχει έδαφος οριστικής συμφωνίας. Αντίθετα, όμως, η ε/κ πλευρά, μέσω κωλυσιεργίας και διαδοχικών επαναδιαπραγματεύσεων, συντήρησε τις εκκρεμότητες ακυρώνοντας έτσι κάθε πιθανότητα συμφωνίας. Τελικά, τον Σεπτέμβρη του 1971 οι συνομιλίες εγκαταλείφθηκαν, όχι όμως λόγω αδιεξόδου, αλλά εξαιτίας της εκ νέου όξυνσης των αντιθέσεων ελλάδας - ε/κ.

 
       

Sarajevo