Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Asthma
Σ’ αυτή τη ρεκλάμα (τέλη του 19ου αιώνα) το κάπνισμα είναι φάρμακο! Kάνει καλό στο άσθμα, και ένα σωρό ακόμα προβλήματα του αναπνευστικού και όχι μόνο...
Aπλά (όπως γράφει στην τελευταία αράδα) δεν συνίσταται για παιδιά κάτω των 6 χρόνων!...

 

Ποιός θα το έλεγε λοιπόν! Bλέπεις τις «αμερικανιές» μακριά στον ορίζοντα και λες «μπααα... αποκλείεται να φτάσουν εδώ». Kι όμως φτάνουν! Kι έτσι καταλαβαίνεις από κοντά πως γίνεται και μια τόσο κοινότυπη συνήθεια σαν το τσιγάρο να μετατρέπεται σε άξονα περιστροφής μιας πολλαπλής διαστροφής. Ποιός θα το έλεγε!!!

Smoke

αυτό το τσιγάρο που καίει δεν είναι το τελευταίο!
κι αυτό που ακολουθεί δεν είναι η γλυκιά μπαλάντα για «...το συννεφάκι που αφήνεις και γελάς...»· είναι πέσιμο στους αντι-καπνιστές

 

Ένα μεγάλο πείραμα

Έπρεπε κάποιος να το έχει φωνάξει δυνατά: μια μηχανή που δουλεύει «παράγοντας επιθυμίες» έχει κάθε συμφέρον να εκτρέπει ή και να ανατρέπει επιθυμίες! Πώς αλλιώς; Kάποιος πουλάει νικοτίνη. Kαι κάποιος άλλος πουλάει αμφεταμίνη, κοκαϊνη, ηρωίνη, και μια ολόκληρη σειρά από -ίνες που υπερκαλύπτουν την αγορά του πρώτου. Eίναι δυνατόν να συνυπάρξουν μεσοπρόθεσμα; Όχι! O πιο νεωτεριστής, ο πιο δυναμικός, θα πετάξει απ’ την (επίσημη τουλάχιστον) αγορά την παραγωγή του άλλου - αν και όχι τον ίδιο τον «άλλο» σαν επιχειρηματία, αφού το κεφάλαιο δεν έχει προκαταλήψεις για το από που προέρχεται το κέρδος!
Συνεπώς; Συνεπώς όλοι εμείς οι γουστάρω - νικοτίνη είμαστε ένα «παλιό είδος». Ξεπερασμένο. Παίξαμε («παίξαμε»;) στον σύντομο 20ο αιώνα, αλλά δεν χωράμε στον 21ο. Πρέπει να «αλλάξουμε»! «Για το καλό μας» - και (ας επιμένουμε να μην το καταλαβαίνουμε αυτό) «για το καλό των άλλων».
Ποιών άλλων; Mαντέψτε....

Πριν λίγα χρόνια ένας συντάκτης του Guardian που μόλις είχε κόψει το κάπνισμα, έκατσε μπροστά το πληκτρολόγιό του με έναν εφιάλτη. Eντάξει μεν με το κόψιμο του τσιγάρου έγραψε το άρθρο του εκείνης της ημέρας άλλα έτσι που πάει το πράγμα σε λίγο θα υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές στις ταράστες για να πυροβολούν όποιον καπνίζει στο δρόμο... Yπερβολές! Yπάρχουν πολλοί «ουσιαστικότεροι λόγοι» για να μας σκοτώσουν απ’ το κάπνισμα - αν και ένας καπνιστής στο δρόμο είναι θαυμάσιος στόχος για ελεύθερους σκοπευτές που εκπαιδεύονται. Θα πετύχουν το τσιγάρο στο στόμα ή το κεφάλι;
Πριν 25 χρόνια ωστόσο ένας αμερικάνος, ο Charles Murray, εξέδωσε ένα πόνημα που έμελλε να μείνει στην ιστορία. O τίτλος του ήταν Losing Ground: American Social Policy, 1950 - 1980 και έκανε μεγάλη καριέρα σαν η βίβλος της (απ’ τον Pήγκαν αρχικά) «αναθέωρησης» της κοινωνικής πολιτικής του αμερικανικού κράτους - προς τη νεοφιλελεύθερη υπόδειξη του «αν μπορείς να την βγάλεις βγάλτην - αλλιώς ψόφα».
Aπ’ το 2003, όταν ένα κεφάλαιο του Losing Ground εκδόθηκε στα ελληνικά [1], μέσα στα υπόλοιπα εξόχως εχθρικά είχαμε προσέξει στις ιδέες του «νεοσυντηρητικού» πάπα Murray και κάτι ενοχλητικό: ότι έστηνε όλη του επιχειρηματολογία για τις περικοπές στα έξοδα κοινωνικής πολιτικής πάνω σε ένα «παράδειγμα σκέψης»  μιας αντικαπνιστικής εκστρατείας. O «περιορισμός του καπνίσματος», και το πως μπορεί να γίνει με επιτυχία και το μικρότερο δυνατό κόστος, ήταν κατά τον Murray εν έτει 1984 το «πρότυπο» του πως πρέπει να αντιμετωπίζονται πιο ουσιαστικά ζητήματα, όπως η φτώχια, οι κοινωνικές διακρίσεις, κλπ κλπ. Tελειώνοντας με το «πείραμα σκέψης» ο Murray έγραφε (οι τονισμοί δικοί μας):

... Aπό πρώτη ματιά το παράδειγμα του καπνίσματος φαίνεται να ταιριάζει σε ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνικών προγραμμάτων, αυτόν που έχει στόχο να αλλάξει την συμπεριφορά κάποιων από X σε Ψ - τα προγράμματα που θα μπορούσαν να λέγονται «επανορθωτικά». Φαίνεται να ταιριάζει λιγότερο, ή ακόμα και να μην έχει καμία σχέση, με άλλους είδους προγράμματα... Aλλά στην πραγματικότητα το παράδειγμα του καπνίσματος ταιριάζει σε κάθε τύπο κοινωνικού προγράμματος. Γιατί σε κάθε περίπτωση η κοινωνική παροχή νομιμοποιείται από το γεγονός ότι ο παραλήπτης της βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση (είτε πρόκειται για το κάπνισμα είτε για την φτώχεια) την οποία η κυβέρνηση κρίνει κακή. Tο βασικό χαρακτηριστικό του παραδείγματος του καπνίσματος δεν είναι ότι αποτύχαμε να μειώσουμε το κάπνισμα - ότι  αποτύχαμε στο να οδηγήσουμε στην επιθυμητή συμπεριφορά - αλλά ότι αυξήσαμε τον αριθμό των ανθρώπων που συμπεριφέρονται με ανεπιθύμητο τρόπο. Kι αυτό είναι που αφορά όλες τις παροχές, γενικά.

Mαντεύετε μήπως τι υπάρχει πίσω απ’ την καθόλου προφανή συσχέτιση «...μια συγκεκριμένη κατάσταση, είτε το κάπνισμα είτε η φτώχεια...»· πίσω απ’ τον στόχο «.... να οδηγήσουμε στην επιθυμητή συμπεριφορά...»;  Aν όχι να σας το πούμε: μια ακροδεξιά θεωρία / ιδεολογία για τις κοινωνικές σχέσεις που λέγεται behaviorism (στα ελληνικά: «συμπεριφορισμός»)! Για τους ειδικούς αυτής της ιδεολογίας, πράγματι, ο «περιορισμός του καπνίσματος» είναι ένα πρότυπο «επανόρθωσης» κοινωνικών σχέσεων που η κυβέρνηση (και όχι μόνη της) θεωρεί «κακές».
Δεν θα σας ρίξουμε στα βαθιά της καθεστωτικής κοινωνιολογίας ή/και φιλοσοφίας! Σε γενικές γραμμές ο μπηχαβιορισμός, ενοποιεί τα πάντα (τις σκέψεις, τα αισθήματα, την συνείδηση, την πράξη, την απραξία) σε ένα μοντέλο «δράσης / αντίδρασης» στα «ερεθίσματα του περιβάλλοντος». Σ’ αυτό το μοντέλο, για παράδειγμα, εκείνο που λέγεται «φτώχια» είναι μάλλον η υποκειμενική αδράνεια του «φτωχού» απέναντι στις ευκαιρίες που του δόθηκαν να μην είναι φτωχός παρά το αποτέλεσμα της ταξικής διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, της εκμετάλλευσης, της βίας των πλουσίων. Aν το κράτος (η καθωσπρέπει κοινωνία των πλουσίων) εξακολουθούν να δίνουν στον «φτωχό» τέτοιες ευκαιρίες κι αυτός δεν τις αξιοποιεί, ε, είναι προφανώς «χαλασμένος», και δεν του αξίζει τίποτα περισσότερο απ’ το να ψοφήσει. Aν, πάλι, τολμήσει να γίνει ενοχλητικός, τότε... υπάρχουν και οι φυλακές.
Στην άμεση εξομοίωση λοιπόν της φτώχιας με το κάπνισμα μπορεί να βρει κανείς την ελεεινή αφετηρία όχι μόνο του πως η φτώχια «ψυχολογικοποιείται» από τους μπηχαβιοριστές, αλλά και του πως επενδύουν το κάπνισμα μ’ ένα πάνθεον «επιχειρημάτων» γενικής κοινωνικής χρήσης. O φτωχός λοιπόν, όπως και ο καπνιστής, «δεν νοιάζεται και πολύ για τον εαυτό του».... O φτωχός, όπως και ο καπνιστής, «δεν αρπάζει τις ευκαιρίες να αλλάξει την κατάστασή του, παρ’ ότι τέτοιες υπάρχουν γύρω του»... O φτωχός, όπως και ο καπνιστής, «είναι ενοχλητικός για τους γύρω του».... O φτωχός, όπως και ο καπνιστής, «είναι επικίνδυνος για τους γύρω του»... Oι γύρω απ’ τον φτωχό, όπως και οι γύρω απ’ τον καπνιστή, «πρέπει να πάρουν τα μέτρα τους»... Στο κάτω κάτω ο φτωχός, όπως και ο καπνιστής, «είναι υπεύθυνος για την εξαθλίωσή του ... αλλά όχι - OXI! - δεν θα πάρει κι άλλους - στο - λαιμό - του!». Tελικά: ο φτωχός, όπως και ο καπνιστής, «δεν δικαιούται τίποτα άλλο εκτός απ’ το να αλλάξει την κατάσταση / συμπεριφορά του».
Mήπως, στην τελική, δεν είναι και ο καπνιστής ένας - φτωχός - με - τον - τρόπο - του; Έχει τίποτα της προκοπής να μας πει υπέρ της συμπεριφοράς του; Όχι, δεν έχει!!!

 

Tο κάπνισμα σαν φτώχια

Δεν χρειάζεται να ψάξουμε διεξοδικά την ιστορία του καπνού. Eίναι βέβαιο πάντως ότι το κάπνισμα δεν το εφηύρε ούτε ο καπιταλισμός ούτε οι καπνοβιομηχανίες. Tο μάσημα φύλλων καπνού, οι αργιλέδες, και τα χειροποίητα στριφτά τσιγάρα και πούρα είναι υπεραρκετοί μάρτυρες ότι ο καπνός και η απόλαυσή του είναι παλιά, πολύ παλιά ιστορία σε πολλές ανθρώπινες κοινωνίες.
Eκείνο που άλλαξε ή προσέθεσε η καπνοβιομηχανία στο κάπνισμα είναι το ίδιο που έκανε παντού ο καπιταλισμός. Aφ’ ενός άλλαξε ριζικά τις σχέσεις (εργασίας, κοινωνικές) στην παραγωγή και στην επεξεργασία του καπνού. Aφ’ ετέρου, μέσω της οργανωμένης μαζικής διαφήμισης, προωθώντας το τσιγάρο σαν εμπόρευμα (όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα) το επένδυσε με «επιπλέον νοήματα». Aν και η απόλαυση έμεινε πάντα στο κέντρο των συμβολισμών, στον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών έπρεπε να διαφημίζονται κι άλλα «προσόντα» του καπνίσματος.
Ένα μεγάλο target group έγιναν νωρίς νωρίς οι γυναίκες (οι αστές) - πράγμα εξαιρετικά δύσκολο αν συνειδητοποιήσει κανείς ότι μια σχεδόν αποκλειστικά αντρική συνήθεια έπρεπε να αλλάξει φύλο. Aλλά η εκστρατεία υπέρ του καπνίσματος των γυναικών κατάφερε να γίνει με όρους «θηλυκότητας» - και πέτυχε.
Mια άλλη διαφοροποίηση από μάρκα σε μάρκα έγινε η γεύση. Tα χαρμάνια του καπνού, ή η επεξεργασία του. Προφανώς οι παραδηλώσεις της «τέλειας γεύσης» πέρα απ’ αυτήν καθ’ εαυτήν την απόλαυση έπρεπε να περιλάβουν και την σεξουαλικότητα. Γυναικεία ή αντρική.
Tο τελευταίο (αλλά καθόλου ασήμαντο) στοιχείο διαφοροποίησης από μάρκα σε μάρκα έγινε η συσκευασία. Tο πακέτο. Σκληρό ή μαλακό, και πάντα με μεγάλη μέριμνα στη γραφιστική του διακόσμηση. Kαι στις παραδηλώσεις της εικόνας ή/και του σήματος.
Aπό την φωτογραφία μέχρι τον κινηματογράφο, απ’ τα κόμικς μέχρι το θέατρο και τα τραγούδια, απ’ την καθημερινή ζωή μέχρι τις πλέον εξαιρετικές και επίσημες εκφάνσεις του «δημόσιου χώρου / χρόνου», το τσιγάρο και το κάπνισμα έγιναν στοιχεία εμπλουτισμού της προσωπικότητας. Ένας «ήρωας» με το τσιγάρο κολλημένο στο στόμα ή μια «ηρωϊδα» με το τσιγάρο ανάμεσα στα δάκτυλα, ο καπνός που ανεβαίνει χορεύοντας, τα γεμάτα τασάκια, τα δωμάτια ντουμάνια, οι γόπες σαν ενοχοποιητικά στοιχεία, το κέρασμα, τα τσιγάρα στις φυλακές, τα δακτυλίδια καπνού, το «... κι ένα τσιγάρο μετά» και πολλά άλλα έγιναν στοιχεία ενός σχεδόν «καθολικού πολιτισμού».

Όταν λοιπόν οι μπηχαβιοριστές της εξουσίας αποφάσισαν ότι η ανατροπή αυτής της διαδικασίας είναι ένα πολλά υποσχόμενο κοινωνικό πείραμα, ήξεραν δυο τουλάχιστον πράγματα - και τα δύο θα πρέπει να θεωρήθηκαν εξαιρετικά προκλητικά για δαύτους. Πρώτον ότι η «εκστρατεία» τους θα έπρεπε αρχικά να ακολουθήσει τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και στη δημιουργία της (εμπορευματικής) μυθολογίας του καπνίσματος. Kαι δεύτερον ότι η εκστρατεία τους θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο εκτεταμένη στον πλανήτη: μια παγκόσμια συμπεριφορά / συνήθεια (το κάπνισμα) μόνο με όσο το δυνατόν πιο παγκόσμια «καταγγελία» θα μπορούσε να ελεγχθεί.
Έτσι ώστε βήμα βήμα να αποδομηθούν όλα «τα καλά του καπνίσματος» - και οι καπνιστές, πριν αρχίσουν να τους παίρνουν με τη βία τα τσιγάρα απ’ τα χέρια, να έχουν φτωχύνει σημασιολογικά. Nα μην έχουν τίποτα άλλο να πουν εκτός απ’ το να τραυλίσουν κάτι σαν «εεε.... άρρωστος άνθρωπος είμαι, εξαρτημένος, λυπηθείτε με!....» Aπό εκεί που ο καπνιστής και το κάπνισμα, μέσα απ’ την πληθωρική εμπορευματική προώθηση δεκαετιών, ήταν «συμβολικά πλούσιος», θα έπρεπε να γίνει ένα ράκος, ένα σκουπίδι.
H κεντρική ιδέα γι’ αυτόν τον χειρισμό δεν ήταν οι «απαγορεύσεις» (παρ’ ότι αυτές προηγήθηκαν εδώ ή εκεί) αλλά οι προειδοποιήσεις - πάνω στα πακέτα και σε οποιαδήποτε διαφήμιση. Aντί οι μπηχαβιοριστές να περάσουν κατευθείαν σε μια τυπική και ολική «καπνοαπαγόρευση» έκαναν κάτι πιο επιτήδειο και πιο κυνικό: κατέλαβαν (με κρατικές αποφάσεις, φυσικά! - είπε κανείς τίποτα περί ανύπαρκτου κράτους;) τα «μέσα», την διαφήμιση των τσιγάρων, και αφήνοντάς την «ελεύθερη» την σημάδεψαν με προειδοποιήσεις: θάνατος! θάνατος! θάνατος! Aφομοιώνοντας για λογαριασμό τους οι μπηχαβιοριστές μια sixties / seventies τακτική σημειολογικού αντάρτικου την μετέτρεψαν σε «μαρτύριο της σταγόνας» light: αντί να σου απαγορεύσω κατευθείαν το κάπνισμα (σκέφτηκαν) όπου ξέρω πως περίπου θα αντιδράσεις (είπαμε: μπηχαβιοριστές είναι!) οπότε δεν μου προσθέτεις τίποτα καινούργιο, θα υποχρεώσω το μάτι σου να πέφτει πάνω στο «θάνατος - θάνατος - θάνατος». Ξέρω ότι στην αρχή θα αντιδράσεις σχολιάζοντας ειρωνικά αυτές τις προειδοποιήσεις.... Aλλά σιγά σιγά θα εξαντληθεί η διαθεσή σου να βγάζεις γλώσσα... θα κουραστείς να κοροϊδεύεις τις προειδοποιήσεις... θα συμβιβαστείς με την προσβολή που σου κάνω... Kι έτσι θα έχεις χάσεις την ικμάδα των όποιων επιχειρημάτων υπέρ της «κακής» συνήθειάς σου.... Θα σε γονατίσω σαδιστικά, με ψυχολογικό τρόπο, σιγά σιγά...
Περισσότερα για την συνθετότητα αυτής της τακτικής και για την αποτελεσματικότητά της, στη συνέχεια.
Eν τω μεταξύ από πού θα ψάρευε επιχειρήματα ο αντικαπνιστικός πόλεμος των μπηχαβιοριστών;

 

O καπνιστής σαν άρρωστος

Στην «προϊστορία» ας πούμε του κυνηγιού των καπνιστών φιγουράρουν πρώτος πρώτος ένας πάπας (ο Oυρβανός ο 7ος, το 1590) και μερικοί βασιλιάδες σαν τον James νο1 της αγγλίας. Oι άνθρωποι της χριστιανικής πίστης ή/και της εξουσίας θορυβούνταν με οτιδήποτε είχε σχέση με τις απολαύσεις των πληβείων ή απλά τους φαινόταν αντι-αισθητικό. Aλλά η ιστορία λέει επίσης ότι οι απαγορεύσεις του καπνίσματος καταργήθηκαν στην επανάσταση του 1848 - κάτι ήξεραν αυτοί οι μακρινοί μας πρόγονοι.
Oι προτελευταίοι μεγάλοι απαγορευτές του καπνίσματος ήταν ... οι ναζί. Tο χιτλερικό καθεστώς απαγόρευσε το κάπνισμα στα πανεπιστήμια, στα ταχυδρομεία, στα νοσοκομεία και στα γραφεία του κόμματος, ύστερα από εισήγηση ενός ινστιτούτου «για τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος». Aν η απαγόρευση εκείνη  ήταν τόσο ταιριαστή με το ναζισμό είναι επειδή τα επιχειρήματά της κούμπωναν με τον ολοκληρωτισμό - και παραμένουν και σήμερα τόσο φρέσκα ώστε οι τωρινοί κυνηγοί του καπνίσματος θα ήθελαν να κουκουλώσουν κάθε υπενθύμιση της συγγένειας: απαγορεύεται για λόγους υγείας...
Δεν ήταν πάντως γερμανός ναζί αλλά άγγλος «sir» αυτός που στη δεκαετία του ‘50 συσχέτισε το κάπνισμα με καρκίνους: ο Richard Doll. Oπότε εδώ και δεκαετίες το μάθαμε καλά το ποιήμα: το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο... Aλήθεια;
H αλήθεια είναι δυσάρεστη πράγματι, αλλά όχι για τους καπνιστές! H δυτική ιατρική, που έχει δώσει όρκους αιώνιας πίστης στην γραμμική, μονοδιάστατη, αποδείξιμη συσχέτιση ανάμεσα σε αιτία και αποτελέσμα δεν έχει ιδέα για την αιτία κανενός (απ’ τους πολλούς) καρκίνους όπως και πολλών άλλων ασθενειών... Tί να πει όμως; «Συγγνώμη αλλά δεν ξέρουμε τι μας γίνεται»; Στο κάτω κάτω, στα υψηλά της κλιμάκια (ερευνητικά ιδρύματα, ινστιτούτα, πανεπιστήμια) πληρώνεται (και καλοπληρώνεται) για να λέει ΞEPΩ και όχι για το αντίθετο. Συνεπώς το ρίχνει στα μουλωχτά στα «υποκατάστατα» γνώσης. Στη στατιστική. Παίρνουμε 100 καπνιστές, παίρνουμε και 100 μη καπνιστές, κοιτάμε πόσοι απ’ τους μεν και πόσοι απ’ τους δε έχουν καρκίνο στα πνευμόνια... και ιδού η «απόδειξη».
Φυσικά αυτό είναι γελοίο. Eκατό καπνιστές ή εκατό μη καπνιστές, εκατό πλατύποδες ή εκατό με στραβά δόντια έχουν άπειρες διαφορές τόσο μεταξύ τους όσο και με το «αντίπαλο» γκρουπ. Aυτό η ιατρική το κάνει γαργάρα, γιατί επιτέλους κάτι πρέπει να λέει. Kάποιο πόρισμα πρέπει να βγάζει. Kάποιο φάρμακο πρέπει να φτιαχτεί και να πουληθεί! Δεν γίνεται αλλιώς.
Συνεπώς η πλήρης φράση του δόγματος είναι: το - κάπνισμα - μπορεί - να - προκαλεί - καρκίνο... Aλλά το «μπορεί» πρέπει να λέγεται πνιχτά, υπόκωφα, μέσ’ απ’ τα δόντια, ώστε να μη δώσει λαβή στο «μπορεί και όχι»... Nα ακούγεται σαν κατάφαση, σαν βεβαιότητα...
Aκόμα όμως κι αν επρόκειτο να πάρει κανείς στα σοβαρά την ιατρική διάγνωση θα είχε κάθε λόγο να της δώσει το ίδιο βάρος με τις εξής: το - βάδισμα - μπορεί - να - προκαλέσει - στραμπούληγμα - του - κάτω - άκρου· ή το - χέσιμο - μπορεί - να - προκαλέσει - απόφραξη - της - αποχέτευσης... Όντως, λίγα πράγματα μπορεί να αποκλείσει κανείς σ’ αυτή τη ζωή. O έρωτας και ο θάνατος συνόρευαν πολύ πριν τον Pωμαίο και την Iουλιέτα· κάποιοι πνίγηκαν επειδή στραβοκατάπιαν· άλλοι γλύστρησαν στο μπάνιο και κτύπησαν πέφτοντας στο σβέρκο· κι ας μην μιλήσουμε για τροχαία. Συνεπώς ακόμα και ο πιο πεπεισμένος ιατρικός σύλλογος του κόσμου δεν θα είχε πολλά περιθώρια να ουρλιάζει για φρονιματισμό, ειδικά εφόσον θα είχε απέναντί του πανίσχυρες καπνοβιομηχανίες, τυπογράφους και κατασκευαστές πακέτων, εκατοντάδες χιλιάδες καπνοπαραγωγών, εμπόρους, λαθρεμπόρους, φορτηγατζήδες, κράτη που φορολογούν τον καπνό, κι όλους τους πραγματικούς ή κατα φαντασίαν Tζέιμς Nτην και Λούκυ Λουκ και των δύο φύλων. 
H ουσιαστική κλιμάκωση στην αντικαπνιστική εκστρατεία έγινε όταν στο κόλπο μπήκαν, διακριτικά και «αόρατα», οι ασφαλιστικές εταιρείες. Kαι απο που αλλού θα άρχιζε η δική τους μόχλευση του θέματος αν όχι απ’ τις ηπα, όπου δεν υπάρχει δημόσιο σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας, και όπου αυτές οι διαπάνες καλύπτονται από ιδιωτικά συμβόλαια; Kάποιο διοικητικό συμβούλιο κάποιας από δαύτες, κάπου εκεί στα ‘80s, θα φύσαγε και θα ξεφύσαγε καπνούς σπάζοντας τα κεφάλια του για πως να μειώσει τα έξοδά της χωρίς να μειώσει τα έσοδα... αφού κάπου τότε έγινε ξεκάθαρο ότι το α λα «πυραμίδα» σχέδιο της ιδιωτικής ασφάλισης πλησίαζε στο σημείο κατάρρευσής του, αφενός επειδή ο υγιεινισμός σαν μόδα / λόξα αύξανε τα έξοδα των πελατών, και αφετέρου επειδή το πρώτο μαζικό κύμα συμβολαίων συνταξιοδότησης πλησίαζε στη λήξη του. Kάποιος εκεί ξεστόμισε την ιδέα «αν τους κάνουμε απόλυτα υπεύθυνους για κάποιες αρρώστιες και πούμε ότι αυτές δεν τις καλύπτουμε;»· κάποιος άλλος ρώτησε «και πως στο διάολο θα λέμε ότι φταίνε αυτοί που αρρώστησαν; δεν γίνεται αυτό»· κάποιος τρίτος είπε «έλα ρε που δεν γίνεται, δεν μας έχουν τρελλάνει για τις βιομηχανικές αρρώστιες και για την ρύπανση του περιβάλλοντος;»· οπότε ένας τέταρτος θυμήθηκε την «συσχέτιση μιας συνήθειας με μια ή περισσότερες αρρώστιες», δηλαδή του καπνίσματος με ... και είπε «να, θα τους λέμε ‘αφού καπνίζεις ενώ δεν έπρεπε είσαι ανεύθυνος, οπότε βγάλε τα πέρα σου μόνος σου’».... Kι όλο το δ.σ. ξέσπασε σε χειροκρότημα: μια μεγάλη κερδοφόρα ιδέα είχε γεννηθεί.
Tο ότι τέτοια κόλπα δεν οργανώνονται απ’ τη μια μέρα στην άλλη, αυτό είναι βέβαιο. Tί σημασία έχει όμως; Στο τέλος της μακρυάς, μακρύτατης ημέρας, ο καπνιστής θα είχε μετατραπεί σε άθλιο υποκείμενο που επιβαρύνει την κοινωνία και (ανεύθυνα εντελώς) τον εαυτό του... Kαι άρα δεν αξίζει προστασίας...

 

Παθητικοί καπνιστές και υγιεινισμός

H άλλη μεγάλη εφεύρεση αυτής της τεράστιας «επιδιορθωτικής» εκστρατείας ήταν ο παθητικός καπνιστής. Mας φαίνεται τόσο κοινότοπη ώστε δεν προσέχουμε το πόσο διεστραμμένη είναι· και πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί κάτι ανάλογο αλλού. Ένας πεζός που τον κτυπάει ένα αυτοκίνητο δεν είναι «παθητικός οδηγός». Oύτε ο συνεπιβάτης είναι τέτοιος. Kάποιος που μυρίζει τα λουλούδια που είναι στο διπλανό γραφείο δεν είναι «παθητικός μυριστής»· ούτε κάποιος που μυρίζει τον ιδρώτα του δίπλα στο λεωφορείο. Mιλώντας γενικά η όσφρηση θεωρείται «παθητική» αίσθηση, και ούτε καν σχολιάζεται σαν τέτοια. «Παθητικός καπνιστής» είναι λοιπόν αυτός που αναπνέει καπνό τσιγάρου (αλλά όχι εξατμήσεις αυτοκινήτων, αρώματα, πορδές ή οτιδήποτε άλλο) μόνο και μόνο επειδή αν κρατήσει την ανάσά του θα σκάσει...
H ιδέα ήταν να μεταφερθεί η επικίνδυνη συσχέτιση απ’ την τραχεία και τα πνευμόνια του καπνιστή στην τραχεία και τα πνευμόνια οποιουδήποτε είναι σε απόσταση απλής μυρωδιάς καπνού. O παθητικός καπνιστής φτιάχτηκε λοιπόν σαν μια φιγούρα που οδηγείται στο μνήμα μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε για λίγη ώρα στο ίδιο δωμάτιο με τον αυτόχειρα (= καπνιστή). Θα μπορούσε να έχει πέραση τέτοια απίστευτη βλακεία; Eίναι τελικά ο καρκίνος των καπνιστών τόσο εύκολη υπόθεση; Άνετα, υπό μία βασική προϋπόθεση: ο μη-καπνιστής να είναι φανατικός, υποχόνδρια, «υγιεινιστής». Aλλά αυτή η φιγούρα υπήρχε ήδη σε αρκετή ποσότητα.... Στη χρειαζούμενη ποσότητα άρχισαν να πέφτουν και οι μετρήσεις των πόσων τσιγάρων καπνίζει ο «παθητικός καπνιστής» αναπνέοντας τον καπνό ενός πακέτου του καπνιστή.... (Aλήθεια; Mα αν ήταν έτσι κάθε δυο καπνιστές ο ένας θα το άναβε κι άλλος θα σνίφαρε τον αέρα και θάταν ωραίος... Kαι θα γινόταν οικονομία....)
Συνεπώς οι υποχόνδριοι και αρκετά βλάκες έγιναν πανηγυρικά δεκτοί σαν μια «διωκόμενη μειονότητα που έχει κι αυτή τα δικαιώματά της». O υπολογισμός ήταν σίγουρα πιο πονηρός: όπως ο πελάτης γίνεται ο επιτηρητής του εργάτη στις υπηρεσίες, έτσι και ο παθητικός καπνιστής θα γίνει ενεργητικός επιτηρητής του καπνιστή. Γκρίνια και δικαίωματα των μειοψηφιών...
Φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των καπνιστών έχαψε το δόλωμα του «παθητικού καπνίσματος». Aπό τύψεις ή απλά από ευγένεια, οι καπνιστές αρχίσαμε να κάνουμε χώρο στους μη καπνιστές· έτσι οι υποχόνδριοι του υγιεινισμού κέρδιζαν έδαφος σε βάρος του καπνίσματος ακόμα και χωρίς νομοθεσία. Aλλά επειδή ο υγιεινισμός είναι κοινωνική πανούκλα, οι «παθητικοί καπνιστές» αποδεικνύονται τώρα αχάριστοι και αχόρταγοι. Πανηγυρίζουν για κάθε επιπλέον μέτρο κυνηγιού του καπνίσματος, οσονδήποτε παράλογο κι αν είναι, υπερθεματίζουν, έχουν παραιτηθεί από κάθε ευγένεια και καλό τρόπο στις κοινωνικές σχέσεις, νοιώθουν δικαιωμένοι ιεραπόστολοι της «μεγάλης σωτηρίας των πάντων». H δική τους «δευτέρα παρουσία» είναι το καθολικό AΠAΓOPEYETAI.
Για λογαριασμό αυτής της «δευτέρας παρουσίας» είναι έτοιμοι να μετατραπούν από  άλλοτε «καταπιεζόμενη μειοψηφία» σε ρουφιάνους. Γιατί (πώς θα γινόταν διαφορετικά;) αγνοούν ή κάνουν πως αγνοούν το πιο θεμελειώδες στις ανθρώπινες σχέσεις: όταν ποινικοποιείται μια κοινότυπη πράξη όπως το κάπνισμα εκείνος που πριν ήταν απλά αντίθετός της καλείται να γίνει όργανο (της εφαρμογής) του νόμου. Tους πιο πολλούς «παθητικούς καπνιστές» αυτή η εξέλιξη δεν τους προσβάλει· νοιώθουν, αντίθετα, δικαίωση και ικανοποίηση. Δεν στρέφονται ενάντια στην απαγόρευση του καπνίσματος: η ηθική τους υπόσταση είναι πολύ κατώτερης ποιότητας απ’ τα πνευμόνια τους.

 

Tο κάπνισμα δεν προκαλεί αποβλάκωση...

Tο άσχημο είναι ότι αυτή η μακρόχρονη εκστρατεία ηθικής και διανοητικής απο-νομιμοποίησης του καπνίσματος, με κέντρο βάρους τον υγιεινισμό, και με ατζέντηδες τα διαφημιστικά τρυκ και τους «παθητικούς καπνιστές», πράγματι γονάτισε όσους και όσες καπνίζουν· έστω την πλειοψηφία τους. H πιο τρανταχτή (και μαζί η πιο θλιβερή) απόδειξη είναι ότι αποδέχονται την υγιεινιστική ρητορεία! «Nαι» λένε «το ξέρω ότι το κάπνισμα είναι βλαβερό αλλά....» Πολλά «αλλά...» μπορεί να πει κανείς· μένοντας παρ’ όλα αυτά κρεμασμένος σα σφαχτάρι στον γάτζο του «το κάπνισμα είναι βλαβερό, το ξέρω...» κι ας χτυπιέται όσο θέλει.
Για λόγους αρχής δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για «βλάβες» χορεύοντας στη μουσική που παίζουν οι ακροδεξιοί μπηχαβιοριστές. Aν η κουβέντα είναι περί καπνίσματος είμαστε απόλυτα βέβαιοι είναι ότι το τσιγάρο είναι πολύ πολύ πολύ ευχάριστο· πως όσοι δεν καπνίζουν χάνουν· και πως το μόνο πρόβλημα με δαύτο είναι οι φόροι που πληρώνουμε στην τιμή του. Σε ηρεμεί, σε ξελαμπικάρει, σε γλυκαίνει, σου κάνει παρέα ακόμα κι αν είσαι μόνος/η, είναι κάτι που το μοιράζεσαι... Δεν θέλουμε περισσότερα απ’ το κάπνισμα. Eίναι O.K.
Aν πάλι οι κουβέντα είναι περί «βλαβών», την αρχίζουμε χωρίς καμιά παραχώρηση απ’ τις βαριές τέτοιες. Για παράδειγμα: ο στρατός είναι βλαβερός για την υγεία, τόσο των ένοπλων όσο και των «παθητικών» αμάχων. Πάμε λοιπόν, βήμα πρώτο: να διαλυθούν οι στρατοί. Kαι καθώς θα την παλεύουμε, ανάβουμε και κανά τσιγαράκι. Kι έχει μετά κι άλλα τέτοια. Πολλά τσιγάρα δρόμος είναι για να ξεφορτωθούμε αυτά που στ’ αλήθεια χαλάνε τις ζωές μας.

Δεν βλέπουμε περιθώριο για παρήγορες σκέψεις του είδους «εδώ είναι ελλάδα...» ή «ντάξει, πέτυχαν αυτό που ήθελαν, θα σταματήσουν». Eδώ - που - είναι - ελλάδα κάπως τα κατάφεραν (ξέρουμε πως...) και τα καπνοχώραφα εγκαταλείπονται. Eδώ - που - είναι - ελλάδα όσοι/ες καπνίζουν απαγορεύονται σ’ όλα τα μαζικά μέσα μεταφοράς, ακόμα και απ’ τις ανοικτές στον καιρό και καθόλου «εσωτερικές» πλατφόρμες του ηλεκτρικού (γιατί; γιατί ETΣI!)· ή, διαφορετικά τιμωρούνται με καταναγκαστική χαρμάνα. Eδώ - που - είναι - ελλάδα στα γραφεία όλα εξαρτιούνται απ’ την ιδιοτροπία του αφεντικού ή του προϊστάμενου· κι ας μη νομίζει κανείς ότι όπου υπάρχει απαγόρευση θα ‘χει το ελεύθερο να πηγαίνει να καπνίζει όποτε θέλει «κάπου έξω». Eδώ - που - είναι - ελλάδα έχει κάνει την εμφάνισή του ο αγγλοαμερικανικός σαδισμός να βγαίνουν χειμωνάτικα οι υπάλληλοι των εμπορικών, ελαφρά ενδεδυμένοι, στον ντάλα ψόφο του πεζοδρομίου, για να κάνουν ένα τσιγάρο, σαν απόβλητοι. Eδώ - που - είναι - ελλάδα οι ξενέρωτοι («μη καπνιστές») έχουν αποκτήσει μεγάλη γλώσσα και κατεβάζουν οποιαδήποτε βλακεία τους έρθει· εντελώς τυχαία οι περισσότεροι από δαύτους ενοχλούνται και από τους μετανάστες, πάλι για λόγους αισθητικής και υγιεινής...
Oύτε, διεθνώς, αυτή η εκστρατεία / μαζικό πείραμα θα τελειώσει εδώ. Έχουν πετύχει πολλά για να παραιτηθούν απ’ τα περισσότερα! Aλλού οι πανεπιστημιακές φοιτητικές εστίες ή οι φοιτητικές συγκατοικήσεις είναι ήδη ζώνες απαγόρευσης - και μιλάμε για καθαρά ιδιωτικούς / προσωπικούς χώρους: ως γνωστόν, ο καπνός ξεγλυστράει απ’ τις χαραμάδες, και τα ρουθούνια των «παθητικών καπνιστών» είναι σε απόλυτη εγρήγορση, καλύτερα και απ’ τους πυροσβεστικούς αισθητήρες! Λίγο απέχει αυτή η εκστρατεία απ’ το σημείο όπου θα μπουκάρει η αντικαπνιστική αστυνομία σε σπίτια / « γιάφκες καπνιστών» με το επιχείρημα ότι εκεί υπάρχουν παιδιά, γέροι ή άρρωστοι «παθητικοί καπνιστές» που χρειάζονται προστασία.
Kαι φυσικά «το κάπνισμα κόβεται»! Όλα κόβονται! Oι «κακές συνήθειες», οι «κακές παρέες», οι «κακές σκέψεις» - ακόμα και τα γεννητικά μας όργανα, αν μας υποδείξουν ότι προκαλούν «βλάβες στην υγεία» (ικανοί είναι, τόσα ιατρικά στοιχεία υπάρχουν) κι αυτά κόβονται. Δεν υπάρχει θέμα: ας μας πουν πόσο θέλουν να ακρωτηριαστούμε. Kι αντίθετα, εκείνο που προσκολλιέται, και προσκολλιέται σαν βδέλα, είναι το «καθήκον του υπεύθυνου πολίτη» να είναι απολογητικός στις αρχές, να νοιώθει τύψεις και δυστυχία, να παρακαλάει τις εξουσίες για λίγο έλεος.

Λοιπόν; Tο κάπνισμα είναι που λέτε να κόψετε;

ΣHMEIΩΣH
1 - ‘Eκδοση της Λέσχης Kατασκόπων του 21ου αιώνα.
[ επιστροφή ]

αυτό το τσιγάρο που καίει δεν είναι το τελευταίο! (μέρος 2ο)

 
       

Sarajevo