Sarajevo
 

Διαδήλωση, 1954
Αθήνα, 21 Δεκέμβρη 1954. Διαδήλωση υπέρ της «αυτοδιάθεσης»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κύπρος, βρετανικό μπλόκο
Βρετανικό μπλόκο στην Λευκωσία

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Καραμανλής, Μακμίλαν
Ο έλληνας πρωθυπουργός Καραμανλής (ο A) και ο βρετανός πρωθυπουργός Μακμίλαν, σε επίσκεψη του δεύτερου στην ελλάδα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εοκα
Ο Γρίβας με μέλη της εοκα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

"Ένωση"
«Tην Eλλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες». Eμπνευσμένο σύνθημα υπέρ της ένωσης.
Στο τέλος όμως, οι ε/κ βρήκαν θρεπτικότερη τροφή απ’ τις πέτρες

 

Τα μυστικά του βούρκου (μ’ μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες
του ελληνικού ιμπεριαλισμού

το κυπριακό:
από την «ένωση» ως την «ανεξαρτησία»

...εμείς τους Τούρκους τους αγαπούμε, τους θέλομε, τους χρειαζόμαστε να μας φέρνουν το γάλα μας το πρωί, να πουλάνε αραποφύστικα στους δρόμους, να κάνουν τους λούστρους, να είναι σκουπιδιάρηδες του Δήμου...
Τσαγκαρίβης, ελληνοκύπριος δημοσιογράφος σε στιχομυθία με τον Α. Βλάχο στη Γενεύη το 1962

...Το χειρότερον το οποίον δύναται να συμβεί εις ημάς θα είναι οι Κύπριοι να είναι ευχαριστημένοι ως ανεξάρτητον Κράτος και να προχωρήσουν έτσι, οπότε ημείς θα αρκεσθούμεν να έχωμεν μίαν δεύτερον Ελλάδα εις την Κύπρον.
Απόσπασμα από ομιλία του Σ. Βενιζέλου στη Βουλή στις 13/12/1958

Δημιουργείται μια μικρά Ελλάς εις την περιοχήν αυτήν της Ανατολικής Μεσογείου (...) Διαλυομένης της Συμμαχίας [ελλάδας - τουρκίας - κύπρου] ουδείς Έλλην ή Τούρκος στρατιώτης θα ευρίσκεται ενταύθα.
Γράμμα του Μακάριου προς τον Γρίβα

Οποιοσδήποτε είχε σωστή αντίληψη της κατάστασης στην Κύπρο, ήταν απλάπαραπληροφορημένος.
Sir Hugh Foot, τελευταίος βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου

Όταν ένα κράτος επιχειρεί να επεκτείνει την επικράτεια του, προσαρτώντας ξένα εδάφη ή όταν ένα κράτος επιχειρεί να επιβάλλει την ηγεμονία του σε ένα τρίτο κράτος, είναι ιμπεριαλισμός. Αυτή η συνοπτική και αφηρημένη διατύπωση πάνω σε μία (τυπική αλλά όχι μοναδική) κατηγορία ιμπεριαλισμού, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή ακόμη κι απ' τον ντόπιο «αντι-αμερικανισμό» κι «αντι-ιμπεριαλισμό», αριστερής και δεξιάς υφής. Ιδίως αν η εθνικώς ορθή, πλην όμως στερεοτυπική αντίληψη αναγνώριζε στην διατύπωση αυτή, ως «θύμα» του διεθνούς ιμπεριαλισμού, το αιώνιο υποκείμενο της «πάλης εναντίον των ξένων δυνάμεων», δηλαδή την «ελλάδα» (σε εισαγωγικά, μιας και πρόκειται περί φανταστικής κατασκευής μια τέτοια χώρα).
Αν όμως τοποθετήσουμε αυτή την προσέγγιση περί ιμπεριαλισμού μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια - της προσδώσουμε δηλαδή ρητά πολιτικά, κοινωνικά, ταξικά χαρακτηριστικά - τότε τα αποτελέσματα για τους κυρίαρχους εθνικούς μύθους μπορεί να είναι συντριπτικά. Γιατί κόντρα στην εθνικιστική ρητορεία (επαναλαμβάνουμε: αριστερής και δεξιάς υφής) οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών δείχνουν ότι ο ελληνικός ιμπεριαλισμός είναι παρών κι ενεργός μ' αδιάλειπτο τρόπο μέχρι σήμερα, ουσιαστικά χωρίς ανάπαυλα! Δεν τελείωσε το '22 με την μικρασιατική εκστρατεία (ή «περιπέτεια» όπως την χαρακτηρίζουν οι πατριώτες διανοούμενοι για να στηρίξουν το ιδεολόγημα της «εξαπατημένης ελλάδας»)· δεν τελείωσε ούτε το '49, όταν το ελληνικό κράτος συνέτριψε το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα με τον τρόπο που του είχε διδάξει η διαρκής επέκτασή του στο παρελθόν.
Επιμένοντας στην αρχική διατύπωση κι εφαρμόζοντάς την στην ελληνική περίπτωση, αρχίζει να σχηματίζεται μια εικόνα ριζικά εχθρική στην κυρίαρχη ιδεολογία: στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, παρ' όλες τις μεταβολές που επέφερε ο δεύτερος παγκόσμιος και παρά το «σκληρό» διεθνοπολιτικό περιβάλλον του τρίτου «ψυχρού» παγκοσμίου, οι ελληνικές επεκτατικές φιλοδοξίες δεν αδρανοποιούνται, αλλά ενισχύονται, αλλάζουν κατεύθυνση και θέτουν έναν νέο στόχο: το νησί της κύπρου στην ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική πολιτική στο κυπριακό, την περίοδο μέχρι το 1974 με την οποία θα ασχοληθούμε, δεν συνιστά τίποτε λιγότερο από ωμή ιμπεριαλιστική επέμβαση, με μέσα που κυμαίνονταν από την διπλωματία κι έφταναν μέχρι την τρομοκρατία και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με στόχο είτε την άμεση προσάρτηση της νήσου μέχρι το '60, είτε την επιβολή της ελληνικής ηγεμονίας στο (ανεξάρτητο πλέον) κυπριακό κράτος στη συνέχεια.
Βέβαια για την ελληνική καθεστωτική ιστοριογραφία, τα πράγματα συνέβησαν εντελώς διαφορετικά. Η ιστορία του κυπριακού είναι αυτή του ανεκπλήρωτου «εθνικού πεπρωμένου». Η μυθολογία της «μαρτυρικής μεγαλονήσου» τοποθετεί το κυπριακό στην ίδια κατηγορία με την μικρασιατική εκστρατεία· κατέληξαν και οι δύο σε μια «εθνική τραγωδία». Ειπωμένο διαφορετικά, ανήκουν στην ίδια κατηγορία επειδή αποτελούν ανεκπλήρωτους στόχους του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Με τη διαφορά όμως ότι οι ελληνικές φιλοδοξίες στην κύπρο εξακολουθούν να είναι «ενεργές» και δεν κρύβονται· όταν το ελληνικό κράτος λέει «δεν ξεχνώ» το εννοεί.
Η απόπειρα σύνθεσης μιας αντι-ιστορίας του κυπριακού δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Οι τακτικές αναγνώστριες και οι αναγνώστες του Sarajevo ξέρετε ήδη ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία: η ιδεολογία, αυτός ο πανίσχυρος παραμορφωτικός καθρέφτης της πραγματικότητας, έχει φτιάξει γύρω από τον ελληνικό ιμπεριαλισμό την πιο ανθεκτική πανοπλία. Το ελληνικό κράτος ποτέ δεν κατακτούσε.... «Aπελευθέρωνε». Δεν προσαρτούσε εδάφη... Yποδεχόταν «αλύτρωτες πατρίδες». Στην περίπτωση της κύπρου, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο επειδή το κυπριακό δεν είναι αντικείμενο μόνο της ιστορικής προπαγάνδας. Εξακολουθεί να είναι ζήτημα της τρέχουσας επικαιρότητας, διαμορφώνει εξωτερική πολιτική, κινητοποιεί κοινωνικές δυνάμεις. Η πανοπλία γίνεται ακόμη σκληρότερη προκειμένου να προστατεύσει τωρινές επιδιώξεις του ελληνικού κράτους· η κυρίαρχη ιδεολογία διαβρώνει τη σκέψη ακόμη και των πιο ριζοσπαστικών (κατά τα άλλα) κύκλων.

 

Τα βασικά σημεία κατανόησης του κυπριακού

Για τις ανάγκες της καλύτερης κατανόησης του κυπριακού, πριν περάσουμε στην πιο αναλυτική επισκόπηση των εξελίξεων, θα καταγράψουμε συνοπτικά τα σημεία - κλειδιά:

- Η κύπρος έγινε αντικείμενο της ελληνικής πολιτικής ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει. Με τη λήξη του εμφυλίου, όταν πλέον σταθεροποιήθηκαν οι σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό και επιβεβαιώθηκε η ηγεμονία των εθνικοφρόνων, η προσάρτηση της κύπρου αποτέλεσε την πρώτη προτεραιότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτή η επέκταση έγινε στόχος που υπηρετήθηκε εξίσου και με ενιαίο τρόπο από δεξιές και κεντρώες κυβερνήσεις, κοινοβουλευτικά και δικτατορικά καθεστώτα.

- Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές φάσεις ανάπτυξης της ελληνικής στρατηγικής. Στην πρώτη, ο στόχος ήταν η άμεση προσάρτηση ολόκληρου του νησιού χωρίς παραχωρήσεις στην βρετανία και την τουρκία. Στην δεύτερη, ο στόχος ήταν η «ανεξαρτησία» ως μεταβατικό στάδιο προς την προσάρτηση, πάλι με τις ελάχιστες δυνατές παραχωρήσεις. Στην τρίτη, ο στόχος ήταν η διάλυση της ανεξάρτητης «κυπριακής δημοκρατίας», σε συμφωνία με το τουρκικό κράτος, και η προσάρτηση του μεγαλύτερου δυνατού τμήματος.

- Προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος της προσάρτησης, είχε συγκροτηθεί από νωρίς, στη βάση του αιτήματος της «ένωσης», ένα ενιαίο «εθνικό» κέντρο Αθήνας - Λευκωσίας, το οποίο είχε την ευθύνη της ελληνικής πολιτικής σε πρώτη φάση.

- Ένας παράγοντας που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του κυπριακού, δεν ήταν τόσο οι διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις (η κατάρρευση της βρετανικής αυτοκρατορίας και τα παιχνίδια ηγεμονίας στην ανατολική Μεσόγειο) όσο η συγκρότηση και ανάδειξη μιας ελληνοκυπριακής ελίτ (μιας υπό διαμόρφωση αστικής τάξης) η οποία επιδίωξε να επιβάλλει την δική της ατζέντα και να οργανώσει το δικό της σύστημα εξουσίας στο νησί, για λογαριασμό της. Ιδίως από το '60 και μετά, όταν η εξουσία αυτής της ελίτ απέκτησε τυπική / θεσμική μορφή με την ίδρυση κράτους, η στρατηγική της ήρθε σε σύγκρουση με την ελληνική πολιτική και το ενιαίο εθνικό κέντρο Λευκωσίας - Αθήνας διασπάστηκε.

- Στην ύπαρξη αυτής της αυτόχθονης ελίτ θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες της μετατόπισης μέσα σε δέκα χρόνια από το αίτημα της «ένωσης» σε αυτό της «ανεξαρτησίας» αλλά και της επιβίωσης της κυπριακής δημοκρατίας παρά της αλλεπάλληλες κρίσεις κι επεμβάσεις.

- Ο κυρίαρχος ανταγωνισμός στην κύπρο δεν ήταν τελικά ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό κράτος, ούτε ανάμεσα στο ελληνικό και το βρετανικό, ούτε ανάμεσα στον «ελληνισμό» και τις «ξένες δυνάμεις», ούτε ανάμεσα στην «αυτοδιάθεση» και την «αποικιοκρατία», αλλά ανάμεσα σε δύο επιθετικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς ελληνικής κοπής: ο ένας με έδρα την Αθήνα και ο δεύτερος με έδρα την Λευκωσία. Κατά έναν υπερβολικό τρόπο, αλλά όχι αδικαιολόγητο με βάση τις εθνικές εμμονές περί κυπριακού, στην κύπρο ο ελληνικός ιμπεριαλισμός ήρθε αντιμέτωπος... με τον εαυτό του! Kαι τελικά έχασε. Έχασε με την έννοια ότι απέτυχε να προσαρτήσει επίσημα το σύνολο ή έστω μέρος της κυπριακής επικράτειας.

- Σύμφωνα με τον κυρίαρχο εθνικό μύθο, η ίδρυση της ανεξάρτητης κυπριακής δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960 και μη πραγματοποίηση της «ένωσης» ήταν λύση που υπαγορεύτηκε από το νατο και τους «δυτικούς ιμπεριαλιστές» και η ελλάδα υποχρεώθηκε να αποδεχτεί λόγω της «υποτέλειάς» της. Ασφαλώς δεν υπάρχει πιο αστήρικτος κι ανόητος ισχυρισμός. Η στοιχειώδης λογική δείχνει ότι η «ένωση» θα ήταν ασφαλώς πολύ πιο ενδεδειγμένη λύση για τα δυτικά συμφέροντα, αφού αυτόματα η κυπριακή επικράτεια θα γινόταν τμήμα του νατο. Αντίθετα, η ανεξαρτησία προκάλεσε σημαντικά διεθνοπολιτικά προβλήματα στο δυτικό μπλοκ, εξαιτίας της «αδέσμευτης» εξωτερικής πολιτικής των ε/κ κι αποστέρησε το νατο από μία βάση που θα μπορούσε να είναι μια δεύτερη, ακόμη σημαντικότερη, Κρήτη στην ανατολική Μεσόγειο.

- Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους και την παγίωση της ρήξης μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, ο ελληνικός ιμπεριαλισμός μετατοπίστηκε από την «ένωση» στη θεωρία του «εθνικού κέντρου». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτό, το κυπριακό είναι υπόθεση του «ελληνισμού» (μια αυθαίρετη, φανταστική κατασκευή που ξεπερνά σύνορα και κράτη) και κατά συνέπεια η Αθήνα, ως εθνικό κέντρο του «ελληνισμού», έχει αυξημένες ευθύνες και λόγο στα κυπριακά πράγματα. Αργότερα, το «εθνικό κέντρο» συμπληρώθηκε από το ιδεολόγημα του «αφελληνισμού». Ότι δηλαδή η κύπρος κινδυνεύει από την αλλοίωση του ελληνικού χαρακτήρα της, επομένως η Αθήνα (ως κέντρο του «ελληνισμού») έχει υποχρέωση να επέμβει.

- Μόλις τρία χρόνια μετά την ίδρυση της κυπριακής δημοκρατίας, οι συνθήκες και συμφωνίες που καθόριζαν την μορφή και λειτουργία του νέου κράτους, κατέρρευσαν κι ακολούθησε πόλεμος. Η ελληνική πλευρά ισχυρίζεται ότι οι συμφωνίες ακυρώθηκαν γιατί ήταν ανεδαφικές και παραχωρούσαν υπερβολικά μεγάλο μερίδιο εξουσίας στους τουρκοκύπριους. Στην πραγματικότητα όμως ακυρώθηκαν επειδή τις κατάργησε πραξικοπηματικά η ελληνοκυπριακή ηγεσία και επιχείρησε βίαια (με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα) να επιβάλλει ένα κανονικό απαρτχάιντ στου τουρκοκύπριους.
- Ο ντε φάκτο στόχος ελληνικής και ε/κ πολιτικής ήταν ο αφανισμός, πολιτικά αλλά και φυσικά αν αυτό απαιτούνταν, του τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Ακόμη κι όταν οι δύο σχηματισμοί ήρθαν σε ρήξη, ο στόχος αυτός παρέμεινε αδιασάλευτα στο κέντρο.

- Ένας λόγος που το ελληνικό κράτος από το '60 και μετά ήταν σε αδυναμία να αντιπαρατεθεί ουσιαστικά στην ελληνοκυπριακή ηγεσία, ήταν γιατί παρέμενε δέσμιο ανελαστικών εσωτερικών κοινωνικών συσχετισμών. Ουσιαστικά έβρισκε εμπόδια σε ένα ισχυρό πατριωτικό κοινωνικό ρεύμα που ξεκινούσε από την αριστερά και κατέληγε στην φασιστική δεξιά, το οποίο αξίωνε την «ένωση και μόνο ένωση», αντιμετώπιζε κάθε άλλη προοπτική ως προδοσία και είχε κάνει σημαία του τον φασίστα Μακάριο, ο οποίος επιδιώκοντας στην πραγματικότητα την ανεξαρτησία, αρνούνταν κάθε ενδεχόμενο διχοτόμησης ή παραχώρησης εδάφους. Οι συσχετισμοί αυτοί σταδιακά αλλάζουν τη δεκαετία του '60 όταν ξεκίνησε ένας νέος κύκλος χειραφέτησης του εργατικού κινήματος και τα εθνικά ζητήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν μπροστά στα ταξικά.

- Όπως συνέβη και τις προηγούμενες φορές στην ελληνική ιστορία, το πραξικόπημα του '67 είχε διπλό χαρακτήρα: επιβολή ταξικής ειρήνης στο εσωτερικό, ώστε να βελτιωθούν οι εσωτερικοί συσχετισμοί προκειμένου να επιδιωχτεί το μάξιμουμ των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων του ελληνικού κράτους. Εκτός από την ταξική αναταραχή στο εσωτερικό, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει μια οξεία κρίση του πολιτικού συστήματος εκπροσώπησης, ενώ την ίδια περίοδο το επείγον ήταν να επιβάλλει ως λύση στο κυπριακό την προσάρτηση του νησιού, εναντίον την ελληνοκυπριακής ελίτ που απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την Αθήνα.

- Το πραξικόπημα του '67 δεν ήταν ούτε «ατύχημα», ούτε «εξαίρεση», αλλά επιβεβλημένη αναγκαιότητα εν μέσω κοινωνικών - ταξικών αναταραχών κι εν όψει εξελίξεων για το κυπριακό. Η προοπτική επιβολής ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση της ελληνικής ιμπεριαλιστικής ατζέντας δουλευόταν όλο το προηγούμενο διάστημα. Το γεγονός ότι ήταν τελικά οι συνταγματάρχες αυτοί που επέβαλλαν την χούντα οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους: βρέθηκαν την κατάλληλη στιγμή με το καλύτερο σχέδιο. Αν δεν ήταν αυτοί, υπήρχαν πολλοί άλλοι υποψήφιοι δικτάτορες: οι στρατηγοί, το παλάτι ή τα ίδια τα κόμματα. Όλοι οι πόλοι εξουσίας είχαν έτοιμο σχέδιο πραξικοπήματος.

- Το 1974 στην κύπρο συνέβη πράγματι εισβολή, μόνο που δεν ήταν μία και σίγουρα η τουρκική δεν ήταν η πρώτη. Αυτό που στην κυρίαρχη εθνική εκδοχή παρουσιάζεται ως «προδοσία» ή «πραξικόπημα» (που σαν έννοιες έχουν μια διάσταση «εσωτερικότητας», σαν να συμβαίνουν όλα στο εσωτερικό του «ελληνισμού»), δηλαδή η απόπειρα ανατροπής του Μακάριου και η κατάληψη της νήσου, ήταν στην πραγματικότητα ωμή επέμβαση η οποία μάλιστα περιλάμβανε και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Για την επέμβαση αυτή υπεύθυνη δεν ήταν μόνο η (δεύτερη, με επικεφαλής τον Ιωαννίδη) χούντα. Το σχέδιο είχε αρχίσει να οργανώνεται από τη στιγμή που η Λευκωσία ήρθε σε ρήξη με την Αθήνα (καιρό πριν την χούντα) κι ακολουθήθηκε απ' τις ελληνικές κυβερνήσεις, κοινοβουλευτικές και χουντικές, μέχρι την υλοποίησή του.

 

Βασικά στοιχεία πολιτικής γεωγραφίας
και προϊστορίας του κυπριακού

Η κύπρος είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου και - όχι! - δεν βρίσκεται σε ένα κουτάκι λίγα μίλια πέρα από τη Ρόδο, όπως αναπαριστούν την περιοχή οι σχολικοί χάρτες. Η θέση της είναι στην ανατολική Μεσόγειο, γεωπολιτικά ανήκει στη Μέση Ανατολή και απέχει 40 μίλια από τις τουρκικές ακτές (για την κατανόηση, όσο περίπου η Σαντορίνη από την Νάξο), ενώ η απόσταση απ' το πλησιέστερο τμήμα του ελληνικού κράτους είναι υπερδεκαπλάσια, στα 500 μίλια (όσο περίπου από τον Πειραιά μέχρι τις αιγυπτιακές ακτές).
Ο πληθυσμός της την περίοδο που εξετάζουμε, ήταν γύρω στις πεντακόσιες χιλιάδες, μοιρασμένος μεταξύ της ελληνοκυπριακής (ε/κ) και της τουρκοκυπριακής (τ/κ) κοινότητας, σε ποσοστά 80% και 20% αντίστοιχα. Σύμφωνα με την ελληνική ιδεολογία, η ε/κ πλειοψηφία ήταν το ακράδαντο επιχείρημα υπέρ της «ελληνικότητας» της νήσου και της «ένωσης», παραβλέποντας όμως ένα θεμελιώδες μέγεθος. Μπορεί οι τουρκοκύπριοι να ήταν μειοψηφία (καθόλου μικρή βέβαια) στα όρια της νήσου, αλλά οι ελληνοκύπριοι ήταν μια σταγόνα που περιβάλλονταν από μια μουσουλμανική λαοθάλασσα στην γύρω μέση ανατολή.
Μέχρι το 1878 η κύπρος ήταν τμήμα της οθωμανικής επικράτειας. Εκείνη τη χρονιά παραχωρήθηκε στην βρετανία μετά από συμφωνία, στα πλαίσια της αγγλικής στρατηγικής για στήριξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και προστασίας του Σουέζ και κατ' επέκταση της αποικίας της ινδίας, από τον ρωσικό επεκτατισμό. Η κυριαρχία της βρετανίας δεν ήταν απόλυτη, αφού η κύπρος ήταν φόρου υποτελής στον σουλτάνο, ο οποίος αναγνωριζόταν ως ο «υψηλός επικυρίαρχος». Όταν η οθωμανική αυτοκρατορία μπήκε το 1914 στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων, η βρετανία προχώρησε στην προσάρτηση της νήσου κι ένα χρόνο αργότερα πρότεινε στην ελλάδα να της παραχωρήσει την κύπρο, ως αντάλλαγμα για την είσοδό της στον πόλεμο. Η κίνηση όμως ναυάγησε εξαιτίας της οξείας εσωτερικής κρίσης στην ελλάδα (ο «εθνικός διχασμός») αλλά και των εξελίξεων στο μέτωπο (με την παράδοση της σερβίας) που μείωσαν τη σημασία της ελληνικής συμμετοχής, όταν πλέον αυτή ολοκληρώθηκε, το 1917.
Αναλαμβάνοντας οι άγγλοι την διοίκηση της κύπρου, σε μεγάλο βαθμό διατήρησαν ανέπαφο το πολιτικό σύστημα που βρήκαν από τους οθωμανούς. Στα πλαίσια αυτού του συστήματος, ο θρησκευτικός αρχηγός των χριστιανών, ο αρχιεπίσκοπος κύπρου, αναγνωριζόταν ταυτόχρονα ως πολιτικός εκπρόσωπος των ε/κ, και μάλιστα εκλεγόταν σε αυτό το διπλό αξίωμα, την «εθναρχία». Επιπλέον, το 1754 ο σουλτάνος παραχώρησε επιπλέον προνόμια στον αρχιεπίσκοπο, επιτρέποντάς του ουσιαστικά να επεκτείνει την εξουσία του και πάνω στους μουσουλμάνους του νησιού. Μετά το 1925, όταν η κύπρος ονομάστηκε κι επίσημα «αποικία του στέμματος», το σύστημα αυτό διατηρήθηκε και ενσωματώθηκε στο αποικιοκρατικό καθεστώς διοίκησης, με αποτέλεσμα οι ε/κ να διατηρούν ανέπαφο ένα δικό τους σύστημα εκπροσώπησης κι έναν δικό τους εκπρόσωπο απέναντι στον κυρίαρχο. Εκτός από ένα δικό τους πολιτικό σύστημα, οι ε/κ κατείχαν ταυτόχρονα σχεδόν την απόλυτη οικονομική ηγεμονία σε βάρος των τ/κ. Σχεδόν ολόκληρο το εισαγωγικό κι εξαγωγικό εμπόριο, ο δευτερογενής τομέας και οι τράπεζες ήταν στα ελληνοκυπριακά χέρια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, η εθναρχία, αποτελώντας ουσιαστικά το μοναδικό «κόμμα» της ε/κ κοινότητας, να κατέχει ταυτόχρονα την οικονομική και πολιτική ισχύ που της επέτρεπε να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος όλων των κυπρίων κι όχι απλώς των ε/κ.
Με το πέρασμα στον 20ο αιώνα, οι επαναστατικές διεργασίες και η άνοδος του κομμουνιστικού κινήματος διεθνώς επέδρασαν και στην κύπρο, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να φτιάχνονται νέες πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις, πέρα από την εθναρχία. Η σημαντικότερη ήταν το κομμουνιστικό κόμμα κύπρου, που φτιάχτηκε το 1926 και πρωτοστάτησε στους αγώνες των ε/κ εργατών. Το 1941 ιδρύθηκε από το κκ το ακελ (ανορθωτικό κόμμα εργαζόμενου λαού) με στόχο να λειτουργήσει ως ένα ευρύτερο, δημοκρατικό, αριστερό κόμμα. Τρία χρόνια αργότερα, το 1944, το κκ σταμάτησε την αυτόνομη δράση και συγχωνεύτηκε πλήρως στο ακελ. Με την ίδρυση του κκ κι αργότερα του ακελ, αλλά και την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος, η εθναρχία έπαψε να αποτελεί τον μοναδικό εκπρόσωπο των ε/κ και μετατράπηκε σε εκπρόσωπο απλώς της συντηρητικής μερίδας τους. Παρ' όλα αυτά εξακολούθησε να διατηρεί το θεσμικό της ρόλο και να αναγνωρίζεται από το αγγλικό αποικιακό σύστημα ως ο μοναδικός εκπρόσωπος των ε/κ. Μολονότι οι δύο «παρατάξεις» ήταν διακριτές, αυτό που έχει σημασία και ξεπερνά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις είναι ότι συμφωνούσαν απόλυτα στο αίτημα για «ένωση» με την ελλάδα.
Η πρώτη οργανωμένη κίνηση από την μεριά του ελληνικού κράτους με στόχο την προσάρτηση της κύπρου, σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, από την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου (βλέπε σχετικά και τα «μυστικά του βούρκου» Sarajevo νο 21). Το καλοκαίρι του 1942 ο πρωθυπουργός κι ο βασιλιάς πραγματοποίησαν επίσημο ταξίδι στις ηπα με αντικείμενο τις μεταπολεμικές ρυθμίσεις και τις διεκδικήσεις της ελλάδας. Μεταξύ άλλων, οι έλληνες αντιπρόσωποι ζήτησαν την ευνοϊκή διευθέτηση του «αλυτρωτικού ζητήματος» στην κύπρο. Το αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι η πρώτη ενέργεια της ελλάδας, παρακάμπτει την σύμμαχο βρετανία, η οποία είχε κιόλας μεγαλύτερη «αρμοδιότητα» στο ζήτημα, και επιδιώκει την συναίνεση και την στήριξη του άλλου «μεγάλου συμμάχου». Πάντως λίγο καιρό αργότερα, το Γενάρη του '43, ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης έθεσε το ζήτημα των διεκδικήσεων στην κύπρο (όπως επίσης και στη βόρειο αλβανία και τα Δωδεκάνησα) και στην αγγλική κυβέρνηση. Με τη λήξη του πολέμου, τη νίκη των συμμάχων και την αναβαθμισμένη θέση του ελληνικού κράτους, το κλίμα έδειχνε ευνοϊκό για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Αν το κυπριακό δεν «έληξε» αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο, αυτό οφείλεται βασικά στο ότι, πρώτον, η βρετανική αυτοκρατορία έβγαινε θανάσιμα πληγωμένη από τον πόλεμο κι ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας για την ίδια να διατηρήσει ως προπύργιο της φθίνουσας ισχύος της το στρατηγικό σημείο της κύπρου και δεύτερον, το ελληνικό κράτος ήταν εκείνο τον καιρό απορροφημένο σε έναν άλλο πόλεμο, εναντίον της αριστεράς στο εσωτερικό.

 

Το κοινό ελληνικό μέτωπο και οι προεργασίες για την προσάρτηση

Με την λήξη του πολέμου κι ενώ διαφαινόταν οι διεθνείς ανακατατάξεις με την υποχώρηση της βρετανικής ισχύος και την ανάληψη της πρωτοκαθεδρίας στο δυτικό μπλοκ από τις ηπα, το κυπριακό απέκτησε πλέον σταθερή θέση στην ελληνικό πρόγραμμα εδαφικών διεκδικήσεων. Το σημαντικότερο σημείο εκείνης της περιόδου είναι ότι μολονότι οι πολιτικοί συσχετισμοί τόσο στην ελλάδα όσο και στην ε/κ κοινότητα έχουν πολωθεί ανάμεσα σε μια αριστερή και μια δεξιά παράταξη και δεν υπάρχει ταύτιση στην τακτική που ακολουθεί κάθε παράγοντας αλλά και μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, εντούτοις όλα τα κέντρα εξουσίας σ' ελλάδα και κύπρο είναι στρατευμένα σε μία ενιαία «εθνική» στρατηγική, τη στρατηγική της «ένωσης», δηλαδή της προσάρτησης ολόκληρης της κυπριακής επικράτειας στην ελλάδα. Στην κύπρο, αυτό το «εθνικό μέτωπο» εμφανίζεται ακόμη ισχυρότερο. Μπορεί να είχε μεταφερθεί στο νησί το ελληνικό εμφυλιοπολεμικό κλίμα, που προκαλούσε εντάσεις μεταξύ εθναρχίας και ακελ, παρόλα αυτά όμως καμία παράταξη δεν προχώρησε ως την ρήξη και συνεργάζονται κανονικά στην υπηρεσία της «ένωσης». Έτσι το 1947, φτιάχνεται μια κοινή αντιπροσωπεία στελεχών της εθναρχίας και της αριστεράς, με επικεφαλής τον τοποτηρητή της αρχιεπισκοπής, η οποία ταξίδεψε στο Λονδίνο και έθεσε επίσημα στην αγγλική κυβέρνηση το αίτημα της ένωσης.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το «καλό συμμαχικό κλίμα» δεν ήταν αρκετό να πείσει τους άγγλους να αποχωρήσουν από την κύπρο και αντιπρότειναν την παραχώρηση ενός «συντάγματος αυτοκυβέρνησης» υπό την εξουσία φυσικά του βρετανού κυβερνήτη. Η στάση απέναντι στην πρόταση ήταν αυτή που έφερε σε μεγάλη διάσταση για πρώτη φορά την ε/κ δεξιά κι αριστερά. Η εθναρχία απέρριψε την προσφορά, υπολογίζοντας ότι ήταν εφικτή η άμεση ένωση· όμως το ακελ, υπό το βάρος κιόλας του εμφυλίου στην ελλάδα και της συστηματικής εξόντωσης της ελληνικής αριστεράς, δέχτηκε και πήρε μέρος στις διαπραγματεύσεις για την συγκρότηση του «συντάγματος». Το αποτέλεσμα ήταν να χαρακτηριστεί το ακελ ως «ανθενωτικό» και «προδοτικό» και να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η ηγεμονία της εθναρχίας στο εσωτερικό της ε/κ κοινότητας. Ακόμη κι έτσι όμως, το ακελ εξακολούθησε να νομιμοποιεί την εθναρχία: συμμετέχει κανονικά στις εκλογές για αρχιεπίσκοπο, με αποκλειστικό στόχο να αποφευχθεί μια ανεπανόρθωτη ζημιά στο κοινό «εθνικό» μέτωπο. Τελικά, η κρίση ξεπεράστηκε το 1949 όταν το ακελ έκανε στροφή 180 μοιρών και αρνήθηκε κάθε συμμετοχή στο αποικιακό καθεστώς. Είχε προηγηθεί αποστολή του ακελ στο ελληνικό κκ για «διαβουλεύσεις» σχετικά με τη σωστή γραμμή στο κυπριακό. Η απάντηση που έδωσε ο Ζαχαριάδης στην ε/κ αποστολή, σύμφωνα με την μαρτυρία του τότε γ.γ. του ακελ, δύσκολα σηκώνει παρερμηνείες:

«Η γραμμή για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στην κύπρο είναι μια μορφή λιμπεραλισμού [φιλελευθερισμού]. Εμείς εδώ θα είμαστε έτσι ή αλλιώς σε δύο μήνες στην Αθήνα. Έτσι, εσείς εκεί στην κύπρο δεν μπορείτε να μιλάτε πια για ενδιάμεσα στάδια αυτοκυβέρνησης, με τελικό στόχο την ένωση. Η ένωση με την Ελλάδα πρέπει να γίνει ο άμεσος στόχος σας.»

Εμφύλιος ή όχι στην ελλάδα, παραταξιακή κρίση ή όχι στην κύπρο, το εθνικό μέτωπο για την προσάρτηση παρέμενε αρραγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι προκειμένου να σβήσει από πάνω του το στίγμα του «ανθενωτικού», το ακελ έφτασε μέχρι το σημείο να εξυμνεί αργότερα την φασιστική και αντικομμουνιστική εοκα.
Αυτή την πρώτη περίοδο, η στάση του ελληνικού κράτους είναι σε γενικές γραμμές αυτή της «μη παρέμβασης» και αναμονής, αφήνοντας την πρωτοβουλία στην εθναρχία. Η στάση αυτή μπορεί να ερμηνευτεί καταρχήν ως αποτέλεσμα του συνεχιζόμενου εμφυλίου αλλά και των υπόλοιπων - εξίσου πιεστικών - προτεραιοτήτων του ελληνικού κράτους (ολοκλήρωση της ένωσης με τα Δωδεκάνησα, συμμετοχή στον πόλεμο της κορέας, ένταξη στο νατο). Πέρα όμως από αυτούς τους παράγοντες, υπήρχαν σημαντικότεροι στρατηγικοί στόχοι που επέβαλλαν μια στάση «αναμονής»: να περιθωριοποιηθούν οι τουρκοκυπριακές αντιδράσεις στην ελληνική πολιτική της ένωσης και να αποτραπεί η ανάμειξη της τουρκίας στο κυπριακό. Όσο δεν αναμειγνύονταν η ελλάδα, δεν θα υπήρχε έδαφος τουρκικής ανάμειξης, και το κυπριακό θα μπορούσε να εμφανίζεται ως ένα «εσωτερικό» πρόβλημα της βρετανικής αυτοκρατορίας, σαν μια διένεξη μεταξύ του Λονδίνου και του «κυπριακού λαού» που επιδίωκε την «αυτοδιάθεσή του». Το ελληνικό κράτος, δηλαδή, επιχειρούσε μέσω της μη εμπλοκής του να μετατρέψει το κυπριακό σε πρόβλημα ανάμεσα στην αγγλική κυβέρνηση και την εθναρχία, τον «νόμιμο εκπρόσωπο της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυπριακού λαού», με κύριο ζητούμενο την «αυτοδιάθεση» συνολικά των κυπρίων. Η στρατηγική αυτή προσέκρουε σε ένα αξεπέραστο εμπόδιο: ενιαίος «κυπριακός λαός» απλούστατα δεν υπήρχε (παρά μόνο σαν κατασκευή με στόχο να επιβληθεί στους τουρκοκύπριους η προσάρτηση στην ελλάδα) και οι τουρκοκύπριοι ασφαλώς δεν υπήρχε περίπτωση να συναινέσουν στην περιθωριοποίησή τους. Εκτός αν η ελληνική πλευρά μεθόδευε και πετύχαινε τον αφανισμό τους.

 

Η θέση του τουρκοκυπρίων

«Η τουρκική μειονότητα του 20%... δεν διαπνεόταν από εθνικούς πόθους και ενατενίσεις απαλλαγής από τον νέο δυνάστη». Πλούτης Σέρβας, γ.γ. του κκ κύπρου και του ακελ.

«Στις πέντε πρώτες δεκαετηρίδες του αιώνα δεν υπήρξε από τουρκοκυπριακής πλευράς καμία σχεδόν αντίδραση στην ενωτική κίνηση των ελληνοκυπρίων». Νίκος Κρανιδιώτης, γ.γ. της εθναρχίας.

Δομικό στοιχείο της ελληνικής ιδεολογίας περί του κυπριακού είναι ότι οι τουρκοκύπριοι, το 20% του πληθυσμού της νήσου, δεν είχαν προβάλλει καμία αντίθεση στο σχέδιο για προσάρτηση της κύπρου στην ελλάδα· κι ότι όποτε αντέδρασαν ήταν επειδή «τους υποκινούσε» ο «ξένος δάκτυλος», διαταράσσοντας μια κατά τα άλλα «αρμονική» συνύπαρξη. Αυτοί οι ισχυρισμοί φυσικά δεν αποτελούν τίποτε λιγότερο από ασύστολα ψέματα και μαύρη προπαγάνδα.
Ας ξεπεράσουμε καταρχήν το απλό και σχεδόν αυτονόητο δεδομένο ότι σε συνθήκες 19ου και 20ου η «εθνική συνείδηση» δεν ήταν ίδιον αποκλειστικά των ελλήνων· ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που συγκροτήθηκε η ελληνική εθνική μυθολογία με «πατρίδες», «εθνικούς εχθρούς» και «αλύτρωτους αδελφούς», συγκροτήθηκε εξίσου η τουρκική. Όταν το κυπριακό έγινε «πρόβλημα», στο νησί κατοικούσαν πλέον δύο πληθυσμοί με διακριτή (και εχθρική) εθνική συνείδηση, την ελληνική και την τουρκική, οι οποίοι ήταν εξίσου και φυσιολογικά φορείς «ενατενίσεων και πόθων». Για τους τουρκοκύπριους ήταν φανερό ότι η καταπίεση σε μια αγγλική αποικία θα ήταν οπωσδήποτε ελαφρύτερη απ' ότι σε μια επαρχία του ελληνικού κράτους. Εξάλλου, οι τουρκοκύπριοι όπως και ελληνοκύπριοι είχαν διακρίνει στις διεθνοπολιτικές συνθήκες την ίδια ακριβώς ευκαιρία για «αυτοδιάθεση». Έτσι, ταυτόχρονα με τις πρώτες ελληνικές κινήσεις μετά τον πόλεμο, οι τ/κ ίδρυσαν τον «σύνδεσμο τουρκικής μειοψηφίας της νήσου κύπρου», ο οποίος σύντομα μετασχηματίστηκε στο «λαϊκό εθνικό κόμμα τουρκοκυπρίων».
Την ίδια εποχή άρχισαν να οργανώνονται συλλαλητήρια και διαδηλώσεις των τ/κ ενάντια στην πιθανή ένωση με την ελλάδα. Ενδεικτικά, να αναφέρουμε ότι η κατάληξη ενός από αυτά τα συλλαλητήρια ήταν η αποστολή διαβήματος στον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό της τουρκίας, που έλεγε τα εξής:

«Οι δεκαπέντε χιλιάδες τ/κ [του συλλαλητηρίου] αποφάσισαν παμψηφεί να απορρίψουν το ελληνικό αίτημα για την προσάρτηση της κύπρου στην ελλάδα ή για αυτονομία. Πιστεύουν ότι η προσάρτηση και η αυτονομία θα είχε σαν συνέπεια τον αφανισμό της τουρκικής κοινότητας».

Τελικά, παράλληλα με τις κινήσεις της ελληνικής πλευράς, διαμορφώθηκαν και οι επιδιώξεις της τ/κ πλευράς, οι οποίες είχαν κατεύθυνση την «διπλή ένωση», το μοίρασμα της κύπρου μεταξύ ελλάδας και τουρκίας, μέσα από την ξεχωριστή «αυτοδιάθεση» της κάθε κοινότητας. Όπως κι αν κρίνουμε τα αιτήματα περί «ενώσεων», το αδιαμφισβήτητο είναι το τ/κ αίτημα για «αυτοδιάθεση» είχε ακριβώς την ίδια βάση νομιμοποίησης με το ε/κ.
Αν τώρα η ε/κ ελίτ και το ελληνικό κράτος είχαν κάνει κεντρικό τους επιχείρημα τον ισχυρισμό ότι οι τ/κ αντιδρούσαν μόνο όταν «υποκινούνταν» και η πραγματική τους στάση ήταν η «απάθεια», έχει να κάνει μ' έναν στόχο αποκλειστικά. Να συγκαλύψουν το γεγονός ότι η ελληνική στρατηγική της «ένωσης» περνούσε από την - πολιτική και φυσική - εξόντωση της τουρκικής μειοψηφίας στην κύπρο. 

 

Από το δημοψήφισμα στο ένοπλο

Η πολιτική «μη εμπλοκής» του ελληνικού κράτους με ταυτόχρονη παραχώρηση της πρωτοβουλίας στην εθναρχία, ώστε το κυπριακό να μετατραπεί σε «εσωτερικό» ζήτημα της βρετανίας και διένεξη μεταξύ της αποικιακής δύναμης και του «κυπριακού λαού», έφτασε στο αποκορύφωμά της τον Γενάρη του 1950. Τότε η εθναρχία οργάνωσε δημοψήφισμα, με την υποστήριξη και του ακελ, στο οποίο το 95,7% των ε/κ ψήφισαν υπέρ της «ένωσης» με την ελλάδα. Με το δημοψήφισμα, η εθναρχία εξάντλησε ουσιαστικά τα πολιτικά μέσα που είχε στη διάθεσή της, αλλά η τακτική αυτή προσέκρουσε στην «σκληρή» στάση της βρετανίας, η οποία προφανώς δεν σκόπευε να «παραδώσει» εύκολα την κύπρο και να αποχωρήσει. Έτσι το Λονδίνο απέρριψε το δημοψήφισμα κι αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε αλλαγή καθεστώτος στην κύπρο, με επιχείρημα την στρατηγική σημασία του νησιού για την βρετανική αυτοκρατορία. Μετά την αγγλική άρνηση, ήταν φανερό ότι είχε φτάσει στα όρια της η τακτική «μη εμπλοκής» της Αθήνας κι απαιτούνταν πλέον ενεργητικότερη ανάμειξη του ελληνικού κράτους.
Συμπτωματικά, την ίδια εποχή πέθανε ο αρχιεπίσκοπος κύπρου Μακάριος β' και στις εκλογές που ακολούθησαν, τον Οκτώβρη του '50, νίκησε ο Μιχαήλ Μούσκος, μέχρι τότε μητροπολίτης Κιτίου, ο οποίος ανέλαβε την αρχιεπισκοπή και την εθναρχία με το όνομα Μακάριος γ'. Ο Μακάριος ήταν μια τυπική περίπτωση φασίστα παπά με μεγάλες εξουσίες στα χέρια του. Ως φοιτητής στην Αθήνα, μέχρι το '42, ήταν ένας «ακραιφνής εθνικόφρων» και είχε προσχωρήσει σε διάφορες ακροδεξιές οργανώσεις, ενώ σύμφωνα με τον κοντινότερο συνεργάτη του, τον γ.γ. της εθναρχίας, «οι φιλοδοξίες του θύμιζαν ανάλογες φιλοδοξίες μεσαιωνικών αρχόντων».
Λίγο μετά την εκλογή του ο Μακάριος επισκέφτηκε την Αθήνα και στις διαβουλεύσεις που ακολούθησαν, το «συμβούλιο των αρχηγών» των ελληνικών κομμάτων αναγνώρισε το κυπριακό ως «αλυτρωτικό ζήτημα». Στην περίοδο που ακολούθησε, η εθναρχία κράτησε την τυπική ηγεσία των κινήσεων για το κυπριακό, αλλά την ουσιαστική καθοδήγηση πήρε πλέον το ελληνικό κράτος.
Μετά το δημοψήφισμα, το σχέδιο δράσης της ελληνικής πλευράς οργανώθηκε στη βάση δύο ταυτόχρονων τακτικών. Πρώτον, την «διεθνοποίηση» του κυπριακού, με προσφυγές στον οηε, προκειμένου να αναγνωρίσει ο οργανισμός το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης των κυπρίων». Και δεύτερον, την οργάνωση ένοπλου αγώνα στην κύπρο, με στόχο να πιεστεί η βρετανία και να περιθωριοποιηθούν οι τ/κ.
Η πολιτική της διεθνοποίησης ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 1953, όταν η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε στην βρετανία ότι «θα χειριστεί πλέον το κυπριακό όπως κρίνει καλύτερα κι ότι αποκτά πλέον πλήρη κι απόλυτη ελευθερία κινήσεων». Η αγγλική απάντηση δόθηκε μέσω του υπουργού αποικιών, ο οποίος δήλωσε ρητά ότι η αποικία της κύπρου «εξαιτίας ειδικών συνθηκών, δεν μπορεί ποτέ να περιμένει πλήρη ανεξαρτησία». Στη συνέχεια, η ελλάδα έκανε την πρώτη της προσφυγή στον οηε, με αίτημα να αναγνωριστεί το δικαίωμα «αυτοδιάθεσης». Ο οργανισμός τελικά αποφάσισε να μην εξετάσει το ελληνικό αίτημα, αλλά αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το σκεπτικό. Η απόφαση στηριζόταν στη θέση ότι οι κύπριοι δεν αποτελούν έναν «ιδιαίτερο λαό» αλλά έναν πληθυσμό ελλήνων κατά πλειοψηφία και τούρκων κατά μειοψηφία. Επομένως το κυπριακό θα έπρεπε να επιλυθεί μέσω ενός διακανονισμού μεταξύ βρετανίας, ελλάδας και τουρκίας. Το σκεπτικό στηρίχτηκε τόσο από τις δυτικές χώρες, που επιδίωκαν να παραμείνει το κυπριακό εντός του δυτικού μπλοκ, όσο και από χώρες του «τρίτου κόσμου» που έβλεπαν δικαιολογημένα το κυπριακό σαν μια διένεξη τριών νατοϊκών χωρών κι όχι σαν ένα ζήτημα αποικιοκρατίας.
Την ίδια εποχή που το ελληνικό κράτος ξεκίνησε την εκστρατεία διεθνοποίησης (και σ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50) στην ελλάδα και την κύπρο εντάθηκαν οι μαζικές κινητοποιήσεις για το κυπριακό. Πρωταγωνιστικό ρόλο στις κινητοποιήσεις αυτές έπαιξε η ελληνική αριστερά, η οποία μάλιστα στήριζε αποφασιστικά το αίτημα για «ένωση», την προσάρτηση δηλαδή της κύπρου στο ελληνικό κράτος. Μετά τους αγώνες επί κατοχής και την ήττα στον εμφύλιο πόλεμο, η αριστερά είχε πλέον μεταλλαχτεί ανεπανόρθωτα σε αριστερά του ελληνικού εθνικισμού. Η αιτία πίσω από την μετάλλαξη αυτή ήταν η αγωνιώδης προσπάθεια της αριστεράς να απεμπολήσει το στίγμα του «ανθελληνισμού», να βγει από το περιθώριο και να διεκδικήσει ξανά μια θέση στην επίσημη πολιτική σκηνή. Το κυπριακό, με το «αντι-αποικιακό» και «αντι-ιμπεριαλιστικό» προφίλ του, έγινε το κατεξοχήν ζήτημα που η αριστερά κατέθετε τα εθνικά της διαπιστευτήρια. Εξάλλου της έδινε την δυνατότητα να μιλάει στο όνομα του «λαού» (να υποκαθιστά δηλαδή την ταξική ανάλυση με τον πιο χοντροκομμένο λαϊκισμό, ενισχύοντας και στηρίζοντας τις φιλοδοξίες των μικροαστών και μεσοαστών) και να εμφανίζεται ως ο αντίθετος πόλος της «προδοτικής» εθνικής ηγεσίας. Η πραγματικότητα πάντως ήταν ότι το αίτημα για προσάρτηση της κύπρου, ήταν μια «πανεθνική» υπόθεση που συγκινούσε και κινητοποιούσε μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας. Από την εποχή των βαλκανικών πολέμων φαίνεται ότι ποτέ δεν έπαψε η επέκταση (του κράτους) να είναι θεμιτός «λαϊκός» στόχος. Ένας επιπλέον παράγοντας που επέτρεπε στην ελληνική αριστερά να είναι στην πρώτη γραμμή του κυπριακού ήταν το γεγονός ότι πρωταγωνιστικό υποκείμενο του αγώνα για «ένωση» στην ίδια την κύπρο ήταν το «αριστερό» ακελ, πράγμα που ενίσχυε την εικόνα του δήθεν προοδευτικού κι αντι-αποικιακού αγώνα. Αφού οι ε/κ κομμουνιστές διεκδικούσαν την «ένωση», τότε οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες του ελληνικού καπιταλισμού στο νησί μπορούσαν να εμφανίζονται ως «εξ ορισμού» αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας. Άσχετα αν το ακελ είχε από την γέννηση του μια συνεπή εθνικιστική πολιτική κι άσχετα αν ο «αγώνας» σήμαινε τελικά ανοιχτή υποστήριξη της ελληνικής και ε/κ αριστεράς σε φασίστες τύπου Μακάριου και Γρίβα.
Η διεθνοποίηση του κυπριακού σε συνδυασμό με τις μεγάλες κινητοποιήσεις σε ελλάδα και κύπρο υπέρ της ένωσης, είχαν τελικά σαν αποτέλεσμα να ενταθούν οι αντιδράσεις της τ/κ κοινότητας και να συμβεί αυτό που το ελληνικό κράτος πάσχιζε μέχρι τότε να αποφύγει: να αναμειχθεί άμεσα η τουρκία. Ήδη αμέσως μετά την ελληνική προσφυγή στον οηε, η Άγκυρα ανακοίνωσε επίσημα στην Αθήνα την πρόθεση και το «δικαίωμά της» να συμμετάσχει μαζί με την ελλάδα και την βρετανία στις αποφάσεις για το μέλλον της κύπρου. Να σημειώσουμε εδώ (σε αντίθεση με τον ελληνικό ισχυρισμό ότι «τις μηχανορραφίες των ιμπεριαλιστών εναντίον των ελλήνων εκμεταλλεύτηκε ο τούρκικος επεκτατισμός») ότι μόλις ξέσπασε η κυπριακή κρίση, η εμπλοκή του τουρκικού κράτους ήταν αναμενόμενη και «αναγκαστική». Ακόμη κι αν αφήσουμε στην άκρη τα γεωπολιτικά ζητήματα που υποχρέωναν την τουρκία να κινηθεί, αν το τουρκικό κράτος δεν έπαιρνε ενεργητικά το μέρος των τούρκων της κύπρου, θα φαινόταν ανίκανο να διαχειριστεί τα «εθνικά συμφέροντα» και θα κλονιζόταν το σημαντικότερο ίσως συστατικό της ηγεμονίας του. Εξάλλου, το ίδιο ακριβώς ίσχυε και για το ελληνικό κράτος.
Τελικά, η αποτυχία της προσφυγής στον οηε υποχρέωσε την ελλάδα να αποδεχτεί την αγγλική πρόταση για τριμερή διάσκεψη (βρετανίας, ελλάδας και τουρκίας) με θέμα το μέλλον της κύπρου. Η βρετανία πρότεινε την παραχώρηση «συντάγματος αυτοκυβέρνησης», με αντάλλαγμα την παύση των συγκρούσεων (οι ε/κ είχαν ήδη ξεκινήσει το ένοπλο), αλλά η τριμερής ναυάγησε, αφού η ελλάδα αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό.

 

Αντι-αποικιακός αγώνας φασιστικού περιεχομένου

Παράλληλα με την διεθνοποίηση του κυπριακού μέσω διπλωματικών κινήσεων, η Αθήνα και η Λευκωσία ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για ένοπλη δράση στην κύπρο, με στόχο τον εξαναγκασμό της βρετανίας, της τουρκίας και της τ/κ κοινότητας να αποδεχτούν την «αυτοδιάθεση» ως οριστική λύση του κυπριακού. Η οργάνωση του αντάρτικου έγινε σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση και το γενικό επιτελείο στρατού και η επιτόπια στρατιωτική ευθύνη στην κύπρο ανατέθηκε στον Γρίβα, τον γνωστό από την κατοχή αρχηγό της φασιστικής δολοφονικής οργάνωσης «X». Τον Οκτώβρη του 1952 ο Γρίβας ξεκίνησε τις προετοιμασίες στο νησί και τον Μάρτη του 1953 πήρε την οριστική εντολή να στήσει οργάνωση για να ξεκινήσει ένοπλο.
Η δράση της εοκα, η ένοπλη οργάνωση που έστησε ο Γρίβας για λογαριασμό του ελληνικού κράτους στην κύπρο, συγκαταλέγεται από πολλούς, ιδίως αριστερούς, στα εθνικοαπελευθερωτικά και αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα που ξεσπούν τότε στον «τρίτο κόσμο». Πρόκειται ασφαλώς για χοντροκομμένο ψέμα, προκειμένου να διαφυλαχθεί ο βασικός εθνικός μύθος περί «απελευθερωτικού αγώνα». Εκτός του ότι η εοκα ήταν μια κρατικά ελεγχόμενη οργάνωση, το ένοπλο αντάρτικο στην κύπρο είναι η μοναδική περίπτωση «αντι-αποικιακού» αγώνα στην ιστορία που δεν έχει στόχο την ανεξαρτησία, αλλά την προσάρτηση σε ένα άλλο κράτος! Επιπλέον συγκροτήθηκε από τα πιο φασιστικά και αντικομμουνιστικά στοιχεία και στο δυναμικό της (που δε ξεπέρασε ποτέ τους 300 άντρες περίπου) εντάχθηκαν βασικά μέλη εκκλησιαστικών οργανώσεων και θρησκευτικών σωματείων· η ιδεολογία της ήταν μείγμα θρησκευτικού σκοταδισμού, φυλετισμού και ελληνοχριστιανικού πολιτισμού· η δράση της ήταν ανοιχτά και βίαια ρατσιστική εναντίον των τουρκοκυπρίων, αλλά κι εναντίον της «αντεθνικής» αριστεράς· διευκόλυνε εν τέλει τους βρετανούς, κηρύσσοντας ανακωχές κάθε φορά που η αυτοκρατορία χρειάστηκε να στείλει στρατό μέσω κύπρου για να χτυπήσει τα απελευθερωτικά κινήματα στην Αφρική και την Ασία.
Η εοκα δεν μπορεί να θεωρηθεί με κανέναν τρόπο ως «αντάρτικη εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση». Ουσιαστικά πρόκειται για παρα-στρατιωτική και παρα-κρατική οργάνωση, χωρίς καμία πολιτική λειτουργία και περιεχόμενο, πλήρως ελεγχόμενη από την ελληνική κυβέρνηση και την εθναρχία, οι οποίες την χρησιμοποίησαν ως ένοπλο βραχίονα του ελληνικού ιμπεριαλισμού, μέσο πίεσης της βρετανίας και μηχανισμό τρομοκράτησης των τουρκοκυπρίων.
Η ένοπλη δράση ξεκίνησε τελικά την 1η Απρίλη 1955. Μολονότι ήταν απίθανο το αντάρτικο να επιβάλλει την «αυτοδιάθεση» από μόνο του, τα αποτελέσματα ήταν σημαντικά, αφού κατά έναν τρόπο εκβίασε τις καταστάσεις προς όφελος των ελληνικών επιδιώξεων. Πρώτο, έγινε φανερή η αδυναμία της βρετανίας να καταστείλει το αντάρτικο κι επομένως να διατηρήσει μακροπρόθεσμα την κυριαρχία της στο νησί έτσι όπως είχε. Δεύτερο, έδωσε μεγάλη ώθηση στο εθνικιστικό «ενωτικό» κίνημα σ' ελλάδα και κύπρο. Τρίτο, ενίσχυσε την διαπραγματευτική ισχύ του ελληνικού κράτους. Και τέταρτο, υποχρέωσε την βρετανία και την τουρκία να προσανατολιστούν για πρώτη φορά προς την προοπτική μιας άμεσης διευθέτησης του κυπριακού. Μια ακόμη, «παράλληλη» συνέπεια της δράσης της εοκα ήταν η οριστική πλέον κατάρρευση της «ελληνοτουρκικής φιλίας» (που είχε ξεκινήσει με τους Βενιζέλο - Κεμάλ) η οποία είχε ήδη κλονιστεί εξαιτίας των ελληνικών διεκδικήσεων περί «αυτοδιάθεσης» και «ένωσης».

 

Σχέδια, σχέδια, σχέδια...

Με την έναρξη του αντάρτικου στην κύπρο και την αλλαγή των συσχετισμών, η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε πλέον στη βρετανία, η οποία επιχειρούσε (μέσα από συνεχόμενες προτάσεις σχεδίων) να ορίσει το γενικό πλαίσιο ρύθμισης του κυπριακού.
Τον Οκτώβρη του 1955 ο βρετανός κυβερνήτης Χάρντινγκ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την εθναρχία (που κράτησαν ως τον Μάρτη του 1956) στη βάση ενός σχεδίου επίλυσης του κυπριακού που προέβλεπε «ευρεία αυτοκυβέρνηση». Στο αγγλικό σχέδιο, ο Μακάριος έθεσε τρεις όρους: α) Να αναγνωρίσει επίσημα η βρετανία την «αυτοδιάθεση» ως πλαίσιο οριστικής επίλυσης. β) Μετά από αυτή την επίσημη αναγνώριση, η εθναρχία θα συνεργαζόταν με την αποικιακή διοίκηση στη συγκρότηση ενός «συντάγματος αυτοκυβέρνησης» και στην άμεση εφαρμογή του. γ) Ο χρόνος εφαρμογής της «αυτοδιάθεσης» θα ήταν ζήτημα διαπραγμάτευσης αποκλειστικά ανάμεσα στην βρετανία και τους «νόμιμους εκπροσώπους του κυπριακού λαού».
Η επιδίωξη της ελληνικής πλευράς ήταν να έχει το πάνω χέρι στη διαμόρφωση υπέρ της του νέου συντάγματος, ώστε να πετύχει την περιθωριοποίηση των τ/κ και σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της τουρκίας (αυτό προέβλεπε ουσιαστικά ο τρίτος όρος), να μετατρέψει την «αυτοδιάθεση» σε μονόδρομο για την «ένωση». Στις πολύμηνες διαπραγματεύσεις, η βρετανία σταδιακά προσέγγισε τις ελληνικές θέσεις και το πλαίσιο που διαμορφώθηκε έγινε κατ' αρχήν αποδεκτό από την ελληνική κυβέρνηση και την εθναρχία. Τελικά όμως η ελληνική πλευρά απέρριψε τις προτάσεις, εξαιτίας κυρίως συνεχών ενστάσεων και κωλυμάτων που πρόβαλε ο Μακάριος. Τι είχε μεσολαβήσει;
Μετά την διεθνοποίηση του κυπριακού και την έναρξη της ένοπλης δράσης, διαμορφώθηκαν δύο παράγοντες καθοριστικοί για την ελληνική στάση: α) Η βρετανία μπορεί να είχε βρεθεί σε δυσχερή θέση και να πιεζόταν για «λύση», αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να παραιτηθεί και να αποχωρήσει από το νησί, όπως ήταν η αρχική ελληνική επιδίωξη. β) Με δεδομένους τον διεθνή και τον ενδοκυπριακό συσχετισμό δυνάμεων ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή αδύνατος ο αφανισμός της τ/κ κοινότητας και ο παραγκωνισμός της τουρκίας.
Αυτές ήταν οι δύο υποχρεωτικές προϋποθέσεις προκειμένου να επιτευχθεί το ελληνικό σχέδιο προσάρτησης του συνόλου της κύπρου. Ταυτόχρονα όμως, εξαιτίας αυτών των δύο παραγόντων, αλλά και των διεθνών συνθηκών (με την ελληνική αποτυχία στον οηε), το πιθανότερο ήταν το αίτημα για «αυτοδιάθεση» (που για την ελληνική πλευρά σήμαινε «ένωση») θα ερμηνευόταν ως δικαίωμα αυτοδιάθεσης της κάθε κοινότητας ξεχωριστά και κατά συνέπεια θα οδηγούσε σε «διχοτόμηση», δηλαδή μοίρασμα του νησιού μεταξύ ελλάδας και τουρκίας. Στο ελληνικό επιχείρημα ότι η διπλή αυτοδιάθεση και διχοτόμηση δεν ήταν εφικτές, επειδή στην κύπρο δεν υπήρχε εδαφικός διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων, άρα η διχοτόμηση θα οδηγούσε σε μετακινήσεις πληθυσμών (μία «λύση» που το ελληνικό κράτος θεωρούσε «άδικη» για την κύπρο των 500.000, αλλά είχε εφαρμόσει με κυνική αποτελεσματικότητα σε δύο εκατομμύρια ανθρώπους μετά το 1922) η τουρκική πλευρά ανταπαντούσε ότι αφενός η «ένωση» θα σήμαινε μια νέα κατοχή για τους τ/κ κι αφετέρου θα διακυβεύονταν η ασφάλεια της τουρκίας. Πράγματι, με βάση τη γεωγραφία, μια προσάρτηση της κύπρου στην ελλάδα, με αποκλεισμό της τουρκίας από το νησί, θα ανέτρεπε ριζικά την ισορροπία δυνάμεων σε βάρος της δεύτερης.
Εξαιτίας αυτών των συνθηκών, η ελληνική πλευρά αναθεώρησε την πολιτική της και μετακινήθηκε από το μαξιμαλιστικό αίτημα της άμεσης «ένωσης» στο πιο περιορισμένο της «αυτοκυβέρνησης». Η ελλάδα επιδίωκε μέσα από την «αυτοκυβέρνηση» (την οποία θεωρούσε μεταβατικό στάδιο) να κερδίσει χρόνο προκειμένου να ανατρέψει τους συσχετισμούς, ώστε η ένωση χωρίς παραχωρήσεις προς την τουρκία να πραγματοποιηθεί σε δεύτερο χρόνο. Πώς θα συνέβαινε αυτή η ανατροπή των συσχετισμών; Η «αυτοκυβέρνηση», όπως κι αργότερα η «ανεξαρτησία», εξυπηρετούσαν στην ελληνική στρατηγική μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα: να δώσουν χώρο και χρόνο προκειμένου να εκμηδενιστεί (πολιτικά, αλλά και φυσικά αν απαιτούνταν) η τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Εξαιτίας αυτών των λόγων, σε πρώτη φάση η Αθήνα και η Λευκωσία μπήκαν σε διαπραγματεύσεις κι αποδέχτηκαν το σχέδιο Χάρντινγκ, για να το απορρίψουν όμως τελικά. Η ερμηνεία εδώ έχει να κάνει με τους εσωτερικούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς στην ελλάδα και την κύπρο.
Για την εθναρχία, η αποδοχή του σχεδίου «αυτοκυβέρνησης» ενείχε τον κίνδυνο να χάσει την νομιμοποίησή της, αφού ήδη ο Μακάριος ήταν στο κέντρο διασταυρούμενων πυρών από δεξιά κι αριστερά ότι «ξεπουλάει και προδίδει τον ενωτικό αγώνα». Η μόνη διέξοδος θα ήταν να αναλάβει την ευθύνη της αποδοχής του σχεδίου η Αθήνα, ώστε η Λευκωσία να φανεί ότι «αναγκάζεται να ακολουθήσει». Όμως αυτό ήταν αδύνατον επειδή: α) Μια τέτοια πρωτοβουλία της Αθήνας θα προκαλούσε άμεση εμπλοκή της τουρκίας και θα μετέθετε πάλι το κυπριακό σε τριμερείς διαπραγματεύσεις βρετανίας - ελλάδας - τουρκίας και β) και σημαντικότερο, η ελληνική κυβέρνηση είχε ελάχιστα περιθώρια ελιγμών, αφού τόσο οι πολιτικές δυνάμεις όσο και το μαζικό κίνημα είχαν διακηρυγμένο κι αποκλειστικό στόχο την «ένωση και μόνο ένωση». Οτιδήποτε άλλο θα θεωρούνταν προδοτικό και θα οδηγούσε σε κρίση το ελληνικό κράτος. Έτσι τελικά, εξαιτίας των διεθνών συσχετισμών και της «πατριωτικής πόλωσης» σ' ελλάδα και κύπρο, το σχέδιο απορρίφθηκε.
Η απόρριψη του σχεδίου προκάλεσε ένταση των συγκρούσεων στην κύπρο και η βρετανία απάντησε με κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης: το ακελ τέθηκε εκτός νόμου, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν κι έκλεισαν οι αριστερές εφημερίδες. Παρόλα αυτά, η δράση της εοκα συνεχίστηκε, όπως και οι μαζικές διαδηλώσεις των ε/κ και τελικά τον Μάρτη του 1956 ο Μακάριος μαζί με άλλα στελέχη της εθναρχίας συλλαμβάνονται κι εξορίζονται στις Σεϋχέλλες. Τους επόμενους μήνες οι κινήσεις από όλους τους παράγοντες της κρίσης ήταν εντατικές. Η εθναρχία και η ελληνική κυβέρνηση πίεζαν για απελευθέρωση του Μακάριου και αποδοχή των όρων του. Παράλληλα, η τουρκία και οι τ/κ όξυναν τις αντιδράσεις τους ενάντια στη ελληνική εκδοχή της «αυτοδιάθεσης», ενώ η βρετανία μεθόδευε την καταστολή της ε/κ ανταρσίας. Τελικά, η πίεση εκτονώθηκε με μία νέα αγγλική πρωτοβουλία.

Τον Δεκέμβρη του 1956 η βρετανία ανακοίνωσε ένα νέο σχέδιο (σχέδιο Ράντκλιφ) επίλυσης του κυπριακού, ενώ παράλληλα χαλάρωσαν τα έκτακτα μέτρα. Το νέο σχέδιο είχε αρκετές ομοιότητες με το προηγούμενο, με τη διαφορά ότι προέβλεπε πιο ενισχυμένη ακόμη την εξουσία των ε/κ με ουσιαστικό αποκλεισμό των τ/κ από την προτεινόμενη κυβέρνηση (υπουργικό συμβούλιο με έξι ε/κ υπουργούς και μόνο έναν τ/κ αρμόδιο αποκλειστικά για θέματα της τ/κ κοινότητας). Το νέο και σημαντικό στοιχείο όμως δεν ήταν τόσο το ίδιο το σχέδιο, όσο η ταυτόχρονη ρητή ανακοίνωση της βρετανίας ότι η μελλοντική «αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού» θα είχε αναγκαστικά χαρακτήρα διπλής αυτοδιάθεσης - για την κάθε κοινότητα χωριστά. Εξαιτίας αυτής της πρόβλεψης, η ελληνική πλευρά απέρριψε κατηγορηματικά το σχέδιο Ράντκλιφ.
Τον Γενάρη του 1957, μετά από μία ακόμη συζήτηση στον οηε για το κυπριακό (ύστερα από βρετανική καταγγελία ότι το αντάρτικο στην κύπρο καθοδηγείται και στηρίζεται από την ελλάδα) η οποία κατέληξε σε ένα ψήφισμα που καλούσε σε «διαπραγματεύσεις», η βρετανία άρχισε να επιδεικνύει μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στις ελληνικές διεκδικήσεις. Η στάση αυτή, σε συνδυασμό με τα συνεχόμενα σχέδια και παρά την απόρριψή τους, έδειχναν ότι η βρετανία επείγονταν πλέον για εξεύρεση λύσης κι ότι το αποικιακό καθεστώς στο νησί έφτανε στο τέλος του. Στα πλαίσια αυτά, τον Μάρτη του '57, επιτράπηκε στον Μακάριο και τους υπόλοιπους εξόριστους να φύγουν αλλά όχι να επιστρέψουν στην κύπρο, ενώ ταυτόχρονα η βρετανία πρότεινε ανακωχή στην εοκα, την οποία πρόταση φυσικά ο Γρίβας παρέπεμψε στην Αθήνα για να αποφασίσει.
Το κομβικό ζήτημα αυτής της περιόδου είναι ότι για πρώτη φορά το ενιαίο εθνικό μέτωπο Αθήνας - Λευκωσίας συζητά για κάτι πέρα από την «αυτοδιάθεση» και την «ένωση». Μπορεί σε πρώτο χρόνο η μετατόπιση αυτή να μην εκδηλώθηκε ανοιχτά και δεν οδήγησε σε συγκεκριμένα αποτελέσματα (αφού απορρίφθηκαν όλα τα σχέδια) επειδή θα προκαλούσε κρίση στο εθνικόφρον κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ που είχε σχηματιστεί πίσω από το αίτημα της «ένωσης», αλλά οι δύο παράγοντες που υποχρέωσαν σε αυτή την μετατόπιση (η μη αποχώρηση της βρετανίας και η μη περιθωριοποίηση των τ/κ) γίνονται πλέον μόνιμες συνθήκες, τις οποίες η ελληνική πλευρά ήταν υποχρεωμένη να περιλάβει στην στρατηγική της.
Μετά την εξορία, ο Μακάριος επέστρεψε από τις Σεϋχέλλες στην Αθήνα όπου και παρέμεινε μέχρι την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου, τον Φλεβάρη του 1959. Στη φάση αυτή, η προοπτική ενός ενδιάμεσου σταδίου πήρε τη συγκεκριμένη μορφή του αιτήματος για «ανεξαρτησία» και προκρίθηκε ως η καλύτερη μέθοδος μετασχηματισμού των ισορροπιών υπέρ της ελληνικής πλευράς.
Μόνο που αυτή η νέα στρατηγική θα αποδειχτεί ότι δεν είναι καθόλου ενιαία. Για το ελληνικό κράτος η «ανεξαρτησία» δεν ήταν παρά ένα μεταβατικό στάδιο μέχρι την προσάρτηση της κύπρου. Για την ε/κ ηγεσία όμως, η ανεξαρτησία άρχισε να γίνεται σταδιακά το «τελικό ζητούμενο», η νέα στρατηγική ηγεμονίας στο νησί. Βέβαια, η διάσπαση θα αργήσει ακόμη να φανεί, επειδή τόσο το ελληνικό κράτος, όσο και η ελληνοκυπριακή κοινότητα εξακολουθούν να ταυτίζονται ως προς τους αντιπάλους τους: την βρετανία, την τουρκία και βέβαια την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Σε όλες της διαστάσεις της η ρήξη ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία θα αναδειχτεί όταν η ανεξαρτησία γίνει πραγματικότητα.

 

Από την «ένωση» στην «ανεξαρτησία»

Με την απελευθέρωση του Μακάριου και των υπολοίπων εκκλησιαστικών ηγετών, την αποφυλάκιση των αριστερών στελεχών στην κύπρο και τις προτάσεις εκεχειρίας προς την εοκα, έγινε φανερό ότι η βρετανία δημιουργούσε τις συνθήκες για μια «συναινετική» λύση με την ελληνική πλευρά. Αρχικά, η εθναρχία και η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξαν οι διαπραγματεύσεις να γίνουν στη βάση ενός μεταβατικού σταδίου «αυτοκυβέρνησης», με αποκλεισμό των τ/κ και χωρίς προσδιορισμό της «αυτοδιάθεσης», ώστε να καταλήξει στην «ένωση», εφόσον οι ε/κ θα είχαν την ηγεμονία στο «μεταβατικό» καθεστώς. Η πολιτική αυτή όμως δεν είχε καμία προοπτική, όσο η τουρκία και οι τ/κ δεν οπισθοχωρούσαν πίσω από την «κόκκινη γραμμή» της διπλής αυτοδιάθεσης, χωριστά για τις δύο κοινότητες. Εξάλλου η βρετανία είχε ήδη αποδεχτεί την διπλή αυτοδιάθεση ως τελική λύση, αλλά και στο εσωτερικό του νατο, η λύση αυτή αναγνωριζόταν ως η μόνη που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμη σταθερότητα στο νησί και την μεσανατολική πτέρυγα της συμμαχίας.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο κάθε πόλος της ελληνικής πλευράς - χωρίς να διαταραχτεί το ενιαίο εθνικό μέτωπο - άρχισε να χαράζει ορισμένες ειδικές, παράλληλες κατευθύνσεις. Η ελληνική κυβέρνηση, για πρώτη φορά προσανατολίστηκε προς απευθείας διαπραγματεύσεις με την τουρκία, με παράκαμψη της βρετανίας αλλά και των τ/κ, με στόχο την τουρκική υποχώρηση από το αίτημα της διπλής αυτοδιάθεσης. Στην κύπρο, η εθναρχία επιδίωξε να στρέψει την ένοπλη δράση αποκλειστικά εναντίον των τ/κ, ώστε μέσα από τις δολοφονίες και την τρομοκρατία να περιθωριοποιήσει την τ/κ κοινότητα και να την οδηγήσει στον αφανισμό.

«Δια να μην εξασθένιση όμως η θέσις μας εις τον ΟΗΕ και να μη δίδωμεν αφορμήν στενωτέρας συνεργασίας άγγλων και τούρκων εν κύπρω, να περιορίσωμεν τας επιθέσεις μας μόνον εναντίον των τούρκων και μάλιστα καταφέροντες κατ' αυτών όσον το δυνατόν μεγαλύτερα πλήγματα. Είναι ανάγκη να κτυπηθούν αμειλίκτως, διότι μόνον δια του τρόπου αυτού είναι δυνατόν να τρομοκρατηθούν και να καθίσουν στα αυγά τους» (επιστολή Μακάριου στον Γρίβα).

Όμως αυτή η επιχείρηση εθνοκάθαρσης δεν θα βρει πλήρη εφαρμογή παρά μόνο μετά την ανεξαρτησία, εξαιτίας ενστάσεων που είχε η ελληνική κυβέρνηση στην τακτική εφαρμογή της: μαζικές δολοφονίες τ/κ θα προκαλούσαν σίγουρα την οξεία αντίδραση της τουρκίας και θα ακύρωναν κάθε πιθανότητα υποχώρησής της, την ώρα που η ελλάδα ετοιμαζόταν να διαπραγματευτεί μαζί της.
Στο διπλωματικό επίπεδο, η ελληνική πλευρά άρχισε σταδιακά να διαμορφώνει το κλίμα ώστε να εμφανιστεί η «ανεξαρτησία» ως επίσημη γραμμή. Για την Αθήνα ήταν δεδομένο ότι η ανεξαρτησία δεν θα είναι παρά ένα μεταβατικό στάδιο:

«Οι Τούρκοι είναι αντίθετοι προς μίαν τοιαύτην εξέλιξιν, διότι αντιλαμβάνονται ότι το σύνθημα της ανεξαρτησίας έχει κερδίσει έδαφος και ότι επιτυγχανόμενης μιας τοιαύτης λύσεως, ουδεμία διεθνής εγγύησις και ουδέν διεθνές σχήμα θα δυνηθή να εμπόδιση την φυσιολογικήν πορείαν της ανεξαρτησίας προς την Ένωσιν» (ο έλληνας γενικός πρόξενος στην κύπρο, σε επιστολή του προς τον Γρίβα).

Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής κυβέρνησης ήταν πώς θα παρουσιαστεί η λύση αυτή στο εσωτερικό χωρίς να θεωρηθεί «προδοσία» και χωρίς να προκαλέσει κρίση:

«Βεβαίως, εάν πρόκυψη η πιθανότης της λύσεως “ανεξαρτησίας”, μία εκ των κυριωτέρων δυσκολιών θα είναι η παρουσίασις του όλου σχεδίου εις την ελληνικήν κοινήν γνώμην» (στην ίδια επιστολή).

Η ελληνική κυβέρνηση, πάντως, ξεκίνησε ανεπίσημες συζητήσεις με την τουρκία για την λύση της «ανεξαρτησίας», αλλά στην αρχή η στάση της δεύτερης ήταν εντελώς απορριπτική με το σκεπτικό ότι αργά ή γρήγορα το «ανεξάρτητο» κράτος θα προχωρούσε στην ένωση με την ελλάδα κι ότι το νέο κράτος «θα δεσπόζεται υπό των φανατισμένων ελλήνων της κύπρου». Εξαιτίας της τουρκικής άρνησης, αλλά και των «σκληρών» συνθηκών υπέρ της ένωσης στο εσωτερικό, η ελληνική πλευρά δημόσια εξακολούθησε να δηλώνει υποστήριξη στη λύση της αυτοδιάθεσης.

Τον Γενάρη του 1958, ο νέος βρετανός κυβερνήτης της κύπρου Φουτ ανακοίνωσε ένα ακόμη σχέδιο, το οποίο προέβλεπε «ευρεία αυτοκυβέρνηση» ως μεταβατικό στάδιο και ρύθμιση του οριστικού καθεστώτος ύστερα από 5 ως 7 χρόνια, με τη σύμφωνη γνώμη ελλάδας και τουρκίας. Τώρα ήταν η σειρά της τουρκίας και των τ/κ να απορρίψουν το σχέδιο, αφού αρνούνταν οποιοδήποτε καθεστώς «αυτοκυβέρνησης» υπό την ηγεμονία της εθναρχίας και επέμεναν στη λύση της χωριστής αυτοδιάθεσης για κάθε κοινότητα. Παρασκηνιακά όμως, για πρώτη φορά, η τουρκία έκανε γνωστό ότι θα ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει το αίτημα για «διπλή αυτοδιάθεση» και να συναινέσει στην ένωση της κύπρου με την ελλάδα, εάν της παραχωρούνταν μία στρατιωτική βάση στο νησί. Πέρα από το περιεχόμενό της, αυτή ήταν ακριβώς η «υποχωρητική στάση» της τουρκίας, την οποία επιδίωκε το ελληνικό κράτος, ως έδαφος για διαπραγματεύσεις. Αλλά και σαν συγκεκριμένη προοπτική, αυτού του τύπου η «διχοτόμηση», που άφηνε υπό ελληνικό έλεγχο το σύνολο σχεδόν του νησιού πλην ενός ελάχιστου τμήματος, ήταν απόλυτα συμβατή με τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού. Το ερώτημα ήταν βέβαια, αν θα συναινούσε εξίσου η ε/κ ηγεσία.
Το «σχέδιο Φουτ», μετά την απόρριψή του, έδωσε τη θέση του στο «σχέδιο Μακμίλαν», τον Ιούνη του 1958. Το κρίσιμο στο νέο σχέδιο ήταν ότι διαφαινόταν πλέον καθαρά ως τελική προοπτική επίλυσης του κυπριακού η διπλή ένωση, το μοίρασμα δηλαδή του νησιού μεταξύ ελλάδας και τουρκίας. Το σχέδιο προέβλεπε σύνδεση της κύπρου με την βρετανία, την ελλάδα και την τουρκία, συμμετοχή αντιπροσώπων της ελλάδας και της τουρκίας στην μεταβατική κυπριακή κυβέρνηση και διπλή υπηκοότητα για τους κύπριους (ελληνοβρετανική για τους ε/κ και τουρκοβρετανική για τους τ/κ). Το σχέδιο αυτό απορρίφτηκε από την ελλάδα, επειδή σύμφωνα με τις ελληνικές επιδιώξεις, παραχωρούσε πάρα πολλά στην τουρκική πλευρά.
Ενώ τα βρετανικά σχέδια γίνονταν αντικείμενο συνεχών απορρίψεων και δεν ήταν ορατή καμία συγκεκριμένη προοπτική διευθέτησης της κρίσης, ενεργοποιήθηκε για πρώτη φορά το νατο και ο γενικός γραμματέας Σπάακ ανέλαβε επίσημη μεσολαβητική πρωτοβουλία. Η πρωτοβουλία αυτή σηματοδοτεί ουσιαστικά την ενεργητική ανάμειξη των ηπα στο κυπριακό. Οι λόγοι πίσω από αυτή την ανάμειξη είχαν ξεκάθαρα να κάνουν με την αποτυχία της αγγλικής πολιτικής και την αδυναμία της βρετανίας, η οποία έθετε πλέον σε κίνδυνο την σταθερότητα της δυτικής συμμαχίας και τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή (και δεν ήταν μόνο η διαχείριση του κυπριακό, το «σφάλμα» που οι ηπα χρέωναν στην βρετανία, αλλά εξίσου η αποτυχημένη επέμβαση στο Σουέζ το 1956 και η πτώση του σάχη στην περσία, ο οποίος ήταν ο πιστότερος σύμμαχος των δυτικών στην περιοχή).
Στις αρχικές του κινήσεις ο Σπάακ έδειχνε να ευνοεί λύσεις περισσότερο θετικές για την ελληνική πλευρά από την διχοτόμηση. Όμως μόλις μια μέρα πριν ο γ.γ. επισκεφτεί την Αθήνα για να ανακοινώσει επίσημα τις προτάσεις του, η εθναρχία έσπευσε να προκαταλάβει τις εξελίξεις, με τον Μακάριο να τάσσεται για πρώτη φορά δημόσια υπέρ της ανεξαρτησίας. Στις 23/9/1958, από την Αθήνα, ο Σπάακ ανακοίνωσε τις προτάσεις του: 7ετή μεταβατική κυβέρνηση με πλειοψηφία ε/κ στο υπουργικό συμβούλιο, ενιαία βουλή (ακόμη μία ρύθμιση που έδινε σαφές πλεονέκτημα στους ε/κ) και πενταμερής συνδιάσκεψη (ελλάδα, τουρκία, βρετανία, ε/κ και τ/κ) για τον καθορισμό του τελικού καθεστώτος. Η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε τις προτάσεις, με την διευκρίνηση όμως ότι υποστηρίζει την ανεξαρτησία ως τελική λύση. Παρόλα αυτά όμως, η μεσολάβηση Σπάακ τελικά απέτυχε, αφού οι προτάσεις του απορρίφθηκαν τόσο από την τουρκία, όσο και την βρετανία. Λίγες μέρες μετά την επίσκεψη Σπάακ, στις 27/9, ο Μακάριος έστειλε επισήμως εκ μέρους της εθναρχίας στην βρετανική κυβέρνηση, το αίτημα για ανεξαρτησία. Έκτοτε, η «ανεξαρτησία» αποτέλεσε την επίσημη, ενιαία γραμμή Αθήνας και Λευκωσίας. Αλλά όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ενώ για το ελληνικό κράτος η «ανεξαρτησία» ήταν ένας ελιγμός προκειμένου να επιτευχθεί αργότερα η προσάρτηση της κύπρου, για την ε/κ ελίτ θα γίνει ο τελικός στόχος προκειμένου να συγκροτηθεί ως κρατική εξουσία σ' ολόκληρο το νησί.

 

Μια πρώτη σύνοψη

Σχεδόν σ' όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, το ενιαίο μέτωπο του ελληνικού ιμπεριαλισμού σ' ελλάδα και κύπρο, επιδίωξε και μεθόδευσε την προσάρτηση του συνόλου της επικράτειας του νησιού στο ελληνικό κράτος. Η ελληνική στρατηγική αναπτύχθηκε με άξονα το αίτημα της «αυτοδιάθεσης», το οποίο ερμηνευόταν ως αποκλειστικό δικαίωμα της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας να επιβάλλει την «ένωση», σε βάρος της τουρκοκυπριακής μειοψηφίας. Η στρατηγική αυτή περνούσε υποχρεωτικά από την περιθωριοποίηση (κι αν χρειαζόταν τον αφανισμό) της τ/κ κοινότητας.
Η ελληνική πολιτική όμως προσέκρουσε σε ένα αξεπέραστο εμπόδιο: την αντίσταση των τουρκοκυπρίων στο σχέδιο της «ένωσης» και την άρνησή τους ν' ανταλλάξουν την αγγλική κυριαρχία με την υποτέλεια εντός του ελληνικού κράτους. Παρά τους άπειρους διπλωματικούς ελιγμούς και τις τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον των τ/κ, το ελληνικό κράτος δεν πέτυχε ούτε την απομόνωσή τους, ούτε τον παραγκωνισμό της τουρκίας. Επιπλέον, η ελληνική τακτική (πολιτική και στρατιωτική) απέτυχε να αναγκάσει τους βρετανούς σε πλήρη αποχώρηση, ενώ δεν μεταβλήθηκαν ιδιαίτερα υπέρ των ελληνικών θέσεων οι διεθνοπολιτικοί συσχετισμοί, παρά την εκστρατεία διεθνοποίησης. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων έκανε πρακτικά αδύνατη την χωρίς όρους προσάρτηση της κύπρου· αντίθετα αναδείκνυε ως απόλυτα εφικτή «λύση» την «διπλή αυτοδιάθεση» και το μοίρασμα του νησιού μεταξύ ελλάδας και τουρκίας.
Όταν η τουρκία έφτασε στο ελάχιστο των διεκδικήσεών της (ένωση της κύπρου με την ελλάδα, με αντάλλαγμα μια στρατιωτική βάση) οι συνθήκες είχαν φτάσει στο πλέον ευνοϊκό σημείο για τον ελληνικό ιμπεριαλισμό. Η Αθήνα προχώρησε σε σχετικές διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα, μεταξύ 1956 και 1957, αλλά η κατηγορηματική άρνηση της εθναρχίας και το ισχυρό πατριωτικό ρεύμα υπέρ της ένωσης στο εσωτερικό, δεν της επέτρεψαν να προχωρήσει. Αντίθετα, προκρίθηκε η στρατηγική της «ανεξαρτησίας», ως μεταβατικό στάδιο μέχρι την προσάρτηση.
Όμως η στρατηγική αυτή δημιουργούσε πλέον τις προϋποθέσεις για διάσπαση του μετώπου Αθήνας - Λευκωσίας, στη βάση των ριζικά διαφορετικών διλημμάτων που έθετε στους δύο καπιταλιστικούς σχηματισμούς, τον ελληνικό και τον ελληνοκυπριακό.
Επιδιώκοντας έναν μέγιστο στόχο, την τελική ενσωμάτωση της κύπρου μέσα από το μεταβατικό στάδιο της «ανεξαρτησίας», το ελληνικό κράτος κινδύνευε ταυτόχρονα από μία «μέγιστη ήττα»: να μείνει τελικά όλη η κύπρος εκτός ελληνικής επικράτειας, όπως τελικά συνέβη το 1974. Με δεδομένους τους διεθνείς κι εσωτερικούς συσχετισμούς, το δίλημμα αυτό μπορούσε να απαντηθεί από το ελληνικό κράτος μόνο με έναν τρόπο: να διαπραγματευτεί με την τουρκία τους όρους της «διπλής ένωσης» ώστε να εξασφαλίσει τουλάχιστον το μεγαλύτερο μερίδιο της κύπρου. Επαναλαμβάνουμε ότι για τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού, η προσάρτηση του μεγαλύτερου τμήματος της κύπρου με την παραχώρηση ενός ελάχιστου τμήματος, ήταν ουσιαστικά μια καλή εκδοχή της «ένωσης».
Εντελώς διαφορετικά ήταν τα ζητήματα για την ελληνοκυπριακή ελίτ. Με δεδομένη την αδυναμία άμεσης υλοποίησης της ένωσης, η ανεξαρτησία ήταν η εγγύηση της ηγεμονίας της σε ολόκληρο το νησί. Αν μάλιστα πετύχαινε η εκστρατεία αφανισμού της τ/κ κοινότητας, η ηγεμονία της θα ενισχύονταν. Αντίθετα, οποιαδήποτε λύση «διπλής ένωσης», θα σήμαινε για την ηγεμονεύουσα ε/κ ελίτ τον ακρωτηριασμό της κυριαρχίας της και την απώλεια εδαφών στα οποία ήδη ασκούσε έλεγχο.

Το αποτέλεσμα ήταν τα δύο κέντρα του ελληνικού επεκτατισμού να μπουν από κοινού στην φάση της «ανεξαρτησίας», αλλά επιδιώκοντας ριζικά διαφορετικούς στόχους. Έτσι η σύγκρουση ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και την ε/κ ελίτ δεν άργησε να γίνει το νέο πλαίσιο της κυπριακής κρίσης.

 
       

Sarajevo