Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Στα μέρη του ΕΛΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Η μαζική εκτέλεση στο Κονταμάρι Κρήτης στις 2 Ιούνη 1941

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Συνέλευση χωριού, 1944


Συνεδρίαση λαϊκού δικαστηρίου, 1944


Μια γυναίκα εκπρόσωπος μιλάει σε συνέλευση της Εργατικής Αλληλεγγύης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Δεκέμβρης '44

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Δεκέμβρης '44


Δεκέμβρης '44

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Δεκέμβρης '44


Δεκέμβρης '44
"Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυρρανίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα - ΕΑΜ"


Δεκέμβρης '44


Δεκέμβρης '44


Δεκέμβρης '44

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα μυστικά του βούρκου (ι μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού

Στα μέρη του ΕΛΑΣ

Οι πόλεμοι, ο πόλεμος και η μέθοδος:
εμφύλιοι πόλεμοι, ταξικός πόλεμος
και ιμπεριαλισμός
απ’ την κατοχή μέχρι την μάχη της Aθήνας

Η πολιτική έπαψε να είναι ένα αφηρημένο πάρεργο για φιλόδοξους άνδρες ή για τη σπουδαγμένη διανόηση· έγινε, για εκατομμύρια ανθρώπους, ένα μέσο για την τελική τους λύτρωση από τα αίτια και τις συνέπειες ενός κόσμου που είχε τρελαθεί επιδιδόμενος στην καταστροφή και την τρομοκρατία. Σε βαθμό ανήκουστο ως τότε, αναρίθμητοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έπαψαν να φοβούνται να δράσουν και έμαθαν να το κάνουν αυτό με άπειρους τρόπους, οι οποίοι απειλούσαν σοβαρά την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Gabriel Kolko, Politics of war

Είναι ιστορική πραγματικότητα ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση συγκεκαλυμμένου ή ανοιχτού εμφυλίου πολέμου από τα 1916...
Στην περίοδο της κατοχής ο εμφύλιος πόλεμος παίρνει μορφή ριζικότερη και αιματηρότερη, γιατί συγκρούονται δύο «εθνικισμοί»: απ’ την μια μεριά η εθνικοφροσύνη της εξουσίας, που οι οπαδοί της θέλουν με κάθε τρόπο και με την βοήθεια είτε των συμμάχων είτε των δυνάμεων κατοχής να ξαναγυρίσει η χώρα στο προπολεμικό καθεστώς, κι απ’ την άλλη ο πατριωτισμός του λαού που είναι αποφασισμένος
να φέρει στην Ελλάδα μια αληθινή δημοκρατία...
Κομνηνός Πυρομάγλου, συνιδρυτής του ΕΔΕΣ και βουλευτής της ΕΔΑ μεταπολεμικά 

Η κατοχή από τις δυνάμεις του άξονα είχε μια παράδοξη συνέπεια: μόλο που επιφανειακά η ελλάδα θεωρούνταν σκλαβωμένη, η κατοχή ελευθέρωσε από τα δεσμά της δικτατορίας και από τις καταπιέσεις που χρησιμοποιούσε η ελίτ εναντίον των ταξικών της αντιπάλων. Η κατοχή έβαλε σ’ ενέργεια μια διαδικασία σταδιακής κοινωνικής αφύπνισης που τα αποτελέσματά της ήταν εκρηκτικά. Αν όμως το 1941 η κατοχή έφερε μαζί της ένα είδος απελευθέρωσης, το 1944 θα γίνει το ανάποδο: η επίσημη απελευθέρωση εγκυμονούσε μια νέα κατοχή.
Μέσα στις συνθήκες της κατοχής, ο ανταγωνισμός για την εξουσία και τον έλεγχο του κράτους δεν περιορίστηκε αλλά αντίθετα εντάθηκε. Ο ανταγωνισμός του βενιζελικού και βασιλικού στρατοπέδου μεταλλάχτηκε σε ανταγωνισμό αριστεράς - δεξιάς, εξαιτίας της δυναμικής συμμετοχής των μαζών στην πολιτική και την ωρίμανσή τους. Έτσι ο εμφύλιος που μαίνονταν από το 1916 έγινε πλέον το πεδίο που ξεδιπλώθηκε, με τον πιο καθολικό και ρητό τρόπο, ο ταξικός πόλεμος, για πρώτη φορά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το προλεταριάτο έπαψε οριστικά να στέκεται στο περιθώριο, σαν η δύναμη που έχει θέση στις εξελίξεις αλλά διαρκώς άλλοι καρπώνονται την πολιτική υπεραξία της κίνησής της. Kαι μαζί με τα πληβειακά στρώματα της υπαίθρου έγινε η ραχοκοκαλιά ενός πολιτικού ένοπλου πλειοψηφικού κινήματος που έθεσε ευθέως τα ζητήματα της πολιτικής οργάνωσης και των σχέσεων εξουσίας. Και τα απάντησε για λογαριασμό του. Όχι επαναστατικά, η αντίσταση δεν ευαγγελιζόταν τον κομμουνισμό· αλλά οπωσδήποτε ανατρεπτικά, με μια δύναμη που είχε θέσει ήδη σε κίνηση την μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Ενάντια στη αντίσταση ο αντίπαλος πόλος συγκροτήθηκε σαν το στρατόπεδο της αντίδρασης, χωρίς κανένα συγκροτημένο σχέδιο πέρα από την ανάσχεση του εαμικού κινήματος και την παλινόρθωση του παλιού προπολεμικού καθεστώτος. Ο φόβος του κομμουνισμού, ή ό,τι τέλος πάντων θεωρούσαν «κομμουνισμό», είναι που οδήγησε στη σύμπραξη συντηρητικών δημοκρατών και βασιλοφρόνων και στη γέννηση ενός νέου τύπου έλληνα πολιτικού: του εθνικόφρονα.
Το πολιτειακό ήταν για ακόμη μια φορά στο επίκεντρο της σύγκρουσης. Όχι μόνο επειδή ο βασιλιάς ήταν το σημείο σύγκλισης της ετερόκλητης συμμαχίας της αντίδρασης, ούτε μόνο γιατί ο θρόνος είχε στιγματιστεί κοινωνικά από την ταύτισή του με την μεταξική δικτατορία, αλλά κι επειδή η επάνοδός του ή όχι θα σηματοδοτούσε την παλινόρθωση ή μη του παλιού καθεστώτος.
Τελικά, η αναμέτρηση των δύο αντίπαλων στρατοπέδων κατά τη διάρκεια της κατοχής, που εξελίχτηκε από τα βουνά της ελεύθερης ελλάδας μέχρι το Κάιρο όπου στεγάζονταν η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, έληξε με την ήττα της αριστεράς, μία ήττα για την οποία τις μεγαλύτερες ευθύνες δεν έχουν αποκλειστικά ούτε οι άγγλοι με τις επεμβάσεις τους, ούτε οι έλληνες εθνικόφρονες, αλλά εξίσου η πολιτική ηγεσία του εαμικού κινήματος. Εξαιτίας της διστακτικότητας, των παλινωδιών και του ερασιτεχνισμού στην εφαρμογή της στρατηγικής του κινήματος, το κοινωνικό κεφάλαιο που συγκεντρώθηκε στην διάρκεια της κατοχής κατασπαταλήθηκε και υποθηκεύτηκε από   διαδοχικά σφάλματα, που οδήγησαν το ΕΑΜ στην μάχη του Δεκέμβρη αποπροσανατολισμένο, χωρίς ριζοσπαστικούς στόχους και με κομμένα πόδια.
Η στρατιωτική αναμέτρηση που ακολούθησε μέχρι το 1949  επικύρωσε με ακραίο τρόπο τα αποτελέσματα του 1945. Η αριστερά βρέθηκε κυνηγημένη και στριμωγμένη ενάντια σ’ έναν αντίπαλο που ήταν έτοιμος να επιστρατεύσει κάθε δολιότητα και κυνικότητα εναντίον της. Η επίθεση εναντίον της αριστεράς οργανώθηκε σαν κάθε άλλη ιμπεριαλιστική εκστρατεία του ελληνικού κράτους: κατοχή κι εξόντωση του αντιπάλου χωρίς συμβιβασμούς και διαπραγματεύσεις.
Τελικά, τα αποτελέσματα εκείνης της φάσης του ελληνικού εμφυλίου, πολιτικού και στρατιωτικού, που κράτησε μια δεκαετία σχεδόν, κι έληξε με την νίκη των εθνικοφρόνων, καθόρισε το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο για όλο το διάστημα μέχρι την χούντα των συνταγματαρχών. Αυτή η εποχή θα τελειώσει όταν θα ενεργοποιηθεί ξανά ο ελληνικός ιμπεριαλισμός της επέκτασης, και θα στρέψει το μέτωπό του από το εσωτερικό και την διαφύλαξη του status quo στο εξωτερικό και την επέκταση. Όταν δηλαδή θα αναμετρηθεί (ή ακριβέστερα: θα διαπραγματευτεί) με το τούρκικο κράτος, στην κύπρο...

Οι αντίπαλοι πόλοι εξουσίας

Στην διάρκεια της κατοχής, η ελληνική πολιτική ζωή, περνώντας μέσα από τη διάλυση των παραδοσιακών δικτύων εξουσίας, θα βρεθεί να κυριαρχείται όχι από ένα, ούτε από δύο, αλλά από τρία πολιτικά κέντρα, που είτε συνεργάστηκαν, είτε συγκρούστηκαν, ανοιχτά κι υπόγεια, με επίδικο αντικείμενο πάντα τον καθορισμό των εξελίξεων στην μεταπολεμική ελλάδα. Το ένα ήταν η κυβέρνηση της Αθήνας, που έβλεπε στην συνεργασία με τον άξονα τον τρόπο διατήρησης των μηχανισμών νομής του κράτους. Το δεύτερο ήταν η εξόριστη κυβέρνηση κι ο βασιλιάς στο Κάιρο, που έβλεπε στον πόλεμο και την συμμαχία με την βρετανία τον ασφαλέστερο τρόπο για να τακτοποιηθούν οι ανοιχτοί λογαριασμοί του ελληνικού ιμπεριαλισμού με τους ανταγωνιστές του στα Βαλκάνια· ήταν ο εκφραστής της συνέχειας της γεωπολιτικής προσόδου του ελληνικού κράτους. Τέλος, ήταν η ένοπλη εξουσία της αντίστασης στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, εκεί όπου είχαν αρχίσει ήδη να σχηματοποιούνται υπό την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ ριζικά νέες κοινωνικές θεσμίσεις με στόχο την εθνική - κι εντέλει καπιταλιστική - ανασυγκρότηση.

Οι κυβερνήσεις των δωσίλογων: Κατά τη διάρκεια της κατοχής την εξουσία στην Αθήνα ανέλαβαν διαδοχικά τρεις κυβερνήσεις. Οι δύο πρώτες, του στρατηγού Τσολάκογλου (του ίδιου που είχε υπογράψει την συνθηκολόγηση κι αυτοπροτάθηκε στις γερμανικές αρχές για το αξίωμα του πρωθυπουργού) και του καθηγητή Λογοθετόπουλου, από τον Απρίλη του ’41 μέχρι τον Απρίλη του ’43 ήταν σχετικά «απολίτικες», είχαν μειωμένες αρμοδιότητες κι αποτελούσαν ουσιαστικά την συνέχεια της μεταξικής δικτατορίας. Οι υπουργοί ήταν στελέχη του Μεταξά, αλλά κι ο τεράστιος μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου της δικτατορίας παρέμεινε αλώβητος και συνέχισε κανονικά τη λειτουργία του. Στις σχέσεις τους με τις κατοχικές αρχές το κυρίαρχο ζήτημα ήταν ένα: να περάσει όλη η επικράτεια στον έλεγχο του 3ου ράιχ ώστε να ακυρωθεί η βουλγαρική και ιταλική κατοχή τμημάτων της χώρας. Η εξουσία των δωσιλογικών κυβερνήσεων δεν πατούσε μόνο στην δύναμη των κατακτητών. Εξέφραζε ταυτόχρονα κι αντλούσε ισχύ από μια νέα κοινωνική συμμαχία, την ελίτ αυτών που έφτιαξαν περιουσίες μέσα στη κατοχή κι επωφελήθηκαν από τις προνομιακές τους σχέσεις με τον άξονα για να καταλάβουν το κρατικό μηχανισμό.
Από την άνοιξη του ’43 και μέχρι την απελευθέρωση ακολούθησε μια δεύτερη, διακριτή, περίοδος του δωσιλογισμού, με το διορισμό του Ράλλη ως τελευταίου κατοχικού πρωθυπουργού. Ο Ράλλης, σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενος, ήταν τυπικός, παραδοσιακός πολιτικός και φανατικός βασιλικός. Με το Ράλλη, η κυβέρνηση των Αθηνών άρχισε να οργανώνει τη δική της αυτοτελή πολιτική, που ναι μεν ήταν προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των κατοχικών αρχών αλλά βασικά υπηρετούσε τις δικές της σκοπιμότητες. Το επείγον πρόβλημα του Ράλλη δεν ήταν άλλο από την αλματώδη άνοδο της δύναμης του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ και η στρατηγική του αποσκοπούσε από την μία στη συσπείρωση των βασιλικών ώστε να αρχίσει η πόλωση του πολιτικού κόσμου και από την άλλη στην ανάσχεση της αντίστασης είτε με τα όπλα, είτε κάνοντας αντικομμουνιστική προπαγάνδα εναντίον του ΕΑΜ ώστε να αποθαρρύνει τους συντηρητικούς δημοκράτες από ένταξη σε αυτό. Σε αυτή ακριβώς τη βάση - της αντιπαλότητας εναντίον του ΕΑΜ, των κοινών στόχων και στρατηγικών και του κοινού «αντικομμουνισμού» τους -  είναι που προέκυψε η ταύτιση Αθήνας και Καΐρου, της δωσιλογικής κυβέρνησης των φασιστών και της εξόριστης κυβέρνησης των «δημοκρατών», και η ενοποίηση αυτών των δύο κέντρων εξουσίας τη στιγμή της απελευθέρωσης, κάτω από τη σημαία της «εθνικοφροσύνης». Αναμφίβολα η μεγαλύτερη παρακαταθήκη που άφησε η κυβέρνηση Ράλλη στους «δημοκράτες» που αποβιβάστηκαν στον Πειραιά τον Οκτώβρη του ’44 για να διεκδικήσουν την εξουσία από το ΕΑΜ, ήταν τα διαβόητα τάγματα ασφαλείας. Τα τάγματα ασφαλείας ήταν καθαρόαιμες αντικομμουνιστικές, εθνικιστικές μονάδες που οργανώθηκαν από την κυβέρνηση κι εξοπλίστηκαν από τους γερμανούς με βασική αποστολή το χτύπημα του αντάρτικου και την «εξοικονόμηση πολύτιμου γερμανικού αίματος», όπως το έβλεπαν οι κατοχικές αρχές· και την αποτροπή κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ μέσω της παλινόρθωσης της μοναρχίας σε περίπτωση αποχώρησης των γερμανών, όπως το έβλεπε η δωσιλογική κυβέρνηση - και εξίσου επιδίωκε το Κάιρο.
Απ’ τις αρχές του 1944, μέχρι την απελευθέρωση και την ήττα τους από τον ΕΛΑΣ, τα τάγματα ασφαλείας επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο τρομοκρατίας και τυφλής βίας εναντίον της αριστεράς. Τα τρομερά «μπλόκα», όπως αυτό της Κοκκινιάς τον Αύγουστο, με τις μαζικές εκτελέσεις ως μέσο χτυπήματος του εαμικού κινήματος, ήταν έργο πρώτα απ’ όλα τα ταγματασφαλιτών.

Η εξόριστη κυβέρνηση κι ο βασιλιάς: Τον Απρίλη του 1941, ο βασιλιάς μαζί με τον μόλις διορισμένο πρωθυπουργό Τσουδερό εγκατέλειψαν την Αθήνα και κατέφυγαν στην Κρήτη. Ένα μήνα αργότερα, εξαιτίας αντιβασιλικής - αντιμεταξικής εξέγερσης που ξέσπασε στο νησί, αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και κατέφυγαν στο Κάιρο. Η εξόριστη κυβέρνηση ήταν ένα παράδοξο φαινόμενο: χωρίς να διαθέτει απολύτως κανένα πολιτικό, νομικό και κοινωνικό έρεισμα κι όντας απόλυτα εξαρτημένη από την βρετανία (ακόμη και για τις επαφές της με την κατεχόμενη ελλάδα) αφενός κατόρθωσε να αναγνωριστεί ως η νόμιμη ελληνική κυβέρνηση κι αφετέρου συγκρότησε ήδη από την αρχή του πολέμου την δική της ατζέντα εδαφικών διεκδικήσεων ξεκινώντας από νωρίς διαπραγματεύσεις για την μεταπολεμική ικανοποίησή τους. Ενώ ήταν κυριολεκτικά ένας αποεδαφικοποιημένος και αποκοινωνικοποιημένος πόλος εξουσίας, σε μεγάλο βαθμό ένα τεχνητό κατασκεύασμα της ελληνικής πολιτικής ελίτ, έχοντας στα χέρια της μόνο ένα είδος «γραμματίου μελλοντικής εκπλήρωσης» σε ένα μεταπολεμικό ελληνικό κράτος εάν και εφόσον έχανε ο άξονας, η εξόριστη κυβέρνηση έγινε παρόλ’ αυτά ο κυριότερος αντίπαλος του εαμικού κινήματος.
Μέχρι το 1942 η εξόριστη κυβέρνηση ήταν στελεχωμένη από φασίστες πολιτικούς· με την εξαίρεση του Τσουδερού, το υπόλοιπο υπουργικό συμβούλιο ήταν το ίδιο που είχε υπηρετήσει επί Μεταξά. Έτσι, τον πρώτο χρόνο της κατοχής, η ελλάδα είχε δύο μεταξικές κυβερνήσεις. Μετά το ’42, όταν ο Τσουδερός κι ο βασιλιάς επιχείρησαν να διώξουν από τις πλάτες τους το στίγμα της δικτατορίας, η κυβέρνηση δέχτηκε μια πλειοψηφία βασιλικών παλιών πολιτικών, ενώ εκκαθαρίστηκαν οι πιο «βαμμένοι» οπαδοί του Μεταξά. Τελικά το ’43, εξαιτίας των διαρκών αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε δημοκρατικούς και βασιλικούς, υπό την πίεση των εξελίξεων που σχετίζονταν με την αντίσταση αλλά και του ελληνικού στρατού που είχε καταφύγει στην Μέση Ανατολή κι είχε εξελιχτεί  σε προπύργιο των αντιμοναρχικών, η κυβέρνηση ανασχηματίστηκε για να γίνει σε μεγάλο βαθμό «δημοκρατική». Για την ακρίβεια: το «δημοκρατικό αξιοθέατο» κι αντίβαρο του ΕΑΜ στα μάτια της συμμαχικής κοινής γνώμης.
Μολονότι η κατοχή έθετε άμεσα και πιεστικά ζητήματα, η εξόριστη κυβέρνηση ήταν αυστηρά προσηλωμένη στο μεταπολεμικό καθεστώς και στο ερώτημα αν ο βασιλιάς θα έπρεπε να επιστρέψει αμέσως ή μετά από δημοψήφισμα, αναπαράγοντας στο εσωτερικό της την παλιά διαμάχη για το πολιτειακό. Το σημείο σύγκλισης των διάφορων φραξιών ήταν η εξυπηρέτηση των ελληνικών διεκδικήσεων και η εξασφάλιση ότι το ελληνικό κράτος θα βγει από τον πόλεμο κερδισμένο. Έτσι από τον πρώτο καιρό της εγκατάστασης στο Κάιρο η κυβέρνηση συνέχισε να δουλεύει πάνω στο πάγιο μοτίβο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: βαλκανικές συμμαχίες, με τη γιουγκοσλαβία εν προκειμένω, με στόχο τον περιορισμό της βουλγαρίας και συμμαχία με την βρετανία ώστε να είναι εγγυημένη η κοινή ηγεμονία στην ανατολική Μεσόγειο. Από το καλοκαίρι του ’42 και για ένα μεγάλο διάστημα, στις προτεραιότητες της κυβέρνησης μπήκαν όλες οι αξιώσεις του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Έτσι ο βασιλιάς, μαζί με τον πρωθυπουργό, σε μαραθώνια ταξίδια από τη Μέση Ανατολή στην Ουάσιγκτον κι από κει στο Λονδίνο, διαπραγματεύτηκαν την ευνοϊκή ρύθμιση των συνόρων με τη βουλγαρία, την οριστική επίλυση του «αλυτρωτικού» ζητήματος στην νότια αλβανία, την παραχώρηση των Δωδεκανήσων και της κύπρου και την ρύθμιση του δημογραφικού και μεταναστευτικού ζητήματος με... την παραχώρηση της Κυρηναϊκής. Το θέμα πάντως δεν είναι ότι η εξόριστη κυβέρνηση πρόβαλλε αξιώσεις, αλλά ότι οι σύμμαχοι ήταν αναγκασμένοι να τις διαπραγματεύονται και μάλιστα η βρετανία (που κατά τα άλλα, είχε την κυβέρνηση «υπό τον απόλυτο έλεγχό της») έφτασε να συζητάει σοβαρά την παραχώρηση της κύπρου και να συνδιαμορφώνει την στάση που θα κρατούσε απέναντι στην αλβανία σύμφωνα με τους ελληνικούς όρους.
Η κατεύθυνση της πολιτικής της εξόριστης κυβέρνησης άλλαξε μετά το ’43, όταν στο Κάιρο, όπως αντίστοιχα συνέβη και στην Αθήνα, τα μηνύματα που έφταναν για το εαμικό κίνημα και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στις απελευθερωμένες περιοχές, σήμαναν τον συναγερμό. Από κει κι ύστερα, η πρώτη προτεραιότητα της εξόριστης κυβέρνησης ήταν η αντιμετώπιση του ΕΑΜ, ένας στόχος που έβαζε αυτόματα στην άκρη κάθε συζήτηση για το πολιτειακό, αφού μόνο ο θρόνος μπορούσε να εγγυηθεί την ενότητα των συντηρητικών δυνάμεων που επιδίωκαν επιστροφή στο πριν το 1936 καθεστώς και τη σύνδεση με το εξίσου αντι-εαμικό δυναμικό των ελλήνων φασιστών στην Αθήνα.

Το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ: Την 1η Ιούλη 1941 όσα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ είχαν επιζήσει από τις διώξεις του μεταξικού καθεστώτος κι είχαν δραπετεύσει από τις φυλακές έκαναν μια πρώτη συνάντηση στην οποία αποφασίστηκε να αρχίσει άμεση προετοιμασία για την αντίσταση. Σύμφωνα με τις αποφάσεις, το ΚΚΕ καλούσε όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις να σχηματίσουν λαϊκό μέτωπο για την εθνική απελευθέρωση, με στόχους το διώξιμο των κατακτητών, τη διάλυση της δωσιλογικής κυβέρνησης, την υποστήριξη όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων και το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης απ’ όλα τα κόμματα. Σκοπός αυτής της κυβέρνησης θα ήταν η αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών, η εξασφάλιση δουλειάς και ψωμιού για όλους, η σύγκληση συνταγματικής συνέλευσης και η προστασία της ελλάδας ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση. Στα μέσα Ιούλη ιδρύθηκε το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο κι ένα μήνα αργότερα το ΕΑΜ. Στις δύο οργανώσεις συμμετείχαν, εκτός του ΚΚΕ, διάφορες μικρές πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, με σημαντικότερα αυτά των σοσιαλιστών και σοσιαλδημοκρατών και παρότι το ΚΚΕ ήταν η ισχυρότερη οργάνωση, ανάμεσά τους ίσχυε καταστατικά πλήρης ισότητα. Τον επόμενο χρόνο, το καλοκαίρι του ’42, ο Βελουχιώτης άρχισε να οργανώνει στη Ρούμελη τις πρώτες αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ, που συγκροτήθηκε επίσημα τον ίδιο χειμώνα.
Το πρόγραμμα του ΕΑΜ ήταν ιδιαίτερα δυναμικό και πρωτοποριακό, για τα ελληνικά δεδομένα, και γρήγορα απόκτησε μεγάλη απήχηση. Μολονότι η αντάρτικη δράση ήταν η πιο εντυπωσιακή πλευρά της αντίστασης, το ΕΑΜ ήταν κυρίως ένα πολιτικό κι όχι στρατιωτικό κίνημα. Η πολιτική οργάνωση προηγήθηκε του αντάρτικου και μέχρι το ’43 η αντίσταση είχε περισσότερο χαρακτήρα πολιτικής δράσης, με απεργίες, διαδηλώσεις κι οργάνωση δικτύων αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κατοχής. Ολόκληρο το 1942 ήταν γεμάτο από εργατικές κινητοποιήσεις στις μεγάλες πόλεις (που ξεκινούσαν από τις απεργίες και έφταναν μέχρι τα σαμποτάζ) που στρέφονταν κατά των κατοχικών κυβερνήσεων, κινητοποιήσεις που αποτελούσαν κι ένα είδος προετοιμασίας για τις ακόμη σκληρότερες μάχες που δόθηκαν το ’43 ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις και το πρόγραμμα καταναγκαστικής εργασίας που επιδίωξαν αλλά απέτυχαν να επιβάλλουν. Κατά τη διάρκεια των δύσκολων δύο πρώτων χρόνων της κατοχής, όταν ο λιμός είχε γίνει μόνιμη απειλή, η δράση του ΕΑΜ ήταν η μόνη που κατάφερε να οργανώσει αποτελεσματικά τους αστικούς πληθυσμούς σώζοντας πολλούς από τον αφανισμό, και να χτυπήσει τους μαυραγορίτες. Χάρη στην υποδειγματική κι αποτελεσματική δράση ήταν που το πρόγραμμα του ΕΑΜ έγινε γρήγορα πλειοψηφικό, όχι μόνο στο προλεταριάτο, το οποίο έτσι κι αλλιώς έγινε η κινητήρια δύναμη του κινήματος από την πρώτη στιγμή, αλλά εξίσου στα πληβειακά αγροτικά στρώματα, στις γυναίκες και τους νέους που για πρώτη φορά αναλάμβαναν πρωταγωνιστικό ρόλο έξω από την ασφυκτική πατριαρχική οικογένεια. H επιρροή του εαμικού προγράμματος έφτασε τέλος μέχρι τους πιο προοδευτικούς αστούς.
Ακόμη κι ο ΕΛΑΣ, παρά τον «στρατιωτικό» χαρακτήρα του ως ένοπλο σκέλος του ΕΑΜ και τον διαρκή ανταρτοπόλεμο ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις, έδρασε πρώτα απ’ όλα σαν φορέας κοινωνικής ανατροπής και δύναμη πολιτικής μεταρρύθμισης και μάλιστα στα χωριά της υπαίθρου που μέχρι τότε ήταν de facto απομονωμένα από την ελληνική πολιτική ζωή. Μία από τις πρώτες επιτυχίες του ΕΛΑΣ ήταν ότι οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής (που είχαν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος της χώρας μέχρι το ’43) μετά τα πρώτα χτυπήματα που δέχτηκαν άρχισαν ν’ αποσύρουν τις φρουρές τους από τα χωριά στην ασφάλεια των στρατοπέδων των μεγάλων πόλεων. Έτσι από νωρίς ο έλεγχος της υπαίθρου πέρασε στα χέρια του ΕΛΑΣ, επιφορτίζοντάς τον και με ένα δεύτερο καθήκον πέρα από τη στρατιωτική δράση: να στήσει από τη βάση την κοινωνική, πολιτική κι οικονομική οργάνωση του χώρου. Άρχισαν έτσι να γεννιούνται οι θεσμοί της ελεύθερης ελλάδας και για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία η πολιτική έγινε εργαλείο κοινωνικού μετασχηματισμού.
Σε κάθε χωριό συγκροτήθηκε γενική συνέλευση, με ισότιμη συμμετοχή των γυναικών και των νέων, που αποφάσιζε για όλα τα ζητήματα κι επέβλεπε τη λειτουργία των εκλεγμένων επιτροπών· η απονομή δικαιοσύνης πέρασε στις κοινότητες κι οργανώθηκαν λαϊκά δικαστήρια εκλεγμένα από γενικές συνελεύσεις· με δουλειά των επονιτών τα κατεστραμμένα σχολεία επισκευάστηκαν και λειτούργησαν κανονικά, η εκπαίδευση απόκτησε δημοκρατικό χαρακτήρα, φτιάχτηκαν σχολές για δασκάλους, τυπώθηκαν και μοιράστηκαν δωρεάν νέα σχολικά βιβλία· ιδρύθηκαν εκατοντάδες πολιτιστικές λέσχες σε όλη τη χώρα που φιλοξένησαν μια πληθώρα δραστηριοτήτων, από συζητήσεις μέχρι λογοτεχνικές βραδιές, ενώ το θέατρο συνδέθηκε στενά με την αντίσταση και δεκάδες θεατρικές ομάδες περιόδευαν στα χωριά· η «εθνική αλληλεγγύη» έφτιαξε δίκτυα πρόνοιας για όσες οικογένειες είχαν υποστεί αντίποινα· άνοιξαν παιδικοί σταθμοί και για πρώτη φορά οι γυναίκες είχαν το προνόμιο του «ελεύθερου χρόνου»· τα παιδιά οργανώθηκαν στα «αετόπουλα» και οι έφηβοι στην ΕΠΟΝ, αναλαμβάνοντας σημαντικές ευθύνες στην αντίσταση· οργανώθηκαν τηλεπικοινωνίες από τα βουνά μέχρι τα νησιά και βελτιώθηκε το συγκοινωνιακό δίκτυο...
Έτσι λοιπόν το κόμμα της εργατικής τάξης (πάντα νεαρό και άπειρο όμως στα τερτίπια της κεντρικής εξουσίας) βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '40 στην εξής πρωτοφανή και καταπληκτική θέση: να είναι ο άξονας περιστροφής του μοναδικού πλειοψηφικού πλέγματος πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού· να είναι ο ένοπλος ανταγωνιστής της κυβέρνησης της Aθήνας· και να είναι τέλος ο αμήχανος «άλλος πόλος» (φιλικός; εχθρικός; ούτε το ίδιο το ΚΚΕ και κατά συνέπεια ούτε το ΕΑΜ δεν μπορούσαν να καταλάβουν εντελώς) της κυβέρνησης του Kαϊρου. Bρέθηκε επίσης στη θέση να μπορεί να επιβάλει, ή αλλιώς, να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος, τον κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό που ήδη πραγματοποιούσε, σαν πραγματική εξουσία στις απελευθερωμένες περιοχές.
Αργότερα, τον Ιούλη - Αύγουστο 1945, το ΕΑΜ συνόψισε την εμπειρία της μεταρρύθμισης δημοσιεύοντας ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα το οποίο βασιζόταν στις πολιτικές που είχε αναπτύξει κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε πολλά. Eνισχυμένη τοπική αυτοδιοίκηση, βασισμένη στη μαζική συμμετοχή. Εύκολη πρόσβαση σε τοπικά εκλεγμένα δικαστήρια. Μεγάλη επέκταση της κοινωνικής πρόνοιας που θα τη χρηματοδοτούσε μια προοδευτική φορολόγηση. Εξισωτικό εκπαιδευτικό σύστημα. Την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις επίσημες εκδηλώσεις του κράτους. Ισότητα δικαιωμάτων για τις γυναίκες σε κάθε σφαίρα της ζωής. Απασχόληση για όλους. Εθνικοποίηση των κυριότερων βιομηχανιών και υπηρεσιών καθώς και κρατικοποίηση ορισμένων ξένων επιχειρήσεων. Φιλικές σχέσεις με το τότε δημιουργούμενο ανατολικό μπλοκ καθώς και με τις δυτικές δυνάμεις. Και μια σε βάθος εκκαθάριση των υποστηρικτών των διάφορων φασιστικών καθεστώτων που επικράτησαν στα χρόνια 1936-1944. Το πρόγραμμα αυτό είναι φανερό ότι δεν αποσκοπούσε στην «κομμουνιστική επανάσταση» όπως κατηγορούσαν το ΕΑΜ οι αντίπαλοί του. Αντίθετα ήταν ένα εθνικό, λαϊκό, εκσυγχρονιστικό, φιλελεύθερο πρόγραμμα καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, απαραίτητο για ένα κράτος και μια κοινωνία που (θα) έβγαινε με πολύ μεγάλες καταστροφές απ’ τον παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν ένα πρόγραμμα ουσιαστικής αστικοδημοκρατικής μεταρρύθμισης που την περίοδο 1941-1944 είχε αρχίσει βήμα - βήμα να υλοποιείται απ’ τα κάτω. Το ζωτικό ερώτημα που εκκρεμούσε ήταν αν τη στιγμή της απελευθέρωσης το κκε και το ΕΑΜ θα διέθεταν την απαιτούμενη ευφυία και ωριμότητα να επικυρώσουν άμεσα την εξουσία τους. Γιατί τη δύναμη την είχαν...

Η αναμέτρηση των δύο κόσμων

Από την αρχή του αντιστασιακού κινήματος, η μόνιμη στρατηγική του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ ήταν η επιδίωξη της ενότητας με τις άλλες μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις, τον ΕΔΕΣ του Ζέρβα και την ΕΚΚΑ του Ψαρρού, σε σημείο μάλιστα να φτάνει ορισμένες φορές στην υποβάθμιση της ηγεμονικής του θέσης στην κατεχόμενη ελλάδα για να αφήσει το απαραίτητο έδαφος για συμβιβασμούς. Η αναγκαιότητα αυτή προέκυπτε από την ίδια τη φύση της αντίστασης, η οποία τροφοδοτούσε την αντιπαλότητα ανάμεσα στις οργανώσεις. Ο λόγος ήταν ότι όλες οι οργανώσεις δεν εξαντλούνταν στην αντικατοχική στρατιωτική δράση, αλλά είχαν ταυτόχρονα πολιτικό χαρακτήρα (τυπικά ήταν όλες «δημοκρατικές») και στραμμένο το ενδιαφέρον τους στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Είτε το ΕΑΜ θα κατάφερνε να γεφυρώσει τις αντιθέσεις ανάμεσα στις οργανώσεις και να τις δεσμεύσει σε ένα κοινό εθνικοαπελευθερωτικό πρόγραμμα πριν την απελευθέρωση, είτε η αντιπαλότητα θα εξελισσόταν σε ανοιχτή εμφύλια σύγκρουση μεταπολεμικά όταν θα άνοιγε το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας.
Διάφοροι όψιμοι επικριτές του ΕΑΜ έχουν ισχυριστεί άδικα ότι «το ΕΑΜ επιδίωκε να μονοπωλήσει την αντίσταση» κι αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που όξυνε τις αντιθέσεις ανάμεσα στις οργανώσεις κι έφτασε μέχρι την ένοπλη αντιπαράθεσή τους. Δεν ισχύει, στο βαθμό που το ΕΑΜ δεν χρειαζόταν προσπάθεια να «μονοπωλήσει» την αντίσταση, αφού ήδη το είχε καταφέρει σε συντριπτικό βαθμό, χάρη στη δράση και το πρόγραμμά του. Φυσικά δεν υπήρχαν μητρώα μελών και επίσημες «απογραφές», αλλά ακόμη και μετριοπαθείς υπολογισμοί αποδίδουν στο ΕΑΜ, το 1944, μια δύναμη ενός έως δύο εκατομμύρια στρατευμένων μελών, ενώ στο ΚΚΕ περίπου 400.000. Το εαμικό κίνημα ήταν μια ηγεμονική δύναμη, χωρίς να απειλείται η πρωτοκαθεδρία του από τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις. Από την άλλη, η ΕΚΚΑ ήταν μια περιορισμένη και περιφερειακή δύναμη, ενώ ο ΕΔΕΣ του καιροσκόπου Ζέρβα είχε σαν προτεραιότητα τον περιορισμό του ΕΑΜ υπό μια αντικομμουνιστική ιδεολογία και την μονοπώληση της στρατιωτικής βοήθειας της βρετανίας κι όχι τον απελευθερωτικό αγώνα, φτάνοντας μέχρι την συνεργασία με τους ναζί. Η καχυποψία του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ απέναντι στον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ ήταν δικαιολογημένη, αφού έβλεπε ότι θα μπορούσαν να εξελιχτούν, με τις πλάτες των βρετανών, στην αντι-εαμική δύναμη αναστύλωσης του παλαιού καθεστώτος στην μεταπολεμική ελλάδα. Ο μόνος τρόπος να μην συμβεί αυτό, ήταν να επιτευχθεί η ενότητα εγκαίρως.
Μέχρι το φθινόπωρο του ’42, οι βρετανοί κι η εξόριστη κυβέρνηση είχαν σε μεγάλο βαθμό άγνοια για το τι συνέβαινε με την αντίσταση στην κατεχόμενη ελλάδα. Ήξεραν για την ύπαρξη ένοπλων οργανώσεων άλλα πίστευαν ότι ήταν απολίτικες στρατιωτικές ομάδες, εύκολες στην καθοδήγηση και την διαχείριση. Η εικόνα άλλαξε όταν έφτασε στην ελλάδα η πρώτη αποστολή βρετανών, με εντολές να έρθει σε επαφή με τους αντάρτες και να οργανώσουν από κοινού την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Για τους βρετανούς πράκτορες δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθούν ότι ο ΕΔΕΣ, τον οποίο γνώριζαν από πριν, ήταν μια ανυπόληπτη οργάνωση περιορισμένων δυνατοτήτων κι εξαρτημένη απόλυτα από την εξωτερική βοήθεια, ενώ το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ δεν ήταν μόνο αντάρτικη ομάδα, αλλά πολιτικό κίνημα που είχε την στήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού και το κρισιμότερο: ότι μεταπολεμικά θα διεκδικούσε την εξουσία. Η βρετανική πολιτική στην ελλάδα είχε να εξυπηρετήσει δύο σκοπούς. Βραχυπρόθεσμα, τη στρατιωτική δράση εναντίον του άξονα, που υποχρέωνε σε συνεργασία με τον ΕΛΑΣ. Μακροπρόθεσμα, ένα καθεστώς που θα εγγυόνταν την ελληνοβρετανική συμμαχία και τη βρετανική ηγεμονία στη Μεσόγειο, προϋπόθεση των οποίων ήταν, στα μάτια των βρετανών, η παλινόρθωση του βασιλιά. Έτσι οι βρετανοί κατέληξαν σε μία τακτική παρόμοια με του ΕΑΜ αλλά με ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο: στήριξη του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ και ενότητα των αντιστασιακών οργανώσεων υπό την δική τους επιστασία, ώστε να περιοριστεί η ισχύς του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ.
Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, στις 25 Νοέμβρη 1942, ήταν μια επιχείρηση κρίσιμη για τις μετέπειτα εξελίξεις στην αντίσταση. Πρώτον, έφερε σε συνεργασία τις δύο μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις και ταυτόχρονα αποκάλυψε ένα βασικό σημείο διαχωρισμού τους. Ο ΕΔΕΣ ήταν αναφανδόν αγγλόφιλος και πρόθυμος να παίξει το ρόλο  του αντίπαλου δέους του ΕΑΜ, ενώ ο ΕΛΑΣ κρατούσε στάση εξαιρετικά επιφυλακτική σχετικά με τις βρετανικές προθέσεις. Δεύτερον έφερε σ’ επαφή τους άγγλους πράκτορες με την αντίσταση και τους έβαλε σε ρόλο ρυθμιστή των σχέσεων ανάμεσα στις οργανώσεις.
Κάτω από την θετική επίδραση της επιχείρησης στο Γοργοπόταμο και με την συστηματική μεσολάβηση των βρετανών, το καλοκαίρι του 1943 υπογράφτηκε ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις το «σύμφωνο των εθνικών ομάδων» και συγκροτήθηκε «Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών». Το σύμφωνο και η λειτουργία του ΚΓΣΑ στηριζόταν από την μεριά του ΕΑΜ στην σιωπηρή προϋπόθεση ότι είχε γίνει αποδεκτός ο όρος του ότι μεταπολεμικά ο βασιλιάς δεν θα επέστρεφε στην ελλάδα χωρίς δημοψήφισμα. Για να συνεχίσει να λειτουργεί το «πείραμα ενότητας» και μεταπολεμικά θα έπρεπε: α) ο βασιλιάς να δεσμευτεί για το δημοψήφισμα, β) να σχηματιστεί κυβέρνηση με την συμμετοχή της αντίστασης και γ) να αλλάξουν πολιτική οι άγγλοι απέναντι στο βασιλιά. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ πίστευαν, λανθασμένα, ότι το σύμφωνο θα ήταν το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση και δεν έβλεπαν ότι, αντίθετα, ήταν το πρώτο στάδιο σχηματισμού παγίδας σε βάρος τους. Το σφάλμα ήταν ότι δεν επέβαλλαν ρητά και κατηγορηματικά τις παραπάνω προϋποθέσεις, οπότε οι «σύμμαχοι» είτε θα αποκάλυπταν τις πραγματικές προθέσεις τους (οι άγγλοι κι ο ΕΔΕΣ θα τις απέρριπταν) είτε θα αναγκάζονταν να τις αποδεχτούν. Ο στόχος που ικανοποιήθηκε ήταν των βρετανών και του ΕΔΕΣ, να δεσμεύσουν το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ και να το υποχρεώσουν να παραιτηθεί από την αυτοτελή πολιτική του.
Το επιστέγασμα του «συμφώνου» ήταν η πρώτη αποστολή αντιπροσωπείας των οργανώσεων στο Κάιρο και η πρώτη επαφή της εξόριστης κυβέρνησης με την αντίσταση. Η αποστολή έφτασε στο Κάιρο τον Αύγουστο του 1943 οπότε ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις, την κυβέρνηση και τα παλιά κόμματα για τις μεταπολεμικές εξελίξεις και βασικά για το αν ο βασιλιάς θα επέστρεφε στην ελλάδα μόνο μετά από δημοψήφισμα. Παρότι στην αρχή, η στάση της κυβέρνησης ήταν θετική και καταλήχτηκε συμφωνία σχετικά με το δημοψήφισμα, τελικά οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της ανένδοτης στάσης του βασιλιά. Αν και η αντιπροσωπεία ξεκαθάρισε ότι αν επιστρέψει στην ελλάδα μ’ άδεια χέρια η συμφωνία των αντιστασιακών οργανώσεων θα τιναχτεί στον αέρα, τελικά αποχώρησε άπρακτη τον Σεπτέμβρη.
Η αποτυχία της αποστολής στο Κάιρο ήταν για το ΕΑΜ η απόδειξη ότι η εξόριστη κυβέρνηση και οι βρετανοί θα επιχειρούσαν παλινόρθωση της μοναρχίας κι ότι ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ θα χρησιμοποιούνταν εναντίον του. Δεν είχε άδικο. Την ίδια εποχή στο Λονδίνο, η βρετανική κυβέρνηση κατέληξε οριστικά στην γραμμή: επάνοδος του βασιλιά - αντιμετώπιση του ΕΑΜ.

Ο "πρώτος γύρος": Μετά το Κάιρο, η κρίση ανάμεσα στις οργανώσεις ήταν αναπόφευκτη. Στην όξυνση οδήγησε επιπλέον το γεγονός ότι ο ΕΔΕΣ έκανε διαδοχικές προσπάθειες να εγκατασταθεί σε περιοχές υπό εαμικό έλεγχο· ότι ο Ζέρβας είχε πάρει θέση υπέρ της επιστροφής του βασιλιά «εάν το επιθυμούσαν οι βρετανοί»· ότι άρχισαν να εντάσσονται μαζικά στον ΕΔΕΣ γνωστοί φιλομοναρχικοί· κι ότι ο ΕΔΕΣ Αθήνας συνεργαζόταν με τους γερμανούς και τις φασιστικές ελληνικές οργανώσεις. Μολονότι τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο, το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ απέφευγε να πάρει ευθεία θέση υπέρ της βίας και να αποδεχτεί τις προτάσεις των καπετάνιων για διάλυση των άλλων οργανώσεων. Ακόμη περισσότερο, στις 1/10/1943, το πολιτικό γραφείο του ΕΑΜ πήρε απόφαση κατά της βίας και υπέρ της ενότητας της αντίστασης εναντίον της «πέμπτης φάλαγγας», των συνεργατών του εχθρού, «που κάποιοι μπορούσαν να βρεθούν στον ΕΔΕΣ Αθηνών».
Η αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο οργανώσεις ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1943 με υπαιτιότητα του ΕΔΕΣ, όταν μπήκε στα Ζαγοροχώρια και συνέλαβε πολλά στελέχη του ΕΑΜ. Η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ ήταν άμεση. Ο Ζέρβας ισχυρίστηκε στο Κάιρο ότι το ΕΑΜ είχε κηρύξει «τη δικτατορία του προλεταριάτου» κι ότι αυτός «θα απελευθέρωνε» την Ελλάδα, προκειμένου να κερδίσει την ανεπιφύλακτη στάση των βρετανών. Οι βρετανοί ζήτησαν την άμεση διακοπή των εχθροπραξιών απειλώντας ότι θα διέκοπταν κάθε βοήθεια. Αλλά ήταν πλέον αργά για το βρετανικό τελεσίγραφο αφού ο ΕΛΑΣ είχε εκδιώξει τον ΕΔΕΣ πέρα από τον Άραχθο, οπότε αγνόησε τις βρετανικές απαιτήσεις. Αν έσωσε κάτι τον ΕΔΕΣ από την διάλυση ήταν οι γερμανικές αντι-ανταρτικές επιχειρήσεις στην περιοχή, που ξεκίνησαν την κατάλληλη για τον Ζέρβα στιγμή. Τον Γενάρη του ’44 ο Ζέρβας έκανε την τελευταία απόπειρα να περάσει τον Άραχθο και να διεκδικήσει έτσι από τον ΕΛΑΣ τα Τζουμέρκα. Αλλά ο ΕΛΑΣ τον απώθησε πάλι και ξανά ο Ζέρβας συνεργάστηκε με τους γερμανούς. Η τελική αναμέτρηση «συνέπεσε» με την γερμανική επιχείρηση Σπέρμπερ στην περιοχή. Αφού ξεκαθάρισε στρατιωτικά η αναμέτρηση, με την μεσολάβηση των βρετανών, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για ανακωχή και οριστική διευθέτηση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο οργανώσεις, που κατέληξαν στη συμφωνία της Πλάκας, στις 29/2/1944.
Σε τελική ανάλυση, η σύγκρουση του 1943-1944 δεν ήταν ακριβώς προανάκρουσμα του εμφυλίου, ούτε ο «πρώτος γύρος» (η πρώτη απόπειρα κατάληψης της εξουσίας) όπως κατηγορούσαν τον ΕΛΑΣ οι αντίπαλοί του. Ήταν περισσότερο μια αναμέτρηση για την σταθεροποίηση των περιοχών ευθύνης και επιρροής κάθε οργάνωσης εν όψει της επικείμενης γερμανικής αποχώρησης. Αυτό που καθόρισε την εξέλιξη της σύγκρουσης και γλίτωσε τον ΕΔΕΣ από τον αφανισμό δεν ήταν η βρετανική ανάμειξη, αλλά οι γερμανικές επιχειρήσεις. Ο ΕΛΑΣ αποδέχτηκε την ανακωχή, επειδή καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε ν’ αναμετρηθεί ταυτόχρονα με δύο αντιπάλους, τον ΕΔΕΣ και το ναζιστικό στρατό. Πάντως, το αποτέλεσμα ήταν να γίνει το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ ακόμη πιο φιλύποπτο σχετικά με το ρόλο του ΕΔΕΣ και τις προθέσεις των βρετανών.
Οι συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ και η αδυναμία του δεύτερου να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά, έκαναν τους βρετανούς να αντιληφθούν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να ανασχεθεί η δυναμική του ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ. Έτσι αντιμετώπιζαν ένα διπλό πρόβλημα. Από την μία την ηγεμονική παρουσία του ΕΑΜ στην κατεχόμενη Ελλάδα κι από την άλλη την πλήρη ανυποληψία του βασιλιά που έφτανε στα όρια της ανοιχτής εχθρότητας εναντίον του. Έτσι, τον Νοέμβρη του ’43 οι  βρετανοί έκαναν τις εξής προτάσεις: α) διακοπή σχέσεων με το ΕΑΜ και προσπάθεια διάσπασής του και προσεταιρισμού των πιο μετριοπαθών στοιχείων και β) να δηλώσει ο βασιλιάς ότι θα επέστρεφε μετά την οριστική επίλυση του πολιτειακού κι εν τω μεταξύ να διορίσει αντιβασιλέα τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Χωρίς την δεύτερη πρόταση, που αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της αντιμοναρχικής επιχειρηματολογίας του ΕΑΜ, η πρώτη δεν είχε νόημα. Αλλά ο βασιλιάς απέρριψε ασυζητητί κάθε ενδεχόμενο αποδοχής της.
Στη συνέχεια, η στρατηγική βρετανών και κυβέρνησης άλλαξε: σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας με ισχνή εκπροσώπηση του ΕΑΜ ώστε να είναι υπό έλεγχο. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος ήταν απαραίτητη η συνεργασία του παλιού πολιτικού κόσμου. Έτσι η κυβέρνηση, μέσω του αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους κομματάρχες για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Η ανταπάντηση του ΕΑΜ ήταν μια δική του διακήρυξη / κάλεσμα προς τον πολιτικό κόσμο να συνεργαστεί για σχηματισμό κυβέρνησης στην Ελλάδα.

Η συγκρότηση της ΠΕΕΑ: Όταν η συμφωνία της Πλάκας απέτυχε να γεφυρώσει τις διαφορές ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις σε συνδυασμό με την απόρριψη των εαμικών προτάσεων για σχηματισμό κυβέρνησης, το ΕΑΜ προχώρησε μόνο του ιδρύοντας στις 10/3/1944 την ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης). Η ίδρυση της ΠΕΕΑ είναι μια καταλυτική όσο κι αποκαλυπτική στιγμή στην ιστορία του αντιστασιακού κινήματος. Από την μία εκπροσωπούσε την μόνη κοινωνικά νόμιμη εξουσία στην Ελλάδα και ήταν η συνεπής και λογική κίνηση από την μεριά ενός νικηφόρου κινήματος που μπορούσε κι έπρεπε να επιβάλλει τους όρους του στους πολιτικούς αντιπάλους της. Η ΠΕΕΑ θα μπορούσε να ε ίναι η πραγματική κυβέρνηση που με την ίδρυση της και μόνο θα αρκούσε να κοπούν οριστικά οι απόπειρες της αντίδρασης να συγκροτήσει τη δική της εξουσία και να περιθωριοποιήσει το ΕΑΜ. Όμως αυτό που κυριάρχησε στο φτιάξιμο της ΠΕΕΑ ήταν η διστακτικότητα και η υποχωρητικότητα, οφειλόμενη κατά πάσα πιθανότητα στην ατολμία και απειρία της ηγεσίας που δεν είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του κινήματος και επιζητούσε την νομιμοποίηση στη συνεργασία με τα φαντάσματα του παλιού πολιτικού κόσμου ή την εξόριστη κυβέρνηση. Έτσι το ΕΑΜ απέφυγε να ανακηρύξει την ΠΕΕΑ ως την μόνη πραγματική εξουσία κι αρνήθηκε καν να την ονομάσει «κυβέρνηση» αλλά την περιόρισε σε ρόλο «επιτροπής», εξακολουθώντας να επιδιώκει μια πλαστή «εθνική ενότητα» απ’ όπου θα προέκυπτε κυβέρνηση, αφήνοντας για τότε τη διεκδίκηση μεγαλύτερου ρόλου.
Το σχηματισμό της ΠΕΕΑ ακολούθησε η ανταρσία του ελληνικού στρατού στη Μέση Αναντολή. Ο στρατός και το ναυτικό πήραν ανοιχτά το μέρος της ΠΕΕΑ και απαίτησαν από τον πρωθυπουργό στο Κάιρο να την αναγνωρίσει σαν βάση σχηματισμού της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας». Η εξόριστη κυβέρνηση και οι βρετανοί αντιμετώπισαν τις κινήσεις μέσα στο στράτευμα σαν ξέσπασμα ανταρσίας κι αναλόγως την χτύπησαν, εξορίζοντας χιλιάδες σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στην έρημο. Η κρίση έδωσε την δυνατότητα να αναδιοργανωθεί τόσο η κυβέρνηση, με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Παπανδρέου - που είχε δώσει ισχυρά διαπιστευτήρια υπέρ του βασιλιά, αν και δηλωμένος «δημοκρατικός» - όσο και ο στρατός με τον σχηματισμό μιας μικρής αλλά αξιόμαχης και αξιόπιστης αντικομμουνιστικής μονάδας, της ορεινής ταξιαρχίας.
Στην κατεχόμενη ελλάδα, τα μηνύματα που έφτασαν για την καταστολή στον στρατό και τον ανασχηματισμό στην κυβέρνηση, ένα μόνο πράγμα μπορούσαν να σημαίνουν: ότι η εξόριστη κυβέρνηση και οι βρετανοί ετοίμαζαν μεθοδικά τον παραγκωνισμό της αντίστασης. Η απάντηση του ΕΛΑΣ είναι ένα από τα πιο θολά σημεία στην ιστορία της αντίστασης. Εξακολουθώντας, δικαιολογημένα, να πιστεύει ότι την κατάλληλη στιγμή οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις θα χρησιμοποιηθούν ως ένοπλη εμπροσθοφυλακή εναντίον του κι έχοντας την εμπειρία της αναμέτρησης με τον ΕΔΕΣ που είχε διασωθεί από τους γερμανούς, χτύπησε την ΕΚΚΑ, τη διέλυσε και σκότωσε τον αρχηγό της, τον Ψαρρό. Στρατηγικά, η κίνηση αυτή λίγα πρόσφερε στον αγώνα, αφού η ΕΚΚΑ ήταν μια μικρή σχετικά δύναμη χωρίς τόσο ισχυρές πλάτες όσο ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα. Τακτικά, οι συνέπειες από την ενέργεια αυτή ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όποια κέρδη μπορούσε να έχει ο ΕΛΑΣ. Ο Ψαρρός, ο αρχηγός της ΕΚΚΑ, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης λόγω του «πατριωτισμού» του και της αντιπαραβολής του με τον εξόφθαλμο καιροσκοπισμό του Ζέρβα και η εξόντωση του βάρυνε πολύ το κλίμα σε βάρος του ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα, η εξόριστη κυβέρνηση μπόρεσε να χρησιμοποιήσει την διάλυση της ΕΚΚΑ σαν επιχείρημα ότι πράγματι ο ΕΛΑΣ ετοιμαζόταν να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία. Έτσι, με τις αρνητικές εντυπώσεις να έχουν επικρατήσει στο πολιτικό πεδίο, η στιγμή ήταν η καλύτερη για να οργανωθεί ένα «πανεθνικό συνέδριο» που θα αποφάσιζε το μεταπολεμικό μέλλον της Ελλάδας, στο οποίο θα μπορούσε να περιθωριοποιηθεί το ΕΑΜ.

Το συνέδριο του Λιβάνου: Τον Μάη του 1944 συγκλήθηκε το συνέδριο του Λιβάνου που κατέληξε στις 20 του μήνα στην ομώνυμη συμφωνία. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ήξεραν (ή θα έπρεπε να το ξέρουν) ότι ο βασικός στόχος του Λιβάνου ήταν ο περιορισμός του αντιστασιακού κινήματος και καταλάβαιναν ότι ο λόγος που προσκλήθηκαν μαζί με μια πληθώρα κομμάτων κι οργανώσεων που δεν αντιπροσώπευαν παρά μόνο τον τίτλο τους, ήταν για να εμφανιστούν τεχνητά ως μειοψηφία. Εξάλλου, η απόφαση συμμετοχής στο συνέδριο ήταν σε πλήρη αντίφαση με την ίδρυση της ΠΕΕΑ. Στο Λίβανο αναμετρήθηκαν δύο κέντρα εξουσίας: το ΕΑΜ και η εξόριστη κυβέρνηση. Αλλά το ΕΑΜ ήταν αυτοδύναμο πολιτικά και κοινωνικά, ενώ η κυβέρνηση ήταν εξαρτημένη από την συμμαχική υποστήριξη. Επιπλέον, μετά την κρίση στο στρατό και τον ανασχηματισμό, η κυβέρνηση ήταν τυπικά κι ουσιαστικά ανύπαρκτη, ενώ αντίθετα το κύρος του ΕΑΜ με την ΠΕΕΑ ανέβαινε κι επεκτεινόταν μέχρι την Μέση Ανατολή πλέον. Η συμμετοχή στο συνέδριο (και μάλιστα με τον αμυντικό / απολογητικό τρόπο που έγινε) ήταν ολέθρια. Το ίδιο το ΕΑΜ έδωσε στους αντιπάλους του σωσίβιο να σωθούν και σκοινί να το πνίξουν: νομιμοποίησε τον Παπανδρέου κι επέτρεψε την δημιουργία κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» έξω από τον έλεγχό του.
Στο συνέδριο, οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ και του ΚΚΕ βρέθηκαν στριμωγμένοι κι ακολούθησαν αμυντική τακτική, λόγω του φορτισμένου κλίματος από την διάλυση της ΕΚΚΑ, ενώ αντίθετα θα έπρεπε από θέση ισχύος, όντας εκπρόσωποι της μόνης πραγματικής εξουσίας στην Ελλάδα απέναντι στην εξόριστη κυβέρνηση να επιβάλλουν τους όρους τους. Τελικά, οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ καταδίκασαν την εξόντωση του Ψαρρού και συμφώνησαν ότι «η Αριστερά αναλαμβάνει επισήμως την υποχρέωση να δεχτεί να συνεργαστεί με τα παλιά κόμματα σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας».
Από την Αθήνα, το ΚΚΕ αποκήρυξε κατευθείαν την συμφωνία, πράγμα όμως που αν μη τι άλλο φανερώνει την παλινωδία της πολιτικής ηγεσίας του κόμματος ανάμεσα σε μια συγκροτημένη και μετριοπαθή στρατηγική και μια άλογη κι ερασιτεχνική τακτική, ανάμεσα στην πολιτική της ΠΕΕΑ και την συγκρότηση της εξουσίας της αντίστασης από την μία και την πολιτική του ενδοτισμού και του συμβιβασμού με τους όρους που έθεταν οι αντίπαλοι από την άλλη. Μετά την αποκήρυξη της συμφωνίας, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, στάση που άλλαξε όμως τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Ο λόγος ήταν ο φόβος μιας μεγάλης ναυτικής απόβασης των βρετανών που θα έβρισκε το ΕΑΜ έξω από τα πράγματα· αλλά ο σοβαρότερος ήταν ότι ήθελαν πάση θυσία να διατηρηθεί ο συνασπισμός στο ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ με τους σοσιαλιστές του Σβώλου. Τελικά, στις 3 Σεπτέμβρη 1944, έξι υπουργοί που εκπροσωπούσαν το ΕΑΜ (οι δύο από αυτούς ήταν κομμουνιστές) μετέβησαν στην Καζέρτα της Ιταλίας, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα της κυβέρνησης.

Η συμφωνία της Καζέρτας: Το καλοκαίρι του 1944 ο ανταρτοπόλεμος του ΕΛΑΣ εναντίον των γερμανών είχε εξελιχτεί σε ανοιχτό πόλεμο εναντίον των ταγμάτων ασφαλείας. Οι νίκες του ΕΛΑΣ μαζί με την απαλλοτρίωση μεγάλων αποθεμάτων γερμανικού οπλισμού, σήμαναν συναγερμό στους βρετανούς και την εξόριστη κυβέρνηση που έβλεπαν με ανησυχία το ενδεχόμενο να πάρει ο ΕΛΑΣ τον πλήρη έλεγχο όλης της χώρας πριν καν ολοκληρωθεί η αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων και πριν αποβιβαστεί η βρετανική δύναμη. Αφού δεν υπήρχε στρατιωτικός τρόπος για να αποτραπεί το ενδεχόμενο αυτό, πίεσαν προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας, στα πλαίσια των αποφάσεων του Λιβάνου, που να δεσμεύει και να περιορίζει τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Έτσι στις 26 Σεπτέμβρη 1944, στην Καζέρτα, υπογράφτηκε συμφωνία ανάμεσα στους Γουίλσον (ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο), Παπανδρέου (εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης), Σαράφη (εκ μέρους του ΕΛΑΣ) και Ζέρβα (εκ μέρους του ΕΔΕΣ). Με τη συμφωνία αυτή, οι ηγέτες της ελληνικής αντίστασης αποδέχονταν: την αποστολή βρετανικών δυνάμεων στην ελλάδα· και τον βρετανό στρατηγό Σκόμπι ως διοικητή όλων των αντιστασιακών δυνάμεων στην Ελλάδα, για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης. Επιπλέον, ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ αναγνώριζαν αμοιβαία τις σφαίρες επιρροής τους. Κι ο ΕΛΑΣ συμφωνούσε να κρατήσει εκτός Αττικής τις τακτικές δυνάμεις του κι αναγνώριζε εκεί την δικαιοδοσία του φανατικού παπανδρεϊκού στρατιωτικού διοικητή Αττικής, ο οποίος συντόνιζε από τον Ιούλη τις διάφορες αντικομμουνιστικές ομάδες της πρωτεύουσας και κανόνιζε να ανεφοδιάζονται με όπλα από την Μέση Ανατολή.
Στην ελλάδα, η είδηση για την συμφωνία της Καζέρτας έπεσε σαν κεραυνός στους αγωνιστές της αντίστασης κι αρχικά θεωρήθηκε σαν προπαγανδιστικό ψέμα, μέχρι να επιβεβαιωθεί από το αρχηγείο στο βουνό. Στην πράξη η συμφωνία αυτή έδειξε ποιές ακριβώς ήταν οι συνέπειες της αναγνώρισης της εξόριστης κυβέρνησης από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Ότι δηλαδή, η αντίσταση παραιτούνταν από οποιαδήποτε ενέργεια να πάρει τον έλεγχο της πρωτεύουσας ή να αμφισβητήσει το δικαίωμα των βρετανών να στείλουν δυνάμεις στην Ελλάδα. Όσο ανυπόφορες κι αν ήταν αυτές οι παραχωρήσεις, η ηγεσία της αντίστασης στην ελλάδα και οι εκπρόσωποί της στην ιταλία τρόμαξαν μπροστά στην εναλλακτική επιλογή που ήταν η διάλυση της κυβέρνησης Παπανδρέου και η επιστροφή στην σκληρή στάση και την ρήξη με τους βρετανούς. Ούτε όμως και μπορούσαν να αποδεχτούν το πλήρες νόημα της συμφωνίας, που σήμαινε ότι αναγνώριζαν στην Ελλάδα αυξημένες αρμοδιότητες σε δυνάμεις εχθρικές προς αυτούς.
Η συμφωνία της Καζέρτας ήταν από την μία σύμφωνη με την υποχωρητικότητα και την συμβιβαστική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, αλλά από την άλλη ήταν ένα ξεκάθαρο «ξεπούλημα» του κινήματος και των αγωνιστών. Εν τέλει, το ΕΑΜ επιζητούσε κάτι εξαιρετικά απλό και περιορισμένο. Να αναγνωριστεί η ύπαρξη της «άλλης ελλάδας» της αντίστασης και να της αποδοθεί ένα μερίδιο συμμετοχής στην εξουσία. Βασικά να μην πεταχτεί στο περιθώριο όπως ίσχυε προπολεμικά. Πιθανά, οι ηγεσίες της αντίστασης και του κόμματος να είχαν τον φόβο ότι προβάλλοντας μεγάλες αξιώσεις και διεκδικώντας ό,τι πραγματικά είχε κερδηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, κινδύνευαν να χάσουν και τα ελάχιστα· και γιαυτό η στάση της σημαδεύτηκε από διαρκείς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Αλλά αυτό σε τίποτε δεν εμπόδισε τους αντίπαλους του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ να το αντιμετωπίσουν σαν αυτό που πραγματικά ήταν: ένα μαζικό, νικηφόρο κίνημα που είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και απειλούσε να εμποδίσει οριστικά την παλινόρθωση του παλαιού καθεστώτος.

Από την μάχη της Aθήνας στη Βάρκιζα

Στις 12 Οκτώβρη οι γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα. Η κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί, ήταν πλήρως στα χέρια του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ. Οι κατακτητές είχαν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, ενώ οι αντίπαλοί του δεν είχαν ακόμη καταφτάσει, αλλά κι όταν ήρθαν οι δυνάμεις τους ήταν περισσότερο ισχνές και συμβολικές παρά πραγματική απειλή για τον ΕΛΑΣ. Εκείνη τη στιγμή, η ιστορία ήταν με το μέρος του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ που είχε την δύναμη να καθορίσει οριστικά τις εξελίξεις προς όφελος της αντίστασης. Αν είχε μπει στην Αθήνα (και η «διατήρηση της τάξης», σαν πρόσχημα, του επέτρεπε να παραβιάσει «κομψά» τις συμφωνίες που είχε κάνει ως τότε με τους αστούς πολιτικούς...) τα πράγματα θα είχαν εξελιχτεί εντελώς διαφορετικά. Eίναι αυτές οι διαλεκτές στιγμές στην ιστορία όπου η εμπειρία ή το ένστικτο (και ανάποδα: η έλλειψή τους) ανοίγουν ή κλείνουν δρόμους...
Aλλά ο EΛAΣ και το EAM, σίγουρα οι ηγεσίες τους, μη διαβλέποντας τι θα ακολουθούσε εναντίον τους, μην κατανοώντας καν ότι η «λαϊκή εξουσία» μόνο να επιβάλλει όρους επιτρέπεται, κι όχι να της επιβάλλουν, τήρησαν τις δεσμεύσεις τους, και άφησαν την Aθήνα στους ερχόμενους απ’ το Kάιρο πολιτικούς... Kι έτσι στις 18 Οκτώβρη έφτασε στην απελευθερωμένη πόλη ο Παπανδρέου με τη συνοδεία του Σκόμπι και της βρετανικής δύναμης (τα πρώτα βρετανικά αγήματα αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο στις 14 Οκτώβρη). Στο Σύνταγμα, μπροστά σ’ ένα τεράστιο πλήθος όπου κυριαρχούσαν τα λάβαρα του ΕΑΜ, ο πρωθυπουργός εκφώνησε έναν «πύρινο» πατριωτικό λόγο, του οποίου η κατάληξη φανερώνει την κοινωνική κατάσταση που συνάντησε η εξόριστη κυβέρνηση. «Θέλουμε την λαοκρατία». Με την εξουσία να είναι ακόμα, πρακτικά, στα χέρια του ΕΑΜ, ο πρωθυπουργός υποχρεώθηκε να θεμελιώσει ιδεολογικά την νομιμότητά του με την επίκληση του κεντρικού εαμικού συνθήματος.
Η εξουσία της κυβέρνησης ήταν πολύ περιορισμένη κι ουσιαστικά ανύπαρκτη έξω από την πρωτεύουσα. Τον έλεγχο των μεγάλων λιμανιών της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και του Βόλου, οι άγγλοι τον μοιράζονταν με τον ΕΛΑΣ, ενώ ένα τμήμα της Ηπείρου ήταν υπό τον έλεγχο του ΕΔΕΣ. Όλη την υπόλοιπη χώρα διοικούσε - με τακτικό κι οργανωμένο τρόπο - το ΕΑΜ που φύλαγε τις κύριες οδικές αρτηρίες κι είχε φυλακίσει πολλούς συνεργάτες των γερμανών. Έτσι στη χώρα προς το παρόν υπήρχε διπλή εξουσία.
Τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη, η Αθήνα γέμισε επιγραφές και συνθήματα σε τοίχους, σκάλες, αγάλματα - οπουδήποτε μπορούσαν να χωρέσουν τα τρία γράμματα ΕΑΜ και ΚΚΕ. Οι διαδηλώσεις των εαμιτών ήταν συνεχείς, ζητώντας εκδίκηση κατά των συνεργατών, κάθαρση των δημοσίων υπηρεσιών από τους φασίστες και άμεσο δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Η πολιτική δύναμη της αριστεράς, που μετριόταν σύμφωνα με την ικανότητά της να κινητοποιεί χιλιάδες, ήταν εντυπωσιακή, και για τους δεξιούς αναμφίβολα τρομακτική. Στις 19 Νοέμβρη, το ΚΚΕ οργάνωσε μια μαζική διαδήλωση για την 26η επέτειο της ίδρυσης του κόμματος. Στο Σύνταγμα δεν έπεφτε καρφίτσα. Και παντού είχαν κολληθεί αφίσες που περιέγραφαν με μελανά χρώματα τις «θυσίες του λαού» κατά τον πόλεμο, εννοώντας σαφώς ότι οι θυσίες αυτές δεν θα πήγαιναν χαμένες.
Το πρώτο και κυρίαρχο ζήτημα μετά την απελευθέρωση ήταν ο αφοπλισμός των αντιστασιακών οργανώσεων. Οι δύο στρατιωτικές μονάδες που είχε φέρει μαζί της η κυβέρνηση - η ορεινή ταξιαρχία και ο ιερός λόχος (που είχε συγκροτηθεί εθελοντικά σαν μονάδα ειδικών αποστολών από βασιλόφρονες) - θεωρούνταν από τον Παπανδρέου και τον Σκόμπι ως τακτικές μονάδες που δεν περιλαμβάνονταν στην αποστράτευση, ενώ αντίθετα το ΕΑΜ ζητούσε τη διάλυσή τους μαζί με τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ. Η αριστερά είχε κάθε λόγο να θέλει τη διάλυσή τους, αφού ήταν ακλόνητα αντικομουνιστικές κι εθνικόφρονες ομάδες. Η ορεινή ταξιαρχία είχε φτάσει στην Αθήνα στις 9 Νοέμβρη κι από την αρχή έκανε ξεκάθαρες τις προθέσεις της. Οι στρατιώτες της ταξιαρχίας άρχισαν να σβήνουν τα συνθήματα και να σκίζουν τις αφίσες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, διέσχιζαν τους δρόμους φωνάζοντας «ζήτω ο βασιλιάς» και πολλές φορές υποχρέωναν τους περαστικούς να κάνουν το ίδιο με την απειλή όπλων.
Μια πρώτη συμφωνία επιτεύχθηκε στις 10 Νοέμβρη, όταν ο γραμματέας του ΚΚΕ κι ο πρωθυπουργός συμφώνησαν ότι ο ΕΛΑΣ θα διαλυόταν στις 10 Δεκέμβρη ενώ οι άντρες της ορεινής ταξιαρχίας θα έπαιρναν «γενναίες άδειες». Η συμφωνία όμως ακυρώθηκε όταν ο Σκόμπι αρνήθηκε να συναινέσει στη διάλυση της ταξιαρχίας. Στις 27 Νοέμβρη ο Παπανδρέου αποδέχτηκε πρόταση των εαμιτών υπουργών. Του πρότειναν τώρα να ενωθεί η ορεινή ταξιαρχία κι ο ιερός λόχος με μια μονάδα του ΕΛΑΣ και μία του ΕΔΕΣ. Σε μέγεθος κι εξοπλισμό, η μονάδα του ΕΛΑΣ θα ήταν ίση με τις άλλες τρεις μαζί. Ο Παπανδρέου όμως επιχείρησε μια φτηνή εξαπάτηση κι όταν ανακοίνωσε την πρόταση είχε αλλάξει ριζικά το περιεχόμενό της. Δεν γινόταν πλέον λόγος για ενοποίηση· η μονάδα του ΕΛΑΣ θα ήταν ίση μόνο με του ΕΔΕΣ, ενώ η ορεινή ταξιαρχία κι ο ιερός λόχος θα παρέμεναν ως είχαν. Επιπλέον τα παρουσίασε όλα αυτά ως προτάσεις του ΕΑΜ κι όταν το ΕΑΜ τον διέψευσε, ο Παπανδρέου κατηγόρησε τους εαμίτες υπουργούς ότι υπαναχωρούν από τα συμφωνημένα. Τελικά στις 28 Νοέμβρη, οι συνομιλίες κατέρρευσαν οριστικά, ενώ η ρήξη ήρθε στις 1 Δεκέμβρη όταν ο Σκόμπι δημοσίευσε διαταγή, εξ ονόματος της κυβέρνησης Παπανδρέου, να έχει αποστρατευτεί ο EΛAΣ ως τις 10 του μήνα.
Την πρώτη Δεκέμβρη το ΕΑΜ αποφάσισε την διοργάνωση στις 3 του μήνα συλλαλητηρίου διαμαρτυρίας κατά της ανάμειξης του Σκόμπι και της διαταγής αποστράτευσης. Αρχικά, η κυβέρνηση έδωσε άδεια για το συλλαλητήριο αλλά κατόπιν την αναίρεσε - πολύ αργά όμως, σύμφωνα με την ηγεσία του ΕΑΜ.
Το πρωινό της 3ης Δεκέμβρη η αστυνομία είχε τοποθετηθεί σε ζώνες περιμετρικά της πλατείας Συντάγματος ενώ μεγάλα πλήθη εαμιτών κατέφταναν από όλες τις κατευθύνσεις. Στην αρχή, η αστυνομία προσπάθησε να εμποδίσει την είσοδο στην πλατεία, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει μικροσυμπλοκές και υβριστικούς διαξιφισμούς. Αργότερα, οι αστυνομικοί διατάχτηκαν να υποχωρήσουν προς το αρχηγείο της αστυνομίας. Αμέσως μια μεγάλη ομάδα διαδηλωτών άρχισε να κινείται προς την κατεύθυνση του αρχηγείου και ενώ η κεφαλή βρισκόταν ακόμη μακριά από το κτήριο έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Στη συνέχεια, οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν και για αρκετή ώρα οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν κάθε φορά που οι πεσμένοι διαδηλωτές προσπαθούσαν να σηκωθούν. Όταν σταμάτησε η ομοβροντία τουλάχιστον δεκαέξι διαδηλωτές ήταν πεσμένοι νεκροί στο δρόμο ενώ οι τραυματίες ήταν δεκάδες. Λίγοι άγγλοι στρατιώτες που ήταν παρόντες μέσα σε θωρακισμένα οχήματα παρέμειναν αδρανείς κι έτσι οι διαδηλωτές έστρεψαν την οργή τους μόνο στους αστυνομικούς. Η απραξία των άγγλων όμως δημιούργησε μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση, ότι τελικά οι βρετανοί θα ήταν ουδέτεροι και θα απέφευγαν να δράσουν στρατιωτικά εναντίον του ΕΑΜ.
Οι πυροβολισμοί εναντίον της συγκέντρωσης δεν ήταν το μοναδικό βίαιο γεγονός εκείνης της ημέρας. Το πρωί μέλη της φασιστικής «X» του Γρίβα επιτέθηκαν στον ΕΛΑΣ στο Φιλοπάππου, ενώ από το απόγευμα ο εφεδρικός ΕΛΑΣ, η νεολαία του ΕΑΜ δηλαδή, άρχισε επιθέσεις εναντίον των αστυνομικών τμημάτων της πρωτεύουσας. Την επόμενη μέρα, ο Σκόμπι εξέδωσε διαταγή να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να αποχωρήσουν όλες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ από την πρωτεύουσα, αλλιώς θα αντιμετωπιζόταν ως εχθροί. Ήταν όμως μια κούφια απειλή. Οι αγγλικές δυνάμεις δεν είχαν ούτε τον αριθμό, ούτε τον απαραίτητο εξοπλισμό, ούτε ήταν κατάλληλα τοποθετημένες για να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ. Ακόμη και με τις εφεδρικές δυνάμεις του και χωρίς την ενίσχυση από τις μεγάλες κι αξιόμαχες μονάδες του που βρίσκονταν σταθερά εκτός Αττικής, κινούμενος μέσα σ’ ένα γνώριμο και φιλικό περιβάλλον συμπαραστατών, ο ΕΛΑΣ είχε αδιαμφισβήτητη υπεροχή έναντι των βρετανών. Τις πρώτες μέρες της σύγκρουσης, ο ΕΛΑΣ είχε θέσει έναν εντυπωσιακό στόχο: να καταλάβει όλα τα αστυνομικά τμήματα, τους στρατώνες και τις αποθήκες πυρομαχικών της πρωτεύουσας. Μέχρι τις 5 Δεκέμβρη είχαν καταληφθεί τα 22 από τα 25 αστυνομικά τμήματα της πρωτεύουσας. Αν ο ΕΛΑΣ κατόρθωνε να ολοκληρώσει το στόχο του, τότε θα έλεγχε την πρωτεύουσα - και μαζί της ολόκληρη την χώρα. Εκτός κι αν αναλάμβαναν δράση οι βρετανοί.
Τα ξημερώματα της 5ης Δεκέμβρη, με εντολή του Τσόρτσιλ, οι βρετανικές δυνάμεις διατάχτηκαν να αναλάβουν πλήρεις επιθετικές δραστηριότητες κατά του ΕΛΑΣ. Στις 6 κατέλαβαν την Ακρόπολη («πανέμορφο σημείο, έχουμε όλη την Αθήνα κάτω από τα πυρά μας») ενώ ενισχύσεις άρχισαν να καταφτάνουν από θάλασσα κι αέρα. Ωστόσο, μέχρι τα μέσα Δεκέμβρη η θέση των βρετανών ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Ο ΕΛΑΣ πήρε την άδεια να βάλλει κατά των βρετανών μόλις στις 7 Δεκέμβρη και την ίδια μέρα οι δυνάμεις του διατάχτηκαν να επιτεθούν κατά του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Έφτασε όμως 11 Δεκέμβρη για να επιχειρήσουν οι μονάδες του ΕΛΑΣ στην Αθήνα τις πρώτες δοκιμαστικές κι εξαιρετικά συγκρατημένες επιθέσεις κατά των άγγλων, χωρίς καν να προσπαθήσουν να κόψουν το δρόμο που ένωνε το λιμάνι του Πειραιά με την Αθήνα ή να καταλάβουν το αεροδρόμιο του Ελληνικού, αφήνοντας έτσι ανεμπόδιστες τις βρετανικές ενισχύσεις.
Με τις βρετανικές δυνάμεις να δυσκολεύονται να ελέγξουν τον ΕΛΑΣ και το ενδεχόμενο εαμικού ελέγχου στην Αθήνα να είναι πλέον ορατό, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στην μόνη αξιόπιστη δύναμη που θα μπορούσε να την στηρίξει: τα τάγματα ασφαλείας (12.000 άντρες τους ήταν προσωρινά φυλακισμένοι σε στρατόπεδα) και τις φασιστικές οργανώσεις τύπου «X». Τα τάγματα ασφαλείας μετονομάστηκαν σε «εθνοφυλακής» και δίπλα σε κάθε βρετανικό τάγμα προσκολλήθηκε ένας λόχος εθνοφυλακής με αποστολή την εκκαθάριση και έρευνα των σπιτιών για κρυμμένους ελασίτες και όπλα. «Κατάφεραν πολύ καλύτερα από τους άγγλους στρατιώτες να αποσπούν πληροφορίες, παρόλο που οι μέθοδοί τους δεν είναι για να τις πολυψάχνει κανείς». Τελικά, η έκβαση της μάχης κρίθηκε από δύο σημεία. Το πρώτο ήταν η διστακτικότητα του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ να ρίξει όλο το βάρος του στην Αθήνα και να κερδίσει τους βρετανούς τις πρώτες μέρες που είχε την υπεροχή. Το δεύτερο ήταν η υπεροπλία σε άντρες και υλικό που κατάφεραν οι βρετανοί και η εθνοφυλακή μετά τα μέσα Δεκέμβρη. Οι αγγλικές και κυβερνητικές δυνάμεις είχαν στη διάθεσή τους χιλιάδες άντρες, πολεμικά αεροπλάνα και τανκς, ενώ ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε τίποτε αντίστοιχο. Μέχρι τις 29 Δεκέμβρη 22 τάγματα εθνοφυλακής ήταν διαθέσιμα, όλα στελεχωμένα από συνεργάτες των γερμανών και φασίστες, ενώ κάθε 36 ώρες σχηματιζόταν κι ένα καινούργιο. Ως τα μέσα Γενάρη, οι βρετανοί στρατιώτες έφτασαν τις 75.000. Όταν στις 18 Δεκέμβρη πέρασαν στην αντεπίθεση, ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε ανατραπεί εντελώς σε βάρος του ΕΛΑΣ. Κατά τον υπόλοιπο μήνα, ο ΕΛΑΣ προέβαλε σκληρή αλλά καταδικασμένη αντίσταση. Στις 5 Γενάρη αναγκάστηκε πια να εκκενώσει τον Πειραιά και στις 6 και την Αθήνα.
Μολονότι ο ΕΛΑΣ ηττήθηκε στη μάχη της Αθήνας, ο τελικός στρατιωτικός απολογισμός των Δεκεμβριανών δεν είναι σε βάρος του. Εκδιώχτηκε από την Αθήνα, αλλά ταυτόχρονα εκδίωξε τους βρετανούς από παντού αλλού στη χώρα, εκτός Θεσσαλονίκης και Πάτρας. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες όμως των Δεκεμβριανών ήταν δυσβάστακτες για την αντίσταση. Με την πρωτεύουσα στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων, ο έλεγχος πάνω στη χώρα ήταν εγγυημένος. Επιπλέον, μετά τον Δεκέμβρη έσπασε οριστικά η εύθραυστη συμμαχία του ΕΑΜ με την αποχώρηση των σοσιαλιστών, ενώ οι αντίπαλοι του, οι φασίστες και οι δοσίλογοι, ξέπλυναν το παρελθόν τους εντασσόμενοι μαζικά στα τάγματα εθνοφυλακής και στελεχώνοντας τους μηχανισμούς της εθνικοφροσύνης. Αντίθετα χιλιάδες εαμίτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα μέσα στη βαρυχειμωνιά από το φόβο αντιποίνων.

Όταν έληξαν οι μάχες, ούτε το ΕΑΜ, ούτε οι βρετανοί είχαν πρόθεση και σχέδιο να συνεχίσουν την αναμέτρηση. Το ΕΑΜ είχε υποστεί μία ήττα με σοβαρές συνέπειες, ενώ οι βρετανοί είχαν δεχτεί σκληρή κριτική από τις ηπα και τα εργατικά συνδικάτα της αγγλίας. Επιπλέον, ο πόλεμος εναντίον του άξονα ήταν ακόμη σε εξέλιξη και δεν υπήρχε περιθώριο συντήρησης μεγάλων δυνάμεων στην ελλάδα. Έτσι, δεν είναι παράξενο ότι οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αντιπάλους ήταν σύντομες και κατέληξαν εύκολα στη συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φλεβάρη 1945. Κατόπιν, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ επέστρεψαν στην πολιτική της διαλλακτικότητας αναζητώντας τρόπους ένταξης στην νέα πολιτική πραγματικότητα, ενώ οι βρετανοί περίμεναν ότι η σύγκρουση είχε διευθετηθεί οριστικά. Αλλά η εξουσία είχε αλλάξει πλέον χέρια και δεν υπήρχε πια κανένας παράγοντας να συγκρατήσει την επιθετική / ιμπεριαλιστική κουλτούρα του μπλοκ της εθνικοφροσύνης. Απ’ την στιγμή που η αριστερά έκανε πίσω, η δεξιά θα έκανε τα πάντα για να επιβληθεί απόλυτα και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να διαπραγματευτεί ούτε το θρόνο, ούτε το μοίρασμα της εξουσίας· θα προτιμούσε να εξοντώσει τους ταξικούς αντιπάλους της παρά να συμβιβαστεί μαζί τους. Για τους νικητές, η ταξική πάλη θα συνεχιζόταν με τον τρόπο που ήξεραν: δια της βίας...

 
Άρης Βελουχιώτης
«...Oύτε ψωμί, ούτε νερό στο δηλωσία - μιζέρια Άρη...» Aυτό έγραφε το εσωκομματικό κείμενο που κυκλοφόρησε στις οργανώσεις του κκε μετά την αποκήρυξη του Bελουχιώτη. Tον Aπρίλη του ‘45 το κόμμα τον διέγραψε επειδή αρνήθηκε να αποδεχθεί τη συμφωνία της Bάρκιζας και συνέχισε τον αγώνα. «... Σήμερα... σε μια δύσκολη στιγμή, από δειλία και φόβο, παρά τις υποσχέσεις και τη συμφωνία που στα λόγια έδειξε, απειθαρχεί πάλι, ξαναπροδίνει το κκε με την τυχοδιωκτική και ύποπτη στάση του που μονάχα τον εχθρό ωφελεί...»
       

Sarajevo