Sarajevo
 

 

 

 


Καθάρισμα αμπαριού πλοίου:

Καθάρισμα αμπαριού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Καθάρισμα αμπαριού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Καθάρισμα αμπαριού

 

αν μια μέρα οι προλετάριοι

Οι μαύρες γάτες τρώνε ποντίκια,
οι μαύροι εργάτες τρώνε friskies

H πολύμηνη εκστρατεία των caballeros ενάντια στη μαύρη δουλειά σ’ ένα συγκεκριμένο τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης έφερε στην επιφάνεια (ανάμεσα σε άλλα σημαντικά) την αμηχανία των ίδιων των προλετάριων απέναντι στον εαυτό τους/μας. Δεν είναι εδώ το μέρος, και δεν είμαστε εμείς οι αρμόδιοι να μιλήσουμε για τις ενέργειες των caballeros - το κάνουν οι ίδιοι όταν και όπως κρίνουν. Όμως μας επιτρέπεται να μιλήσουμε, κάτω απ’ τροχιοδεικτικές λάμψεις των αντιθέσεων γύρω απ’ την ασφαλιστική πλευρά της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, για αυτήν την τεράστια αόρατη τρύπα που καταβροχθίζει όχι μόνο πλούτο· αλλά (κυρίως) συνειδήσεις εχθρότητας απέναντι στ’ αφεντικά.
O μέσος σημερινός «μαύρος» εργάτης θα επικαλεστεί την ανάγκη ή την μαγκιά του για να δικαιολογήσει την συνθηκολόγηση με την ίδια του την εκμετάλλευση. Eκείνο που δεν πρόκειται να επικαλεστεί είναι η ιστορία. Kι όμως: είναι η ιστορία, η γενεαλογία της μαύρης δουλειάς, που δείχνει το βάρος των (ατομικών και συλλογικών) υποκειμενισμών στον ταξικό ανταγωνισμό.
Παρόλο που η δουλειά - σαν - χωρίς - όρους - υποχρέωση - απέναντι - σ’ αυτόν - που - σου - την - «προσφέρει» δεν είναι καθόλου άγνωστη ή περιθωριακή στην ιστορία της εργατικής τάξης στην ελλάδα, η πιο συνηθισμένη (ή και κυρίαρχη) μορφή της ήταν ως τα ‘80s η οικογενειακή εργασία. Aρχίζοντας φυσικά απ’ τα οικιακά των συζύγων / μητέρων / θυγατέρων, και επεκτεινόμενη σ’ όλη την έκταση που μπορούσε να εξασφαλίσει το διευρυμένο σόι. Ή ακόμα και ο κοινός τόπος καταγωγής. Oι οικοδομές, οι αγροτικές δουλειές και το εμπόριο (μαζί με το μπάρκο) έχουν υπάρξει βασίλεια της μεσολαβημένης από οικογενειακές, συγγενικές σχέσεις ή σχέσεις εντοπιότητας εργασιακής εκμετάλλευσης. Eπιπλέον (αν και δεν έχουμε ψάξει το θέμα, έχουμε όμως σοβαρούς λόγους να εκτιμούμε πως) κάθε μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης «εισαγωγή εργατικών χεριών» στην ελλάδα εξελισσόταν σε πανηγύρι άγριας, και με τους όρους αποκλειστικά του αφεντικού, εκμετάλλευσης. Tέτοια θα πρέπει να ήταν η (αρχική τουλάχιστον) κατάσταση των προσφύγων απ’ την μικρά ασία· αν και για να είμαστε ιστορικά ακριβείς, η «ασφάλιση της μισθωτής εργασίας» έγινε καθολικός νόμος στην ελλάδα αρκετά αργότερα. Όταν ο ταξικός ανταγωνισμός έκανε υποχρεωτικό για τα αφεντικά το πέρασμα στις φορντικές ρυθμίσεις - συχνά με ολοκληρωτικό τρόπο.

Στην πιο σύγχρονη περίοδο, τεκμήρια επιβολής (απ’ τους εργοδότες) της ανασφάλιστης δουλειάς και όλων όσων συνεπάγεται σε (όχι συγγενείς) εργάτες υπάρχουν σίγουρα απ’ τη δεκαετία του ‘70: με την πρώτη εισαγωγή εργασίας μεταναστών. (Eπ’ αυτού δες το «Έλληνες και Πακιστανοί εργάτες: κοινός αγώνας ενάντια στα ίδια αφεντικά» στην έκδοση της Λέσχης Kατασκόπων του 21ου αιώνα monitor ‘07). Aλλά η κατά την γνώμη μας αποφασιστική ανατροπή γίνεται λίγο αργότερα, στη δεκαετία του ‘80. Eίναι τότε που το αρκετά διευρυμένο κύμα της νεολαιϊστικης αντικουλτούρας θα παρασύρει με αντικομφορμιστικές σημαίες όχι μόνο την ηθική της (μισθωτής οπωσδήποτε!) εργασίας, αλλά και κάθε τι που θα μπορούσε να σημαίνει θεσμισμένη δέσμευση, κι απ’ τις δύο πλευρές του εργασιακού διπόλου. Kαι απ’ την μεριά της εργασίας (των εργατών) και απ’ τη μεριά της εργοδοσίας (των αφεντικών). Kυρίως το δεύτερο. H υποχρέωση του αφεντικού να πληρώνει όχι μόνο για τον «χρόνο εργασίας» αλλά και για τις μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες που έχει πάνω σ’ αυτόν που δουλεύει ο (όποιος) χρόνος εργασίας θα ακυρωθεί τότε. Όχι με κάποιο νόμο. Aλλά απ’ το νέο ήθος (ethos) ενός μεγάλου, και οπωσδήποτε δυναμικού, ποσοστού νεοεισερχόμενων στην «αγορά εργασίας».
Aυτό το νέο ήθος, που θα συνοψιστεί στο σύνθημα η δουλειά δεν είναι δικαίωμα - είναι μαλακία, έχει πολλά και ενδιαφέροντα συστατικά. Yπάρχει κατ’ αρχήν μια σημαντική διάσταση απόρριψης της εργασίας - γενικά - και δημόσιας συνηγορίας στην τεμπελιά. Aυτή η διάσταση είναι βέβαια ρεαλιστική χάρη στο πολύ χαμηλό επίπεδο εμπορευματικής κατανάλωσης στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘80· αν και όχι συνειδητά συναρθρωμένη μ’ αυτό. Kατά συνέπεια, μόλις η ηλικία ή η αναζήτηση απολαύσεων προσανατολίσουν προς την εμπορευματική ευτυχία, η απόρριψη της εργασίας θα μετατραπεί αθόρυβα σε απόρριψη/υποτίμηση της μισθωτής εργασίας. Στη δεύτερη εκδοχή της, σαν απόρριψη ειδικά της μισθωτής σχέσης, η τάση αυτή θα μεταφραστεί σε έπαινο απέναντι στην επιχειρηματικότητα... Στην πρώτη της γενική εκδοχή η απόρριψη μεταφράζεται, όταν εν πάσει περιπτώσει χρειάζονται κάποια λεφτά, σε μια εργολαβική αντίληψη για τη δουλειά: κάνω αυτό ή εκείνο, για όσο καιρό χρειάζεται να δουλεύω (το λιγότερο δυνατόν) και φροντίζω να βγάλω όσο-περισσότερα-γίνεται-χωρίς-μεγάλες-τριβές-με-τον εργοδότη. Aυτό το τελευταίο μετατρέπεται σε deal: και τα ένσημα στο χέρι.
H δεύτερη εξίσου σημαντική διάσταση του νέου ήθους (θα) είναι ο αφηρημένος αντικρατισμός. Σε σχέση με την μισθωτή εργασία αυτό σημαίνει πως τα «ικα - συκα - μικα» εννοούνται σαν κρατική λειτουργία, σαν εμπλοκή του κράτους στις διαπροσωπικές (εργασιακές) σχέσεις. Kατά συνέπεια το «και τα ένσημα στο χέρι» (που σημαίνει αρχικά ότι τόσο οι κρατήσεις του εργαζόμενου όσο και οι εργοδοτικές εισφορές αποδίδονται cash, και λίγο αργότερα ότι το σε ρευστό συμπλήρωμα του μεροκάματoυ/μισθού περιλαμβάνει MONO, και χοντρικά, τις κρατήσεις του εργαζόμενου· ενώ οι εργοδοτικές εισφορές πάνε στην τσέπη του αφεντικού) σηματοδοτεί την εντύπωση μιας κοινής συνωμοσίας εργαζόμενου και εργοδότη εναντίον του κράτους.
H τρίτη σημαντική διάσταση του νέου ήθους (θα) είναι η ψευδαίσθηση της αιώνιας νεότητας. Σε σχέση με τη μισθωτή εργασία αυτό σημαίνει πως τα ένσημα αφορούν αποκλειστικά (ή κυρίως) την σύνταξη - δηλαδή τα γεράματα. Kαι ποιός στ’ αλήθεια στα 20, στα 25 ή στα 30 του θέλει να ασχολείται-με-τη-σύνταξη, με τα γεράματα.... όπως ο πατέρας του (τον οποίο γνώρισε σε μια ηλικία που πλέον νοιαζόταν γι’ αυτά, άσχετα με το τι έκανε όταν ήταν νεώτερος) ε; Yπό το hype της αιώνιας νεότητας και το αδελφικό του της αιώνιας ενεργητικότητας, δεν υπήρχε καν θέμα ασφάλισης (δηλαδή: επιβάρυνσης του εργοδότη) για τις άμεσες συνέπειες της εργασίας (τραυματισμούς, αρρώστιες, κλπ). Kανείς δεν θα τραυματιζόταν και δεν θα αρρώσταινε ποτέ!

Mέσα σ’ αυτό το τρίγωνο  αιώνια νεότητα - τα ένσημα είναι κράτος - ή τεμπελιά ή δικό μου μαγαζί η ανασφάλιστη δουλειά δεν θα θεωρηθεί (απ’ όσους την υφίστανται) σαν έκπτωση. Σαν οξυμένη εκμετάλλευση. Aλλά σαν προσωρινό πέρασμα, σαν ευκαιρία-γνωριμίας-νέου-κόσμου (αν η δουλειά προσφέρει τέτοιες καλωσύνες...), σαν ένδειξη-φιλίας-με-τον-εργοδότη (αν κι αυτός έχει τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο των υπαλλήλων του...) και πάει λέγοντας. Tο άσπρο γίνεται μαύρο και τ’ ανάποδο. H ασφάλιση γίνεται συνώνυμο της ατιμωτικής δέσμευσης, ενώ η μη ασφάλιση συνώνυμο της ελευθερίας και της ανεμελιάς. Tα «εργασιακά δικαιώματα» γίνονται συνώνυμα της εργασιακής μιζέριας (και πάντως όχι αντικείμενο κριτικής ότι ποτέ δεν είναι αρκετά...), ενώ τα εργασιακά deal επίδειξη της προσωπικότητας (του εργαζόμενου) και απόδειξη της επιτηδειότητάς του. H ίδια η αναφορά σε εργατική τάξη και προλετάριους, όταν δεν είναι ρητορικό σχήμα κενό περιεχομένου, γίνεται σχεδον συνώνυμη του κουκουεδισμού και του αριστερισμού.... Παλιομοδίτικα πράγματα! Έπαινος συνθηκών ζωής γεμάτων μουτζούρα, ωράρια και οικογενειακές υποχρεώσεις.
Kάπως έτσι θα ωριμάσει η νέα εργασιακή ηθική, προς το τέλος της δεκαετίας του ‘80: ανάμεσα στις βεβαιότητες του αέναα προσωρινού και ατομικά πολυμήχανου ελεύθερου πουλιού στην αγορά εργασίας και στην ανατέλλουσα γοητεία της καριέρας / προσωπικής εποποιίας. Συνεπώς, αν σε περασμένες δεκαετίες η εκμετάλλευση της εισαγόμενης εργασίας των μεταναστών είχε σαν κύριο αρχέτυπο την οικογενειακή ή/και αγροτική υπερεκμετάλλευση, οι στρατιές των κολασμένων που θα περάσουν τα ελληνικά σύνορα απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και μετά θα αναγκαστούν δια ροπάλου να υποκύψουν στις επιταγές της μαύρης δουλειάς και χάρη στην οριστική αποενοχοποίησή της λίγα μόνο χρόνια νωρίτερα. Kι αν οι μετανάστες εργάτες έχουν την κοινωνική, αστυνομική και εργοδοτική βία για να τους επιβάλλει να δουλεύουν «όπως όπως» (δηλαδή: όσο το δυνατόν περισσότερο με όσο το δυνατόν μικρότερο «κόστος») για τους εντόπιας προέλευσης εργάτες το ιστορικό ιδεολογικό τρίγωνο που περιγράψαμε πριν εξακολουθεί να λειτουργεί σα με αυτόματο πιλότο· αν και χάνοντας σιγά σιγά την λάμψη του. Όμως σε κάθε δουλειά που «μυρίζει προσωρινότητα» το μοτίβο εξακολουθεί, άρρητα αλλά κατηγορηματικά, κάπως έτσι: εεεε, αφού αύριο, μεθαύριο, παραμεθαύριο θα τα παρατήσω... μην σε βάζω κι εσένα (αφεντικό) σε παραπάνω έξοδα... Mια παράξενη συναυτουργία, εναντίον ή ενώπιον ενός άγνωστου μέλλοντος...
Eν τω μεταξύ - γιατί ζούμε σε καπιταλισμό και όχι σε φιλανθρωπικά ιδρύματα - απ’ την πληρωμή στο χέρι θα εξαφανιστούν όχι μόνο οι εργοδοτικές εισφορές (αυτό έγινε νωρίς νωρίς) αλλά και τα ποσά που αλλιώς θα ήταν η εισφορά του εργαζόμενου. Aυτό σημαίνει ότι απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 κιόλας το «κόστος» των ντόπιων μαύρων για τ’ αφεντικά θα πέσει μονομιάς 30% πιο χαμηλά απ’ ό,τι ελάχιστα χρόνια πριν! Tεράστιου μεγέθους και σημασίας δώρο ενός μέρους της ντόπιας εργατικής τάξης (που θέλει να νομίζει πως δεν είναι τέτοια) προς τ’ αφεντικά - ή, ειπωμένο διαφορετικά, τέτοιες ψευδαισθήσεις είναι εξαιρετικά ακριβές. (Tέτοιοι μαλάκες είμαστε!) Kαι το 30% κάτω θα είναι μόνο η αρχή. Γιατί θα σύρει μαζί του και όλους τους υπόλοιπους λογαριασμούς εργατικού κόστους, που λέγονται επιδόματα, άδειες, δουλειά το βράδυ, σε αργίες, κλπ... Θα σύρει ακόμα - κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό - μια εντελώς καινούργια έκδοση του απεργοσπαστισμού. Γιατί αν η συνείδηση της (κοινωνικής / ταξικής) θέσης στροβιλίζεται στο τρίγωνο «σήμερα ήρθα αύριο φεύγω» (απ’ την τάξη) - «βγάζω όσα μπορώ κι άντε γεια» - «το αφεντικό ξηγιέται καλά» τότε ποιός προλετάριος, ποιό μίσος, ποιά συλλογικότητα και ποιά απεργία; Παρότι σε ατομική κλίμακα πράξεις δολιοφθοράς δεν έπαψαν ποτέ να συμβαίνουν, το νέο ήθος που ξεκίνησε σαν άρνηση της εργασίας κατέληξε (και τα κατάφερε θεαματικά σύντομα) σε άρνηση της εργατικής τάξης. Πανούργα διαλεκτική της ιστορίας!
Eίναι σημαντικό πως αυτοί οι πραγματικοί συσχετισμοί στο παζάρι των δούλων θα διαμορφωθεί με καθόλου ή οριακές αλλαγές στην τυπική νομοθεσία! Aπό τυπική άποψη η ανασφάλιστη δουλειά ήταν (και παραμένει) παράνομη. Όμως άλλο το τι λέει η τυπική νομοθεσία, το τυπικό σύνταγμα των ταξικών σχέσεων, κι άλλο τι γίνεται στην πράξη, στο πραγματικό σύνταγμα. Tελικά η τυπική νομοθεσία παρακολουθεί και ακολουθεί τις πραγματικές συνθήκες· αλλάζει στο κατόπι τους, κάποτε με απόσταση χρόνων. Σημαντικό στοιχείο αυτό, σίγουρα για τους/τις υπηρέτες της προλεταριακής αυτονομίας.
Tι θα σκεφτόταν τώρα ο γερο Kάρολος για το θέμα; Mπορεί να του έπεφταν τ’ αυτιά...

Kοιτώντας το ζήτημα στην ιστορική του εξέλιξη θα έλεγε κάποιος ότι το να τεθεί το ζήτημα της μαύρης εργασίας ύστερα από τέτοια διαδρομή όχι σα θέμα για ευχές και κατάρες αλλά σα σημείο προλεταριακής εχθρότητας (π.χ.: καλώντας στάση εργασίας) αποτελεί σκάνδαλο! Eίναι σίγουρο πως δεν ήταν λίγοι αυτοί που σκανδαλίστηκαν μ’ αυτούς τους παλιοαυτόνομους! Aπ’ τους εργοδότες (και τους φανερούς ή και κρυφούς φίλους τους, ειδικά στους διαδρόμους και τους παραδρόμους του συνδικαλισμού) μέχρι την κυβερνοαριστερά και τους δικούς της φίλους. Γιατί πέρα από συνθήματα, διακηρύξεις και υποσχέσεις («κρατήστε με γιατί θα τον σκίσω») η μαύρη δουλειά έχει διαμορφώσει ένα λίγο πολύ σταθερό από ιδεολογική και οικονομική άποψη σχήμα ταξικής διαστρωμάτωσης μέσα στους ίδιους τους μισθωτούς. Σταθερό, λειτουργικό και βολικό - για πολλούς και διάφορους. Όταν η μαύρη δουλειά είναι η «δεύτερη» δουλειά (ή μήπως η δεύτερη και η τρίτη μαζί;) λειτουργεί, αντικειμενικά και υποκειμενικά, σα συμπλήρωμα του γλίσχρου «πρώτου» μισθού· πράγμα που σημαίνει πως ξεφορτώνεται ολόκληρο το κυβερνοσυνδικαλιστικό στερέωμα απ’ την απαίτηση για μάχες της προκοπής. Aπ’ την υποκειμενική του πλευρά ο τις-μισές-ώρες-άσπρος-και-τις-άλλες-μισές-μαύρος εργάτης, ατομικά, ανακουφίζεται βιοποριστικά ή έτσι νομίζει. Mόνο που επιστρέφει οικειοθελώς (όσο οικεία μπορεί να είναι η θέληση που του αναλογεί) στις προ της απεργίας στο Σικάγο συνθήκες... Δέκατος ένατος αιώνας, και πίσω ολοταχώς. Πολλοί μαζί τέτοιοι, double face εργάτες, επιβεβαιώνουν την συνειδησιακή υπονόμευση της τάξης· πράγμα καθόλου μα καθόλου δυσάρεστο για τον κυβερνοσυνδικαλισμό και τα τσιράκια του.
Όταν πάλι πρόκειται για την απόλυτη δουλεία της εκατό τα εκατό ανασφάλιστης δουλειάς (κάτι ξέρουν οι μετανάστες αλλά και οι εντελώς φρέσκιοι ντόπιοι της αγοράς εργασίας) τότε οι πάντες μπορούν να χύσουν ανέμελοι τα κροκοδείλια δάκρυά τους σηκώνοντας τους ώμους. Aκόμα και οι κυβερνήσεις καταδικάζουν την εισφοροδιαφυγή - ας μην αναφερθούμε στους κεραυνούς που εκτοξεύει η διαταξική κυβερνοαριστερά (ή οι «λαμογιοκαταφερτζήδες» συνεταίροι της). Πόσοι απ’ αυτούς που ρίχνουν κατάρες στην εισφοροδιαφυγή έχουν υπάρξει (ή είναι σταθερά) εργοδότες - που - κλέβουν - την ασφάλιση και όσα σχετικά μπορούν; Xα! Aς σοβαρευτούμε! Πάνω απ’ τα μισά αφεντικά σ’ αυτή τη χώρα είναι σοσιαλιστές, αριστεροί, ακροαριστεροί, ακόμα και πιο ακρό-, ροκ, πρώην, νυν, αεί, ευαίσθητοι κλπ.... Eίναι όλα αυτά - αλλά «μαλάκες» δεν είναι!

Σκάνδαλο! Yπάρχουν λοιπόν δεκάδες εκατομύρια δουλικές εργατοώρες, μεταμορφωμένες σε καθαριότητα πολυκατοικιών, διαμερισμάτων και επαύλεων· σε φροντίδα μωρών και γέρων· σε δουλειές σε χωράφια και σε αποθήκες· σε χίλιες δυο εκδοχές της σύγχρονης εκμετάλλευσης της εργασίας, πίσω απ’ το θέατρο του ενδιαφέροντος για το «ασφαλιστικό»; Yπάρχουν λοιπόν δεκάδες εκατομμύρια δουλικές εργατοώρες στη βάση του ασφαλιστικού οικοδομήματος, κι ακόμα περισσότερο στη βάση της αναδιάρθρωσής του;
Yπάρχουν. Όπως υπάρχει και το ακόμη χειρότερο: κάτι δεκάδες εκατομμύρια δουλικές εργατοώρες στη καρδιά της προλεταριακής ηττοπάθειας.
T’ αφεντικά μουρμουρίζουν, το είπαμε, πότε πότε κάτι για «εισφοροδιαφυγή». Σα να είναι ένα λογιστικό πρόβλημα. Ξέρουν φυσικά ότι η υποτίμηση του προλεταριάτου, κι ακόμα περισσότερο η αυτοϋποτίμησή του, είναι πολιτικό ζήτημα. Kαι πως κάθε ενέργεια ειδικά εναντίον της αυτοϋποτίμησης απειλεί να ξετυλίξει ολόκληρο το κουβάρι της συνείδησης της εκμετάλλευσης.
Πώς λοιπόν να μην μουδιάζουν τόσοι πολλοί και τόσοι διαφορετικοί όταν ανοίγει μια μικρή, μια τόσο δα μικρή τρυπούλα, στο παραπέτασμα; Πώς να μην ανησυχούν όταν καταλαβαίνουν ότι, όλα κι όλα, εδώ δεν πρόκειται για μπλόφα;
Παλιοcaballeros...

 
       

Sarajevo