sarajevo

Οι φάλαγγες της μαύρης τάξης

το πλαίσιο

Οι πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Αν δεν υπήρχε ο στρατηγός εν αποστρατεία Σόλων Γκίκας να βοηθήσει, ως υπουργός Δημοσίας Τάξεως, αμφιβάλλω αν θα  μπορούσε να κρατηθεί η κατάσταση. Γιατί η κυβέρνηση δεν είχε θέσει ακόμα κάτω από τον έλεγχό της τον στρατό. [1Γεώργιος Ι. Ράλλης, Πολιτικές εκμυστηρεύσεις 1950-1989: αποκαλυπτικές μαρτυρίες για κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ζωής, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1990, σελ 178.

Στη μέχρι τώρα εξιστόρηση δεν έχει συμπεριληφθεί μια σημαντική όψη του ακροδεξιού φαινομένου στην μεταπολίτευση: τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την επάνοδο της δημοκρατίας. Όχι, όμως, από αστοχία· ούτε από αμέλεια. Όποιος και όποια παρακολουθεί όσα έχουμε γράψει μέχρι εδώ, δικαιολογημένα θα μπορούσε να έχει σχηματίσει την εξής -λανθασμένη τελικά- εντύπωση για τον φασισμό της πρώιμης μεταπολίτευσης: ότι ήταν μια υπόθεση κάποιων περιθωριακών περιοδικών, μερικών δεκάδων στελεχών, κάποιων ύποπτων διασυνδέσεων μεταξύ ελλήνων και ιταλών παρακρατικών και μιας ακατάληπτης αλληλουχίας ονομάτων και οργανώσεων. Ότι, γενικά, ήταν μια παροδική νέφωση που αιωρήθηκε για κάποια χρόνια πάνω από τις ηλιόλουστες επιφάνειες της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής καλοκαιρίας. Στην καλύτερη ένα ιδεολογικό “υπόλειμμα” της επταετίας και στη χειρότερη ένα φαινόμενο εξοβελισμένο στο κοινωνικό περιθώριο. Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν καθόλου έτσι.
Μέσα από τις οχτώ προηγούμενες αναφορές προσπαθήσαμε να ξετυλίξουμε το νήμα μίας μόνο όψης της μεταπολιτευτικής ακροδεξιάς και των ιστορικών εκδοχών που αυτή έδειξε. Συγκεκριμένα το νήμα που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον ελληνο-ιταλικό άξονα, δηλαδή γύρω από την στενή πολιτική και οργανωτική συνάφεια των ελλήνων και των ιταλών φασιστών. Κάποια στιγμή το νήμα αυτό κόπηκε και σχημάτισε την δική του διαδρομή, χωρίς ποτέ, βέβαια, να λησμονήσει τις γενέθλιες αναφορές του. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για μία εξιστόρηση που δεν προχώρησε, παρά ελάχιστα, στη στενή περιγραφή του ιστορικού γεγονότος: στην εμπρόθετη δράση των υποκειμένων και στο ιστορικό συμβάν. Αυτό θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μέσα από τα τρία επόμενα τεύχη: αντλώντας στοιχεία κυρίως από τον Τύπο της εποχής θα εστιάσουμε σε κάποιες δυναμικές ενέργειες των ελλήνων φασιστών την περίοδο 1975-1979 που είχαν μια κάποια “κοινωνικότητα”. Προηγουμένως, όμως, θα πρέπει να δούμε το πλαίσιο της περιόδου που θα εξιστορήσουμε.

Είναι γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων φασιστών της πρώιμης μεταπολίτευσης ήταν γνήσια τέκνα της χούντας και των πολιτικών της διευθετήσεων μέσα στον στρατό, στα φασιστικά σωματεία, στις δημόσιες υπηρεσίες και στον σκαιό αντικομμουνιστικό αγώνα. Με την διάλυση του χουντικού μηχανισμού - έργο που όπως έχουμε δείξει διήρκεσε πολλά χρόνια δίχως εν τέλει να αποπερατωθεί - και την φυλάκιση των “πρωταιτίων” διάφοροι φασίστες και παρακρατικοί εύλογα έμειναν δίχως την πολιτική στήριξη που είχαν αποκομίσει μέσα στην επταετία. Αυτή η αδράνεια έσπρωξε κάποιους απ' αυτούς στην “αγκαλιά” άλλων, νεότερων παρακρατικών γραναζιών και οι οποίοι φημολογείται ότι από την επόμενη της πτώσης της χούντας άρχιζαν να εκκολάπτονται μέσα στο κέντρο εκπαίδευσης ειδικών δυνάμεων στο Μεγάλο Πεύκο, μια διαχρονική φωλιά φασιστών έως και σήμερα. 
Εν τω μεταξύ οι όποιες “ιδέες” κουβαλούσαν οι εν λόγω φασίστες, μπορεί να κατοικούσαν μέσα σε κεφάλια που βρισκόταν στην ελλάδα, ήταν όμως εντελώς ασύμβατες με το νέο πνεύμα που καλούνταν να παίξει η ανανεωμένη ακροδεξιά πανευρωπαϊκά, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν τα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα επιχείρησαν την ανάκτηση της χαμένης πολιτισμικής ηγεμονίας τους από την αριστερά και άρχιζαν να καταγράφουν εκλογικές επιτυχίες τη μία μετά την άλλη, [2Βλ. ενδεικτικά Britta Schellenberg, Δεξιός εξτρεμισμός και ακροδεξιά τρομοκρατία στη Γερμανία και Michael Minkenberg, Η ευρωπαϊκή άκρα δεξιά και η εχθρότητα κατά των ξένων σε Ανατολή και Δύση, τα οποία περιέχονται στο συλλογικό Ralz Mezer & Sebastian Serafin (επιμ.), Ο Δεξιός Εξτρεμισμός στην Ευρώπη, Πόλις, Αθήνα 2014.] οι έλληνες ομοϊδεάτες τους παρέμεναν κυριολεκτικά στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αυτή η περιθωριοποίηση διαμόρφωσε, άλλωστε, τα ιδεολογικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του ντόπιου ακροδεξιού φαινομένου για πολλά χρόνια, τα οποία κινήθηκαν κυρίαρχα ανάμεσα σε μια «παλαιάς κοπής» αντικομμουνιστική ρητορεία, από τη μία, και σε μια “πεζοδρομιακή”, υποκοσμιακή και ενίοτε εξτρεμιστική πολιτική συμπεριφορά, από την άλλη.
Μέσα στην πενταετία 1974-1979, λοιπόν, συγκροτείται μια πολύ συγκεκριμένη περίοδος για την πρόσφατη ιστορία της ελληνικής ακροδεξιάς. Η περίοδος αυτή ξεχειλίζει από έναν γενικευμένο εξτρεμισμό των φασιστών, γεγονός που μαρτυρά την τεχνική εγρήγορση στην οποία αυτοί βρίσκονταν. Στην ουσία μεταφερόμαστε σε ένα ρευστό πολιτικό σκηνικό, όπου η διάχυτη υποψία μιας εκ νέου εμπλοκής του στρατού στη δημόσια σφαίρα αιωρείτο σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από την πολιτική πραγματικότητα των ημερών. Ένας διπλωμάτης του ελληνικού κράτους (ο οποίος διετέλεσε και υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ στην πρώτη κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1974), περιγράφει την κατάσταση ως εξής:

Υπήρχε και η πληροφορία ότι ο Λαδάς - που βρισκόταν στην Τζια με τους άλλους τέσσερις (σ.σ. εννοεί τους Παπαδόπουλο, Παττακό, Μακαρέζο και Ρουφογάλη) - είχε πολλούς οπαδούς και προσπάθησε, προτού συλληφθεί, να σχηματίσει μερικές τρομοκρατικές ομάδες με σκοπό να γίνουν φόνοι, εμπρησμοί και ανατινάξεις. Κανείς δεν ήταν βέβαιος αν οι ομάδες αυτές υπήρχαν ή είχαν διαλυθεί. [3Άγγελος Βλάχος, Αποφοίτηση 1974: 25 Ιουλίου – 17 Νοεμβρίου, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2001, σελ. 148.]  Και κάπου αλλού:
Μέσα στο κλίμα της ανησυχίας και των επίμονων διαδόσεων ήρθε ένα πρωί στο γραφείο μου ανήσυχος ο Λεωνίδας Κύρκος. Με βεβαίωσε ότι οι στρατιωτικοί ετοιμάζουν κίνημα και θα κατεβάσουν τεθωρακισμένα από την επαρχία. Οι πληροφορίες του, είπε, είχαν διασταυρωθεί. [4Άγγελος Βλάχος, ό.π., σελ 122.

Βέβαια, το γεγονός ότι η μεταβίβαση της εξουσίας συντελέστηκε δίχως να ξεσπάσει εμφανής και εκτεταμένη λαϊκή δυσαρέσκεια ή/και βία μέσα στην κοινωνία ή ανάμεσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές, στρατιωτικές και πολιτικές ομάδες, δείχνει ότι ουσιαστικά η περίφημη “μεταπολίτευση” ξεκίνησε σαν ένα πείραμα που ένας στενός κύκλος ιθυνόντων της κρατικής εξουσίας, έχοντας σαν πρώτη φροντίδα και μέριμνα την διατήρηση της ουσίας του συντηρητικού δεξιού καθεστώτος, προσπάθησε να περάσει τον έλεγχο του κυβερνητικού μηχανισμού από το ένα χέρι στο άλλο. Και για να είμαστε συνεπείς πρέπει να παραδεχτούμε ότι τα κατάφερε. Αυτή η “αλλαγή βάρδιας” στην εξουσία οπωσδήποτε δεν συντελέστηκε αυτόματα. Μια απλή ματιά στην πρώτη κυβέρνηση εθνικής ενότητας που συγκροτήθηκε στις 23 Ιουλίου 1974 από τον Κ. Καραμανλή και τον Γ. Μαύρο μας δείχνει, άλλωστε, ότι περιλαμβάνει σε καίριες θέσεις πολιτικούς που είχαν συνεργαστεί ή είχαν ανοίξει διάλογο με την δικτατορία. Οι άνθρωποι αυτοί εξασφάλισαν την ελεγχόμενη από τα πάνω μετάβαση στον κοινοβουλευτισμό και περιόρισαν τις συνέπειες της σύγκρουσης μέσα στον κρατικό μηχανισμό της δεξιάς. [5Ιωάννα Καυταντζόγλου, Πολιτικός λόγος και ιδεολογία: οι εκλογές της Μεταπολίτευσης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1979, σελ. 61.] Ο διπλωμάτης Δ. Μπίτσιος, ένας από τους κυριότερους κατασκευαστές της χουντικής εξωτερικής πολιτικής τοποθετήθηκε στο υπουργείο  εξωτερικών, ο Σόλωνας Γκίκας, πρώην αρχηγός του ΙΔΕΑ πήρε το υπουργείο εθνικής άμυνας και ο Ε. Αβέρωφ το δημόσιας τάξης.

η πενταετία 1974-1979

Η πρώτη περίοδος της ελληνικής ακροδεξιάς πέρα από τους κομματικούς και εκδοτικούς σχηματισμούς που συναντήσαμε, βρίθει από μερικές δεκάδες οργανωμένους πυρήνες που εμφανίζουν κάποια ιστορικά γνωρίσματα της παρακρατικής δράσης: μία στενή συνάφεια με τον στρατό και τους μηχανισμούς του, ένα αντικομμουνιστικό-αντιεργατικό μένος και μία σχετική “αυτοτέλεια” απέναντι στους επίσημους διοικητικούς θεσμούς. Οι πυρήνες αυτοί ήταν κάτοχοι της απαραίτητης τεχνογνωσίας που απαιτούνταν για εμπρηστικές ενέργειες και φαίνεται ακόμη ότι διατηρούσαν μία αυστηρή οργανωτική δομή, προϋπόθεση που μας εμποδίζει να μιλήσουμε για περιπτωσιολογική παρακρατική δράση ή για μεμονωμένους φασίστες που δρούσαν ατομικά. Αντίθετα, μας υποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συντονισμένο και βαθιά ριζωμένο σχέδιο μιας φράξιας των ενόπλων δυνάμεων και της δημόσιας τάξης.
Κατά δεύτερον, οι οργανωμένοι αυτοί παρακρατικοί πυρήνες φαίνεται ότι ασκούσαν παράλληλα μια δεξιά αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία όμως δεν εκτυλισσόταν στα στενά πλαίσια της διαμάχης στο εσωτερικό της συντηρητικής παράταξης. Αντίθετα, διεκδικούσε τη δημόσια παρουσία, τα δημόσια νοήματα, τις δημόσιες εγγραφές. Τούτο υποδεικνύει αφενός η συστηματική ασχολία στελεχών της νδ με τη διαρροή ψήφων προς τα δεξιά, αφετέρου η έντονη πολεμική που συνόδευε τις προκηρύξεις των φασιστών και η οποία στρεφόταν συχνά κατά της συμφιλιωτικής πολιτικής της κυβέρνησης και πιο συγκεκριμένα του τότε πρωθυπουργού. Επομένως έχουμε να κάνουμε με μια παρακρατικά συντονισμένη “δεξιά αντιπολίτευση” που διεκδικούσε τη δημόσια ορατότητα και προετοιμαζόταν για μια ευθεία πολιτική σύγκρουση όχι μόνο με τους κομμουνιστές αλλά και με τους νομιμόφρονες κρατικούς λειτουργούς και τους πολίτες του δημοκρατικού εθνικόφρονος χώρου . Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με έναν - ας μας επιτραπεί η έκφραση - “εμφύλιο χαμηλής έντασης”.

Ένα κάπως διαφορετικό αλλά εξόχως σημαντικό χαρακτηριστικό που παρουσίαζε ο ακροδεξιός χώρος της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου ήταν οι σχέσεις που διατηρούσε με τα γειτονικά στρατιωτικά καθεστώτα. Στις σχέσεις μεταξύ ελλήνων και ιταλών ή ισπανών φασιστών έχουμε ήδη πολλάκις αναφερθεί. Ενδιαφέρον, πάντως, έχει η σχέση που διατηρούσαν κάποιοι έλληνες φασίστες με το στρατιωτικό καθεστώς της Λιβύης και συγκεκριμένα με το καθεστώς της Τζαμαχαρίγια του Μουαμάρ Καντάφι. Το βιβλίο του Κώστα Πλεύρη “Γεγονότα 1965-1977” μπορεί να γίνει μια καλή πηγή πληροφόρησης, αρκεί να διαβαστεί με μεγάλη προσοχή λόγω του γεγονότος ότι ο συγγραφέας του επιδίδεται στην συστηματική αλλοίωση ιστορικών γεγονότων. Ένας άλλος κύριος του γνωστού είδους, ο τέως χωροφύλακας Αλέξανδρος Δρέμπελας αναφέρει ότι η ΚΥΠ  ήταν ενήμερη για την παρουσία 2000 ανταρτών εκπαιδευμένων σε στρατόπεδα της Λιβύης και της Τσεχοσλοβακίας, έτοιμων να επέμβουν για την αποκατάσταση της τάξης στο όνομα του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε περίπτωση που εμφανιστεί απόπειρα στρατιωτικών για ένοπλη απομάκρυνσή του από την εξουσία κατά τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης. [7Το βιβλίο του Δρεμπέλα (1924 - ) έχει τον χαριτωμένο τίτλο “ο θρήνος του χωροφύλακα” και για να το διαβάσει κανείς πρέπει να πάει μέχρι το αναγνωστήριο της εθνικής βιβλιοθήκης. Εκδόθηκε το 1999 από τον ίδιο και εξιστορεί το σώμα της ελληνικής χωροφυλακής μέσα στον 20ο αιώνα και τις διασυνδέσεις που ανέπτυξε με την πολιτική εξουσία. Ο Δρεμπέλας “θρηνεί” επειδή το “σώμα” καταργήθηκε και έτσι αφαιρέθηκε από την ελλάδα το πρεστίζ που της παρείχαν οι έλληνες χωροφύλακες. Κατά τα λοιπά, εκτός από στήριγμα για το τραπέζι, το βιβλίο μπορεί να χρησιμεύσει σαν μια καλή δεξαμενή ονομάτων φασιστών.]
Γνωστά, πάντως, είναι τα ονόματα και άλλων αξιωματικών της χούντας οι οποίοι, όπως μας δείχνει ο Γιώργης Κρεμμυδάς, [8Γ. Θ. Κρεμμυδάς, Οι άνθρωποι της χούντας μετά την δικτατορία, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1984.] είχαν δημιουργήσει σχέσεις με αξιωματικούς του λιβυκού στρατού, όπως οι Στειακάκης και οι επονομαζόμενοι “κανταφιστές” Μιχάλης Σοφηκίτης, Γιώργος Τζούλιας, Γιάννης Μανουσάκης και Γιάννης Καλογερόπουλος. Κάποιοι από αυτούς μετά την πτώση της χούντας διέφυγαν στην Λιβύη. Την πιο γνωστή μεταξύ αυτών περίπτωση αποτελεί ο Ντασκουρέλος, ηγετικό στέλεχος των “αλκίμων” [9Φασιστική οργάνωση νεολαίας, αντίγραφο της ΕΟΝ, η οποία φτιάχτηκε μέσα στην Χούντα και τέθηκε υπό την εποπτεία του Κώστα Πλεύρη, δίχως ποτέ να καταφέρει να γίνει μαζική. “Άλκιμοι” ονομαζόταν επίσης η νεολαία της μεσοπολεμικής φασιστικής οργάνωσης Εθνική Ένωσις Ελλάς, γνωστότερη ως ΕΕΕ.] και φερόμενος ως δράστης - μαζί με τον επίσης φυγά στη λιβύη, Δημήτρη Ναστούλη [10Οι φήμες που ακολουθούν το όνομά του είναι πάμπολλες. Κάποιες εξ αυτών (π.χ. Κώστας Τσαρούχας, Η “Νέα Τάξη” και το χειρόγραφο Ναστούλη, περ. Επίκαιρα, τχ. 341, Φεβρουάριος 1975, σελ. 18 επ.) τον θέλουν να ήταν το βασικό πρόσωπο πίσω από την οργάνωση “Νέα Τάξη”, κάτι το οποίο είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί καθώς ουδέποτε μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν ή κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε αυτή. Περισσότερα για τον Ναστούλη σε ένα από τα επόμενα τεύχη.] - της απόπειρας δολοφονίας κατά δύο φοιτητών της ανώτατης βιομηχανικής σχολής μπροστά στο πολυτεχνείο, τον Ιανουάριο του 1975, περιστατικό που θα εξιστορήσουμε διεξοδικά σε κάποιο από τα επόμενα τεύχη. [11Παλλαϊκή απόκρουση των φασιστικών επιθέσεων: ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, εφημ. Ριζοσπάστης, φ. 108, 29-01-1975.]

Εν τω μεταξύ, πολλοί από τους ανθρώπους της χούντας, ένστολοι και μη, μολονότι επιχείρησαν να μείνουν στην αφάνεια τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, συνέχισαν να απασχολούν την δημοσιότητα για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς, ο Ιπποκράτης Σαβούρας, βουλευτής με το τότε κυβερνόν κόμμα της ΝΔ συνελήφθη στις 10 Ιανουαρίου 1976. Σε δελτίο τύπου που εξέδωσε η αστυνομία ανακοινώθηκε ότι βρέθηκε στο σπίτι του κρυμμένο οπλοστάσιο που αποτελείτο από δύο αυτόματα, ένα τουφέκι, ένα περίστροφο, δύο πιστόλια, τρεις χειροβομβίδες “ΜΙΛΣ”, σιγαστήρες, φυσίγγια και ποσότητα δυναμίτιδας. Τα ευρήματα, τα οποία αποδόθηκαν στην κατοχή ομάδας φιλοβασιλικών αποστράτων που προετοίμαζε σχέδιο έκτακτης ανάγκης και στην οποία μετείχε ο Σαββούρας, κρίθηκαν σημαντικά. Ο ίδιος με επιστολή του στο “Βήμα” αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή και διατυμπάνισε την προσήλωσή του στα δημοκρατικά ήθη. Λίγες μέρες αργότερα διαγράφηκε από την δεξιά παράταξη με συνοπτικές διαδικασίες. [12Αναζητούνται και άλλα όπλα και ερευνάται και η ανάμιξη ετέρων στην απόκρυψη, εφημ. Μακεδονία, 13-01-1976, σελ. 6.]
Την ίδια περίοδο περίπου, συγκεκριμένα στις 14 Σεπτεμβρίου 1976, σε ταράτσα πολυκατοικίας στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 51 στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε βαλίτσα που περιείχε αυτόματα όπλα, περίστροφα, χειροβομβίδες και σφαίρες. Ιδιοκτήτης της βαλίτσας ήταν ο γνωστός “κανταφιστής” απόστρατος αξιωματικός Στειακάκης, ο οποίος συνελήφθη την ίδια μέρα στο διαμέρισμά του στην οδό Ευσταθίου 47 στην Αθήνα. Όπως διαβάζουμε στο φύλλο της εφημερίδας “μακεδονία” που κυκλοφορεί την επόμενη μέρα “ο Στειακάκης την 10η Αυγούστου 1975, όταν είχε εκδοθεί η απόφαση του διαρκούς Στρατοδικείου, είχε κηρυχθεί παμψηφεί αθώος”. Στις 22 Οκτώβρη του ίδιου έτους αφήνεται και πάλι ελεύθερος.

στάση πρώτη: η κηδεία του Ευάγγελου Μάλλιου

Το Δεκέμβριο του 1976 δολοφονείται από τρομοκράτες ο αστυνόμος Ευάγγελος Μάλλιος, που κατηγορείτο για βασανιστής. Η ημέρα της κηδείας του γίνεται η αφορμή για την πρώτη μαζική συγκέντρωση αντικαραμανλικών δυνάμεων της εθνικής παρατάξεως στον χώρο του πρώτου νεκροταφείου. Περισσότεροι από τρεις χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται εκεί γεμάτοι αγανάκτηση για το κλίμα τρομοκρατίας και διωγμών που έχει καλλιεργηθεί από τις δυνάμεις της μεταπολιτεύσεως αρχής γενομένης από την “δεξιά” Νέα Δημοκρατία μέχρι την Αριστερά. Στο χώρο της κηδείας σπεύδουν και δημοσιογράφοι των εφημερίδων που από τους περισσότερους εθεωρούντο ένοχοι για το δυσμενές κλίμα που είχε δημιουργηθεί εις βάρος των εθνικιστών, αφού με τα δημοσιεύματά τους ήσαν εκείνοι που καλλιεργούσαν αυτό το κλίμα της υστερίας. Όπως ήταν φυσικό ένα μέρος του λαού ευρισκόμενο, μέσα σε καθεστώς συναισθηματικής φορτίσεως και οργής, κινείται εναντίον τους και τους κακοποιεί. [13Απόσπασμα από το βιογραφικό σημείωμα του Ν. Μιχαλολιάκου στο ανενεργό από το 2012 site www.xrushaugh.wordpress.gr]

Η 16η Δεκεμβρίου 1976 πρέπει να θεωρηθεί ημερομηνία-σταθμός για την «κινηματική» συγκρότηση της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Σημαίνοντα στελέχη του τότε και του νυν φασιστικού χώρου παραυρέθηκαν στην κηδεία του δολοφονηθέντα από την 17 Νοέμβρη βασανιστή της χούντας, Ευάγγελου Μάλλιου. Όπως αντλούμε από δημοσιεύματα του τύπου της εποχής, το κλίμα ήταν ήδη από το πρωί της επομένης της δολοφονίας, φορτισμένο και στα πηγαδάκια των φασιστών υπήρχε η διάθεση να δοθεί ένα ισχυρό μήνυμα απάντησης. Στο άκουσμα της πληροφορίας της δολοφονίας του Μάλλιου, περίπου πεντακόσιοι αστυνομικοί ντυμένοι με πολιτικά και κρατώντας το περιβραχιόνιο στο χέρι, προερχόμενοι από διάσπαρτα αστυνομικά τμήματα της πόλης, έκαναν πορεία στο κέντρο της Αθήνας. Από το πρωί της 16ης αγανακτισμένοι-πολίτες-του-γνωστού-είδους άρχιζαν να συρρέουν στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου και θα ταφόταν ο νεκρός. Η εφημερίδα ριζοσπάστης κάνει λόγο για συγκέντρωση 1000 ατόμων ενώ οι ίδιοι οι παρευρεθέντες μιλούν για 3000. [14Έτσι ο Νίκος Μιχαλολιάκος στο βιογραφικό σημείωμα που είχε αναρτήσει στον πλέον ανενεργό ιστότοπο www.xrushaugh.org] Φωνάζοντας συνθήματα όπως “ο Φλωράκης στο Γουδί κι ο Καραμανλής μαζί” [15εφημ. Μακεδονία (17-12-1976), “Ωμή πρόκληση των χουντικών”.], “Θα βρει την λύση ο στρατός” κ.ά., το συγκεντρωμένο πλήθος διασαφήνισε ότι βρισκόταν στον χώρο με άγριες διαθέσεις. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε όταν ο “θεωρητικός της χούντας” Γεωργαλάς εκφώνησε τον επικήδειο λόγο. Ακολούθησαν οι τέως υπουργοί της χούντας Μίχαλος και Αγαθαγγέλου. Μεταξύ άλλων, από το συγκεντρωμένο πλήθος ακούστηκε το τραγούδι που κάνει τη σπουδαία ιστορική προσφορά και το παραθέτει ο ριζοσπάστης στο φύλλο της 17-12-1976: Πάρτε τα όπλα, σκοπός μας η νίκη, βγείτε στους δρόμους και είναι καιρός. Αναρχικοί φονιάδες μπολσεβίκοι ο θάνατός σας θα είναι σκληρός.

Με το τέλος της κηδείας, γύρω στις δύο το μεσημέρι, μερικές δεκάδες άτομα από το συγκεντρωμένο πλήθος, αφού επιτέθηκαν σε εννιά δημοσιογράφους τραυματίζοντας κάποιους απ' αυτούς σοβαρά (Γιάννης Φάτσης, Γιάννης Δημαράς, Χρήστος Οικονόμου και Γιώργος Κρεμμυδάς), ξεκίνησε πορεία από το α' νεκροταφείο και συνέχισε στη λεωφόρο Αμαλίας και από εκεί στην οδό Σταδίου, για να καταλήξει στον διαχρονικό προορισμό, στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, όπου και η αστυνομία έκανε κάποιες συλλήψεις για τις επιθέσεις στους δημοσιογράφους. Δύο μέρες αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου, οδηγήθηκαν να δικαστούν στο αυτόφωρο τέσσερα άτομα με την κατηγορία της βαριάς σωματικής βλάβης. Ήταν η δεκαοχτάχρονη κόρη του βασανιστή της χούντας Μαρία Γκόρου, ο τότε φοιτητής της κτηνιατρικής σχολής, Γιώργος Μουστάιρας, ο δεκαεννιάχρονος μαθητής Γ. Μάνος και ο ανήλικος Γ. Ροϊδοδήμος, γιος του γνωστού χουντικού “σταγονίδιου” Γιάννη Ροϊδοδήμου. Ο νεαρός τότε φοιτητής του μαθηματικού, Νίκος Μιχαλολιάκος, προσάγεται αλλά δεν οδηγείται στο ακροατήριο.
Την ίδια μέρα το βράδυ ομάδα φασιστών επιτέθηκε με “καπνογόνο βόμβα” στα γραφεία του κκε εσωτερικού στα Πετράλωνα. Το βράδυ της επομένης, προκηρύξεις που βρέθηκαν στον κέντρο της Αθήνας αναλάμβαναν την ευθύνη της επίθεσης για λογαριασμό της οργάνωσης “εσεκ-νέα τάξη”:  “Δεκέμβριος 1944-Δεκέμβριος 1976. Οι μπολσεβίκοι δολοφόνοι δολοφονούν και πάλι. Έλληνες στα όπλα. Αίμα στο αίμα για την άνανδρη δολοφονία”. Σύμφωνα με τον ριζοσπάστη, ο Αριστείδης Καλέντζης, [16Πρόκειται προφανώς για παραδρομή του συντάκτη του άρθρου. Το εν λόγω πρόσωπο που καταζητούνταν από τις αρχές ήταν ο Αριστοτέλης και όχι ο Αριστείδης Καλέντζης.] ο οποίος όπως θα δείξουμε στο επόμενο τεύχος ήταν γνωστός όχι μόνο στις αρχές αλλά και στο ευρύ κοινό που διάβαζε καθεστωτικές εφημερίδες όπως π.χ. την καθημερινή, καταζητούνταν από την αστυνομία για τα επεισόδια στην κηδεία του Μάλλιου, μετά από μήνυση του φωτορεπόρτερ Χρήστου Σαλιώρου. Μια βδομάδα αργότερα, στις 23 Δεκεμβρίου 1976, οδηγήθηκαν στον ανακριτή κατηγορούμενοι για σωματικές βλάβες ο είκοσι ενός ετών τότε Νίκος Μιχαλολιάκος, ο Νίκος Λιόλιος, ο εικοσιτετράχρονος φοιτητής Νίκος Σιμωνετάτος και ο Αντώνης Γερονικολός. Μετά από λίγες ώρες και αφού απολογήθηκαν αφέθηκαν ελεύθεροι δίχως να σχηματιστεί δικογραφία εναντίον τους. Ασύλληπτος εν τω μεταξύ παρέμενε ο βασικός ύποπτος οργάνωσης των επιθέσεων και μιας σειράς εμπρησμών, Αριστοτέλης Καλέντζης. [17εφημ. Μακεδονία και Ριζοσπάστης (24-12-1976)]

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ποινική δικαιοσύνη, “ερευνώντας” το ετερόκλητο πλήθος των φασιστών που ξεσάλωσαν την μέρα της κηδείας και μετά, έκρινε ότι υπήρξαν ποινικές ευθύνες ηθικής αυτουργίας της επίθεσης στο πρόσωπο του Γιώργου Γεωργαλά, ο οποίος δήθεν παρακίνησε το εξαγριωμένο πλήθος σε βίαιες συμπεριφορές με το μεστό αντιδημοκρατικό του κήρυγμα. Για τον λόγο τούτο τον έκρινε, μάλιστα, προφυλακιστέο. Η ποινική αντιμετώπιση που του επιφύλασσε αργότερα, βέβαια, ήταν δηλωτική των προθέσεών της να επανορθώσει. Μετά από απανωτά αιτήματα του συνηγόρου του, το Συμβούλιο έκανε δεκτό το αίτημα αντικατάστασης των όρων προσωρινής κράτησης και ο χουντικός “υποκινητής” αποφυλακίστηκε.
Παρά την άμεση αντίδραση της αστυνομίας για την απονομή ευθυνών σχετικά με τα επεισόδια κατά την μέρα της κηδείας του Μάλλιου και μετά, το μένος ορισμένων φασιστικών ομάδων παρέμενε αμείωτο. Μία μέρα μετά τις συλλήψεις που αναφέραμε, στις 24 Δεκεμβρίου 1976, ταχυδρομικό δέμα που περιείχε εκρηκτικό μηχανισμό απεστάλη στα κεντρικά γραφεία του κκε. Στο πάνω μέρος του έγραφε εσοπ (εθνικιστική σοσιαλιστική οργάνωση πανελλήνων) και είχε ζωγραφισμένο το πουλί της χούντας, ενώ στο καπάκι του κουτιού έχει γραμμένο με το χέρι “διά τον ανάνδρως δολοφονηθέντα υπό των αναρχοκομμουνιστών Ευ. Μάλλιον - Θάνατος στους εαμοβούλγαρους - Μεγάλη Ελλάς”. [18Εκρηκτικό μηχάνημα εξερράγη χθες το πρωί στα γραφεία του ΚΚΕ, εφημ. Ριζοσπάστης (25-12-1976)]  Ο ριζοσπάστης εικάζει ότι η οργάνωση εσοπ που ανέλαβε την ευθύνη “δεν πρέπει να είναι άλλη από την παλιότερη εποσπ (εθνική παράταξις οπαδών στρατιωτικής πολιτικής)” δίχως ωστόσο έχει κάποιες αποδείξεις γι’ αυτό.
Μέσα στο ίδιο κλίμα συνεχίστηκαν και οι επόμενες ημέρες πριν και μετά την πρωτοχρονιά του 1977. Στις 24 Ιανουαρίου 1977 για παράδειγμα, επιστολή που περιείχε εμπρηστικό μηχανισμό στάλθηκε στα γραφεία της εφημερίδας αυγή. Την ευθύνη ανέλαβε πάλι η ΕΣΟΠ ως αντίποινα για την δολοφονία του Μάλλιου. Την ίδια μέρα το απόγευμα έγινε δημόσια συγκέντρωση στο κέντρο των Αθηνών μετά το μνημόσυνο του βασανιστή. Μεταξύ των παρευρισκομένων το παρόν έδωσαν διάφοροι γνωστοί φασίστες της εποχής, όπως ο γιος του βιομήχανου Κακκαβά, η σύζυγος Ρουφογάλη Ντέλλα, διάφοροι τραμπούκοι γνωστοί από περιστατικά τρομοκρατίας σε απεργούς της περιόδου και άλλοι πολλοί. Η αστυνομία κάποια στιγμή επενέβη στην συγκέντρωση για να διαλύσει τους συγκεντρωμένους, οι οποίοι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του τύπου ανέρχονταν στα 200-250 άτομα. Συνελήφθησαν ο Νίκος Σιμωνετάτος και ο δεκαεννιάχρονος ιδιωτικός υπάλληλος Μιχαήλ Μιχαλολιάκος. 
Παρά την φαινομενικά σοβαρή ως τότε προσπάθεια της ελληνικής αστυνομίας και δικαιοσύνης να ασχοληθεί στα σοβαρά με την απόδοση ποινικών ευθυνών σχετικά με τα γεγονότα του Δεκέμβρη 1976, ο μέχρι τότε υπ' αριθμόν ένα καταζητούμενος παρέμενε ασύλληπτος. Ήταν προφανές ότι κάπου κρυβόταν. Ένας μύθος είχε ήδη αρχίσει να πλέκεται γύρω από το όνομά του.

(συνεχίζεται)

rupax

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Γεώργιος Ι. Ράλλης, Πολιτικές εκμυστηρεύσεις 1950-1989: αποκαλυπτικές μαρτυρίες για κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ζωής, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1990, σελ 178.
[ επιστροφή ]

2 - Βλ. ενδεικτικά Britta Schellenberg, Δεξιός εξτρεμισμός και ακροδεξιά τρομοκρατία στη Γερμανία και Michael  Minkenberg, Η ευρωπαϊκή άκρα δεξιά και η εχθρότητα κατά των ξένων σε Ανατολή και Δύση, τα οποία περιέχονται στο συλλογικό Ralz Mezer & Sebastian Serafin (επιμ.), Ο Δεξιός Εξτρεμισμός στην Ευρώπη, Πόλις, Αθήνα 2014.
[ επιστροφή ]

3 - Άγγελος Βλάχος, Αποφοίτηση 1974: 25 Ιουλίου – 17 Νοεμβρίου, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2001, σελ. 148.
[ επιστροφή ]

4 - Άγγελος Βλάχος, ό.π., σελ 122.
[ επιστροφή ]

5 - Ιωάννα Καυταντζόγλου, Πολιτικός λόγος και ιδεολογία: οι εκλογές της Μεταπολίτευσης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1979, σελ. 61.
[ επιστροφή ]

6 - Περ. ΑΝΤΙ, τχ. 106, Αύγουστος 1978, σελ. 8 “Το μέγεθος της φασιστικής πρόκλησης και η κυβέρνηση”.
[ επιστροφή ]

7 - Το βιβλίο του Δρεμπέλα (1924 - ) έχει τον χαριτωμένο τίτλο “ο θρήνος του χωροφύλακα” και για να το διαβάσει κανείς πρέπει να πάει μέχρι το αναγνωστήριο της εθνικής βιβλιοθήκης. Εκδόθηκε το 1999 από τον ίδιο και εξιστορεί το σώμα της ελληνικής χωροφυλακής μέσα στον 20ο αιώνα και τις διασυνδέσεις που ανέπτυξε με την πολιτική εξουσία. Ο Δρεμπέλας “θρηνεί” επειδή το “σώμα” καταργήθηκε και έτσι αφαιρέθηκε από την ελλάδα το πρεστίζ που της παρείχαν οι έλληνες χωροφύλακες. Κατά τα λοιπά, εκτός από στήριγμα για το τραπέζι, το βιβλίο μπορεί να χρησιμεύσει σαν μια καλή δεξαμενή ονομάτων φασιστών.
[ επιστροφή ]

8 - Γ. Θ. Κρεμμυδάς, Οι άνθρωποι της χούντας μετά την δικτατορία, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1984.
[ επιστροφή ]

9 - Φασιστική οργάνωση νεολαίας, αντίγραφο της ΕΟΝ, η οποία φτιάχτηκε μέσα στην Χούντα και τέθηκε υπό την εποπτεία του Κώστα Πλεύρη, δίχως ποτέ να καταφέρει να γίνει μαζική. “Άλκιμοι” ονομαζόταν επίσης η νεολαία της μεσοπολεμικής φασιστικής οργάνωσης Εθνική Ένωσις Ελλάς, γνωστότερη ως ΕΕΕ.
[ επιστροφή ]

10 - Οι φήμες που ακολουθούν το όνομά του είναι πάμπολλες. Κάποιες εξ αυτών (π.χ. Κώστας Τσαρούχας, Η “Νέα Τάξη” και το χειρόγραφο Ναστούλη, περ. Επίκαιρα, τχ. 341, Φεβρουάριος 1975, σελ. 18 επ.) τον θέλουν να ήταν το βασικό πρόσωπο πίσω από την οργάνωση “Νέα Τάξη”, κάτι το οποίο είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί καθώς ουδέποτε μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν ή κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε αυτή. Περισσότερα για τον Ναστούλη σε ένα από τα επόμενα τεύχη.
[ επιστροφή ]

11 - Παλλαϊκή απόκρουση των φασιστικών επιθέσεων: ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, εφημ. Ριζοσπάστης, φ. 108, 29-01-1975.
[ επιστροφή ]

12 - Αναζητούνται και άλλα όπλα και ερευνάται και η ανάμιξη ετέρων στην απόκρυψη, εφημ. Μακεδονία, 13-01-1976, σελ. 6.
[ επιστροφή ]

13 - Απόσπασμα από το βιογραφικό σημείωμα του Ν. Μιχαλολιάκου στο ανενεργό από το 2012 site www.xrushaugh.wordpress.gr
[ επιστροφή ]

14 -  Έτσι ο Νίκος Μιχαλολιάκος στο βιογραφικό σημείωμα που είχε αναρτήσει στον πλέον ανενεργό ιστότοπο www.xrushaugh.org
[ επιστροφή ]

15 - εφημ. Μακεδονία (17-12-1976), “Ωμή πρόκληση των χουντικών”.
[ επιστροφή ]

16 - Πρόκειται προφανώς για παραδρομή του συντάκτη του άρθρου. Το εν λόγω πρόσωπο που καταζητούνταν από τις αρχές ήταν ο Αριστοτέλης  και όχι ο Αριστείδης Καλέντζης.
[ επιστροφή ]

17 - εφημ. Μακεδονία και Ριζοσπάστης (24-12-1976)
[ επιστροφή ]

18 - Εκρηκτικό μηχάνημα εξερράγη χθες το πρωί στα γραφεία του ΚΚΕ, εφημ. Ριζοσπάστης (25-12-1976)
[ επιστροφή ]

19 - Πρόκειται για τον τρίτο αδερφό του φύρερ της γνωστής συμμορίας. Εφημ. Ριζοσπάστης (25-1-1976)
[επιστροφή ]

κορυφή