sarajevo

μια εποχή στην κόλαση

... Ήταν τόσες πολλές οι λιποταξίες απ’ τα δύο μέτωπα που είχαν καταρρεύσει, τόσες πολλές οι περιπτώσεις ριψάσπιδων ή απλώς “δειλών” αλλ’ αποφασισμένων να μη θυσιάσουν ούτε μια σταγόνα απ’ το αίμα τους, ούτ’ ένα δευτερόλεπτο απ’ τη ζωή τους για την πατρίδα, την οποία πουτάνα την ανέβαζαν, γαμιόλα την κατέβαζαν, - το σύνθημα που επικρατούσε σ’ όλες της γραμμές ήταν: “Μόνο οι πατριδοκάπηλοι δεν είναι δειλοί, δώστε στην πατρίδα του θανάτου το φιλί” -, ώστε, έπειτ’ απ’ την πρώτη απορία, διαμαρτυρία κι αγανάχτηση του άμαχου πληθυσμού που καταβάθος ένιωθε μια ανείπωτη αγαλλίαση μπροστά σ’ αυτή την ηθική ανατροπή, το ρίξανε όλοι στο καλαμπούρι κι άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα βλάσφημα ανέκδοτα που περνούσαν όλη την Ιστορία και τους δαφνοστεφείς πρωταγωνιστές της γενεές δεκατέσσερεις και προκαλούσαν με τις εύστοχες κι ωμές περιγραφές τους ακατάσχετα γέλια. Εκείνες τις ώρες πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά η μετάβαση απ’ τον έναν ιστορικό κύκλο στον άλλο, αμετάκλητα. Με το γέλιο. Έτσι, κανέναν απολύτως δεν βρήκε απροετοίμαστο η είδηση πως όπου νάναι θα υποχωρούσαν και τ’ άλλα δύο μέτωπα, έφταναν μάλιστα από παντού λιποτάκτες, βρώμικοι, κουρελιασμένοι, με γένια πολλών εβδομάδων, θεονήστικοι κι αγριεμένοι, ξεζουμισμένοι απ’ τη βδέλλα της εμπόλεμης ζωής, πατικωμένοι απ’ το πέλμα του πολέμου, που, χωρίς να κρύβουν την πράξη τους, ίσα ίσα, διαλαλώντας την χωρίς μισόλογα, εξιστορούσαν διάφορα περιστατικά, με ύφος ήρωα, για την, “εκατό τοις εκατό δικαιολογημένη”, όπως έλεγαν, χεζούρα και αηδία των στρατιωτών και, “αυτοί όμως θέλουν κρέμασμα”, πολλών αξιωματικών που τα παρατούσαν όλα σύξυλα και τόσκαγαν κρυφά κάποια νύχτα, “άλλος με χλαμύδιον και άλλος με υποκάμισον” (ορισμένοι μάλιστα με κάποιον ευνοούμενο φαντάρο τους), κυρίως όμως είχαν να λένε για την ψυχική διάλυση που επικρατούσε από πολύ καιρό σε όλες τις γραμμές, για τους φόνους που γίνονταν μέσα μεσημέρι για ένα πιάτο παλιοφαΐ ή για τις τσούπρες των διπλανών χωριών που, λες κι ήταν βαλτές οι κουφάλες, έσπερναν τη διχόνοια ανάμεσα στους στρατιώτες και την αντιζηλία πηγαίνοντας, οι λιμασμένες, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο (“τι φταιν αυτές αν το μουνί τους είν’ αχόρταγο;”, τις δικαιολογούσαν  μερικοί), ενώ κάθε φαντάρος ήθελε να έχει μια μόνιμη, αποκλειστικά δική του, για να περνάει μαζί της τον καιρό του, αφού αυτή ήταν η μοναδική του διασκέδαση (εκτός του ότι όλοι νοιάζονταν μονάχα για τον πούτσο τους και για τίποτ’ άλλο, από αναχρονιστική αιδώ, που κάποια σχέση έχει με τα στρατιωτικά ήθη, δεν έβαζαν ποτέ πρώτη στις αισθησιακές απολαύσεις τη μαλακία, η οποία φορές φορές έπαιρνε τις διαστάσεις μεραρχιακής βακχείας κι έκανε χιλιάδες κορμιά στερημένα να τραντάζονται κάτω απ’ τις κουβέρτες ή όρθια πίσω από κανένα δέντρο, στις σκοπιές, μέσα σε κραυγές που έκαναν τη φύση να ριγάει, ματαιώνοντας έτσι τη συνεύρεση των συγκλονιζόμενων σωμάτων αλλά κι επιβεβαιώνοντας την υπεροχή της εκσπερμάτωσης μέσα στο ίδιο το βασίλειο του θανάτου), ήταν τέλος πάντων το γαμήσι η μοναδική ψυχαγωγία τους για να μην καταλαβαίνουν τους ατέλειωτους μήνες της εξουθενωτικής στρατοπέδευσης που, χρόνια τώρα, κυλούσαν μέσα σ’ ένα κενό όμοιο μ’ εκείνο που επικρατεί μες στο σώμα του νεκρού και που κάποτε αρχίζει ν’ αναδύεται στην επιφάνεια με τη μορφή αποκρουστικών ρήξεων της δερματικής συνέχειας, εν μνήματι...

Δημήτρη Δημητριάδη
Πεθαίνω σα Χώρα

κορυφή