sarajevo

ξινός παράδεισος: πρόσφυγες, μετανάστες· εργάτες

Οι περισσότεροι πρόσφυγες εισέρχονται στη γερμανική αγορά εργασίας ως βοηθητικό προσωπικό, καθότι θέσεις με υψηλότερες απαιτήσεις απαιτούν μετεκπαίδευση: αυτά είναι τα στοιχεία που δίνει το Ινστιτούτο Έρευνας για την Αγορά Εργασίας, το οποίο εδρεύει στη Νυρεμβέργη. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το 70% των προσφύγων δεν διαθέτουν κάποιο πτυχία επαγγελματικής κατάρτισης. Έτσι οι νεοαφιχθέντες στη Γερμανία αναζητούν κυρίως θέσεις εργασίας στη γαστρονομία, σε εταιρείας ασφάλειας, καθαριότητας ή αποθήκευσης προϊόντων.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα της DW, πρόκειται για δουλειές που οι Γερμανοί αναλαμβάνουν όλο και πιο δύσκολα. “Γι αυτό θα πρέπει να τους προσφέρουμε μαζί με τη δουλειά και κάποια εξειδίκευση, ώστε να μπορέσουν να εξελιχθούν επαγγελματικά” εξηγεί ο Χέρμπερτ Μπρίκερ από το Ινστιτούτο της Νυρεμβέργης. Πράγμα αναγκαίο, ώστε μελλοντικά να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ντόπιους μακροχρόνια άνεργους και σε ανειδίκευτους πρόσφυγες.
Ο αριθμός των προσφύγων που αποτελούν το δυνάμει νέο εργατικό δυναμικό είναι συγκεκριμένος, λέει ο Μπρίκερ. Το 2015 χορηγήθηκε άσυλο σε 141.00 πρόσφυγες, οι οποίοι απέκτησαν έτσι ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Από αυτούς οι 110.000 βρίσκονταν σε κατάλληλη ηλικία για εργασία.
Μαζί με τους πρόσφυγες που αναμένονται φέτος, ο αριθμός τους μπορεί να κυμανθεί έως το τέλος του χρόνου από 500.000 έως 620.000 ικανά για εργασία άτομα. [1Απ’ την καθεστωτική “καθημερινή”, 23 Μάρτη 2016.]

Το πιο πάνω δημοσιεύματα μέσα στην γενική του αλήθεια περικλείει μια σειρά καθεστωτικά (για τον γερμανικό καπιταλισμό και όχι μόνο) ψέματα. Ναι, είναι αλήθεια: πέρα απ’ την γεωπολιτική διάσταση της “εισαγωγής”προσφύγων απ’ την συρία (κατά κύριο λόγο), το Βερολίνο έχει κι άλλο, το ίδιο σημαντικό κίνητρο: την σύνθεση και την ρύθμιση (του κόστους) της γερμανικής “αγοράς εργασίας”.
Για πολλά μπορεί να κατηγορήσει κανείς τα γερμανικά αφεντικά, αλλά όχι γι’ αυτό: ότι δεν έχουν μεσοπρόθεσμο (τουλάχιστον) σχέδιο για ζητήματα τόσο κομβικά όσο το “κόστος εργασίας”. Δεν είναι καν γερμανική πρωτοτυπία. Είναι, απλά, έκφραση του καπιταλιστικού δυναμισμού σε ορισμένες ιστορικές φάσεις, του δυναμισμού που έχουν απολαύσει πολλά ακόμα κράτη.
Η βασική ιδέα (που κι αυτή δεν είναι εντελώς καινούργια στον πυρήνα της, έχει διευρυνθεί όμως η εφαρμογή της όσο περισσότερο γίνεται) είναι η εσωτερική διαστρωμάτωση της τάξης μας. Απ’ την άποψη των ικανοτήτων και των προσόντων (και της “τιμής” τους)· απ’ την άποψη των ωραρίων και των υπόλοιπων σχέσεων εργασίας· απ’ την άποψη του “έμμεσου” κόστους, δηλαδή των παροχών κοινωνικής πρόνοιας· απ’ την άποψη της σταθερότητας ή/και της ευελιξίας· απ’ την άποψη της επίσημα αναγνωρισμένης ή ανύπαρκτης οργάνωσης.
Ιστορικά το μεταπολεμικό “γερμανικό θαύμα” στηρίχτηκε όχι μόνο στην προτεσταντική μεθοδικότητα του γερμανικού κεφάλαιου, στον κεϋνσιανικό σχεδιασμό, ή στην αφοσίωση των γερμανών εργατών / εργατριών· αλλά και σε εκατοντάδες χιλιάδες ξένους εργάτες / εργάτριες. Απ’ την τουρκία κατά κύριο λόγο, απ’ την ελλάδα και την γιουγκοσλαβία σε μικρότερη κλίμακα. Η εμπειρία αξιοποίησης (και διαστρωμάτωσης) της εργατικής τάξης είναι λοιπόν παλιά για τα γερμανικά αφεντικά. Σε αντίθεση με άλλα (π.χ. τα ισπανικά ή τα ελληνικά τις 2,5 τελευταίες δεκαετίες) το γερμανικό κράτος, σαν κόμμα των αφεντικών, δεν ευνοούσε την σε μεγάλη κλίμακα “ανεπίσημη”, δηλαδή “μαύρη” εργασία· η οποία φυσικά υπήρχε, και έχει διογκωθεί τα τελευταία χρόνια. Ο βασικός προσανατολισμός ήταν η “ευέλικτη ρύθμιση”, μέσα από διαφορετικά καθεστώτα. Υπήρχε έτσι η κατηγορία των πολιτικών προσφύγων (στους οποίους δινόταν άσυλο), και η κατηγορία των καλεσμένων εργατών. Οι δεύτεροι ήταν σε χειρότερη θέση (από την άποψη των δικαιωμάτων σε πρόνοια αλλά και τους μισθούς / μεροκάματα) σε σχέση με τους πρώτους, αλλά ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και τους προσανατολισμούς της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, κάποιες εθνικότητες απ’ τους δεύτερους μπορούσαν να μεταπηδήσουν στην πρώτη κατηγορία. Για παράδειγμα οι σενεγαλέζοι εργάτες που στη δεκαετία του ‘80 θαλασσοπνίγονταν για να περάσουν στην ισπανία, εκεί μεν ήταν εκτός νόμου εργάτες γης· αν έφταναν, όμως, στη (δυτική) γερμανία μπορούσαν να ζητήσουν και να πάρουν πολιτικό άσυλο [2Τα περισσότερα απ’ τα στοιχεία αυτής της αναφοράς προέρχονται από ένα κείμενο του γερμανικού περιοδικού wildcat νο 99, χειμώνας 2015 / 16. Στην αναφορά περιλαμβάνονται και κάποιες λεπτομέρειες για διατάξεις της νομοθεσίας κοινωνικής πρόνοιας στη γερμανία. Επειδή, όμως, δεν ξέρουμε με την απαραίτητη ακρίβεια αυτή τη νομοθεσία, και επειδή μια κατά λέξη μετάφραση των όρων θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρανοήσεις ή και λάθη, δεν αναφερόμαστε σ’ αυτές.]. Έτσι, το 1980, πάνω από 100.000 “παράνομα εισαλθόντες” στη (δυτική) γερμανία πήραν άσυλο: οι μισοί απ’ την τουρκία (είχε γίνει στρατιωτικό πραξικόπημα εκεί), και οι περισσότεροι απ’ τους υπόλοιπους απ’ το βιετνάμ και την παλαιστίνη. Υπήρχαν επίσης αρκετοί φυγάδες απ’ το (μετεπαναστατικό) ιράν και την σρι λάνκα, μέλη αριστερών οργανώσεων, στους οποίους αναγνωριζόταν καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα. Εκτός από ελάχιστες (και εύλογες) εξαιρέσεις, η μεγάλη πλειονότητα όλων αυτών έμπαιναν στην γερμανική “αγορά εργασίας” σαν ανειδίκευτοι εργάτες, κυρίως στη βιομηχανία και τις κατασκευές (οικοδομή).

Απ’ τις τελευταίες χρονιές της δεκαετίας του ‘80 η σύνθεση της “ξένης εργατικής δύναμης” στη δυτική (πρώτα) και στην ενιαία (στη συνέχεια) γερμανία άλλαξε ριζικά. Έγινε, κατά κύριο λόγο, ευρωπαϊκής προέλευσης (και βαλκανικής). Απ’ την μια μεριά υπήρξαν αρκετές χιλιάδες “aussiedler” (“επαναπατριζόμενοι”), γερμανικής εθνικής καταγωγής, κάτοικοι διαφόρων κρατών της ανατολικής ευρώπης και της σοβιετικής ένωσης: μέσα σε μια μόνο χρονιά, το 1990, αυτοί ήταν 400.000. Αυτοί ήταν στην πλειονότητά τους ειδικευμένοι· και σαν “γερμανοί της διασποράς” απαιτούσαν (και ως ένα βαθμό είχαν) καλύτερη μεταχείριση απ’ τους πρόσφυγες ή τους “προσκεκλημένους εργάτες” της προηγούμενης περιόδου. Απ’ την άλλη μεριά υπήρχαν αρκετές χιλιάδες πολωνών (ήδη πριν τα τέλη της δεκαετίας του ‘80) και στη συνέχεια αρκετές χιλιάδες υπηκόων απ’ τις πρώην “σοσιαλιστικές δημοκρατίες” της κεντρικής ευρώπης (τσεχία, σλοβακία, ουγγαρία) και των βαλκανίων. Η τρίτη πλευρά ήταν οι ανατολικογερμανοί, μετά την ένωση των δύο γερμανιών: με πλήρη πολιτικά δικαιώματα μεν, αλλά β διαλογής μέσα στην “καινούργια” πατρίδα τους.
Προκειμένου να οργανώσει αυτήν την μεγάλη “προσφορά εργασίας” που περιλάμβανε διάφορες κατηγορίες ειδικευμένων και ανειδίκευτων [3Χρησιμοποιούμε τους χαρακτηρισμούς συμβατικά. Στην πραγματικότητα επρόκειτο (και πάντα πρόκειται) για μια ταξινόμηση που έχει σχέση με τις κάθε φορά ανάγκες του όποιου “εθνικού” κεφάλαιου, και τα “περιθώριά” του για “παραχωρήσεις” σε μερικές κατηγορίες εργατών όπου υπάρχει έλλειψη.] το γερμανικό κράτος νομοθέτησε καινούργιες ρυθμίσεις, κυρίως συμβόλαια (εισαγώμενης) εργασίας σε συγκεκριμένα πόστα και συγκεκριμένους εργοδότες. Μ’ αυτό τον τρόπο οι “άδειες παραμονής και εργασίας” (δεν υπήρχε, γενικά, θέμα πολιτικού ασύλου για αυτές τις χιλιάδες φυγάδες απ’ τα ερείπια του πρώην “σοσιαλιστικού παράδεισου”) συνδέονταν άμεσα και σφικτά με συγκεκριμένα αφεντικά και συγκεκριμένους τομείς του καταμερισμού εργασίας, σταματώντας να είναι ατομικό δικαίωμα και συνθήκη χωρίς εργασιακούς περιορισμούς. Είναι ευνόητο ότι δεμένοι χειροπόδαρα με συγκεκριμένους εργοδότες αυτές οι χιλιάδες άντρες και γυναίκες έπεσαν στην οργανωμένη υποτίμηση, είτε σαν “ανειδίκευτοι”, είτε, ακόμα χειρότερα, σαν “μαθητευόμενοι”, και μάλιστα σε τομείς όπου δεν υπήρχε θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός: στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και στις κατασκευές (οικοδομή). Ταυτόχρονα, για τους “ossis”, τους (πρώην) “ανατολικούς” (γερμανούς) θεσμοθετήθηκαν επίσημα άλλοι (χαμηλότεροι) μισθοί για τις ίδιες δουλειές με τους (πρώην) δυτικούς, με το επιχείρημα ότι είναι χαμηλότερης παραγωγικότητας...
Αυτή η πενταπλή ή εξαπλή διαστρώματωση, μαζί με την δυναμική αύξηση της ως τότε χαμηλής (ποσοστιαία) μαύρης εργασίας, των απλήρωτων υπερωριών ή/και των καθυστερήσεων στα μηνιάτικα (όλα αυτά σε “ξένους”, όχι σε “γερμανούς”!) πήγαν πακέτο με την επιθετική δράση των νεοναζί εναντίον των μεταναστών, κυρίως εναντίον κτιρίων, ξενώνων, κλπ. Ακόμα κι αν δεν ήταν σχεδιασμένο (πράγμα για το οποίο αμφιβάλλουμε έντονα) η συμπληρωματικότητα της υποτίμησης στις ενέργειες του επίσημου γερμανικού κράτους και του (ανεπίσημου;) φασιστοπαρακράτους του, είναι προφανής.

Αυτό δεν συμβαίνει στη γερμανία. Κάποιοι (ποιοί άραγε;) φροντίζουν να συμβεί νωρίτερα. Για να εκτιμηθεί το “μεροκάματο” στην “πρωτεύουσα”...

Αυτό δεν συμβαίνει στη γερμανία. Κάποιοι (ποιοί άραγε;) φροντίζουν να συμβεί νωρίτερα. Για να εκτιμηθεί το “μεροκάματο” στην “πρωτεύουσα”...

Η αλλαγή του άρθρου 16 στο γερμανικό σύνταγμα, τον Μάη του 1993, ήταν ένα βήμα “ευρωπαιο-ποίησης” του δικαιώματος ασύλου. Τότε πρωτοκαθιερώθηκε η έννοια “ασφαλείς τρίτες χώρες” (για αιτούντες άσυλο) που μετέφερε το ζήτημα της παροχής ή μη ασύλου στα “συνοριακά” κράτης της ε.ε. Με την ίδια αλλαγή καθιερώθηκε και ο όρος “ασφαλής χώρα προέλευσης” που δημιούργησε τη νομική βάση για κατά βούληση “επαναπροωθήσεις”.
Ο σχεδιασμός είχε, ωστόσο, μεσοπρόθεσμους προσανατολισμούς. Καθώς η ε.ε. επρόκειτο να διευρυνθεί (για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους) περιλαμβάνοντας και κράτη του πρώην “ανατολικού μπλοκ”, αρκετές χιλιάδες απ’ τους “ξένους” (με την έννοια εκτός ε.ε.) του ‘90, του ‘91 και του ‘92, θα γίνονταν, αργά ή γρήγορα, “ευρωπαίοι” (με την έννοια της εντός ε.ε. εθνικής υπηκοότητας). Οι συμφωνίες διεύρυνσης δεν ήταν συμφωνίες ελεύθερης μετακίνησης και των αντίστοιχων υπηκόων: μεταβατικές περίοδοι πολλών χρόνων προβλέφτηκαν, ανάλογα με την περίπτωση [4Βασικοί σπόνσορες τέτοιων περιορισμών ήταν και τα “ευγενή” γερμανικά συνδικάτα. Έτσι, για την πρώτη εφταετία του πρώτου κύματος διεύρυνσης, οι υπήκοοι της εσθονίας, της λετονίας, της λιθουανίας, της πολωνίας, της σλοβακίας, της σλοβενίας, της τσεχίας και της ουγγαρίας μπορούσαν να δουλέψουν οπουδήποτε σαν “αυτοαπασχολούμενοι”, ή σαν εργάτες / μισθωτοί σε ξένες επιχειρήσεις στη γερμανία, με χαμηλούς μισθούς και κοινωνικά επιδόματα. Οι ρουμάνοι και οι βούλγαροι εργάτες (τα κράτη τους “μπήκαν” στην ε.ε. το 2007) μπορούν να δουλέψουν νόμιμα μόνο με “συγκεκριμένα συμβόλαια”. Οι σέρβοι και οι βόσνιοι (τα κράτη τους βρίσκονται σε “προενταξιακό” καθεστώς) μπορούν να δουλέψουν νόμιμα (εντός ε.ε.) μόνο στη σλοβενικές και, μελλοντικά, σε κροατικές επιχειρήσεις.]. Το (καθόλου) υπονοούμενο ήταν ότι ενόσω χιλιάδες ευρωπαίοι εργάτες συνέκλιναν προς την γερμανία, τμήματα του γερμανικού (και λοιπού κεντροευρωπαϊκού και βορειοευρωπαϊκού) κεφάλαιου “έφευγαν” προς τις πατρίδες τους: πολωνία, τσεχία, ουγγαρία, σλοβακία. Και, φυσικά, τα αφεντικά θα τους προτιμούσαν εκεί, όπου η κοινωνική αναπαραγωγή τους (δηλαδή, μεταξύ άλλων, τα κόστη της όποιας πρόνοιας) ήταν φτηνότερη απ’ ότι στο γερμανικό έδαφος. Αξιοποιώντας το καθεστώς των “προσωποποιημένων” συμβολαίων εργασίας, τα γερμανικά αφεντικά κατάφεραν να προσαρμόσουν τις “ροές εργασίας” προς την δική τους εθνική ενδοχώρα στις ανάγκες τους, σε ικανοποιητικό βαθμό (συμπεριλαμβανόμενης και της μαύρης εργασίας), δίνοντας την “ευκαιρία” σε διάφορες εθνικότητες “προσκεκλημένων” να επιστρέψουν στα κράτη τους, ανάλογα με τις “ξένες επενδύσεις”.

Μια καινούργια φάση εισαγωγής εργασίας στην γερμανική επικράτεια, άρχισε μετά το 2008 και το τελευταίο ως τώρα ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης αναδιάρθρωσης. Το 2012 υπήρξαν 64.000 αιτήσεις για άδειες παραμονής, το 2013 110.000, το 2014 170.000 και το 2015 390.000. Σε μεγάλο βαθμό (αν και το κείμενο της wildcat δεν αναφέρει συγκεκριμένους αριθμούς) αυτοί οι καινούργιοι μετανάστες εργασίας (ειδικά ως το 2014) ήταν νοτιοευρωπαίοι, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι. Αυτό έβαλε σε κίνηση την “συζήτηση” για το πως, και κάτω από ποιούς όρους, αυτοί οι υπήκοοι της ε.ε., της ευρωζώνης και της “ζώνης Σένγκεν” θα έπρεπε να λαμβάνουν αυτόματα όλες τις προνοιακές παροχές (π.χ. επιδόματα ανεργίας, επιδόματα τέκνων, κλπ) στα κράτη άφιξής τους· και πάλι το ζήτημα του έμμεσου εργατικού κόστους. Το γεγονός ότι σ’ αυτό το θέμα οι υψηλότεροι τόνοι προέρχονταν απ’ το Λονδίνο δεν πρέπει να ξεγελά. Οι τελικοί περιορισμοί, που αποφασίστηκαν πρόσφατα για το θέμα αυτό σαν συμβιβασμός με το Λονδίνο ώστε να παραμείνει στην ε.ε., ισχύουν και θα εφαρμοστούν από όλους.

Μπορεί τώρα να έχει κανείς μια χοντρική αλλά όχι ανακριβή ιδέα της “αγοράς εργασίας” που έχει σαν κέντρο την γερμανία, την αυστρία, τα σκανδιναβικά κράτη, τις κάτω χώρες (και την αγγλία) αλλά αφορά το σύνολο της ε.ε. ή/και της “ζώνης σέγκεν”: μέσα στην τελευταία 20ετία γίνονται διάφορες μετακινήσεις προς αυτό το “κέντρο” και πίσω (ανάλογα με τις “ροές κεφαλαίου”)· διαστρωματώσεις όχι μόνο σε εθνική κλίμακα (π.χ. την γερμανική) αλλά σε ευρωπαϊκή· ζώνες μαύρης εργασίας που μεγαλώνουν· αυξήσεις και μειώσεις αναγκών των αφεντικών ανάλογα με τον τομέα, την συγκυρία και την τεχνολογική αναδιάρθρωση. Είναι ένα ευέλικτο και αποτελεσματικό αλλά όχι πάντα ισορροπημένο μοντέλο, που λειτουργεί χάρη στη συστηματική “συνειδησιακή” διάσπαση της εργατικής τάξης στην ευρώπη (είτε μιλάει κανείς για την ε.ε. είτε για την ευρωζώνη), κατά μήκος (κατά κύριο λόγο αν και όχι αποκλειστικά) εθνικών γραμμών [5Βασικοί σπόνσορες τέτοιων περιορισμών ήταν και τα “ευγενή” γερμανικά συνδικάτα. Έτσι, για την πρώτη εφταετία του πρώτου κύματος διεύρυνσης, οι υπήκοοι της εσθονίας, της λετονίας, της λιθουανίας, της πολωνίας, της σλοβακίας, της σλοβενίας, της τσεχίας και της ουγγαρίας μπορούσαν να δουλέψουν οπουδήποτε σαν “αυτοαπασχολούμενοι”, ή σαν εργάτες / μισθωτοί σε ξένες επιχειρήσεις στη γερμανία, με χαμηλούς μισθούς και κοινωνικά επιδόματα. Οι ρουμάνοι και οι βούλγαροι εργάτες (τα κράτη τους “μπήκαν” στην ε.ε. το 2007) μπορούν να δουλέψουν νόμιμα μόνο με “συγκεκριμένα συμβόλαια”. Οι σέρβοι και οι βόσνιοι (τα κράτη τους βρίσκονται σε “προενταξιακό” καθεστώς) μπορούν να δουλέψουν νόμιμα (εντός ε.ε.) μόνο στη σλοβενικές και, μελλοντικά, σε κροατικές επιχειρήσεις.].
Η έμμεση (;) αλλά σαφής πρόσκληση εκ μέρους των αφεντικών της γερμανίας (και άλλων της βόρειας ευρώπης) των προσφύγων πολέμου απ’ την συρία, το ιράκ και το αφγανιστάν, όπως και οι (φασιστικές) αντιδράσεις διάφορων άλλων κρατών, μπορούν τώρα να εξηγηθούν στη βάση αυτής της πολύχρονης μεταβλητής γεωμετρίας διαστρωμάτωσης της εργατικής υποτίμησης. Τα “ανθρωπιστικά αφεντικά” ήθελαν μια ορισμένη ποσότητα νέου (εργατικού) αίματος, “χαμηλού κόστους”. Είναι αυτονόητο ότι αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων, με τον τρόπο που υποχρεώνονται να μετακινηθούν για να φτάσουν (όσοι έφτασαν...) προς τα ευρωπαϊκά κέντρα εργασίας, το τελευταίο που θα κουβαλούν μαζί τους είναι τα αποδεικτικά των (εργασιακών) προσόντων τους [6Αλλά ακόμα κι αν κάποιοι τα έχουν μαζί τους, είναι εύκολο να υποτιμηθούν. “Ψυχολόγος” ή “κοινωνική λειτουργός” απ’ την συρία; Σιγά.]. Συνεπώς είναι de facto ανειδίκευτοι / ες (εκτός από ελάχιστες ειδικότητες, π.χ. τις ιατρικές, που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα το γερμανικό σύστημα υγείας). Επιπλέον, αν παίρνουν διετείς ή τριετείς άδειες παραμονής και εργασίας (υπό την μορφή ασύλου που επανεξετάζεται τακτικά για την περίπτωση που οι συνθήκες στην “χώρα καταγωγής” έχουν αλλάξει...) είναι πάντα προσωρινοί στην “αγορά εργασίας” - και πιο εύκολο να γίνουν αντικείμενο εκβιασμών απ’ τα αφεντικά.
Ακριβώς αυτός ο “σχεδιασμός” ώθησε τα περιβόητα τέσσερα κράτη του “βίσεγκραντ” (πολωνία, ουγγαρία, τσεχία, σλοβακία) να εκδηλώνουν τον σκατοφασιστικό χαρακτήρα των καθεστώτων τους. Τι φοβούνται; Ότι οι φτηνοί πρόσφυγες πολέμου (και οι νέοι μετανάστες που κατάφεραν να φτάσουν μαζί τους στην καρδιά της ευρώπης, βαλκάνιοι, ασιάτες, αφρικανοί) θα αντικαταστήσουν, εν όλω ή εν μέρει τους δικούς τους υπηκόους σε διάφορες δουλειές είτε στις καπιταλιστικές μητροπόλεις της ευρώπης είτε στο δικό τους έδαφος, στις γερμανικές, αυστριακές κλπ εταιρείες (καθαρισμού, φύλαξης, οικοδομές, αγροτικές, βιομηχανικές: εκεί όπου μπορεί να “απασχοληθούν” ανειδίκευτοι εργάτες). Ενώ επωφελήθηκαν στην εξαγωγή εργατών / εργατριών απ’ τα υποτυπώδη (ή και καθόλου) σύνορα της ε.ε., σήκωσαν ξανά τους φράχτες τους εναντίον των “καινούργιων” της ιστορίας. Δημιουργήθηκε έτσι μια αντίθεση (με μεγάλο ποσοστό θορύβου...) που δεν αφορά την τύχη της “ενωμένης ευρώπης”, αλλά την εργασιακή διαστρωμάτωση με “εθνικούς όρους”: άλλοι προσπαθούν να στηρίξουν την υφιστάμενη κατάσταση (π.χ. οι 4 του “βίσεγκραντ”) και άλλοι να την αναδιαμορφώσουν.

Κατά την wildcat μια παρόμοια αντίθεση υπάρχει και μέσα στη γερμανία. Στον πολιτικό αντικατοπτρισμό της, ο ένας πόλος, ο liberal, που ζητάει το πλήρες άνοιγμα των συνόρων “πακέτο” με την μείωση των παροχών κοινωνικής πρόνοιας, είναι οι “πράσινοι”. Ο άλλος πόλος, που συναποτελείται απο κάποιες φράξιες του γερμανικού βαθέος κράτους, τους φασίστες, και τμήματα των χριστιανοδημοκρατών και των σοσιαλδημοκρατών, ζητάει κλείσιμο των συνόρων, εντατικοποίηση των ελέγχων κατά των μεταναστών και ενίσχυση της αστυνομίας. Δεν διαφωνούν στον τελικό στόχο (μια καινούργια διαστρωμάτωση - προς - τα - κάτω του “κόστους εργασίας”)· διαφωνούν στην τακτική. Προφανώς πίσω τους βρίσκονται διαφορετικά τμήματα του γερμανικού (και κεντρο-βορειοευρωπαϊκού) κεφάλαιου. 

Αγώνες των κατά κύματα προσφύγων, μεταναστατών, “συμβολαιοποιημένων” εργατών γίνονται, σταθερά. Σύμφωνα με την έκθεση της wildcat οι περισσότεροι είναι είτε τοπικοί, είτε στη βάση εθνικών συνομαδώσεων. Αλλά αυτοί οι αγώνες έχουν γίνει σημεία αναφοράς για τους γερμανούς αντικαθεστωτικούς· κι έτσι εκδηλώνεται μεγάλη συμπαράσταση από τμήματα της γερμανικής κοινωνίας. Με αποτέλεσμα άλλοτε να φρενάρουν κι άλλοτε να τροποποιούνται οι (νομοθετικοί) σχεδιασμοί του γερμανικού κράτους - κυρίως μετά το 2012. Για τα επίσημα (μεγάλα) συνδικάτα, πάντα κατά την έκθεση της wildcat, ούτε λόγος: αντιμετωπίζουν αυτή τη θάλασσα των “ξένων” εργαζόμενων φτωχών σαν εχθρούς...

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Απ’ την καθεστωτική “καθημερινή”, 23 Μάρτη 2016.
[ επιστροφή ]

2 - Τα περισσότερα απ’ τα στοιχεία αυτής της αναφοράς προέρχονται από ένα κείμενο του γερμανικού περιοδικού wildcat νο 99, χειμώνας 2015 / 16. Στην αναφορά περιλαμβάνονται και κάποιες λεπτομέρειες για διατάξεις της νομοθεσίας κοινωνικής πρόνοιας στη γερμανία. Επειδή, όμως, δεν ξέρουμε με την απαραίτητη ακρίβεια αυτή τη νομοθεσία, και επειδή μια κατά λέξη μετάφραση των όρων θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρανοήσεις ή και λάθη, δεν αναφερόμαστε σ’ αυτές.
[ επιστροφή ]

3 - Χρησιμοποιούμε τους χαρακτηρισμούς συμβατικά. Στην πραγματικότητα επρόκειτο (και πάντα πρόκειται) για μια ταξινόμηση που έχει σχέση με τις κάθε φορά ανάγκες του όποιου “εθνικού” κεφάλαιου, και τα “περιθώριά” του για “παραχωρήσεις” σε μερικές κατηγορίες εργατών όπου υπάρχει έλλειψη.
[ επιστροφή ]

4 - Βασικοί σπόνσορες τέτοιων περιορισμών ήταν και τα “ευγενή” γερμανικά συνδικάτα. Έτσι, για την πρώτη εφταετία του πρώτου κύματος διεύρυνσης, οι υπήκοοι της εσθονίας, της λετονίας, της λιθουανίας, της πολωνίας, της σλοβακίας, της σλοβενίας, της τσεχίας και της ουγγαρίας μπορούσαν να δουλέψουν οπουδήποτε σαν “αυτοαπασχολούμενοι”, ή σαν εργάτες / μισθωτοί σε ξένες επιχειρήσεις στη γερμανία, με χαμηλούς μισθούς και κοινωνικά επιδόματα. Οι ρουμάνοι και οι βούλγαροι εργάτες (τα κράτη τους “μπήκαν” στην ε.ε. το 2007) μπορούν να δουλέψουν νόμιμα μόνο με “συγκεκριμένα συμβόλαια”. Οι σέρβοι και οι βόσνιοι (τα κράτη τους βρίσκονται σε “προενταξιακό” καθεστώς) μπορούν να δουλέψουν νόμιμα (εντός ε.ε.) μόνο στη σλοβενικές και, μελλοντικά, σε κροατικές επιχειρήσεις.
[ επιστροφή ]

5 - Είναι ξεκάθαρο, και μ’ αυτήν την περιληπτική περιγραφή, γιατί το εργάτες όλης της ευρώπης ενωθείτε (τουλάχιστον της ευρώπης...) θα έπρεπε να είναι όχι απλά το κύριο αλλά το μοναδικό ενδιαφέρον όλων των “επαγγελματιών της απελυθέρωσης” στην ήπειρο. Δεν είναι. Ξέρουμε, απ’ τα μέρη μας, πόσοι και πως δουλεύουν υπέρ του ακόμα εντονότερου εργασιακού ντάμπινγκ, μέσα από φλογερά όνειρα για “εθνικό νόμισμα” και άλλα τέτοια ωραία...
[ επιστροφή ]

6 - Αλλά ακόμα κι αν κάποιοι τα έχουν μαζί τους, είναι εύκολο να υποτιμηθούν. “Ψυχολόγος” ή “κοινωνική λειτουργός” απ’ την συρία; Σιγά.
[ επιστροφή ]

κορυφή