sarajevo

μια εποχή στην κόλαση

Σταμάτησε τη μηχανή έξω απ’ το σπίτι της.
Ένας θεός ξέρει πως έφτασαν. Η γυναίκα ξεκαβάλησε.
- Θα τα καταφέρεις να πας μόνος, τον ρώτησε.
- Η Πατησίων δεν είναι εκεί κάτω; Ωραία θα βγω μετά στην Αχαρνών, μετά Τρεις Γέφυρες και θ’ ανέβω στην Πετρούπολη. Εκεί μένω.
- Δεν αφήνεις την μοτοσικλέτα εδώ και να πάρεις ένα ταξί, του πρότεινε.
- Δεν γίνεται.
- Κάνε ό,τι θέλεις, του’πε κι αυτή απότομα. Μόνο πάρε με ένα τηλέφωνο μόλις φτάσεις, για να κοιμηθώ κι εγώ ήσυχη. Εντάξει;
- Δεν έχουμε τέτοιο πράμα, είπε ο Φάνης.
‘Εβαλε το χέρι της μέσα στο ταγάρι κι άρχισε να ψαχουλεύει.. Τράβηξε τα κλειδιά της.
- Λοιπόν, της είπε κι ο Φάνης αμήχανα. Γειά χαρά... και συγγνώμην για το επεισόδιο, έπιασε το χέρι της και της το ‘σφιξε. Μετά γύρισε και μαρσάρισε τη Machules για να φύγει. Αυτή τον κράτησε όμως. Τον έπιασε απ’ το μανίκι.
- Έχεις κανένα τσιγάρο, τον ρώτησε. Τον κοιτούσε έτσι όπως μες στο σφαιριστήριο. Τσιγάρο; Πως, είχε. Της έδωσε το πακέτο του. Τ’ άνοιξε, έβγαλε ένα τσιγάρο και το ‘βαλε στα χείλη της. Δεν το άναψε. Τον κοίταξε. Πήγε κάτι να του πει, αλλά μια αγριοφωνάρα ακούστηκε από ψηλά.
- Δεν πάτε λέω γω να τα πείτε πουθενά αλλού;
Ένας τύπος με αθλητικό φανελάκι έσκυψε απ’ το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου μιας πολυκατοικίας. Ξεσηκώσατε τον κόσμο με την μοτοσικλέτα. Είναι περασμένες μία. Τι με κοιτάς έτσι ρε γάιδαρε, είπε μετά στον Φάνη.
- Θα κρυώσεις με το φανελάκι, του φώναξε ο Φάνης.
- Τώρα θα κατέβω κάτω παλιαλήτη, να σου πω εγώ, φώναξε έξαλλος ο τύπος κι εξαφανίστηκε μέσα. Μια γυναίκα με ρόμπα βγήκε κι έσκυψε κι αυτή και κοίταξε κάτω.
- Μένω σ’ αυτή την πολυκατοικία. Με λένε Τερέζα. Έλα όποτε θέλεις να με δεις, έτσι; Φύγε τώρα, γρήγορα. Μη γίνει καμιά φασαρία. Με ξέρουν όλοι εδώ. Δεν κάνει...
Έγινε, είπε ο Φάνης και μαρσάρισε καθώς η Τεράζα έτρεχε προς την πόρτα της πολυκατοικίας.
- Τα τσιγάρα σου, του φώναξε, και γύρισε πίσω.
Ο Φάνης φρενάρισε και πήρε το πακέτο.
- Κι αυτό του ‘πε κι έβγαλε το τσιγάρο απ’ το στόμα της και προσπάθησε να το βάλει στο κουτί. Τα μπέρδεψε και το τσιγάρο έπεσε κάτω. Έσκυψε να το πάρει.
- Ασ’ το τώρα, της είπε.
- Φύγε του φώναξε. Έρχεται, και που ‘σαι... στο τελευταίο πάτωμα. Έτσι; Έλα αύριο... κι έτρεξε. Ανέβηκε στα σκαλάκια. - Και χάρηκα πολύ!
- Έλα δω ρε πούστη, του φώναξε ο τύπος με το φανελάκι και τον άρπαξε απ’ το μανίκι.
- Άντε πήγαινε ρε, του φώναξε κι ο Φάνης και τίναξε το χέρι του και του ξέφυγε. Πήγε πεντέξι μέτρα και φρενάρισε.
- Κι εγώ χάρηκα πολύ, ούρλιαξε και χύθηκε πάλι στον δρόμο.
Λίγο πριν το σταυροδρόμι φρενάρισε γύρισε και την είδε να χάνεται πίσω απ’ την κρυστάλλινη πόρτα της πολυκατοικίας. Μαρσάρισε, αναβόσβησε τον προβολέα του και πέρασε το σταυροδρόμι σαν βολίδα.

Ξημέρωνε Κυριακή.
Ο Φάνης είχε γνωρίσει την Τερέζα.

Ο οργισμένος Βαλκάνιος
Νίκος Νικολαΐδης, 1976

κορυφή