sarajevo

το άρωμα της ζωής: είδωλα και καθρέφτες

Αν κοιτάξεις έναν καθρέφτη είσαι σίγουρος / η ότι βλέπεις τον εαυτό σου; Ναι ή μάλλον ναι. Ωστόσο δεν ήταν πάντα έτσι - και σε κάμποσες περιπτώσεις εξακολουθεί να μην είναι. Η ιδέα ότι “έχουμε μάθει (με κάποιους τρόπους) να θεωρούμε ότι κοιτώντας στο καθρέφτη βλέπουμε τον εαυτό μας”, η ιδέα δηλαδή ότι αυτή κίνηση που άλλοι /ες  κάνουν λίγες ή ελάχιστες φορές την ημέρα και άλλοι / ες πάμπολλες, θεωρώντας την και οι μεν και οι δε σαν μια φυσιολογική κίνηση, είναι στην πραγματικότητα μια σύμβαση θα θεωρούνταν, ίσως ενοχλητική. Κι όμως. Η σχέση μας με το είδωλό μας δεν είναι “φυσική”. Είναι συμβατική. Δεν ισχύει παντού, δεν ίσχυε πάντα.

Υπάρχουν σε διάφορους πολιτισμούς μύθοι σχετικοί με τους καθρέφτες που, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, μιλούν γι’ αυτήν την “μη κανονική” σχέση. Ένας τέτοιος είναι ο παλιός κινέζικος μύθος των πλασμάτων των καθρεφτών. Σύμφωνα μ’ αυτόν οτιδήποτε θα μπορούσε να δει κάποιος σε καθρέφτη δεν ήταν αντανάκλαση του κόσμου. Ήταν άλλα, ξεχωριστά όντα, με διαφορετικές μορφές, χρώματα, ιδιότητες - ας σημειωθεί ότι οι “καθρέφτες” την εποχή του μύθου ήταν καλά γυαλισμένες μεταλλικές επιφάνειες, ή επιφάνειες στάσιμου νερού.
Ήταν ένας άλλος κόσμος. Κάποτε (λέει αυτός ο μύθος) τα πλάσματα των καθρεφτών μπορούσαν να περνούν μέσα απ’ τους καθρέφτες και να έρχονται στον κόσμο των ανθρώπων, και το ανάποδο. Υπήρχε αρμονική σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο κόσμους. Αλλά ύστερα κάποια απ’ τα πλάσματα των καθρεφτών άρχισαν να γίνονται επιθετικά και να προκαλούν προβλήματα στον κόσμο των ανθρώπων. Αυτό προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση για πολύ καιρό. Ώσπου ο σοφός αυτοκράτορας Huang Di βρήκε μια μαγική φόρμουλα / κουβέντα που παγίδευσε όλα τα πλάσματα των καθρεφτών. Παγιδευμένα έτσι, ο σοφός αυτοκράτορας τα ανάγκασε να επιστρέψουν πίσω απ’ τους καθρέφτες, και να μείνουν εκεί χωρίς να μπορούν να περάσουν στον κόσμο των ανθρώπων. “Όμως αυτή η κατάρα δεν είναι αιώνια” είπε ο Huang Di. “Θα κρατήσει 10.000 χρόνια. Ύστερα τα πλάσματα των καθρεφτών θα απελευθερωθούν, θα ξαναπεράσουν τους καθρέφτες, και θα προκαλέσουν μεγάλο κακό στον ανθρώπινο κόσμο.
Το ενδιαφέρον με τον κινέζικο μύθο είναι πως είναι καταγραμμένος σε παλιούς πάπυρους και, επιπλέον, τοποθετεί χρονικά την φυλάκιση των πλασμάτων των καθρεφτών στη χρονιά που (στο χριστιανικό ημερολόγιο) είναι το 2697 π.Χ. Μια απλή αφαίρεση δείχνει ότι η απόδραση των πλασμάτων των καθρεφτών είναι μακριά ακόμα...

Η πεποίθηση ότι μέσα στον καθρέφτη δεν βλέπει κανείς κάποιον αντικατοπτρισμό αλλά κάτι διαφορετικό, δεν ήταν μόνο κινεζική. Εν μέρει μπορεί να οφειλόταν στο γεγονός ότι οι καθρέφτες (μέχρι πριν λίγους αιώνες) δεν είχαν την καθαρότητα του γυάλινου ανακλαστήρα· έδειχναν κάτι, αλλά “παραμορφωμένο”. Όμως επίσης διάφοροι πολιτισμοί έδιναν ιδιαίτερη έμφαση και σημασία σε υπαρκτές “παραξενιές” εκείνου που λέμε αντανάκλαση. Όπως, για παράδειγμα, την αντιστροφή του “δεξιά / αριστερά”. Επειδή αυτή είναι θεμελιώδης, ακόμα και στον πιο κρυστάλλινο καθρέφτη δεν βλέπει κανείς το πρόσωπό του όπως το βλέπουν οι άλλοι. Τα πρόσωπα δεν έχουν απόλυτη συμμετρία· συνεπώς τα πρόσωπά μας όπως τα βλέπουμε στον καθρέφτη είναι άλλα απ’ τα πρόσωπά μας όπως τα βλέπει οποιοδήποτε (ή αποτυπώνονται στις φωτογραφίες).
Δεν είναι καθόλου αυτονόητο, εξάλλου, ότι οποιοδήποτε άτομο του είδους μας θα αναγνώριζε σ’ έναν καθρέφτη τον εαυτό του! Η πρωταρχική, ζωϊκή αίσθηση που έχουμε για τους εαυτούς μας κάθε στιγμή είναι τόσο υποκειμενική (και τόσο πληθωρική) ώστε η εικόνα (μας) σπάνια “δείχνει” αυτήν την αίσθηση. Τα μωρά του είδους μας συνήθως καταφέρνουν να αυτο-αναγνωρίζονται (και να αποδέχονται αυτήν την αντανάκλαση σαν είδωλο της στιγμής) μπροστά στον καθρέφτη αφού συμπληρώσουν τα δύο χρόνια ζωής, κι αφού εν τω μεταξύ “έχουν διδαχθεί” ξανά και ξανά τι είναι αυτό που βλέπουν εκεί. Έρευνες που έχουν γίνει σε παιδιά σε άλλα μέρη του κόσμου, όπου δεν χρησιμοποιούνται καθρέφτες (αν όχι για άλλους λόγους σίγουρα λόγω φτώχιας), στην αφρική για παράδειγμα, ακόμα και 6χρονα παιδιά δεν είχαν τέτοια σχέση με το είδωλό τους. Είχαν, μάλλον, την αντίθετη: πάγωναν στη θέα του ειδώλου τους, και απομακρύνονταν γρήγορα τρέχοντας.

Αλλού, στους ετρούσκους και στους (αρχαίους) αιγυπτίους, αν έδειχνε κάτι ένας καθρέφτης δεν ήταν η εικόνα κάποιου προσώπου αλλά η ψυχή του. Πέρα απ’ αυτό υπήρχε (και υπάρχει ακόμα) μία πρόληψη ότι απ’ τον καθρέφτη μπορεί η ψυχή ενός νεκρού να επιβλέπει τον κόσμο ή και να επεμβαίνει σ’ αυτόν. Έτσι υπάρχουν έθιμα που μετά τον θάνατο κάποιου ή κάποιας σκεπάζονται οι καθρέφτες του σπιτιού με υφάσματα, για κάμποσες ημέρες. Ή ότι μπορεί κανείς να δει στον καθρέφτη όχι το πρόσωπό του αλλά μια παραμορφωμένη εκδοχή, που έχει “αυτονομηθεί” και κάνει γκριμάτσες, εξαιτίας κάποιας ψυχικής έντασης - μια ιδέα που έχει χρησιμοποιηθεί σε κινηματογραφικά θρίλερ. Ακόμα ότι μπορεί να δει κάποιος στον καθρέφτη κάποιον νεκρό - να - έρχεται ή κάποιον δολοφόνο - να - πλησιάζει. 

Ο καθρέφτης χεριού ήταν αξεσουάρ της γυναικείας κοκεταρίας των ελίτ, αλλά δεν είχε την χρήση που φανταζόμαστε. Το βάψιμο, το ντύσιμο και το στόλισμα των γυναικών της αριστοκρατίας δεν το έκαναν οι ίδιες αλλά οι υπηρέτριές τους. Αυτές έβλεπαν κατ’ αρχήν και έκριναν το βαμένο πρόσωπο - στον καθρέφτη της η Κυρία θα μπορούσε να δει τον εαυτό της θαμπά. Όσο για το ντύσιμο και το στόλισμα, αυτό μπορούσε να το επιθεωρήσει με τα μάτια της, χωρίς “να κοιταχτεί στον καθρέφτη”.
Προφανώς η γυαλάδα μιας μπρούτζινης επιφάνειας εντυπωσίαζε, αλλά δεν επρόκειτο ούτε για τον καθρέφτη ούτε για την χρήση του όπως την ξέρουμε. Στοιχεία της τεχνικής του γυαλιού (και κάποιου είδους επικάλυψής του με μέταλλο) ήταν γνωστή τουλάχιστον το 500 π.Χ. στην κίνα, και αργότερα στη Ρώμη, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα. Οι επι-κασσιτερομένες γυάλινες επιφάνειες άρχισαν να εμφανίζονται και να χρησιμοποιούνται τον 17ο αιώνα. Οι μικροί καθρέφτες χεριού έγιναν το αγαπημένο φετίχ των κυριών της αριστοκρατίας· αλλά, επιπλέον, οι αντανακλάσεις τους εντυπωσίαζαν τόσο ώστε οι μεγάλοι καθρέφτες έγιναν βασικό στοιχείο εσωτερικής διακόσμησης διαφόρων ανακτόρων και αιθουσών συνάθροισης και συναναστροφών της “υψηλής κοινωνίας”. Εν τέλει, σε μαζικότερη κοινωνική κατ’ οίκον χρήση, οι καθρέφτες άρχισαν να μπαίνουν απ’ την αστική τάξη, τον 19ο αιώνα· εν τω μεταξύ είχε βελτιωθεί η ποιότητά τους, με την επαργύρωση της μίας πλευράς.

Κάποιος χαρακτήρισε την μαζικοποίηση του καθρεφτίσματος εκδημοκρατισμό του ναρκισσισμού. Οι οικιακοί καθρέφτες άλλαξαν πράγματι τον - τρόπο - που - εννοούμε - τον - εαυτό - μας, δίνοντας στρατηγική έμφαση όχι μόνο στο “φαίνεσθαι” αλλά και στη συστηματική, ύστερα διαρκή (έως εναγώνια) φροντίδα αυτού του “φαίνεσθαι”. Φυσικά άλλες τεχνικές απεικόνισης - του - εαυτού και προβολής της εικόνας του, εξελίχτηκαν ανάλογα, απ’ τον 19ο αιώνα και μετά, ώστε σήμερα πια ο καθρέφτης να είναι κάτι παραπάνω από αξεσουάρ φροντίδας. Είναι, μάλλον, ο γενικός τύπος του ναρκισσισμού. Η ατομική ή/και οικογενειακή ελαιογραφία σε κεντρική θέα στο σαλόνι των αστών έγινε ατομική ή/και οικογενειακή φωτογραφία σε κάδρο στα σπίτια των μικροαστών. Ύστερα έγινε πολλές φωτογραφίες σε οικογενειακά άλμπουμ, ασπρόμαυρες αρχικά και μετά έγχρωμες. Στη συνέχεια ήρθαν τα video, τα ψηφιακά video, οι selfies: ο ναρκισσισμός έγινε τόσο “λαϊκός” ώστε να μοιάζει αδιανόητο ότι υπήρξαν (όχι και τόσο παλιά...) εποχές που η αίσθηση - του - εαυτού δεν ήταν η εικόνα του, και όπου απέναντι στην απεικόνιση (είτε σαν αντανάκλαση είτε σαν αναπαράσταση) η στάση ήταν αμήχανη, και πάντος όχι σχέση επίδειξης και αυτοεπιβεβαίωσης.

Η αμφίθυμη έως αυτοκαταστροφική σχέση με το καθρέφτισμα έχει επιζήσει ως τις ημέρες μας, πάλι σαν μύθος: ο μύθος του Νάρκισσου. Στο πέρασμα των καιρών απ’ τον μύθο “χάθηκε” η συμπρωταγωνίστρια, η Ηχώ, και απέμεινε ο έρωτας του Νάρκισσου με τον εαυτό του, μέσω του αυτοθαυμασμού του ειδώλου του, στην επιφάνεια του νερού. Όμως η επιβίωση έγινε ακριβώς επειδή η αυτο-καταστροφικότητα του ναρκισσισμού ήταν το θέμα· σε εποχές που οι καθρέφτες γίνονταν όλο και πιο συνηθισμένα αντικείμενα της καθημερινής ζωής.
Καθρέφτη - καθρεφτάκι μου πες μου υπάρχει ομορφότερη στον κόσμο από εμένα; ρωτούσε η “κακιά μητριά” στη Χιονάτη, ένα απ’ τα παραμύθια που μεγάλωσαν γενιές πρωτοκοσμικών παιδιών στον 20ο αιώνα. Όπως κι άλλα παράξενα στους παραμυθένιους κόσμους, ο διάλογος με τον καθρέφτη περί ομορφιάς - του - εαυτού εξέφραζε οριακά αλλά και παραδειγματικά την σχέση ανάμεσα στο Εγώ και την εικονική επιβεβαίωσή του· που δεν ήταν, πια, τόσο παράξενη.
Εντελώς αντίστροφα σ’ ότι αφορά την αυτοεπιβεβαίωση, ο Π. Σιδηρόπουλος τραγουδούσε ...Κοιτάζοντας μες στον καθρέφτη βλέπω ένα πρόσωπο γνωστό... Κι ίσως η ασκήμια του να μείνει μόλις πλυθώ και ξυριστώ... στην ερωτική μπαλάντα (μιας άλλης εποχής!) Να μ’ αγαπάς. Ίσως η ασκήμια του αγουροξυπνημένου να του μείνει, ακόμα κι αν το είδωλό του συμμαζευτεί μετά το πλύσιμο και το ξύρισμα...

Τι βλέπουμε, λοιπόν, στον καθρέφτη; Ίσως αυτό που θέλουμε... Ή αυτό που δεν θέλουμε...

κορυφή