sarajevo

ο άλλος χρόνος εργασίας: τα έτη

Όταν η συνέλευση του πλάνου 30/900 ανέλυε και τεκμηρίωνε την σημασία του ημερήσιου / εβδομαδιαίου / μηνιαίου χρόνου εργασίας, τόσο γενικά όσο και ειδικά μέσα στην εξελισσόμενη κρίση / αναδιάρθρωση· όταν ανέλυε και τεκμηρίωνε την σημασία της απαίτησης για δραστική μείωσή του σαν στρατηγικού ανταγωνιστικού προσανατολισμού της σύγχρονης εργατικής τάξης (εντάξει.... στ’ αυτιά αφελών ή/και καιροσκόπων, το καταλάβαμε γρήγορα...), ήξερε και ξέραμε ότι αυτή η ανάλυση / τεκμηρίωση ακουμπούσε και ένα ακριβώς διπλανό θέμα. Τον (ας το πούμε έτσι) “ισόβιο” χρόνο εργασίας.
Αν  βγάλουμε από πάνω μας τα επαναστατικά κουρέλια (γιατί για τέτοια πρόκειται) της όπου - νάναι - ανατροπής, κι αν αφήσουμε το κεντρικό και αιματηρό ζήτημα της πλήρους απελευθέρωσης της εργατικής τάξης απ’ τους καπιταλιστικούς καταναγκασμούς και τις ταπεινώσεις για μια επόμενη φάση, τότε το ερώτημα πόσα χρόνια είναι κοινωνικά αναγκαίο να δουλεύει κάποιος / κάποια στη ζωή του / της έχει μια εύλογη αξία. Τονίζουμε τις λέξεις κοινωνικά αναγκαίο. Όπως ισχύει με την καθημερινή, την εβδομαδιαία ή την μηνιαία δουλειά, έτσι και στο πιο πάνω ερώτημα δεν περιμένουμε, και δεν θα ήταν ταξικά φρόνιμο να δεχτούμε τις απαντήσεις των αφεντικών. Το ημερήσιο 6ωρο σαν “πλήρες και κανονικό ωράριο” είναι μια συμβιβαστική προσέγγιση εκ μέρους μας, με αφετηρία τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Και το 5ωρο θα ήταν εύλογο με την ίδια αφετηρία. Όταν, όμως, το ερώτημα του χρόνου εργασίας αφορά έτη ποια είναι η απάντηση;
Δεν έχουμε αυτήν την απάντηση, απλά επειδή έχουμε ακόμα μια εμπειρική αλλά όχι τεκμηριωμένη προσέγγιση. Δεν είναι πάντως πολύπλοκο ζήτημα αν κάποιοι / κάποιες θέλουν να ασχοληθούν μ’ αυτό. Μια χοντρική ιδέα θα προέκυπτε απ’ το εξής: αφού η μέση παραγωγικότητα της εργασίας παγκόσμια τα τελευταία 40 χρόνια έχει (τουλάχιστον) διπλασιαστεί (στην πραγματικότητα τετραπλασιαστεί ή πενταπλασιαστεί), κι αφού η μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας στις 30 ώρες θα σήμαινε μια μείωση της τάξης του 25% μόνο (σε σχέση με το 8ώρο του 1975), το υπόλοιπο 25%  (για να να φτάσουμε στην εξισορρόπηση 2πλάσια παραγωγικότητα > άρα “μισή δουλειά”, μια εξισορρόπηση που είναι, το είπαμε ήδη, εντελώς μετριοπαθής!) θα σήμαινε ότι απ’ τα 35 χρόνια μισθωτής εργασίας / σκλαβιάς που συνιστούσαν το 1975 έναν “πλήρη εργασιακό βίο” θα έπρεπε να πέσουμε στα 26,5.
Τι είπαμε μόλις; Πλήρης σύνταξη μετά από 26,5 χρόνια δουλειάς (30 ωρών την εβδομάδα); Αυτό είπαμε; “Σκάνδαλο”!!!! [1Σα να ακούμε ήδη τις ίδιες ή παρόμοιες βλακείες σαν εκείνες που ακούσαμε τα χρόνια της παρουσίασης των θέσεων του πλάνου 30/900. Κουβέντες του είδους “ναι, καλά, και τι νομίζετε ότι θα γίνει μετά; θα αυξηθούν οι τιμές και θα δημιουργηθεί πληθωρισμός”. Κουβέντες από στόματα “επαναστατών” φυσικά!!!
Πως θα χαρακτηρίζονταν, άραγε, τέτοιοι τύποι με τέτοια επιχειρήματα αν φύτρωναν (που μάλλον ήταν αδύνατο να φυτρώσουν τότε) εκείνες τις δεκαετίες που η τάξη μάτωνε κυριολεκτικά πολεμώντας υπέρ του 8ώρου ή/και υπέρ αυξήσεων στους μισθούς; Τσατσορούφιανοι θα χαρακτηρίζονταν. Είναι ίσως λάθος μας ότι δεν φτύσαμε κατάμουτρα όλους αυτούς απ’ το 2010 και μετά...
Ο πόλεμος μέσα στην τάξη μας, ενάντια στους διαφόρων ειδών λακέδες, τσάτσους και ρουφιάνους, είναι κάτι που τελικά δεν πρόκειται να αποφύγουμε, στην διάρκεια της καινούργιας ριζοσπαστικοποίησης.
]

Εννοείται ότι πρόκειται για σκάνδαλο. Γιατί όμως; Αντέχει κανείς την απάντηση στο γιατί κάτι τέτοιο ακούγεται εξωπραγματικό; Είναι απάντηση συντριπτική για την συνείδηση της τάξης μας.
Ένα απ’ τα σημαντικά μαθήματα που πήραν τα αφεντικά του αναπτυγμένου καπιταλισμού απ’ το εκρηκτικό κύμα των αρνήσεων των ‘60s και των ‘70s (κι ένα απ’ τα σημαντικά κατορθώματα που ξέχασε η τάξη μας απ’ την ίδια την πρόσφατη ιστορία της) ήταν ότι δεν έχει σημασία μόνον η προβληματοποίηση, το να αναδεικνύεται δηλαδή το τάδε ή το δείνα ζήτημα σαν “σοβαρό πρόβλημα” για το Α ή το Β κοινωνικό υποκείμενο, αλλά και (κυρίως) το ευρύτερο νοηματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναδεικνύεται αυτό το πρόβλημα. Και, βέβαια, το υποκείμενο που έχει την πρωτοβουλία να το αναδείξει, διαμορφώνοντας παράλληλα και ταυτόχρονα το ευρύτερο νοηματικό περιβάλλον. Κωδικοποιημένα αυτό το μάθημα λέγεται ατζέντα. Ειπωμένο αλλιώς: τίνος η ατζέντα - περί - προβλημάτων γίνεται κυρίαρχη.
Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγμα για την σημασία του ποιος ορίζει τα συμφραζόμενα της ανάδειξης ενός προβλήματος (εντός ή εκτός εισαγωγικών) - τόσα ώστε αφήνουμε σ’ εσάς να βρείτε μερικά. Το γεγονός είναι ότι πριν η τάξη μας διανοηθεί να θέσει σαν στόχο, σαν προσανατολισμό, σαν επιδίωξη την μείωση του χρόνου εργασίας, τόσο του ημερήσιου / εβδομαδιαίου / μηνιαίου όσο και του συνολικού στη ζωή μας, τα αφεντικά το έκαναν για λογαριασμό τους, με τους δικούς τους όρους, ορίζοντας την “ατζέντα”. Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 (αν όχι νωρίτερα) στη δημόσια σφαίρα όλων των αναπτυγμένων καπιταλιστικά κοινωνιών, άρχισε να κυριαρχεί σχεδόν χωρίς αντίπαλο ο λόγος - για - το - ασφαλιστικό / συνταξιοδοτικό “πρόβλημα”.
Δεν θα ήταν δυνατόν να κυριαρχήσει η καθεστωτική “λογική” γι’ αυτό το “πρόβλημα” εάν έμενε στην απλή διαπίστωση “τα ασφαλιστικά ταμεία θα ξεμείνουν από λεφτά όπου νάναι”. Εάν το πράγμα έμενε σ’ αυτό το σημείο, θα προκαλούνταν εύλογα απορίες, ενδεχομένως μάλιστα μαχητικές. Γιατί θα ξεμείνουν από λεφτά; Πού πήγαν τα αποθεματικά τους; Κι αν πρόκειται να ξεμείνουν από λεφτά γιατί να μην αυξηθεί η “συμμετοχή” των εργοδοτών; Όχι! Η ρητορική περί “ασφαλιστικού / συνταξιοδοτικού προβλήματος” είχε έναν κύριο στόχο: την επιμήκυνση του συνολικού χρόνου εργασίας, δηλαδή άλλη μια στρατηγική έκφραση της πλήρους κυριαρχίας των αφεντικών πάνω στη ζωή μας. Για να είναι πετυχημένη μια τέτοια ρητορική, έπρεπε να διαμορφώσει συνολικά την ατζέντα “δημόσιου διαλόγου”. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Πως; Μέσα από μερικές κλισαρισμένες / συνθηματολογικές κατασκευές, που μπορούσαν να γίνουν κατανοητές (και πειστικές) στην απλοϊκή σκέψη. Ιδού το τόσο τετριμμένο πια αλλά και πειστικό (όπως αποδείχθηκε, χάρη στην  παραίτηση της τάξης μας) ρεπερτόριο αυτών των κατασκευών:
α) Το προσδόκιμο ζωής έχει μεγαλώσει. [Αμφιβάλλει κανείς; Όχι. Πρώτο “σημείο” υπέρ της ρητορικής των αφεντικών]. Άρα έχει μεγαλώσει το διάστημα για το οποίο κάθε απόμαχος της μισθωτής εργασίας / σκλαβιάς θα συνταξιοδοτείται... Επίσης έχουν αυξηθεί τα έξοδα ιατρικής φροντίδας αυτού του καθενός απόμαχου. Άρα;
β) Η σύνταξη (και τα όποια έξοδα ιατρικής φροντίδας) των απόμαχων της μισθωτής εργασίας / σκλαβιάς προέρχονται απ’ τις ασφαλιστικές εισφορές όσων είναι ακόμα μέσα στη μισθωτή εργασία / σκλαβιά. Η σωστή αναλογία είναι [κι εδώ η αυθαιρεσία κέντησε!] 2 ασφαλισμένοι προς 1 συνταξιούχο [ή 3 προς 1· ποιός θα το ελέγξει;]. Όμως λόγω αυξανόμενης ανεργίας αυτή η αναλογία δεν επιτυγχάνεται. Άρα;
γ) Τα ασφαλιστικά / συνταξιοδοτικά συστήματα δεν μπορούν να είναι τόσο γενναιόδωρα όταν κάποιος, για τον Α ή Β λόγο δεν έχει δουλέψει αρκετά. Άρα;

Καθόλου παράξενο. Η ατζέντα των αφεντικών για τον συνολικό χρόνο “εργάσιμης ζωής” είχε έναν διπλό στόχο. Ένα σκέλος οικονομικό, ένα άλλο σκέλος (στρατηγικά το σημαντικότερο) πολιτικό: να αποπολιτοκοποιήσει το ζήτημα του χρόνου εργασίας σαν κοινωνικά αναγκαίου· να ξεδοντιάσει τις αρνήσεις εργασίας που θα ήταν δυνατόν να εκφραστούν σαν απαίτηση μείωσης του χρόνου... Κυρίως: να ξεδοντιάσει την πραγματικότητα, που γινόταν όλο και πιο εμπειρικά προσιτή, ότι ο πλούτος που παράγεται απ’ τους σύγχρονους εργάτες / εργάτριες, σε όλες του τις διαστάσεις, είναι πολλαπλάσιος και των μισθών και των συντάξεών τους (ειδικά των “κατώτερων”). Έτσι ώστε το μόνο “πρόβλημα” που θα μπορούσε να αναγνωριστεί σαν τέτοιο απ’ την τάξη μας, “μέσα στον καπιταλισμό” (ε;), θα ήταν η δίκαιη κατανομή αυτού του παραγμένου πλούτου, όχι μόνο στη διάρκεια της ζωής των εργατών της τάδε ή της δείνας γενιάς αλλά ακόμα και μετά τον θάνατό τους! Όχι μόνο σε μια κρατική επικράτεια, αλλά παγκόσμια.
Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι από αυτή η στρατηγική πολιτική στόχευση των αφεντικών, όταν άρχισαν να “αναδεικνύουν - το πρόβλημα - των ασφαλιστικών ταμείων - συντάξεων” παντού στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, δεν έγινε σαφής απ’ την μεριά της τάξης μας. Λόγοι, όχι όμως και δικαιολογίες. Ο ρόλος των συνδικάτων (και των κομμάτων). Ο ρόλος της κατανάλωσης και του ατομισμού. Η πύκνωση των μέσων προπαγάνδας και διανοητικού πολέμου - μιλάμε πάντα για την δεκαετία των ‘90s.
Αν είχε γίνει αυτή η εργατική συνειδητοποίηση, τότε η ατζέντα των αφεντικών θα κατέρρεε σαν γελοία.
α) Το προσδόκιο ζωής έχει πράγματι μεγαλώσει... Όμως, ώσπου να διπλασιαστεί, τριπλασιαστεί, τετραπλασιαστεί κατ’ αναλογία της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, ω αφεντικά μας χρωστάτε πολύ περισσότερα. Άρα;
β) Αν δεχόταν κανείς, προς στιγμήν, ότι αυτή είναι η δομή των ασφαλιστικών / συνταξιοδοτικών συστημάτων, δηλαδή ότι για κάθε έναν που τελειώνει τον εργάσιμο βίο του πρέπει 2 (ή 3 ή 1,5) να μπαίνουν στην αρένα ώστε να συντηρούν μέσω των εισφορών τους την σύνταξη του πρώτου, τότε πρόκειται για ένα κλασσικό ponzi scheme, “πυραμίδα”, ή όπως αλλιώς θέλει να το ονομάσει κανείς. Ένα “σχήμα” που είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει αφού είναι αδύνατο να επεκτείνεται διαρκώς η “εργατική βάση” της πυραμίδας των εισφορών. Άρα;
Ύστερα υπάρχει μια ιδιαίτερα χειροπιαστή απόδειξη για την γελοιότητα του επιχείρηματος ότι “1,5 ή 2 ή 3 ασφαλισμένοι μισθωτοί, με τις εισφορές τους, εξασφαλίζουν τη σύνταξη ενός συνταξιούχου”. Κανένας μα κανένας μισθωτός δεν πληρώνεται την όποια σύνταξη με βάση τα ένσημα που κολλάνε (ή δεν κολλάνε) 1,5, 2 ή 3 μισθωτοί, άγνωστο ποιοί, άγνωστο που. Πληρώνεται με βάση τα ένσημα που έχει ο ίδιος. Άρα;
γ) Τι πάει να πει “δεν έχει δουλέψει αρκετά”; Με βάση τα 35 χρόνια (τότε... στα ‘90s...) πλήρους εργάσιμου βίου ή με βάση τα 26,5; Άρα;

Τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε· σίγουρα όχι με τον μαζικό, δυναμικό, προλεταριακό τρόπο που θα έπρεπε. Η ατζέντα των αφεντικών κέρδισε χωρίς μάχη. Και μέσα σ’ αυτήν το “πρόβλημα” των ασφαλιστικών ταμείων / συντάξεων, δηλαδή η απαίτηση (των αφεντικών) υπέρ της αύξησης των “καπιταλιστικά αναγκαίων” ετών εργασίας, έγινε κοινοτυπία.
Θα έλεγε κανείς ότι έτσι τ’ αφεντικά πέτυχαν μια σημαντική πολιτική νίκη στον ταξικό πόλεμο που κάνουν διαρκώς. Πράγματι. Όμως καμία τέτοια πολιτική νίκη δεν αξίζει αν δεν την γιορτάσεις δεόντως. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Μέσα στο σύννεφο της κυριαρχίας της καπιταλιστικής ατζέντας περί “προβληματικών ταμείων”, τα αποθεματικά αυτών των ταμείων ανακηρύχτηκαν σαν η νούμερο 1 “δεξαμενή ρευστού χρήματος” για “επενδύσεις” (δηλαδή χοντρά κόλπα) στα χρηματιστήρια. Αυτό έγινε διεθνώς - στο ελλαδιστάν θα έρθουμε αμέσως μετά. Τι σήμαινε αυτό; Σήμαινε το εξής απλό: αφού σας πείσαμε (ω ασφαλισμένοι!) ότι τα αποθέματα εισφορών δεν φτάνουν (διότι το προσδόκιμο... διότι η αναλογία ασφαλισμένων / συνταξιούχων... διότι οι νέες σχέσεις εργασίας...), αφού δηλαδή σας πείσαμε ότι “κούτσα κούτσα” πρέπει να συνηθίσετε στην ιδέα ότι θα δουλεύετε περισσότερο, ε, αυτά τα αποθέματα θα τα φάμε!!! Δεν θα σας λείψουν, έτσι κι αλλιώς, ε; Δουλέψτε μαλάκες· το παλάτι έχει έξοδα!!!
Ή, μήπως, όχι τόσο ωμά;

Ξέρουμε με βεβαιότητα ότι μόλις αποπολιτικοποίηθηκε διεθνώς το ζήτημα του χρόνου εργασίας σ’ όλες του τις διαστάσεις, άρχισε χωρίς καμιά ανησυχία το “πάρτυ”. Αντί να σας παρουσιάσουμε διεθνή τεκμήρια (κάτι που, ας το ομολογήσουμε, θα μας έβαζε σε κόπο δυσανάλογο με τον χρόνο που έχουμε διαθέσιμο γι’ αυτήν εδώ την αναφορά) αρκεί η υπενθύμιση της ελληνικής περίπτωσης. Η οποία δεν ήταν καινοτόμα. Απλά ακολουθούσε τις διεθνείς τάσεις! Τα αποσπάσματα στη συνέχεια είναι από μια (απολίτικη και άνευρη σε μεγάλο βαθμό...) έκδοση του ινστιτούτου εργασίας της γσεε, με τίτλο: εκπαιδευτικό υλικό: συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, του 2012 (ο τονισμός δικός μας):

...
Τη δεκαετία του 1980 δίνεται η δυνατότητα [στα ασφαλιστικά ταμεία] για μερικές τοποθετήσεις σε τίτλους του Δημοσίου [σ.σ.: ομόλογα κατά κύριο λόγο· δηλαδή δανεισμό του δημοσίου] με σταθερή και εξασφαλισμένη απόδοση. Οι επενδύσεις σε κάθε είδους χρεόγραφα και ακίνητα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι το ποσοστό του 10% του αποθεματικού του κάθε ταμείου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 καταργούνται οι ποσοτικοί περιορισμοί για αγορές εν είδει επένδυσης σε ομόλογα τραπεζών [σ.σ.: δανεισμό των τραπεζών απ’ το χρήμα που προορίζεται για συντάξεις και λοιπές παροχές].
Το 1992 τα διοικητικά συμβούλια των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αποκτούν το δικαίωμα να ιδρύουν ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, με δικαίωμα να επενδύνουν στο Χρηματιστήριο, ενώ με το ν. 2042/92 διπλασιάζεται το σχετικό όριο στο 20%.
Το 1995 τα διοικητικά συμβούλια έχουν πλέον το δικαίωμα να προσλαμβάνουν για συμβούλους τράπεζες ή θυγατρικές εταιρείες τραπεζών. Το 1999 εκχωρείται περισσότερη διαχειριστική εξουσία στις τράπεζες, οι οποίες πλέον μπορούν να αναλάβουν την αξιοποίηση και της ακίνητης περιουσίας των ασφαλιστικών φορέων, τη διαχείριση, τις διαδικασίες αγοραπωλησίας, τις μισθώσεις, κ.α. Την ίδια χρονιά λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα ενίσχυσης της έκθεσης των αποθεματικών ταμείων στους κινδύνους των χρηματιστηριακών αγορών. Εκτός από μετοχές, τα ταμεία μπορούν να επενδύουν και σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, τα οποία κυκλοφορούν οι θυγατρικές εταιρείες των τραπεζών.
Η δυνατότητα που δόθηκε στη συνέχεια για την αγορά μετοχών από τα ασφαλιστικά ταμεία, σε συνδυασμό με τη χρηματιστηριακή κρίση των περιόδων 1999 - 2002 και 2008-2009, είχαν ως αποτέλεσμα να εξανεμιστούν περίπου 7 δισ. ευρώ, ενώ οι απώλειες που υπέστησαν τα ασφαλιστικά ταμεία από το πρόσφατο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων υπερβαίνουν το 1 δισ. ευρώ.

...

Έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσον το ποσό των 7 + 1 δισ. ευρώ που “εξανεμίστηκε” μέσα σε δέκα χρόνια απ’ τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία είναι ακριβές. Κι αυτό επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι, ξέροντας ή διαισθανόμενοι “που πάει το πράγμα”, διοικητικά συμβούλια ταμείων, χρηματιστές, τραπεζίτες, λοιποί παρατρεχάμενοι, φρόντιζαν να καλύπτουν τα βήματά τους, τουλάχιστον στην εύκολη θέα. Αυτό δεν ήταν ελληνική πρακτική. Ήταν διεθνής. Σοβαρές έρευνες δεν έγιναν πουθενά· οι σκελετοί στα ντουλάπια είναι ολόκληρα νεκροταφεία. Αν γίνονταν σοβαρές έρευνες πολύς “καλός” κόσμος θα κατέληγε στα σίδερα για να γλυτώσει την αυτοδικία της κρεμάλας, εκ μέρους των εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Απλά, πολύ απλά, το “τελικό αποτέλεσμα” της μεταφοράς πλούτου, σε ρευστό, σπαρταριστό χρήμα, από τις εισφορές των ασφαλισμένων στις τσέπες επιτήδειων αφεντικών και λοιπών λακέδων, επιβεβαίωσε αυτό που ήταν απ’ την αρχή στην ατζέντα των αφεντικών. Οι εισφορές σας δεν φτάνουν, πρέπει να δουλέψετε κι άλλο.

Ας το επαναλάβουμε. Παρότι υπάρχουν ισχυρές και σοβαρές χρηματικές / οικονομικές διαστάσεις στο ζήτημα “ασφαλιστικά ταμεία”, “συντάξεις”, κλπ, η σημαντικότερη είναι η πολιτική. Απ’ τη μεριά των αφεντικών ο στόχος ήταν σαφής, συγκεκριμένος: αύξηση του (συνολικού) χρόνου εκμετάλλευσης της εργασίας, δηλαδή ανανέωση των μεθόδων απόσπασης απόλυτης υπεραξίας. Τα “οικονομικά προβλήματα” των ασφαλιστικών ταμείων χρησιμοποιήθηκαν σαν το υποτιθέμενα ακλόνητο επιχείρημα υπέρ της αύξησης των χρόνων εργασίας, με έναν κυκλικό τρόπο: δημιουργήθηκαν τέτοια “προβλήματα” (με την καπιταλιστική / χρηματοπιστωτική “αξιοποίηση” των αποθεματικών τους, για παράδειγμα) και στη συνέχεια, κρύβοντας την πραγματική αιτία, προβλήθηκε το αποτέλεσμα (της “επικείμενης χρεωκοπίας των ταμείων”) σαν αιτία.
Εάν η τάξη μας είχε την συνείδηση και την μαχητικότητα να σηκώσει το γάντι, θα έδινε την δική της πολιτική απάντηση. Αφού απ’ την δεκαετία του ‘70 και μετά η γενική παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με άλματα, θα έπρεπε με ανάλογα άλματα να αυξάνεται (όχι μόνον ο μισθός αλλά και) η “συνεισφορά” των αφεντικών στα ασφαλιστικά ταμεία των μισθωτών!!! Και συμπληρωματικά να μειώνονται τα χρόνια εργασίας για “πλήρη σύνταξη”.
Μερικά νούμερα που εύκολα θα υποστήριζαν την εργατική απάντηση στο θέμα των “ετών εργασίας”. Η μέση αναμενόμενη διάρκεια της ζωής των υπηκόων των αναπτυγμένων καπιταλιστικά ευρωπαϊκών κρατών, ανάμεσα στο 1970 και στο 2010, αυξήθηκε κατά περίπου 6 χρόνια. Απ’ τα 74 στα 80. Σύμφωνα με την ρητορική των αφεντικών 6 χρόνια (κατά μέσο όρο) περισσότερη ζωή επιβάλλεται να είναι 6 χρόνια (τουλάχιστον) περισσότερη δουλειά... για να “βγαίνουν τα ταμεία”. Συνεπώς, απ’ τα 35 χρόνια εργασίας ιδού πως προκύπτουν τα 42.
Ας το δούμε εργατικά τώρα. Εάν ένας μέσος μισθωτός ξεκινώντας να δουλεύει το 1935, στα 20 χρόνια του, ως τα 55 του, επί 35 χρόνια, “παρήγαγε” τόση και τέτοια υπεραξία ώστε να είναι εφικτή η συνταξιοδότησή του το 1970 για άλλα 20 (ως τα 75 που, κατά μέσο όρο, θα πέθαινε), ο διπλασιασμός έως τετραπλασιασμός της παραγωγικότητας της εργασίας θα σήμαινε υποχρεωτικά ότι ο ίδιος μισθωτός αν έμπαινε στην αγορά εργασίας το 1970, θα “παρήγαγε” τα επόμενα 35 χρόνια (ως το 2005) τέτοια υπεραξία ώστε να είναι εφικτός (με χοντρικούς υπολογισμούς) ο διπλασιασμός έως τετραπλασιασμός των χρόνων της σύνταξής του. Από 40 έως 80. Για να “πατσίσει” θα έπρεπε να ζήσει από 95 έως 135 χρόνια συνολικά... Χωρίς καμία αύξηση των ετών εργασίας (με 35 δηλαδή), εάν οι “εργοδοτικές εισφορές” ακολουθούσαν τις αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας, θα έπρεπε το “προσδόκιμο ζωής” να περάσει τον αιώνα· και τότε, πάλι, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα “βιωσιμότητας των ταμείων”.

Συνεπώς, εκεί που δόλια τα αφεντικά έλεγαν και λένε “παραπάνω ζωή / παραπάνω δουλειά” (για να είναι “βιώσιμα” τα ασφαλιστικά συστήματα”...) η εργατική απάντηση, η εργατική ατζέντα θα έπρεπε να είναι “παραπάνω παραγωγικότητα / παραπάνω ‘έξοδα’ για τα αφεντικά”.... Επειδή, δε, αποκλείεται ο μέσος όρος ζωής να φτάσει τα 100 χρόνια στο ορατό μέλλον, η εργατική ατζέντα θα έπρεπε εξίσου αδιαπραγμάτευτα να συμπληρωθεί με το “παραπάνω παραγωγικότητα / λιγότερα έτη δουλειάς”.
Έχουμε τη γνώμη ότι τα πιο πάνω δείχνουν δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η εργατική ατζέντα και για την διάρκεια του “εργάσιμου βίου” (αν είχε υπάρξει τέτοια ή αν υπάρξει κάποτε) είναι απόλυτα λογική, και δεν έχει καμία σχέση με τις μεταφυσικές και τους μεσσιανισμούς των “επαναστάσεων”, των “ανατροπών”, της επερχόμενης “λαϊκής εξουσίας”, κλπ. Και δεύτερον, ότι παρά την ατσάλινη λογική της, αυτή η ατζέντα φαίνεται ουτοπική!
Οι αιτίες του γιατί αυτό που από εργατική άποψη, απ’ την άποψη των minimum συμφερόντων της τάξης μας, είναι θηριωδώς λογικό και ταυτόχρονα “ουτοπικό” είναι ένα θέμα που ξεπερνάει αυτήν εδώ την αναφορά. Θα επαναλάβουμε ωστόσο εκείνο που έχει υποστηρίξει η συνέλευση του πλάνου 30/900: η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που δικαιούμαστε “μέσα στον καπιταλισμό” (τις 30 ώρες πλήρες εβομαδιαίο ωράριο· τα 900 ευρώ βασικό καθαρό μισθό· τα 26,5 χρόνια “πλήρους” εργασιακού βίου) και εκείνο που τα αφεντικά μας δίνουν (και ξέρετε τι είναι...) δεν είναι απλά μια “οικονομική διαφορά” που, με σφίξιμο των ζωναριών μας, θα την αντέξουμε... Όχι! Είναι το μετρήσιμο, υλικό τίμημα της πολιτικής μας υποτέλειας, σαν τάξης...
Αν εμείς, με λόγια, πράξεις ή παραλείψεις, συμβιβαζόμαστε με το ότι “τόσο αξίζουμε” (τόσο λίγο) μην περιμένουμε να μας λυπηθεί κανένα αφεντικό, κανένας λακές, καμία πολιτική βιτρίνα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - Σα να ακούμε ήδη τις ίδιες ή παρόμοιες βλακείες σαν εκείνες που ακούσαμε τα χρόνια της παρουσίασης των θέσεων του πλάνου 30/900. Κουβέντες του είδους “ναι, καλά, και τι νομίζετε ότι θα γίνει μετά; θα αυξηθούν οι τιμές και θα δημιουργηθεί πληθωρισμός”. Κουβέντες από στόματα “επαναστατών” φυσικά!!!
Πως θα χαρακτηρίζονταν, άραγε, τέτοιοι τύποι με τέτοια επιχειρήματα αν φύτρωναν (που μάλλον ήταν αδύνατο να φυτρώσουν τότε) εκείνες τις δεκαετίες που η τάξη μάτωνε κυριολεκτικά πολεμώντας υπέρ του 8ώρου ή/και υπέρ αυξήσεων στους μισθούς; Τσατσορούφιανοι θα χαρακτηρίζονταν. Είναι ίσως λάθος μας ότι δεν φτύσαμε κατάμουτρα όλους αυτούς απ’ το 2010 και μετά...
Ο πόλεμος μέσα στην τάξη μας, ενάντια στους διαφόρων ειδών λακέδες, τσάτσους και ρουφιάνους, είναι κάτι που τελικά δεν πρόκειται να αποφύγουμε, στην διάρκεια της καινούργιας ριζοσπαστικοποίησης.
[ επιστροφή ]

κορυφή