sarajevo

τα φάρμακα και τ’ αφεντικό

Σκληρή κόντρα με την τρόικα ξεκίνησαν οι έλληνες Φαρμακοβιομήχανοι δεδομένων των απαιτήσεων των δανειστών για τα φάρμακα.
Ειδικότερα ο επικεφαλής της τρόικας Τζουζέπε Καρόνε που επισκέφθηκε πριν λίγα 24ωρα την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, ζήτησε εδώ και τώρα να προχωρήσουν οι αλλαγές οι οποίες μεταξύ άλλων θα επιφέρουν σημαντική μείωση στις τιμές των φαρμάκων που έχουν χάσει την πατέντα τους και κατά συνέπεια και των γενοσήμων φαρμάκων.

Οι έλληνες Φαρμακοβιομήχανοι (ΠΕΦ) εμφανίζονται έξαλλοι με τις πιέσεις της τρόικας κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου ότι θα σταματήσουν να παράγονται ελληνικά φάρμακα που σήμερα πωλούνται σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Και αυτό διότι η παραγωγή τους θα θεωρείται ασύμφορη.
Την ίδια ώρα όμως θα υπάρξει υποκατάσταση των ίδιων φαρμάκων με άλλα ακριβότερα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της αγοράς. Συνεπώς η δαπάνη και πάλι θα μείνει στα ύψη.

Ενδεικτικά είναι τα όσα δήλωσε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) Θεόδωρος Τρύφων: “Στην ουσία η τρόϊκα ζητά ένα νέο σύστημα τιμολόγησης που, εφόσον εφαρμοστεί, θα διαλύσει τις τιμές των οικονομικών φαρμάκων που παράγονται στην Ελλάδα, σε βαθμό που δεν θα είναι δυνατή η συνέχιση της παραγωγής τους. Πολλά οικονομικά φάρμακα θα βγουν από την αγορά και θα υποκατασταθούν από νέα εισαγόμενα που πωλούνται σε πολύ ακριβές τιμές”.

Και πίσω από τις πιέσεις αυτές της τρόικας να μειωθούν άρδην οι τιμές στα γενόσημα φάρμακα η ΠΕΦ βλέπει προσπάθειες εξαφάνισης της ελληνικής παραγωγής και των ελληνικών εταιρειών καθώς όπως τονίζει ο κ.Τρύφων:
“Οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν την πρόθεση των θεσμών να διαλύσουν έναν από τους τελευταίους πυλώνες ανάπτυξης στη χώρα μας, αποκλείοντας ταυτόχρονα την κυκλοφορία των οικονομικών και αξιόπιστων ελληνικών φαρμάκων από την εγχώρια αγορά. Πόσω μάλλον, όταν οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές που δύναται να προσφέρουν, όχι απλά δεν δημιουργούν κόστος για τα Ταμεία, αλλά συμβάλλουν στη δημιουργία ουσιαστικών εξοικονομήσεων”.

Αυτά τα επικά έλεγε ένα ειδησειογραφικό ρεπορτάζ στα μέσα του περασμένου Οκτώβρη. Η “υπόθεση φάρμακο” θα έπρεπε να είναι προ πολλού αντικείμενο μια γενναίας και μαχητικής στην πράξη κοινωνικής αντίστασης· αλλά δεν είναι. Και οι λόγοι είναι παραπάνω από ένας. Όμως το ότι τα ντόπια αφεντικά των φαρμακοβιομηχανιών (που δίνουν μισθούς 600 ευρώ το μήνα στους εργάτες / στις εργάτριές τους - σας διαβεβαιώνουμε!) είναι ανάμεσα στους πιο φανατικούς σημαιοφόρους της “εθνικής αντίστασης απέναντι στην τρόικα”, αυτό σας το είχαμε υποδείξει υπενθυμίζοντας τους υποστηρικτές του περήφανου “όχι” σε εκείνο το ξεχασμένο πια virtual δημοψήφισμα του περασμένου Ιούλη.
Ε, ναι λοιπόν!!! Οι φαρμακοβιομήχανοι είναι στην πρώτη γραμμή του αγώνα!!!! Κατά τη γνώμη τους επίκειται Αρμαγεδώνας! Το πιθανότερο είναι να πεθαίνουμε στο δρόμο...
Προς τι αυτή η αγανακτισμένη “επανάσταση”;

Όταν ήρθε επίσημα ο “κακός καιρός” του ελληνικού κράτους / κεφάλαιου, και μαζί του οι καταραμένοι πολιτικοί δανειστές / σωτήρες / καταστροφείς, το 2010, η ελληνική δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, σαν ποσοστό του α.ε.π., ήταν μακράν η υψηλότερη στην ευρωπαϊκή ένωση. 1,8% του αεπ - οι επόμενες στη λίστα ήταν μακριά, στο 1,3% του αεπ τους (γαλλία, ιρλανδία, ισπανία). Στην κορυφή, αφήνοντας τους άλλους λαχανιασμένους μακριά, ήταν και η ελληνική δημόσια κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη: 495 μονάδες αγοραστικής δύναμης, έναντι 403 της δεύτερης (ιρλανδίας) και 334 της τρίτης (γαλλίας) [1Τα στοιχεία είναι της eurostat, και των υπηρεσιών υγείας του οοσα και της ευρωπαϊκής επιτροπής. Ας σημειωθεί ότι το ποσοστό επί του α.ε.π. αφορά μόνο τα δημόσια έξοδα για φάρμακα και όχι το σύνολο των δαπανών του δημόσιου συστήματος υγείας, που περιλαμβάνει και πολλά άλλα.]. Μ’ άλλα λόγια είτε οι έλληνες ήταν πολύ αρρωστιάρηδες, είτε οι φαρμακοβιομηχανίες (ντόπιες και μη) έκαναν εδώ το καλύτερο (αναλογικά) πάρτυ τους.
Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη συνδέεται άμεσα με τα ασφαλιστικά ταμεία... Και η δική τους κατάσταση (και) με τον κρατικό προϋπολογισμό. Κατά συνέπεια οι τρισκατάρατοι απαίτησαν ανάμεσα στα υπόλοιπα και “νοικοκύρεμα” αυτής της δαπάνης. Δηλαδή μείωσή της.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να γίνει αυτό. Ένας απλός, γρήγορος και αποτελεσματικός είναι να αυξηθεί η “συμμετοχή” των αγοραστών στο κόστος των φαρμάκων τους, με ανάλογη μείωση της κάλυψης απ’ τα ασφαλιστικά ταμεία. Ένας άλλος είναι η καθιέρωση της χρήσης γενόσημων φαρμάκων (αντιγράφων δηλαδή) που σε γενικές γραμμές είναι αρκετά έως πολύ φτηνότερα.

φαρμακοβιομηχανία

Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες (50 συνολικά, διαφόρων μεγεθών) κατασκευάζουν γενόσημα, κυρίως σαν υπεργολάβοι μεγάλων διεθνών επιχειρήσεων του είδους. Θα υπέθετε κανείς ότι η διεύρυνση της χρήσης γενοσήμων δεν θα ήταν εχθρική στα συμφέροντά τους. Λάθος!!! Τα γενόσημα έχουν μικρότερο ποσοστό κέρδους. Συνεπώς, γύρω απ’ τα γενόσημα δόθηκε μια πρώτη μάχη των ντόπιων φαρμακοβιομηχανών κατά της καταραμένης τρόικας. “Μπροστάρηδες” μπήκαν, όμως, οι γιατροί· για την ακρίβεια τα επίσημα “όργανά” τους, οι ιατρικοί σύλλογοι. Με πρώτο και καλύτερο εκείνον της Αθήνας. Οι σκοφαντίες εναντίον των γενοσήμων έφτασαν επίπεδα ανοικτής τρομοκρατίας. Υπήρχε ένα εξαιρετικά ειδικό ζήτημα σ’ εκείνη την ιστορία, που ήταν ο “κάλος” του “ιατρικού σώματος”: δεν θα έπρεπε να συνταγογραφούν εμπορικά ονόματα φαρμάκων, αλλά μόνο την δραστική ουσία, έτσι ώστε ο ενδιαφέρομενος να διαλέγει στο φαρμακείο το φτηνότερο (γενόσημο) και όχι το ακριβότερο (πρωτότυπο, πατενταρισμένο) φάρμακο. Οπωσδήποτε οι τρισκατάρατοι δανειστές έκαναν ηθελημένα ή όχι ένα βασικό λάθος. Κανένας έλληνας δεν αγοράζει φάρμακα (ειδικά για σοβαρούς λόγους) με τον τρόπο που αγοράζει κωλόχαρτα, δηλαδή κοιτώντας την τιμή. Η ιδέα για συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας και όχι του εμπορικού ονόματος μπορεί να πετύχαινε αλλού· εδώ, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα μετέφερε την ευθύνη της τελικής επιλογής απ’ τον γιατρό στον φαρμακοποιό. Γιατί αυτός θα απαντούσε στην ερώτηση “ποιο είναι το καλύτερο, ποιο να πάρω;”.
Σε κάθε περίπτωση οι έλληνες γιατροί δεν υπέκυψαν. Συνταγογραφούν μεν την δραστική ουσία, αλλά “από πίσω” (ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο) δίνουν στον ασθενή και το ραβασάκι με το “καλό” φάρμακο. Χαρά τόσο για τους ίδιους όσο και για τις φαρμακοβιομηχανίες. Γιατί, πράγματι, οι φαρμακοβιομηχανίες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (ή μπορούν να κάνουν τα πάντα) χωρίς ή με τους γιατρούς. Κανένας φαρμακοβιομήχανος δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον “πελάτη”, εκτός βέβαια απ’ τον διαρκώς αυξανόμενο κύκλο προώθησης / διαφήμισης των “μη συνταγογραφούμενων” φαρμάκων κάθε είδους.

Δεν θα πούμε τίποτα καινούργιο εδώ. Απλά θα θυμίσουμε, για να φωτίσουμε και την τωρινή “εξέγερση” των αφεντικών των φαρμάκων, κάτι γνωστό.
Το καθεστωτικό “βήμα” είχε δημοσιεύσει στις αρχές του 2000 (άλλες εποχές τότε!!!) ένα ρεπορτάζ όπου μεταξύ άλλων γράφονταν κι αυτά:

“Γιατροί και φαρμακευτική βιομηχανία. Είναι ποτέ ένα δώρο απλώς ένα δώρο;”. Αυτός είναι ο τίτλος άρθρου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 19ης Ιανουαρίου 2000 της ιατρικής επιθεώρησης “Journal of the American Medical Association” (JAMA). Το άρθρο, το οποίο υπογράφει η γιατρός Ashley Wazana του Πανεπιστημίου MacGill του Καναδά, διαπραγματεύεται τη στενή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους γιατρούς και στη φαρμακευτική βιομηχανία, η οποία στα πλαίσια προώθησης των φαρμάκων της “ξοδεύει κάθε χρόνο μεγάλα ποσά για τους γιατρούς σε δώρα, γεύματα, ταξίδια, επιχορηγούμενες διαλέξεις και συμπόσια”.
...
Από τα βασικότερα συμπεράσματα της μελέτης είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη στενών σχέσεων ανάμεσα στους γιατρούς και στις φαρμακοβιομηχανίες έχει άμεση επίδραση στη συνταγογράφηση, πράγμα που διαπιστώνεται από την ταχύτητα με την οποία υιοθετείται ένα νέο φάρμακο, το οποίο πιθανώς είναι ακριβότερο από τα υπάρχοντα χωρίς να παρέχει κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με αυτά.
Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους γιατρούς και στις φαρμακευτικές εταιρείες είναι από τις πλέον αμφιλεγόμενες. Ενώ κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητά της, τα όρια μέσα στα οποία αυτή θα πρέπει να αναπτύσσεται αποτελούν μόνιμη πηγή αντιπαράθεσης. Πρόκειται για μια σχέση που αναπτύσσεται πολύ νωρίς, όταν οι γιατροί είναι ακόμη φοιτητές, και συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους. Οι φαρμακοβιομηχανίες, μέσω των ιατρικών επισκεπτών, ενημερώνουν τους γιατρούς για τα προϊόντα τους. Το ερώτημα το οποίο γεννάται όμως είναι αν η απαραίτητη αυτή σχέση ξεπερνά τα όρια του θεμιτού και αποβαίνει σε βάρος των αρρώστων. Οι φαρμακοβιομηχανίες, στο πλαίσιο προώθησης των προϊόντων τους, προσφέρουν στους γιατρούς εκτός από ενημέρωση και μια σειρά από δώρα όπως ταξίδια, γεύματα, συμμετοχή σε συνέδρια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο του JAMA, περισσότερα από 11 δισ. δολάρια ξοδεύονται κάθε χρόνο από τις φαρμακευτικές εταιρείες για την προώθηση των προϊόντων τους, 5 δισ. δολάρια από τα οποία διανείμουν οι ιατρικοί επισκέπτες. Υπολογίζεται ότι ένα ποσό της τάξεως των 8.000 δολαρίων ως 13.000 δολαρίων ξοδεύεται ετησίως για κάθε γιατρό!
Πρόκειται αναμφίβολα για μια ακριβή σχέση, τουλάχιστον από την πλευρά των φαρμακευτικών εταιρειών. Οι οποίες, έχοντας ξοδέψει χρόνο και χρήμα για τη δημιουργία φαρμάκων, θα ήθελαν, δικαίως, να δουν τους κόπους τους να αμείβονται.

Τι γίνεται όμως με τους αποδέκτες των προσφορών, στην περίπτωσή μας με τους γιατρούς; Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μελέτη η οποία είχε δημοσιευθεί στην επιθεώρηση Journal of Medical Education αποκάλυπτε ότι το 85% των φοιτητών της ιατρικής πίστευαν ότι είναι ανήθικο οι πολιτικοί να λαμβάνουν δώρα, ενώ μόνο το 46% πίστευε ότι ήταν ανήθικο οι ίδιοι να λαμβάνουν δώρα ίσης αξίας από τις φαρμακευτικές εταιρείες...
Τι είναι αυτό που φαίνεται να μειώνει τις αντιστάσεις των υποψήφιων γιατρών; Πιθανώς η αίσθηση ότι έχουν δικαίωμα σε αυτό το δώρο, το οποίο συνήθως έχει τη μορφή συμμετοχής σε συνέδριο, σε επιμορφωτικό σεμινάριο και γενικότερα σε ό,τι σχετίζεται με την επιμόρφωσή τους.
Η ανάγκη συνεχούς επιμόρφωσης των γιατρών φαίνεται να είναι το κλειδί αυτής της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ομάδες ατόμων με διαφορετικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα. Οι εταιρείες οφείλουν να προωθούν επιτυχώς τα προϊόντα τους και να είναι επικερδείς προκειμένου να επιβιώνουν. Στόχος των γιατρών οφείλει να είναι η καλή υγεία των ασθενών τους. Το συμφέρον των ασθενών, το οποίο οφείλουν να προασπίζονται οι γιατροί, απαιτεί αυτοί να είναι ενήμεροι για τις νέες τεχνολογίες και τα νέα φάρμακα.
Πράγμα που με τη σειρά του απαιτεί χρόνο αλλά και χρήμα. Το δεύτερο αυτό μέρος έρχεται να καλύψει η φαρμακοβιομηχανία, δεδομένου ότι οι παροχές από την πολιτεία είναι ανύπαρκτες.
Το φαινόμενο αυτό, της εκπλήρωσης του ρόλου της πολιτείας από τη φαρμακοβιομηχανία σε ό,τι αφορά τη συνεχή εκπαίδευση των γιατρών, είναι παγκόσμιο. Συνέπειά του είναι η ανάπτυξη όλο και στενότερων σχέσεων ανάμεσα στους γιατρούς και στις φαρμακοβιομηχανίες. Σχέσεις οι οποίες γεννούν εύλογες ανησυχίες σχετικά με την αντικειμενικότητα των γιατρών όταν επιλέγουν το καλύτερο δυνατό φάρμακο για τον ασθενή τους.

φαρμακοβιομηχανίες

Εντελώς συμπτωματικά, στις αρχές Οκτώβρη, η καθεστωτική “καθημερινή” (ίσως και άλλες εφημερίδες) κυκλοφόρησε μ’ αυτό το 80σέλιδο ένθετο.
Δεν του φαίνεται στο εξώφυλλο, αλλά είναι εντελώς αφιερωμένο στο πόσο καλωσυνάτες είναι όλες οι φαρμακοβιομηχανίες, ντόπιες και διεθνείς, στην ελλάδα. Με “κέντρο τον άνθρωπο”, τον “συνάνθρωπο”, την “κοινωνία”...

Αυτά στις μακρινές ηπα... μόνο; Στο ίδιο ρεπορτάζ υπήρχαν και οι απόψεις ελλήνων γιατρών. Για παράδειγμα ο Δ. Α. Σιδέρης (καθηγητής καρδιολογίας τότε στην ιατρική των Ιωαννίνων) έλεγε (ο τονισμός δικός μας):

... Η ιατρική έρευνα και εκπαίδευση στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε εταιρείες φαρμάκων και ιατρικών μηχανημάτων. Οφείλουμε ευγνωμοσύνη σε αυτές τις χορηγούς εταιρείες, γιατί χωρίς αυτές η επιστημονική εκπαίδευση και έρευνα θα έμεναν σε χαμηλό επίπεδο. Ωστόσο, οι εταιρείες έχουν ως νόμιμο στόχο τους το κέρδος, που μπορεί να συμπίπτει, αλλά και να μη συμπίπτει πάντοτε με το συμφέρον του αρρώστου.
...
Οι ιατροί συχνά δέχονται τα "χάδια" των εταιρειών με διάφορες μορφές που προάγουν την επιστημονική εξέλιξή τους. Για παράδειγμα δέχονται οικονομική βοήθεια για την έρευνα και τη συνεχιζόμενη εκπαίδευσή τους. Αυτά είναι επιστημονικές ανάγκες τους. Οι απολαβές των ιατρών είναι τελείως ανεπαρκείς για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες.
...
Πιστεύω ότι οι ιατροί γενικά, κάτω από τον επηρεασμό των εταιρειών, δεν κάνουν τίποτε σε βάρος των αρρώστων τους. Μπορεί όμως να αναγράψουν μια ακριβότερη αγωγή, έναντι μιας άλλης που θα μπορούσε να κάνει την ίδια δουλειά. Η διαφορά τιμής μπορεί να είναι τεράστια και μάλιστα σε αυτό το σημείο οι εταιρείες έχουν σύμμαχο τον ασθενή που επειδή πληρώνει το ταμείο, και όχι ο ίδιος, απαιτεί να του δοθεί η ακριβή θεραπεία. Βέβαια έτσι ο ιατρός δεν ενεργεί σε βάρος του αρρώστου του, αλλά σε βάρος του ταμείου και σε τελική ανάλυση της κοινωνίας που υπηρετεί.
...

Να, λοιπόν, γιατί ως το 2010 η δημόσια “φαρμακευτική δαπάνη” στην ελλάδα είχε τινάξει την μπάνκα: επειδή οι έλληνες γιατροί ήταν οι πιο “χαϊδεμένοι” στας ευρώπας...

Πρέπει να θυμίσουμε ακόμα κάτι: σε ότι αφορά τα γενόσημα και την χρήση τους έχει χυθεί αίμα, διεθνώς. Διάφορα κράτη, κατά καιρούς, για να εξασφαλίσουν καλύτερες υπηρεσίες υγείας στους υπηκόους τους χωρίς να πληρώνουν κερατιάτικα στις “μεγάλες αδελφές” της χημικής / φαρμακο / βιομηχανίας, προχώρησαν στη διευρυμένη χρήση γενοσήμων. Για να συναντήσουν την μήνη των εταιρειών αλλά και του διεθνούς ατζέντη τους, του π(αγκόσμιου) ο(ργανισμού) υ(γείας). Οι μάχες αυτές κερδήθηκαν επειδή υπήρχε η υποστήριξη των πληθυσμών. Κερδήθηκαν όχι απόλυτα, αλλά με εξαναγκασμό των διεθνών και μη φαρμακοβιομηχανιών σε συμβιβασμούς. Όταν τα γενόσημα μπήκαν στην ελληνική φιλολογία / δημαγωγία σαν “υποβάθμιση της υγείας των ελλήνων εκ μέρους των τρισκατάρατων δανειστών”, υπήρχε ήδη μια μεγάλη παγκόσμια ιστορία αγώνων υπέρ της χρήσης τους και κατά της υπερκερδοφορίας των “πατενταρισμένων” φαρμάκων. Όμως εδώ... εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς: τα γενόσημα (έλεγε η τότε δημαγωγία) τα φτιάχνουν πακιστανοί... και είναι επικίνδυνα...

η πατέντα

Το “επεισόδιο” με τα γενόσημα είναι ξεπερασμένο πια. Τώρα οι τρισκατάρατοι ζητούν (το ζητούν από καιρό, όμως έλαχε στη φαιορόζ κυβέρνηση να κληρονομήσει κι αυτήν την εκκρεμότητα) κάτι ιδιαίτερα τολμηρό. Να μειωθεί η διάρκεια της πατέντας για τα φάρμακα, να μειωθεί δηλαδή ανάλογα η περίοδος προστασίας της υψηλής τιμής τους! Αυτή είναι η αιτία που οι ντόπιοι φαρμακοβιόμηχανοι σήκωσαν ξανά το “λάβαρο της εθνεγερσίας”: για τα συμφέροντά τους αλλά και τα συμφέροντα των διεθνών εταιρειών με τις οποίες δουλεύουν σαν υπεργολάβοι! Ελευθερία (των κερδών μας) ή θάνατος (των ασθενών)!!!
Η πατέντα είναι μία απ’ τις πιο αιχμηρά αντικοινωνικές πρακτικές του καπιταλισμού· η εφαρμογή της στα φάρμακα το αποδεικνύει περίτρανα. Σύμφωνα με τη ρητορική των φαρμακοβιομηχανιών η “εγγύηση” για την τιμή ενός φαρμάκου (στην πράξη η εγγύηση για το μονοπώλιό του και, άρα, για την όσο πιο ψηλή τιμή του γίνεται) είναι απόλυτα απαραίτητη, επειδή η “ανάπτυξη” ενός φαρμάκου, απ’ την αρχική φάση των ερευνών για την χημική αποτελεσματικότητα της τάδε ή δείνα ουσίας, ως τα πειράματα σε ζώα, ύστερα τις δοκιμές σε ανθρώπους κλπ, είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και ακριβή διαδικασία. Χωρίς την εγγύηση της μονοπωλιακής αποκλειστικότητας, δηλαδή χωρίς την πατέντα (λένε) δεν θα βγάζουμε καινούργια φάρμακα... Σωστά... Εκείνος ο Παστέρ (και διάφοροι άλλοι) ήταν μεγάλος ηλίθιος.
Λένε ψέμματα όμως. Πράγματι είναι χρονοβόρα η “ανάπτυξη” ενός φαρμάκου, αλλά:
- το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εξόδων κάθε φαρμακοβιομηχανίας που σέβεται τον εαυτό της πάει στην “προώθηση” του Χ ή Ψ φαρμάκου, συμπεριλαμβανομένων και των κάθε είδους δωροδοκιών· και όχι στην “ανάπτυξή” του...
- μεγάλο ποσοστό των “νέων” φαρμάκων είναι συνήθως μικρές βελτιώσεις σε προηγούμενες φαρμακοεκδοχές· δεν έχουν, δηλαδή, μεγάλα έξοδα “έρευνας”, πειραμάτων, δοκιμών...
- κατασκευάζονται και πουλιούνται φάρμακα άχρηστα (θυμάται κανείς εκείνο το tamiflu;) ή κατασκευάζονται πρώτα “νέες” αρρώστιες για να δημιουργηθεί αγορά για “νέα” φάρμακα....

Είναι, όμως, οι τρισκατάρατοι κουαρτέτοι εχθροί της πατέντας; Όχι! [2Υπάρχει, πάντως, μια ορισμένη κριτική στις καταχρήσεις της νομοθεσίας περί “πνευματικής ιδιοκτησίας”, που προέρχεται από καθαρά νεοφιλελεύθερες θέσεις, όπως δείχνει κι αυτό το εξώφυλλο (Αύγουστος 2015) της αγγλικής ναυαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, του περιοδικού economist. Δεν πρόκειται για αντικαπιταλιστική σκευωρία! Αλλά για την υπόγεια (;) παραδοχή πως όλο και περισσότερες καινοτομίες (άρα και το πατεντάρισμά τους) γίνονται από ασιάτες ανταγωνιστές των δυτικών επιχειρήσεων...] Εκείνο που έχουν ρίξει “στο τραπέζι” είναι ο περιορισμός της προστασίας του μονοπωλίου (και της τιμής) των πατενταρισμένων φαρμάκων στη δεκαετία της data protection. Τι είναι αυτή; Όταν οι φαρμακοβιομηχανίες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ένα ορισμένος χημικός συνδυασμός μπορεί να έχει φαρμακολογικές συνέπειες για την Α ή Β αρρώστια, πριν γίνουν κλινικές δοκιμές, καταθέτουν αίτηση πατενταρίσματος. Αυτή τις προστατεύει απ’ την κυκλοφορία “πειρατικών” αντιγράφων. Μετά την δεκαετία είναι υποχρεωμένες να ανακοινώσουν την χημική σύσταση του φαρμάκου· ή, εάν κάποιοι “σπάσουν” την συνταγή, μπορούν να κυκλοφορήσουν νόμιμα ένα γενόσημο. Όμως οι φαρμακοβιομηχανίες δεν περιορίζονται σ’ αυτή την δεκαετή προστασία. Είτε με τερτίπια (του είδους μικρές αλλαγές στη χημική σύνθεση, που συνοδεύονται από νέα αίτηση προστασίας της ευρεσιτεχνίας) είτε με δωροδοκίες, επιδιώκουν (και συχνά πετυχαίνουν) προστασία του εμπορίου του φαρμάκου τους, που ξεκινάει απ’ την στιγμή της μαζικής διάθεσής του. Έτσι η πατέντα μπορεί να κρατάει αντί για 10 χρόνια 15 ή και 20.
Αυτό που προτείνουν, λοιπόν, οι τρισκατάρατοι (έχοντας ανάψει τα λαμπάκια των ντόπιων φαρμακοβιομήχανων και των διεθνών συνεταίρων τους) είναι να ισχύει μόνον η δεκαετία της data protection. Και αμέσως μετά η τιμή του “πρωτότυπου” (πρώην πατενταρισμένου) να πέφτει κατά 50%, ενώ των αντίστοιχων γενόσημων στο 35%.
Πρόκειται για σκάνδαλο!!! Γιατί όσο παρατείνεται χρονικά η προστασία της τιμής των πατενταρισμένων φαρμάκων, τόσο αυξάνονται τα καθαρά κέρδη των εταιρειών. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα μεγαλύτερα κέρδη έρχονται μετά από τα πρώτα 8 ή 9 χρόνια κυκλοφορίας, εφόσον τότε το φάρμακο έχει γίνει γνωστό και έχουν “σβήσει” τα έξοδα τόσο για την “εξέλιξή” του, όσο και την προώθησή του. Το σκάνδαλο γίνεται σαφές απ’ το γεγονός ότι στην ελλάδα (και όχι μόνο) κυκλοφορούν πολλά πατενταρισμένα (και ακριβά) φάρμακα που έχουν περάσει την δεκαετία της data protection· φάρμακα, δηλαδή, που “κόβουν χρήμα”. Αυτά, που είναι στην πιάτσα προστατευμένα ήδη για 11, 12 ή 13 χρόνια, και είχαν ένα κάποιο μέλλον μπροστά τους, είναι ο στόχος των τρισκατάρατων - για να μειωθεί κι άλλο η φαρμακευτική δαπάνη.

Αυτό που κάνουν οι φαρμακοβιομηχανίες όταν πλησιάζει το τέλος της πατέντας του φαρμάκου Α είναι να φτιάχνουν ένα άλλο, το Α+, με μικρές έως ασήμαντες διαφορές απ’ το Α, να εξασφαλίζουν καινούργια πατέντα, κι ύστερα να το ρίχνουν στην αγορά αποσύροντας το Α, ανανεώνοντας έτσι το μονοπώλιό τους στο φάρμακο Α. Φαίνεται όμως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, (κι αυτό δεν θα κρατήσει βέβαια για πάντα, θα κρατήσει όμως κάποιο διάστημα), δεν έχουν προλάβει να κάνουν έναν τέτοιο ελιγμό. Κι’ αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι αν η πατέντα τους λήξει πρόωρα κατά τους υπολογισμούς τους, δηλαδή στη δεκαετία (που έχει ξεπεραστεί), θα μπορούν να κυκλοφορήσουν νόμιμα τα αντίστοιχα γενόσημα. Και, δεύτερον, ότι αν κυκλοφορήσουν νόμιμα γενόσημα δεν θα μπορούν εύκολα να προωθήσουν αργότερα τα Α+...
Και ιδού ένα λαμπρό παράδειγμα παραγωγής σύγχισης. Πρόκειται για απόσπασμα από συνέντευξη του προέδρου των ντόπιων φαρμακοβιομηχάνων Θεόδωρου Τρύφωνα στον καθεστωτικό ρ/σ “real fm”, στο αφεντικό του σταθμού Ν. Χατζηνικολάου, στις 10 Οκτώβρη του 2015:

ερώτηση: Μήπως αυτό που προτείνουν οι θεσμοί είναι καλύτερο για τον ασθενή αλλά και για τα ταμεία;
απάντηση: Σαφώς και δεν είναι καλύτερο αυτό που προτείνει η τρόικα για τον ασθενή και τα ταμεία. Για παράδειγμα, ένα φάρμακο εισαγόμενο, ξένης εταιρείας, που πωλείτο το 2010 30 ευρώ, η ελληνική εταιρία το δίνει σήμερα με 70% έκπτωση, στα 9 ευρώ. Η τρόικα έρχεται και λέει ότι τα 9 ευρώ αυτά, θα πρέπει να πάνε στα 2 ή στα 3 ευρώ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα το χρησιμοποιήσει το ταμείο και ο ασθενής, δεν θα υπάρχει στην αγορά, θα φύγει. Δεν θα υπάρχει γιατί δεν μπορεί να παραχθεί με το κόστος αυτό και δεν θα υποστηριχθεί από το σύστημα. Διότι όλο το σύστημα πηγαίνει σε φάρμακα που έχουν κάποια οικονομική τιμή, που να είναι σε ένα επίπεδο και ο φαρμακοποιός να το προωθεί και ο καταναλωτής να το εμπιστεύεται. Όταν πάψει να υπάρχει, εμείς θα πάρουμε ένα ακριβότερο εισαγόμενο. Η ουσία είναι η υποκατάσταση.

Καταλάβατε; Όχι, δεν καταλάβατε. Αυτό που “πωλείτο το 2010 30 ευρώ” [3Δεν θυμάται τυχαία το 2010 ο κυρ πρόεδρας. Είναι νοσταλγία, που δεν φαίνεται: την ακριβώς προηγούμενη χρονιά, το 2009, είχε κορυφωθεί το πάρτυ των φαρμακοβιομηχάνων, αφού η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη είχε φτάσει σχεδόν τα 6 δισ., έξι φορές μεγαλύτερη απ’ ότι το 2000. Ναι, είναι αλήθεια, το 2009 είμασταν όλοι / όλες βαριά άρρωστοι / ες!!!] και καλύπτεται ακόμα απ’ την πατέντα, έχει πιθανότατα κόστος παραγωγής ελάχιστα σέντς... Αλλά να πουληθεί 2 ή 3 ευρώ; Και τι θα γίνει με το κέρδος; Συνεπώς; Συνεπώς, αφού δεν συμφέρει, το φάρμακο δεν θα εισαχθεί - “δεν θα υποστηριχτεί από το σύστημα”... “δεν θα υπάρχει στην αγορά”... Ψοφείστε...

Είμαστε (ταξικά) κακοπροαίρετοι και επιθετικοί; Τα λένε και οι ίδιοι οι καθεστωτικοί (όταν δεν τα προσέχει κανείς).  Ιδού ο εντελώς νεοφιλελεύθερος (στα λόγια...) Πάσχος Μανδραβέλης, απ’ την καθεστωτική “καθημερινή”, στις 4 Οκτώβρη του 2015:

Ο Αμερικανός ιολόγος Τζόνας Εντουαρντ Σολκ δούλεψε σκληρά επί επτά χρόνια για να φτιάξει το εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας. Μεταπολεμικά η ασθένεια αυτή ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Μόνο στις ΗΠΑ το 1952 καταγράφτηκαν 58.000 περιστατικά· τα περισσότερα παιδιά. Χάθηκαν 3.145 άτομα και 21.269 έμειναν ανάπηρα. Η ανακάλυψη του εμβολίου, το 1955, ήταν μια τεράστια ανακούφιση για ολόκληρο τον κόσμο. Τα οφέλη περισσότερα: εκατομμύρια σώθηκαν από τον θάνατο ή την παράλυση. Δισεκατομμύρια θα μπορούσαν να κερδηθούν, αν κάποιος είχε την πατέντα του εμβολίου, που το κάνουν όλα τα παιδιά σε όλο τον κόσμο. Και όμως, όταν ο Τζόνας Εντουαρντ Σολκ ρωτήθηκε μετά την ανακάλυψη ποιος στην πραγματικότητα θα έχει στην ιδιοκτησία του το νέο φάρμακο, απάντησε χαρακτηριστικά: “Θα έλεγα ο κόσμος. Δεν υπάρχει πατέντα. Μπορείς να πατεντάρεις τον ήλιο;”.

Εξήντα χρόνια μετά, μία είδηση για ένα άλλο φάρμακο συγκλονίζει την ανθρωπότητα. Η εταιρεία Turing Pharmaceutical αποφάσισε να αυξήσει κατά 5.000% την τιμή πώλησης του φαρμάκου Daraprim. Είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται ως ανθελονοσιακό αλλά και για την αντιμετώπιση συλλοιμώξεων ασθενών, το ανοσοποιητικό σύστημα των οποίων έχει εξασθενήσει λόγω του έιτζ. Η τιμή του φαρμάκου αυξήθηκε από τα 13,50 δολάρια στα 750 δολάρια το χάπι μέσα σε μία ημέρα. Ο 32χρονος Μάρτιν Σκρέλι, πρώην αφεντικό ενός κερδοσκοπικού επενδυτικού ταμείου - ο οποίος σημειωτέον δεν δούλεψε ποτέ για την παραγωγή του, αλλά απλώς αγόρασε την πατέντα -, δήλωσε ότι η τιμή του Daraprim, το οποίο διατίθεται εμπορικά επί 62 χρόνια, δεν έφερνε επαρκές κέρδος.

Ο καθηγητής Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ Αντριου Χιλ ανακοίνωσε ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες στις ΗΠΑ χρεώνουν έως και 600 φορές το κόστος παραγωγής των σκευασμάτων τους. Σύμφωνα με μελέτη που παρουσίασε στη Βιέννη, η τιμή πώλησης του αντικαρκινικού φαρμάκου Tarceva που πωλεί ο ελβετικός όμιλος Roche, μαζί με ένα υποθετικό κέρδος 50%, θα ανερχόταν σε 236 δολάρια για έναν ασθενή τον χρόνο. Το σκεύασμα όμως στοιχίζει στην πραγματικότητα σε έναν Αμερικανό ασθενή 79.000 δολάρια ετησίως και σε έναν Ευρωπαίο περίπου 40.000 δολάρια. Το Glivec της ελβετικής Novartis, που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της λευχαιμίας, με κόστος παραγωγής 159 δολάρια τον χρόνο ανά ασθενή, έχει κόστος 106.000 στις ΗΠΑ και από 29.000 έως 35.000 δολάρια στην Ευρώπη.
Οι φαρμακευτικές βιομηχανίες δικαιολογούν τις εξωφρενικές αυτές τιμές προβάλλοντάς τες ως αναγκαίες για τη χρηματοδότηση της έρευνας και την ανάπτυξη νέων φαρμάκων. Αλλά, όπως δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Χιλ, οι φαρμακευτικές εταιρείες δαπανούν περισσότερα για την προώθηση και το μάρκετινγκ από ό,τι για την έρευνα· να σημειώσουμε εδώ ότι όταν λέμε μάρκετινγκ εννοούμε και τα “λαδώματα” σε χρήμα ή ταξίδια των γιατρών για να προωθούν τα σκευάσματά τους. Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τα ετήσια κέρδη των μεγαλύτερων εκ των φαρμακευτικών εταιρειών είναι 71 δισ. δολάρια· μόλις 8 δισεκατομμύρια δολάρια πάνε στην έρευνα και 17,5 δισεκατομμύρια διατίθενται για την προώθηση των προϊόντων τους.

Αυτός ο εκβιασμός των ντόπιων φαρμακοβιομηχάνων και των διεθνών συνεργατών τους, ότι “αν... τα μαζεύουμε και φεύγουμε” δεν είναι καινούργιος. Τον έχουν κάνει κάμποσες φορές στο παρελθόν, όταν υπήρχε απειλή για τα κέρδη τους. Και πάντα έπιανε. Όχι επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Υπάρχει, πλέον, παγκόσμια παραγωγή φτηνών γενοσήμων για τα περισσότερα φάρμακα. Για εκείνα που δεν υπάρχουν γενόσημα, μπορεί ένα δημόσιο σύστημα υγείας να αγοράζει τα πρωτότυπα από άλλα δημόσια συστήματα, και μάλιστα σε καλύτερη τιμή, δεδομένης της διαφοροποιημένης πολιτικής τιμών που έχουν οι διεθνείς φαρμακοβιομηχανίες [4Διάφοροι της αριστεράς και της άκρας αριστεράς προτείνουν κατά καιρούς, σαν απάντηση, την δημιουργία κρατικής φαρμακοβιομηχανίας. Δείχνουν μάλιστα την κλειστή εδώ και χρόνια alapis του άλλοτε εθνικού ευεργέτη Λαυρεντιάδη, σα στόχο κρατικοποίησης.
Αν και μια τέτοια φαρμακοβιομηχανία θα μπορούσε όντως να παράγει κάμποσα φάρμακα ευρείας κατανάλωσης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να καλύψει το σύνολο των φαρμακευτικών αναγκών. Επιπλέον δεν θα μπορούσε να “περάσει στην παρανομία” (καθότι κρατική) παράγοντας αντίγραφα για διεθνώς πατενταρισμένα φάρμακα.
]. Ο λόγος των νικών των φαρμακοαφεντικών είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις (όλες, ό,τι και να ορκίζονται...) θεωρούν την φαρμακοβιομηχανία “διαμάντι” του ντόπιου καπιταλισμού. Και είτε χρηματίζονται απ’ αυτήν είτε όχι δεν αντέχουν την απειλή “θα κλείσουμε τα εργοστάσιά μας” - μια απειλή που επί της ουσίας είναι κούφια, για διάφορους λόγους. Ο σημαντικότερος; Καμία απ’ αυτές τις ελεεινές ντόπιες και διεθνείς φαρμακοβιομηχανίες δεν θα άντεχε (για καθαρά εμπορικούς λόγους) την ύβρι (και την διεθνή κατακραυγή) ότι άφησε ανθρώπους να πεθάνουν...
Υπάρχουν ιστορικά προηγούμενα, και φυσικά δεν θα ήταν το ελλαδιστάν πρωτοπόρο σε μια τέτοια κόντρα αν οι πολιτικές του βιτρίνες την εννοούσαν. Ο τονισμός δικός μας:

Το 2001, σαράντα φαρμακευτικές εταιρείες μήνυσαν την κυβέρνηση της Nοτίου Aφρικής γιατί έκανε τα στραβά μάτια στην καταπάτηση των πατεντών τους σε φάρμακα που καταπολεμούν το έιτζ. Σε αυτήν τη χώρα τότε το 10% του πληθυσμού της, περί τα 4 εκατομμύρια άνθρωποι, είχαν μολυνθεί από τον ιό HIV και το προσδόκιμο ζωής είχε καταρρεύσει στα 27 έτη! Η κυβέρνηση αποφάσισε να μην ελέγχονται στα τελωνεία εάν τα εισαγόμενα φάρμακα είναι αυθεντικά ή γενόσημα που κατασκευάζονταν “παρανόμως” σε τρίτες χώρες, ήταν δηλαδή “πειρατικά”. Έτσι το ετήσιο κόστος αντιμετώπισης της ασθένειας από 10.000-12.000 δολάρια ετησίως έπεφτε στα 60 δολάρια ανά ασθενή.
Η δικαστική διαμάχη που ξεκίνησε ήταν ένας εφιάλτης δημοσίων σχέσεων για τις εταιρείες, αλλά και για την αμερικανική κυβέρνηση που τις υποστήριζε, λόγω της τεράστιας επιρροής που έχει το λόμπι των φαρμακοβιομηχανιών στην Ουάσιγκτον. Δύο χρόνια μετά, οι φαρμακευτικές εταιρείες απέσυραν τις μηνύσεις. Η Νότιος Αφρική συμφώνησε για την εισαγωγή επίσημων φαρμάκων και η θεραπεία των 10.000 - 12.000 δολαρίων ετησίως μειώθηκε στα 600 δολάρια· που ωστόσο ήταν δεκαπλάσια από την τιμή των πειρατικών γενοσήμων.

Δεν έφυγαν οι 40 μεγάλες έως τεράστιες φαρμακευτικές εταιρείες απ’ την αγορά της Ν. Αφρικής. Γιατί αν το έκαναν θα έπεφτε το διάτρητο φύλλο συκής τους, ότι δηλαδή τάχα ενδιαφέρονται για την υγεία των ανθρώπων. Συμβιβάστηκαν ρίχνοντας την τιμή του αντι-έιτζ φαρμάκου στο 6% της αρχικής (το πολύ). Πώς είπατε; Απ’ τα 10 ή 12 χιλιάδες δολαρία στα 600... Σα να λέμε απ’ τα 30 ευρώ στα 2 ή στο 1,5... Κι ωστόσο ακόμα κι έτσι κέρδιζαν.
Τους άρεσε αυτό το μικρό ποσοστό κέρδους; Καθόλου. Αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν αλλιώς... Γιατί δεν μπόρεσαν; Επειδή η αναμέτρηση με τη νοτιοαφρικάνικη κυβέρνηση δεν έγινε κεκλεισμένων - των - θυρών. Πρώτοι απ’ όλους την ήξεραν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, στη νότια αφρική...

Το ανάποδο είναι το κόλπο στα μέρη μας. Διάφοροι “ελευθερωτές του λαού”, δεξιοί και αριστεροί, παίζουν τους “σκληρούς” (κατά των φαρμακοβιομηχάνων και όχι μόνο) με έναν τρόπο που είναι ιδανικός για να κερδίσουν τα αφεντικά: αφήνοντας τους υποτελείς στο σκοτάδι, στο έλεος των φόβων τους που τους κουρντίζουν η τρομοκρατική προπαγάνδα και η δημαγωγία. Αν οι διάφοροι Γιαννακόπουλοι και Δέμοι και λοιποί είναι αντίπαλοι της καταραμένης τρόικας δεν μπορεί παρά να έχουν δίκιο - έτσι δεν είναι; Άλλωστε τι άλλο θέλουν οι τρισκατάρατοι εκτός απ’ το να μας ρημάξουν;
Έτσι είναι - για όσους έχουν συμφέρον να είναι έτσι.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Τα στοιχεία είναι της eurostat, και των υπηρεσιών υγείας του οοσα και της ευρωπαϊκής επιτροπής. Ας σημειωθεί ότι το ποσοστό επί του α.ε.π. αφορά μόνο τα δημόσια έξοδα για φάρμακα και όχι το σύνολο των δαπανών του δημόσιου συστήματος υγείας, που περιλαμβάνει και πολλά άλλα.
[ επιστροφή ]

2 - Υπάρχει, πάντως, μια ορισμένη κριτική στις καταχρήσεις της νομοθεσίας περί “πνευματικής ιδιοκτησίας”, που προέρχεται από καθαρά νεοφιλελεύθερες θέσεις, όπως δείχνει κι αυτό το εξώφυλλο (Αύγουστος 2015) της αγγλικής ναυαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, του περιοδικού economist. Δεν πρόκειται για αντικαπιταλιστική σκευωρία! Αλλά για την υπόγεια (;) παραδοχή πως όλο και περισσότερες καινοτομίες (άρα και το πατεντάρισμά τους) γίνονται από ασιάτες ανταγωνιστές των δυτικών επιχειρήσεων...
[ επιστροφή ]

3 - Δεν θυμάται τυχαία το 2010 ο κυρ πρόεδρας. Είναι νοσταλγία, που δεν φαίνεται: την ακριβώς προηγούμενη χρονιά, το 2009, είχε κορυφωθεί το πάρτυ των φαρμακοβιομηχάνων, αφού η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη είχε φτάσει σχεδόν τα 6 δισ., έξι φορές μεγαλύτερη απ’ ότι το 2000. Ναι, είναι αλήθεια, το 2009 είμασταν όλοι / όλες βαριά άρρωστοι / ες!!!
[ επιστροφή ]

4 - Διάφοροι της αριστεράς και της άκρας αριστεράς προτείνουν κατά καιρούς, σαν απάντηση, την δημιουργία κρατικής φαρμακοβιομηχανίας. Δείχνουν μάλιστα την κλειστή εδώ και χρόνια alapis του άλλοτε εθνικού ευεργέτη Λαυρεντιάδη, σα στόχο κρατικοποίησης.
Αν και μια τέτοια φαρμακοβιομηχανία θα μπορούσε όντως να παράγει κάμποσα φάρμακα ευρείας κατανάλωσης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να καλύψει το σύνολο των φαρμακευτικών αναγκών. Επιπλέον δεν θα μπορούσε να “περάσει στην παρανομία” (καθότι κρατική) παράγοντας αντίγραφα για διεθνώς πατενταρισμένα φάρμακα.
[ επιστροφή ]

κορυφή