#20 - 02/2021
Χρωστάμε στον Alex Carey [1Αυστραλός συγγραφέας (1922-1987), θεωρούμενος ως ένας εκ των πρωτοπόρων στην ανάλυση των μηχανισμών προπαγάνδας στις σύγχρονες αστικές και φιλελεύθερες «δημοκρατίες». Κάποια από τα δοκίμιά του έχουν συγκεντρωθεί στον τόμο «Taking the risk out of democracy: corporate propaganda versus freedom and liberty», 1997, εκδ. University of Illinois Press.] την εξής εύστοχη παρατήρηση. Τείνουμε να θεωρούμε ότι τα πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι αυτά που κάνουν πιο συστηματική χρήση προπαγάνδας και μεθόδων ψυχολογικού πολέμου. Στην πράξη όμως, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Είναι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τους μηχανισμούς προπαγάνδας - μάλιστα εκλεπτύνοντας τους στον ύψιστο βαθμό - ακριβώς επειδή δεν έχουν την πολυτέλεια να καταφεύγουν τόσο συχνά στη χρήση άμεσης βίας. Η ορμή προς την άσκηση φυσικής βίας, που είναι καταστατικά εγγεγραμμένη στην εσώτερη λογική κάθε ταξικά διαστρωματωμένης κοινωνίας, φαίνεται πως στις φιλελεύθερες, μαζικές «δημοκρατίες» του 20ου και του 21ου αιώνα μετουσιώνεται σε μια ακατάσχετη ροπή προς την ψυχολογική βία και τον πληροφοριακό πόλεμο. Ό,τι δεν μπορούν να καταφέρουν τα δακρυγόνα, οι κάνες των όπλων και τα άρματα μάχης, το επιτυγχάνουν οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις σε πρώτο χρόνο· και η βιομηχανία της μαζικής (μουσικής και κινηματογραφικής, κατά βάση) διασκέδασης σε δεύτερο χρόνο και με πιο υπόγειο τρόπο.
Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, οι παραπάνω παρατηρήσεις θα γίνονταν λίγο – πολύ απροβλημάτιστα δεκτές από κάθε σοβαρά σκεπτόμενο άνθρωπο, ανεξαρτήτως της τοποθέτησής του στο πολιτικό φάσμα. Ακόμα κι ένας συντηρητικός με στοιχειώδη πνευματική συγκρότηση δεν θα είχε δυσκολία να δεχτεί ότι ο ρόλος της μαζικής κουλτούρας και της μαζικής ενημέρωσης συμποσούται στον κατευνασμό και στην εξημέρωση των μαζών, αναγνωρίζοντας συγκαταβατικά ότι πρόκειται για ένα αναγκαίο κακό ώστε να μπορούν να «κυβερνηθούν οι μάζες». Μια στάση αποδοχής των φιλελεύθερων φλυαριών περί δημοκρατικότητας των θεσμών και πραγματικής πίστης σε αυτούς αποτελούσε ασφαλές δείγμα ανήκεστης αφέλειας, όταν δεν κρύβονταν ιδιοτελή κίνητρα πίσω της. Ειδικά για όσους αυτοπροσδιορίζονταν ως αριστεροί, η αποκάλυψη του χειριστικού ρόλου των μέσων ενημέρωσης ήταν ένα από τα βασικά καθήκοντά τους, ακόμα κι αν αυτή έμενε κατά κανόνα σε ένα πολύ αφηρημένο και «φιλοσοφικό» επίπεδο, χωρίς να θίγει σχεδόν ποτέ συγκεκριμένα και πραγματικά συμφέροντα. Για ένα διάστημα, ο Τσόμσκυ, μέσα από τις σχετικές αναλύσεις του για τους μηχανισμούς προπαγάνδας, έγινε ένας μικρός αστέρας και σχεδόν υποχρεωτικό ανάγνωσμα για κάθε αριστερό. [2Το πιο γνωστό του σχετικό βιβλίο είναι το «Manufacturing Consent: The Political Economy of the Mass Media», σε συνεργασία με τον Edward Herman, πρώτη έκδοση 1988. Έχει μια αξία να σημειωθεί εδώ ότι τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα υπήρξε ένα έντονο ενδιαφέρον στον αγγλοσαξωνικό κόσμο για το ζήτημα της κρατικής και εταιρικής προπαγάνδας.
Ως ένα ακόμα παράδειγμα, βλ. το «Science of coercion: communication research &psychological warfare, 1945-1960» του Christopher Simpson (Oxford University Press, 1996). Κατά μία έννοια, πρόκειται για μια πιο απλοϊκή εκδοχή των μελετών που είχαν κάνει αρκετά νωρίτερα (ήδη πριν τον πόλεμο) στην Ευρώπη ο Γκράμσι (για τους διανοούμενους) και η Σχολή της Φρανκφούρτης (για τη μαζική κουλτούρα)· αλλά και ο Ντεμπόρ μεταπολεμικά (για την κοινωνία του θεάματος). Αυτές οι σύγχρονες μελέτες απευθύνονται πλέον σε ένα αγγλοσαξωνικό (ή αγγλοσαξωνοποιημένο) κοινό, μαθημένο σε πολλές «πληροφορίες» και «γεγονότα», χωρίς να διαθέτουν απαραίτητα κάποιο ιδιαίτερο θεωρητικό βάθος. Έστω κι έτσι όμως, για αυτό που ήταν, ήταν σημαντικές.] Ωστόσο, οι ίδιοι αυτοί αριστεροί που κάποτε ορκίζονταν στον (όποιο) Τσόμσκυ τώρα μπορεί να επιχαίρουν όταν μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα των Η.Π.Α. κόβουν στον αέρα μια ομιλία του Τραμπ ή όταν τα «πολυφωνικά» κατά τ’ άλλα κοινωνικά δίκτυα αναστέλλουν τον λογαριασμό του, επιβάλλοντας ουσιαστικά ένα είδος λογοκρισίας. Τους είναι υπερβολικά δύσκολο, ως φαίνεται, να αντιληφθούν ότι ο Τραμπ είναι απλά μια πολιτική βιτρίνα για κάποιες φράξιες του αμερικανικού κεφαλαίου και ότι είναι το πιο προβεβλημένο θύμα ενός πληροφοριακού πολέμου στον οποίο συμμετέχουν και άλλα τμήματα των αμερικανικών ελίτ με βαθύτερες (ή ακόμα και άμεσες) προσβάσεις στους μηχανισμούς προπαγάνδας. [3Παράδειγμα ο Bezos, ιδιοκτήτης του κάτεργου που λέγεται Amazon, ο οποίος έχει αγοράσει και την Washington Post, μαζί φυσικά με τον «αντικειμενικό» fact checker της εφημερίδας, ο οποίος (υποτίθεται) ότι ελέγχει δηλώσεις πολιτικών προσώπων ως προς την ακρίβειά τους. Υπενθυμίζουμε ότι η Washington Post (μαζί με τους New York Times και τους L.A. Times) έπαιξε κομβικό ρόλο στη δυσφήμιση ως συνωμοσιολόγου του δημοσιογράφου Gary Webb όταν αυτός αποκάλυψε το δίκτυο που είχαν στήσει οι Contra στη Νικαράγουα για να σπρώχνουν κοκαΐνη στις Η.Π.Α. (που κατέληγε κυρίως σε αφρο-αμερικανικές κοινότητες) με τη σιωπηλή συνενοχή, αν όχι συνεργασία, της CIA.
Οι αποκαλύψεις του Webb αποδείχτηκαν σε μεγάλο βαθμό ακριβείς στην πορεία του χρόνου. Ο ίδιος «αυτοκτόνησε» (με δύο σφαίρες!) το 2004. Η Post εξακολουθεί να θεωρείται έγκυρη...]
Αν λοιπόν η εποχή του covid είναι όντως μια εποχή πολέμου, όπως διαβεβαιώνουν κράτη, κυβερνήσεις και φαρμακο-βιομηχανίες, τότε θα έπρεπε να βρίσκει κι εδώ εφαρμογή το γνωστό αξίωμα ότι το πρώτο θύμα κάθε πολέμου είναι η αλήθεια. Το σημαντικό ερώτημα όμως εν προκειμένω αφορά στην ταυτότητα του θύτη. Απειλείται η αλήθεια και η κοινωνική ευταξία από τις ευάριθμες και με πενιχρά μέσα εξοπλισμένες ομάδες «παρανοϊκών αρνητών του covid», καταπώς φαίνεται να πιστεύουν τυχάρπαστοι και λεροί δημοσιογραφίσκοι, διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί που η μεσοαστική βολή τούς έχει εκφυλίσει σε ένα είδος διανοητικά νεκροζώντανων βρυκολάκων (παραμένοντας κατά τ’ άλλα διαπρύσιοι «επαναστάτες») και οι κάθε λογής παχυλά χρηματοδοτούμενοι ειδικοί ερευνητές; Εναντίον ποιων έχει στραφεί ολόκληρη η μεγα-μηχανή της προπαγάνδας όλο αυτό το διάστημα και ποιοι υφίστανται διώξεις (προς το παρόν μόνο σε επίπεδο λογοκρισίας, σύντομα και νομικές ενδεχομένως); Πόσο ευλογοφανής είναι η υπόθεση ότι όλη αυτή η σύγχρονη ιερά εξέταση του 21ου αιώνα υποκινείται από ανθρωπιστικά αισθήματα προστασίας της υγείας των πληθυσμών και όχι από ανάγκες βιοπολιτικής διαχείρισής τους;
Παρανοϊκές ιδέες που επιχειρούν να εξηγήσουν με απλοϊκό τρόπο σύνθετα φαινόμενα κυκλοφορούν εδώ και χιλιετίες μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Πολύ συχνά δε όχι απλά κυκλοφορούν, αλλά επιπλέον ανάγονται σε επίσημα δόγματα. Η τόσο δημοφιλής ιδέα, ειδικά στις δυτικές, «ορθολογικές» κοινωνίες, ότι ένα καλοκάγαθο ον έπλασε τον κόσμο από καθαρή αγάπη δεν έχει απλώς πλειοψηφική αποδοχή· σε ορισμένα κράτη, όπως το ελληνικό, αποτελεί οργανικό μέρος της εθνικής ιδεολογίας και μυθολογίας, λειτουργώντας συχνά ως πρόσχημα για μαζικής έκτασης εγκλήματα. Η κριτική σκέψη έχει βρεθεί πάμπολλες φορές σε θέση μάχης έναντι τέτοιων αντιλήψεων, ειδικά εφόσον η πηγή της προέλευσής τους σχεδόν πάντα μπορεί ευκρινώς να εντοπιστεί σε μεθοδεύσεις της εκάστοτε εξουσίας, αν όχι άμεσα, σίγουρα έμμεσα – ακόμα και όταν δεν παράγονται άμεσα από μηχανισμούς προπαγάνδας, είναι τόσο γόνιμη η κοπριά της οικονομικής, κοινωνικής και διανοητικής εξαθλίωσης στην οποία εξωθούνται μεγάλα τμήματα των πληθυσμών ώστε οι σπόροι της παράνοιας να βλασταίνουν με ελάχιστη φροντίδα και να θεριεύουν σαν ζιζάνια. Ποτέ όμως δεν επιστρατεύθηκε μια ειδική ορολογία· μπορούσε να μιλήσει κανείς για θρησκοληψία, για ροπή προς τη μεταφυσική, για ιδεαλισμό (αγαπημένη κατηγορία που εκτόξευαν όσοι ήταν ορθόδοξοι κομμουνιστές) ή για χυδαίο υλισμό (συχνή απάντηση όσων ήταν πιο παρεκκλίνοντες μαρξιστές). Σε κάθε περίπτωση, έπρεπε κάποιος να εξηγήσει γιατί χρησιμοποιεί μια τέτοια κατηγορία ή έστω να φανεί ότι προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση, έστω και χοντροκομμένη.
Όλα αυτά μέχρι πρόσφατα. Η τελευταία μόδα μεταξύ όσων θεωρούν τους εαυτούς τους διανοητικά εκλεπτυσμένους είναι να εκτοξεύεται η κατηγορία της «συνωμοσιολογίας» όχι μόνο κατά όσων πιστεύουν όντως σε τερατολογίες σχετικά με τον κορωνοϊό, αλλά και όσων τολμούν να διατυπώνουν επιφυλάξεις και να τηρούν μια κριτική στάση όσον αφορά στη διαχείρισή του. Αυτό το σύμπλεγμα διανοητικής ανωτερότητας όμως, αν εξεταστεί σε μεγαλύτερο βάθος, υποκρύπτει τουλάχιστον μια (ίσως συγχωρητέα) ιστορική άγνοια ως προς την καταγωγή της «κατηγορίας περί συνωμοσιολογίας», αλλά και μια (ασυγχώρητη) εθελοτυφλία για το γεγονός ότι είναι τα ίδια τα κράτη με τους μηχανισμούς προπαγάνδας τους που κάνουν συστηματική χρήση αυτής της κατηγορίας· μια εθελοτυφλία που δεν αποκλείεται να υποδηλώνει εν τέλει και μια επιθυμία ταύτισης με μηχανισμούς ισχύος σε μια εποχή που όσοι είναι ή φαίνονται αδύναμοι απειλούνται με κοινωνικό, συναισθηματικό ή ακόμα και βιολογικό αφανισμό.
Ποια είναι όμως πραγματικά η καταγωγή του όρου «θεωρία συνωμοσίας»; Η βίβλος της πολιτικής ορθότητας που ακούει στο όνομα wikipedia δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Ωστόσο περιέχει ένα ενδιαφέρον απόσπασμα: [4https://en.wikipedia.org/wiki/Conspiracy_theory]
«Ο όρος «θεωρία συνωμοσίας» αποτελεί και ο ίδιος αντικείμενο μιας θεωρίας συνωμοσίας, που υποστηρίζει ότι ο όρος έγινε δημοφιλής κατόπιν προσπαθειών της CIA να δυσφημίσει και να γελοιοποιήσει όσους πίστευαν σε κάποια συνωμοσία [σ.τ.μ: για τη δολοφονία του προέδρου Κένεντυ] και ειδικότερα όσους ασκούσαν κριτική στα πορίσματα της επιτροπής Warren [σ.τ.μ: επίσημη επιτροπή που συστάθηκε για να διερευνήσει τις συνθήκες δολοφονίας του Κένεντυ]. Ο Lance deHaven-Smith, πολιτικός επιστήμονας που το 2013 εξέδωσε το βιβλίο Conspiracy Theory in America, υποστήριξε την άποψη ότι ο όρος άρχισε να κυκλοφορεί ευρέως στις Η.Π.Α. μετά το 1964, τη χρονιά που η επιτροπή Warren δημοσίευσε τα πορίσματά της, με τους New York Times, να βγάζουν πέντε άρθρα εκείνη τη χρονιά που περιείχαν τον όρο. Ωστόσο, η άποψη αυτή του deHaven-Smith έχει δεχτεί κριτική από τον Michael Butter, καθηγητή αμερικανικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Tübingen, σύμφωνα με τον οποίο το έγγραφο της CIA που επικαλείται ο deHaven-Smith με τίτλο Concerning Criticism of the Warren Report [Σχετικά με τις επικρίσεις κατά της αναφοράς Warren] - που δημοσιεύτηκε το 1976 κατόπιν αιτήματος βασισμένου στη νομοθεσία περί ελευθερίας της πληροφορίας [πρωτότυπο: Freedom of Information Act] – δεν περιέχει τη φράση «θεωρία συνωμοσίας» στον ενικό αριθμό και αναφέρει τον όρο «θεωρίες συνωμοσίας» μόνο μία φορά, στην πρόταση «Οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν συχνά θέσει την οργάνωσή μας [πρωτ.: our organization] στο στόχαστρο υποψιών, π.χ., κατηγορώντας μας λανθασμένα ότι ο Lee Harvey Oswald δούλευε για μας».
Το άρθρο του Butter μπορεί εύκολα να βρεθεί στο διαδίκτυο. [5http://theconversation.com/theres-a-conspiracy-theory-that-the-cia-invented-the-term-conspiracy-theory-heres-why-132117] Εκεί μαθαίνουμε ότι, σε αντίθεση με όσα «συνωμοσιολογικά» υποστηρίζει ο deHaven-Smith, ο όρος «θεωρία συνωμοσίας» κυκλοφορεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Επομένως, οι συντάκτες του εγγράφου της CIA απλώς παραλάμβαναν έτοιμο και χρησιμοποιούσαν έναν όρο που είχε ήδη καθιερωθεί και δεν έκαναν κάτι επιλήψιμο ούτε επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τον όρο ως όπλο συκοφάντησης. Για του λόγου το αληθές, το παρακάτω διάγραμμα απεικονίζει τη συχνότητα χρήσης του όρου στα βιβλία που έχει ψηφιοποιήσει και καταλογογραφήσει η Google:
Το ζήτημα επομένως μπορεί να θεωρηθεί λήξαν. Άλλη μία φαντασιόπληκτη θεωρία συνωμοσίας. Είναι όμως έτσι; Το διάγραμμα δείχνει σαφώς μια τάση εκτόξευσης της χρήσης του όρου μετά το 1950 και ακόμα ειδικότερα μετά το 1960, κάτι που θα έπρεπε να δημιουργεί ήδη κάποιες πρώτες αμφιβολίες ως προς το πόσο καθιερωμένος ήταν ο όρος το 1964. Πέρα από το να βλέπει κανείς αυτό το διάγραμμα και να βγάζει εύκολα συμπεράσματα, μπορεί να προχωρήσει σε βάθος και να δει πώς ακριβώς γινόταν χρήση αυτού του όρου κάθε χρονιά. Στον 19ο αιώνα λοιπόν, ο όρος όντως εμφανίζεται σε διάφορα κείμενα· με τη σημαντική διαφορά (που μπορεί να τη διαπιστώσει κανείς εστιάζοντας σε συγκεκριμένες χρονιές) ότι είχε εντελώς διαφορετική σημασία. Εμφανίζεται συνήθως σε νομικά κείμενα, όπου ο όρος «συνωμοσία» αναφέρεται στη διάπραξη του ομώνυμου εγκλήματος. Ακόμα και το 1960 δεν εντοπίζεται με την υποτιμητική του έννοια (σε όσα δείγματα ελέγξαμε), αν και ενίοτε αποκτάει κάποιες επιπλέον σημασίες. Ως «θεωρία συνωμοσίας» μπορεί να αναφέρεται σε ακαδημαϊκά κείμενα ακόμα και η μαρξιστική αντίληψη για την ιστορία, εννοώντας ότι πρόκειται για μια αντίληψη περί ιστορίας που δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον παράγοντα της τύχης και στο απρόβλεπτο, χωρίς όμως αυτός ο χαρακτηρισμός για την μαρξιστική αντίληψη να έχει υποτιμητική πρόθεση. Λειτουργεί περισσότερο περιγραφικά, υπονοώντας ενδεχομένως και ένα μειονέκτημα αυτής της αντίληψης, που ωστόσο αποτελεί ένα καθόλα νόμιμο θέμα ακαδημαϊκής συζήτησης. Αν εστιάσει κανείς στο 1964 τότε θα δει όντως να εμφανίζεται ο όρος με τη σημερινή του σημασία, π.χ., σε κείμενα που αναφέρονται σε όσες θεωρίες υποστηρίζουν ότι πίσω από το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων βρίσκεται κάποιος σοβιετικός δάκτυλος – τα αρχεία των New York Times δείχνουν επίσης τον όρο να υπάρχει σε άρθρα του 1964 αναφερόμενα στην έκθεση της επιτροπής Warren. [6https://www.nytimes.com/1964/09/28/archives/the-warren-commission-report.html Ο όρος conspiracy εμφανίζεται και σε άρθρα της εφημερίδας από το 1963, αλλά με τη νομική του έννοια. Βλ. π.χ. https://www.nytimes.com/1963/01/17/archives/us-court-rules-cuban-attache-can-be-tried-for-conspiracy.html]
Η κατάσταση αποκτάει ακόμα πιο ανησυχητικές διαστάσεις αν μπει κανείς στον κόπο να διαβάσει το ίδιο το έγγραφο της CIA. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το συγκεκριμένο έγγραφο δεν απευθυνόταν στο ευρύ κοινό αλλά εσωτερικά, σε πράκτορες της υπηρεσίας, παρέχοντάς τους οδηγίες για το πώς οφείλουν να απαντάνε σε τυχόν επικρίσεις. Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα:
Και η μετάφρασή του:
«Δράση: Δεν συνιστούμε να ξεκινάτε συζητήσεις σχετικά με το ζήτημα της δολοφονίας όταν τέτοιες συζητήσεις δεν λαμβάνουν ήδη χώρα. Ωστόσο, όπου υπάρχει τέτοια συζήτηση και σας απευθύνεται ο λόγος πρέπει:
α. Να συζητάτε το πρόβλημα της δημοσιότητας με φίλιες υψηλές επαφές (ειδικά πολιτικούς και συντάκτες), τονίζοντας ότι η επιτροπή Warren έκανε την κατά το ανθρωπίνως δυνατό ενδελεχέστερη έρευνα, ότι οι κατηγορίες των επικριτών στερούνται βάσης και ότι οποιαδήποτε περαιτέρω εικοτολογική συζήτηση το μόνο που κάνει είναι να δίνει τροφή στους αντιπάλους. Να τονίζεται επίσης ότι μέρος αυτής της συνωμοσιολογικής κουβέντας φαίνεται να προέρχεται εσκεμμένα από κομμουνιστές προπαγανδιστές. Να τους προτρέπετε να κάνουν χρήση της επιρροής τους ώστε να αποθαρρύνουν αβάσιμες και ανεύθυνες εικοτολογίες.
β. Να χρησιμοποιούνται προπαγανδιστικά asset [σ.τ.μ.: όρος δυσμετάφραστος στα ελληνικά που αναφέρεται σε ανθρώπους εν γένει χρήσιμους σε μια υπηρεσία, που δεν ανήκουν όμως άμεσα σε αυτή] για να απαντώνται και να καταρρίπτονται οι επικριτές. Για αυτόν τον σκοπό ενδείκνυνται ιδιαιτέρως οι κριτικές βιβλίων και άρθρα επί του θέματος. Τα μη διαβαθμισμένα έγγραφα που συνοδεύουν αυτόν τον οδηγό παρέχουν χρήσιμο υλικό που θα μπορούσε να μεταβιβαστεί στα asset. Η στάση μας [πρωτ.: play] θα πρέπει να τονίζει, όπου αυτό είναι δυνατό, ότι οι επικριτές είναι i) αφοσιωμένοι σε θεωρίες που τις έχουν αποδεχτεί χωρίς να έχουν δει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ii) με πολιτικά συμφέροντα, iii) με οικονομικά συμφέροντα, iv) έχουν κάνει βιαστική έρευνα με ανακρίβειες και v) είναι καταγοητευμένοι με τις ίδιες τους τις θεωρίες.»
Ολόκληρο το έγγραφο κινείται στην ίδια γραμμή, συμβουλεύοντας τους πράκτορες της CIA στο πώς μπορούν να υπονομεύσουν την εγκυρότητα των αντιπάλων τους. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι έχει μικρή σημασία το γεγονός ότι ο όρος «conspiracy theories» εμφανίζεται μόνο μία φορά. Ο όρος «conspiracy» αναφέρεται συνεχώς, είτε άμεσα ως έχει, είτε περιφραστικά («wedded to theories before the evidence was in», «infatuated with their own theories») και σαφώς με διάθεση σπίλωσης, χωρίς αναφορά στα πραγματικά γεγονότα. Τα παραπάνω δεδομένα επομένως βρίσκονται σε συμφωνία με την υπόθεση του deHaven-Smith ότι ο όρος «θεωρίες συνωμοσίας» άρχισε να διαδίδεται μέσω αυτού του εγγράφου, αν και όντως μια τέτοια υπόθεση είναι δύσκολο να αποδειχτεί. [7Ο deHaven-Smith στο βιβλίο του Conspiracy Theory in America (University of Texas Press, 2013) παρέχει και κάποια επιπλέον στοιχεία για τη σχέση ορισμένων ΜΜΕ με το έγγραφο της CIA που στηρίζουν αυτή την υπόθεση. Κατά τη γνώμη μας δεν μπορεί να γίνεται λόγος για απόδειξη, κάτι που ούτως ή άλλως είναι μάλλον αδύνατο και θα απαιτούσε πρόσβαση σε αρχεία που δεν είναι ευρέως προσβάσιμα ακόμα.] Το σίγουρο είναι ότι δεν επρόκειτο για κάποια αθώα χρήση της ορολογίας περί «συνωμοσιολογίας»· ακόμα κι αν η CIA δεν ήταν η πρώτη που έκανε χρήση της συγκεκριμένης ορολογίας με υποτιμητική διάθεση, σίγουρα ήταν από τους πρωτοπόρους, εφόσον μέχρι τότε τα συμφραζόμενα της ήταν εντελώς διαφορετικά και η συνήθης χρήση της δεν παρέπεμπε σε παρανοϊκές ιδεοληψίες. Η χρήση που έκανε στον όρο ήταν σαφώς πολεμική και στα πλαίσια προπαγάνδας.
Το φαινόμενο αυτό όπου διάφοροι αυτόκλητοι υπερασπιστές του ορθού λόγου, στη μάχη τους κατά όσων θεωρούν ότι είναι σκοταδιστές και συνωμοσιολόγοι, τελικά αποδεικνύονται πολύ λίγοι σε μια πιο προσεκτική εξέταση των επιχειρημάτων τους δεν είναι κάτι σπάνιο. [8Ειδικά με αφορμή τον covid. Ως ένα άλλο παράδειγμα μπορεί να δει κανείς τη διαμάχη του Denis Rancourt με τον David Kyle Johnson σχετικά με ένα άρθρο του πρώτου (Masks Don’t Work: A review of science relevant to COVID-19 social policy) που υποστήριζε ότι οι μέχρι τώρα έρευνες δεν αποδεικνύουν τη χρησιμότητα των μασκών στην αποτροπή μετάδοσης του covid. Το βίντεο της διένεξής τους είναι αποκαλυπτικό: https://youtu.be/AQyLFdoeUNk] Όσοι κατηγορούνται ως συνωμοσιολόγοι συχνά διαθέτουν πολύ πιο συγκροτημένη σκέψη και στέρεο υπόβαθρο σε σύγκριση με τους «ορθολογιστές» υπερασπιστές της πολιτικής ορθότητας. Η κατηγορία της συνωμοσιολογίας μοιάζει έτσι να είναι κενή ουσιαστικού περιεχομένου· ένα κενό που σπεύδει φυσικά να το καλύψει κατά το δοκούν ο εκάστοτε κυρίαρχος, σχεδόν όπως κάποτε επιστρατευόταν η κατηγορία της «αντεπαναστατικής δράσης» σε υποτιθέμενα αριστερούς κύκλους για να δικαιολογηθούν εκκαθαρίσεις ή αυτή της «τρομοκρατίας» πιο πρόσφατα που τόσο χρήσιμη φάνηκε για λογαριασμό της δύσης στην κατασκευή του ισλαμικού Άλλου. Μια τετοια οιονεί (ψυχ-)ιατρικοποίηση του δημόσιου λόγου όπου ο εκάστοτε αντίπαλος τίθεται με συνοπτικές διαδικασίες στο περιθώριο ως ανίκανος λογικής σκέψης και αμέτοχος του ορθού λόγου διατρέχει ξανά την πεπατημένη, αλλά γεμάτη εγγνείς αντιφάσεις, οδό της κατασκευής του εχθρού ως ανάξιου προσοχής μέσω της απόδοσης σε αυτόν τερατόμορφων χαρακτηριστικών. [9Βλ. το άρθρο Dangerous Machinery: "Conspiracy Theorist" as a Transpersonal Strategy of Exclusion, Husting, Orr, 2007, Symbolic Interaction.] Πρόκειται για έναν εχθρό που είναι επικίνδυνος (διαφορετικά δεν θα ασχολούμασταν καν μαζί του), αλλά η επικινδυνότητά του αυτή ξορκίζεται με το να τον εξαφανίσουμε ουσιαστικά από το διανοητικό μας οπτικό πεδίο. Αυτός ο τρομερός και ταυτόχρονα πολύ μικρός αντίπαλος είναι τελικά ένα φάντασμα, ένα φασματικό όν που κατασκευάζουμε ακριβώς για να μπορούμε να το γκρεμίσουμε και να το κάψουμε με μια σχεδόν θυσιαστική μανία.
Ο Karl Popper, γνωστός για τις φιλελεύθερες αφέλειές του, υπήρξε από τους πρώτους διδάξαντες, όταν στο βιβλίο του Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της (1945) καταφερόταν εναντίον όσων πίστευαν ότι υπάρχουν ισχυρά άτομα και ομάδες ατόμων με τη δύναμη να επηρεάζουν και να κατευθύνουν την κίνηση της κοινωνίας. Κατά Πόπερ, ο (δεξιός και αριστερός) ολοκληρωτισμός τρεφόταν από τέτοιες συνωμοσιολογικές αντιλήψεις. Μερικά χρόνια αργότερα (1964), ο ιστορικός Richard Hofstadter θα επαναλάμβανε το ίδιο εγχείρημα υπεράσπισης των φιλελεύθερων αξιών με ένα (υποτίθεται βαρυσήμαντο) δοκίμιό του υπό τον τίτλο The paranoid style in American politics. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ένα εγχείρημα οριοθέτησης του πολιτικού κέντρου διαμέσου της εξορίας των «άκρων» στα ιδεολογικά ξερονήσια ως (σχεδόν ιατρικά) ανίκανων να συμμετάσχουν στον φιλελεύθερο παράδεισο· μόνο που εκείνα τα χρόνια ο πραγματικός αντίπαλος βρισκόταν φυσικά στο αριστερό άκρο, πέρα ακόμα και από τα όρια που έθεταν τα επίσημα αριστερά κόμματα – το γεγονός ότι οι σημερινοί ακόλουθοι των ακρο-αριστερών κομμάτων και γκρουπούσκουλων φαίνονται να υιοθετούν τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά των προγόνων τους είναι από μόνο του ενδεικτικό για το πού πραγματικά τοποθετούνται πολιτικά: φοράνε τη λεοντή ενός επαναστατικού βερμπαλισμού για να κρύψουν τον βαθύ συντηρητισμό τους. Αυτό που τόσο ο Popper όσο και ο Hofstadter αμέλησαν να σημειώσουν είναι ότι οι ίδιες οι φιλελεύθερες κοινωνίες γεννάνε εκείνη τη σχιζοφρενική κατάσταση όπου σε πρώτο χρόνο δημιουργούν έναν πληθωρισμό νοημάτων (στη καταναλωτική λογική του ότι όλες οι αλήθειες επιτρέπονται, αρά δεν υπάρχει μία αλήθεια) για να έρθουν σε δεύτερο χρόνο οι μηχανισμοί προπαγάνδας, όποτε το κρίνουν απαραίτητο, να προσφέρουν δεσμευτικές αλήθειες, αποφασίζοντας σε καταστάσεις εξαίρεσης περί του τι είναι «λογικό» και τι «παράλογο» και επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη· κάτι που με τη σειρά θέτει σε κίνηση επάλληλους επιπλέον κύκλους παράνοιας, από τη στιγμή που έτσι υποσκάπτεται συστηματικά η όποια πίστη στην καλή προαίρεση των μέσων προπαγάνδας και ενισχύεται η καχυποψία. Μοιάζουν έτσι με ναρκέμπορους που η ίδια η χρήση του προϊόντος τους δημιουργεί και την ανάγκη για αυτό. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση η ψυχοσυναισθηματική και διανοητική πρέζα πουλιέται από καθώς πρέπει και ευυπόληπτους εμπόρους ιδεών και θεαμάτων.
Η όλη συζήτηση περί συνωμοσιολογίας δεν προκύπτει επομένως λόγω ενός αθώου, ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος για φαινόμενα μαζικού διανοητικού εκφυλισμού και άστοχης εφαρμογής των αρχών του ορθού λόγου. Εντάσσεται οργανικά στις μεθοδεύσεις των μηχανισμών προπαγάνδας. Μικρή σημασία έχει εδώ το γεγονός της πραγματικής ύπαρξης ομάδων με πεποιθήσεις που ελέγχονται ως στερούμενες οποιασδήποτε ορθολογικής βάσης. Η βασική λειτουργία της κατηγορίας περί συνωμοσιολογίας είναι να αποστερήσει από όσους βρίσκονται στο στόχαστρο της την ουσία τους ως όντων με δυνατότητα συμμετοχής στον δημόσιο διάλογο, να τους απο-κοινωνικοποιήσει, να τους απο-πολιτικοποιήσει και εν τέλει να τους απο-νομιμοποιήσει τόσο συμβολικά όσο και κυριολεκτικά: να τους σπρώξει εκτός νόμου και να τους κατασκευάσει ως εγκληματίες.
Δεν πρόκειται φυσικά για κάποιο καινοφανές φαινόμενο ως προς τις βασικές του γραμμές. Η χριστιανική δύση είχε αναθέσει για αιώνες στον κλήρο το ρόλο της διαφύλαξης της ιδεολογικής τάξης και της κατασκευής των «παρανοϊκών» και των αιρετικών. Η αστική τάξη, από την πλευρά της, μπορεί να συμμάχησε με τον κλήρο όποτε αυτό κρίθηκε αναγκαίο για τα συμφέροντά της (παρά τις ενίοτε σκληρές ρητορικές επιθέσεις εναντίον του), ωστόσο δεν τον έθεσε στο επίκεντρο της στρατηγικής της για ιδεολογική ηγεμονία. Αντιθέτως, κατασκεύασε κι επένδυσε με κύρος μια νέα ειδική τάξη, αυτή των διανοουμένων, ειδικά στη μορφή των πανεπιστημιακών καθηγητών και ακόμα ειδικότερα σε αυτή των επιστημόνων. Ο 19ος αιώνας, ο χρυσός αιώνας της αστικής τάξης, είδε τον πανεπιστημιακό φιλόσοφο – επιστήμονα να λαμβάνει μια σχεδόν ιερατική μορφή, [10Ίσως όχι τυχαία, από τον 19ο αιώνα κι έπειτα ο φιλοσοφικός λόγος αποκτάει μια αδικαιολόγητη στρυφνότητα (του είδους που απεχθανόταν ο Μπένγιαμιν), χωρίς πάντα αυτή να ανταποκρίνεται σε πραγματικές, ουσιαστικές ανάγκες έκφρασης βαθύτερων νοημάτων. Ο σφιχτός εναγκαλισμός της φιλοσοφίας με τον ακαδημαϊκό χώρο την εξώθησε στο να αναπτύξει μια ιδιόλεκτο προσβάσιμη μόνο στους ειδικούς (ή σε όσους διαθέτουν άπλετο ελεύθερο χρόνο)· με άλλα λόγια να αυτοκαταργηθεί, καθώς ένα τέτοιο είδος «φιλοσοφίας» ακυρώνει ένα βασικό στοιχείο του φιλοσοφικού λόγου: να είναι το πεδίο άσκησης ενός καθολικού αναστοχασμού. ] όπου βέβαια ο ρόλος του δεν ήταν απλώς η αμερόληπτη αναζήτηση της αλήθειας. Το παρακάτω απόσπασμα του Γκράμσι είναι εύστοχο στη συντομία του: [11Οι διανοούμενοι, εκδ. Στοχαστής, μτφρ. Θ. Χ. Παπαδόπουλος. Μάλλον και ο Γκράμσι θα ήταν συνωμοσιολόγος με αυτά που έγραφε.]
«Οι διανοούμενοι είναι οι «υπάλληλοι» της κυρίαρχης ομάδας, για την άσκηση των εξαρτημένων λειτουργιών της κοινωνικής ηγεμονίας και της πολιτικής διοίκησης, δηλαδή: 1) Της αυθόρμητης συγκατάθεσης των μεγάλων μαζών πληθυσμού στην καθοδήγηση της κοινωνικής ζωής απ’ τη βασική κυρίαρχη ομάδα, συγκατάθεση που γεννιέται «ιστορικά» από το κύρος (και κατά συνέπεια κι από την εμπιστοσύνη) που προσδίνουν στην κυρίαρχη ομάδα η θέση της και η αποστολή της στον κόσμο της παραγωγής. 2) Του μηχανισμού κρατικής βίας, που εξασφαλίζει με «νόμιμο τρόπο» την πειθαρχία των ομάδων που δεν «συγκατατίθενται» ούτε ενεργητικά ούτε παθητικά, μηχανισμός που δημιουργήθηκε για όλη την κοινωνία με πρόβλεψη για την περίοδο των κρίσεων στη διοίκηση και στην καθοδήγηση, όταν δηλαδή λιγοστεύει η αυθόρμητη συγκατάθεση».
Ο ρόλος των διανοουμένων δεν έχει φυσικά αλλάξει εν τω μεταξύ – μόνο διανοούμενοι θα πίστευαν κάτι τέτοιο. [12Εννοείται ότι υπάρχουν στοχαστές που θα μπορούσαν κατά μία έννοια να ονομαστούν «διανοούμενοι», αλλά δεν έχουν αυτόν το ρόλο που τους αποδίδει ο Γκράμσι. Στις εποχές γενναιοδωρίας της αστικής τάξης, τέτοιες περιπτώσεις ήταν πιο συχνές, καμμία φορά ακόμα κι εντός πανεπιστημίου. Πλέον, το φαινόμενο είναι όλο και πιο σπάνιο. Ειδικά στην Ελλάδα, κανένας από τους σημαντικούς μεταπολεμικούς στοχαστές δεν παρήγε (ούτε παράγει) έργο εντός ακαδημαϊκών τειχών. ] Όμως η παραδοσιακή φιγούρα του υψηλής μόρφωσης διανοουμένου έχει πλέον κατά κανόνα ως κοινό της ένα αντίστοιχα πιο «εκλεπτυσμένο», μεσοαστικό κοινό. Η δεύτερη φάλαγγα ιδεολογικού πολέμου αποτελείται από τις σαφώς πιο πολυάριθμες ομάδες των δημοσιογράφων, των διαφημιστών και των διασκεδαστών κάθε είδους. Υπάρχουν δύο (τουλάχιστον) παράγοντες που ώθησαν προς αυτή την εσωτερική διάσπαση της τάξης των διανοουμένων και προς τη γέννηση των μηχανισμών μαζικής προπαγάνδας στις αρχές του 20ου αιώνα.
Πρώτον, από τη στιγμή που προϋπόθεση για την ύπαρξη ενός ειδικού στρώματος επιφορτισμένου με την τήρηση της ιδεολογικής τάξης είναι ο κοινωνικός και οικονομικός διαχωρισμός πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας (για να μπορούν κάποιοι να «στοχάζονται», κάποιοι άλλοι πρέπει να τους συντηρούν), κάθε μεταβολή στον τρόπο που γίνεται αυτός ο διαχωρισμός είναι αναμενόμενο να επιφέρει και αλλαγές στη σύνθεση της ομάδας ιδεολογικής αστυνόμευσης. Κάτι τέτοιο συνέβη ακριβώς στις αρχές του 20ου αιώνα με την εισαγωγή των μεθόδων μαζικής παραγωγής και την εμφάνιση των συμπεριφορών μαζικής κατανάλωσης. Από τη μία βάθυνε ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας· από την άλλη ο όποιος ελεύθερος χρόνος θεωρήθηκε ως εύφορο πεδίο εμπορικής εκμετάλλευσης. Το στρώμα των παραδοσιακών διανοουμένων, με τις υψιπετείς ενασχολήσεις του, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες τιθάσευσης και διασκέδασης των υπηκόων των μαζικών δημοκρατιών. Έπρεπε κι αυτό να υποστεί μια διάσπαση κι έναν καταμερισμό εργασίας. Έτσι στήθηκε και γιγαντώθηκε – από περιπτώσεις σαν τον Ivy Lee, τον Edward Bernays και τον Walter Lippmann [13Κάποια στοιχεία για τους «θεμελιωτές» των δημοσίων σχέσεων μπορούν να βρεθούν στα βιβλία που έχουμε ήδη αναφέρει, καθώς και στο Trust us, we're experts!: how industry manipulates science and gambles with your future, Rampton, Stauber, εκδ. Jeremy P. Tarcher/Putnam, 2001. Επίσης στο ντοκυμαντέρ του Scott Noble, Psywar: https://vimeo.com/102695015 ή https://thoughtmaybe.com/psywar/.] – ο τομέας των δημοσίων σχέσεων, με τη διαφήμιση και τη δημοσιογραφία να αποτελούν τους δύο συμπληρωματικούς βραχίονές του. Ο Walter Lippmann, δημοσιογράφος ο ίδιος, θα έφτανε να μιλήσει στο βιβλίο του Public Opinion (1922) για το ψευδο-περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει κάθε άνθρωπος, εννοώντας κατ’ αρχάς τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο κάθε άνθρωπος προσλαμβάνει την πραγματικότητα. Το ότι επέλεξε να χρησιμοποιήσει έναν καινούριο όρο («ψεύδο-περιβάλλον») σήμαινε και κάτι επιπλέον: ότι αυτή η πολυφωνία ήταν δυνητικά επικίνδυνη εφόσον η πίστη σε ένα ψευδό-περιβάλλον δεν ήταν απίθανο να εξωθήσει κάποιον σε παράλογες πράξεις. Επομένως η «προσαρμογή του ανθρώπου στο περιβάλλον του (the adjustment of man to his environment)» θα πρέπει να επιτευχθεί χρησιμοποιώντας «το μέσο της μυθοπλασίας (through the medium of fictions)». Κι αυτό να γίνει σε μαζική κλίμακα.
Ο δεύτερος παράγοντας πίσω από τη γέννηση της μαζικής προπαγάνδας έχει να κάνει με το πολιτικό κλίμα της εποχής. Την περίοδο γύρω από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά), τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, ξέσπασαν μαζικά κύματα σκληρών εργατικών αρνήσεων και αντιστάσεων. Η απάντηση των εργοδοτών και των κρατών ήταν συχνά η απροκάλυπτη και ωμή βία. Η σφαγή στην πόλη Ludlow του Κολοράντο των Η.Π.Α. θεωρείται κομβικό σημείο στην ιστορία της αμερικανικής εργατικής τάξης. Οι εργάτες στα ορυχεία της πόλης κατέβηκαν σε άγριες απεργίες το 1914 για να βρουν μπροστά τους την αμερικανική εθνοφρουρά που τους κατέσφαξε, σκοτώνοντας 21 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και γυναίκες με παιδιά που κάηκαν ζωντανές μέσα στις σκηνές τους. Οι εργοδότες δεν είχαν φυσικά κανένα συνειδησιακό πρόβλημα με τους φόνους αυτούς καθαυτούς· το πρόβλημά τους ήταν άλλο: η κοινή γνώμη συχνά τασσόταν με το μέρος των απεργών, ειδικά όταν τέτοιες αγριότητες έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Για να αναστρέψουν το κλίμα, στράφηκαν προς τους νέους τότε ειδικούς των δημοσίων σχέσεων. Ο Ροκφέλερ, ιδιοκτήτης των ορυχείων του Ludlow, ήταν από τους πρώτους που έκαναν χρήση των δυνατοτήτων που προσέφεραν τα μέσα μαζικής προπαγάνδας και οι διαχειριστές τους. Για να βελτιώσει την εικόνα του απέναντι στην αμερικανική «κοινή γνώμη» προσέλαβε τον Ivy Lee και αποδύθηκε σε μία σειρά από διαφημιστικά κόλπα που αποδείχτηκαν τελικά επιτυχημένα (με όρους προπαγάνδας). Αν τα κινήματα εκείνης της εποχής ηττήθηκαν, αυτό δεν οφείλεται μόνο στην άγρια καταστολή που υπέστησαν, αλλά και στη σιωπή που σκέπαζε εκείνη την καταστολή· μια σιωπή που υφάνθηκε προσεκτικά και μεθοδικά από τους μηχανισμούς προπαγάνδας και δημοσίων σχέσεων.
Σήμερα, μετά από σχεδόν έναν αιώνα μαζικής δημοκρατίας, που επέφερε την κατάρρευση του κλασσικού αστικού πολιτισμού ο οποίος επέτρεπε ένα βαθμό αυτονομίας στους διανοούμενους, παρατηρείται μια αντίστροφη τάση γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ υψηλής και χαμηλής κουλτούρας (ή ίσως πρόκειται απλά για εξαφάνιση της υψηλής). Μόνο που γίνεται υπό τους όρους που επιβάλλει η μηχανή της προπαγάνδας καθώς αυτή έχει περάσει από μια φάση συγκεντροποίησης κεφαλαίου (οικονομικού, αλλά και συμβολικού, ειδικά με τα κοινωνικά δίκτυα) κι έχει γιγαντωθεί σε βαθμό ασφυξίας για ό,τι αρνείται να περάσει μέσα από τα γρανάζια της. Ο διανοούμενος, για να υφίσταται ως τέτοιος, γίνεται απλό παρακολούθημα και προσάρτημα των προπαγανδιστικών μηχανισμών, ένα μηρυκαστικό των κρατικών και εταιρικών φετφάδων τους οποίους αναμασάει για να τους σερβίρει με ένα πιο εκλεπτυσμένο άρωμα. Ανταμοιβή του: μερικά like, μερικά share κι ένα κάποιο status που στο βάθος μπορεί να μεταφραστεί σε κάποια θέση με προνόμια. Στην πιο αναίσχυντη μορφή του, αυτή η μορφή διανοούμενου – διασημότητας έχει ένα ειδικότερο όνομα: αυτό του εξειδικευμένου επιστήμονα που (παριστάνει ότι) μιλάει πάντα με βάση «σκληρά» και «αντικειμενικά» δεδομένα.
Ο Rockefeller, ιδιοκτήτης των ορυχείων στο Ludlow, μοιράζει δεκάρες σε παιδάκια για να φτιάξει τη δημόσια εικόνα του φιλεύσπλαχνου και ανθρωπιστή πλούσιου...
Το 1957, εν μέσω διάχυτων ανησυχιών και επιφυλάξεων σχετικά με τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας, ο (διαβόητος πλέον) Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συγκάλεσε μια ομάδα μελέτης για να εξετάσει το πρόβλημα, αποτελούμενη από πανεπιστημιακούς, ψυχιάτρους, εκπροσώπους της αμερικανικής επιτροπής ατομικής ενέργειας και μέλη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας πυρηνικής ενέργειας. Το συμπέρασμα των ειδικών ήταν ότι οι φόβοι του κοινού ήταν «παράλογοι» και «αβάσιμοι»: [14Όπως αναπαράγεται στο Trust us, we're experts!: how industry manipulates science and gambles with your future, Rampton, Stauber, εκδ. Jeremy P. Tarcher/Putnam, 2001.]
«Ακόμα κι αν όλα τα αντικειμενικά στοιχεία ερμηνευτούν με τον πιο απαισιόδοξο τρόπο, το βάρος των διαθέσιμων στοιχείων δεν δικαιολογεί κάποια ανησυχία για το παρόν, παρά μόνο ίσως για το πολύ μακρινό μέλλον. Παρόλα αυτά, μια τέτοια ανησυχία υπάρχει κι επιμένει σε υπερβολικό βαθμό. Είναι κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο διερευνώντας την ψυχολογική φύση των ίδιων των ανθρώπων.»
Η δυσπιστία απέναντι στους διαφημιστές και στους δημοσιογράφους είναι πλέον ένα ενδημικό φαινόμενο στις δυτικές κοινωνίες· πρόκειται για μια δυσπιστία απολύτως δικαιολογημένη, ακόμα κι αν δεν μεταφράζεται πάντα σε μια μεστή και στέρεα πολιτική στάση απόρριψης των διαφημιστικών και δημοσιογραφικών προϊόντων. Απέναντι στους κάθε είδους ειδικούς όμως, αυτή η έστω ενστικτώδης καχυποψία μοιάζει να αφοπλίζεται, ακόμα κι όταν αυτοί υποπίπτουν σε τερατώδη «λάθη» που μπορεί να κοστίζουν ζωές. Πάντα φταίνε τα ανεπαρκή δεδομένα, μια μεθοδολογική παράβλεψη ή μια αστοχία του εξοπλισμού. Οι ειδικοί παραμένουν στο απυρόβλητο.
Παρότι οι κριτικές κατά του επιστημονικού λόγου γνώρισαν μια σύντομη άνθηση τη δεκαετία του 60, από τη δεκαετία του 80 κι έπειτα οι τεχνοεπιστήμες πήραν την εκδίκησή του επελαύνοντας θριαμβευτικά με (ξαναζεσταμένες) υποσχέσεις συνεχούς προόδου με όχημα την τεχνική. Η άνοδος των ειδικών δεν ήταν όμως μια αυθόρμητη κοινωνική διαδικασία· σε μεγάλο βαθμό σχεδιάστηκε, και πάλι ως μια κίνηση αντίδρασης απέναντι στα κινήματα των δεκαετιών του 60 και του 70 και στην έκτοτε υποτιθέμενη «κρίση κυβερνησιμότητας» των δυτικών κοινωνιών. [15Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Κοινοβουλευτισμός, εξουσία, κράτος, Sarajevo, τ. 78, Νοέμβρης 2013.] Οι ειδικοί και οι τεχνοκράτες ήρθαν στο προσκήνιο ως οι πλέον κατάλληλοι για να περιχαρακώσουν τα όρια του δημόσιου λόγου μέσα σε αποδεκτά πλαίσια, βοηθούμενοι και από το εξωφρενικά υψηλό επίπεδο εξειδίκευσής της επιστημονικής έρευνας.
Πώς είναι δυνατό όμως να χρησιμοποιείται η επιστημονική γνώση για επί της ουσίας προπαγανδιστικούς σκοπούς; Δεν υποτίθεται εξάλλου ότι οι επιστημονικές αλήθειες είναι ακλόνητες και οι επιστήμονες αμερόληπτοι (κατά το ανθρωπίνως δυνατό) ερευνητές; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι απλή· και σίγουρα δεν περιορίζεται σε μια απλοϊκή κατάφαση. Όμως η εξέταση αυτού του ερωτήματος, έστω και ακροθιγώς, γίνεται επιτακτική ανάγκη σε μια εποχή όπου οι τεχνο-επιστήμονες και οι πολιτικοί τείνουν προς μια επικίνδυνη ταύτιση, με τους μεν να κρύβονται πίσω από τους δε και ανάστροφα σε έναν κύκλο αμοιβαίας αλληλο-επιβεβαίωσης και αποθέωσης από τα μέσα μαζικής εξημέρωσης.
Αυτό που πρέπει κατ’ αρχάς να γίνει οπωσδήποτε κατανοητό είναι ότι οι επιστημονικές αλήθειες αποτελούν κοινωνικά προϊόντα και ο τρόπος παραγωγής τους είναι επίσης απ’ άκρου εις άκρον κοινωνικός. Δεν υπάρχει κάποιος αυτόματος, «αντικειμενικός» και υπεράνω των ανθρωπίνων παθών μηχανισμός παραγωγής τους. Ένας επιστήμονας, για να φτάσει να γίνει και να λογίζεται ως τέτοιος από τους συναδέλφους του, οφείλει να περάσει από πολλαπλά και διαδοχικά φίλτρα που καθορίζουν εν τέλει το με τι θα ασχοληθεί, ποιες θεωρίες θα ακολουθήσει και ποιες μεθοδολογίες θα επιστρατεύσει. Στο ένα άκρο του φάσματος, η πιο απλή περίπτωση φιλτραρίσματος είναι ο εξοστρακισμός ενός επιστήμονα λόγω άμεσων πολιτικών ή επιχειρηματικών παρεμβάσεων στον τομέα της ερευνάς του όταν τα ευρήματά του δεν είναι τα επιθυμητά από τους ανωτέρους του ή τους εργοδότες του. Χωρίς να είναι αμελητέο το ποσοστό τέτοιων περιπτώσεων, [16Το βιβλίο των Rampton και Stauber που αναφέραμε ήδη περιέχει αρκετά σχετικά παραδείγματα ωμά κατευθυνόμενης έρευνας. Ειδικά για τις φαρμακοβιομηχανίες, μπορεί να δει κανείς το βιβλίο του Peter Gotzsche, Φονικά φάρμακα και οργανωμένο έγκλημα, εκδ. Levantes, μτφρ. Σ. Ευθυμίου, επιμ. Σ. Ευθυμίου, Χ. Πανοτόπουλος.] ωστόσο παραμένει μάλλον η πιο ωμή και ακατέργαστη μέθοδος διήθησης των επιστημονικών αληθειών.
Στο άλλο άκρο, η πιο σύνθετη, αδιόρατη και για αυτό σχεδόν πανταχού παρούσα μέθοδος φιλτραρίσματος έχει να κάνει με το γνωστό (από τις μελέτες του Φουκώ, του Κουν, του Φεγιεράμπεντ, του Μπλουρ και άλλων ριζοσπαστών επιστημολόγων) φαινόμενο της εμβάπτισης των επιστημόνων μέσα σε ένα παραδεδομένο σύμπαν εννοιών και μεθόδων που τους έχει κληροδοτηθεί από προηγούμενες γενιές συναδέλφων τους - αυτό που ο Κουν ονόμαζε παράδειγμα/paradigm - και που οι ίδιοι παραλαμβάνουν κατά κανόνα ανεπίγνωστα, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση αμφισβήτησης. Οι εννοιολογικές κατασκευές που συνιστούν το όποιο επιστημολογικό παράδειγμα δεν είναι ωστόσο δυνατό να εξηγηθούν καταφεύγοντας απλά στις απαιτήσεις μιας στενά εννοούμενης εμπειρικής και θετικιστικής ορθολογικότητας· τα αναφερόμενά τους παραπέμπουν και σε εξω-επιστημονικές πιέσεις, όπως αυτές γεννιούνται από τη διασταύρωση οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών βαρομετρικών στη κίνησή τους εντός ενός δεδομένου κοινωνικού κλίματος. [17Η σχετική βιβλιογραφία είναι γνωστή και δεν θα αναφέρουμε παραπομπές. Για ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα, βλ. το βιβλίο Η κρίση στη φυσική και η δημοκρατία της Βαϊμάρης, εκδ. ΠΕΚ, μτφρ. Β. Σπυροπούλου, όπου συζητείται το πώς η κβαντική θεωρία επηρεάστηκε στον πυρήνα των ιδεών της από γενικότερες κοινωνικές αντιλήψεις στη Γερμανία του μεσοπολέμου.] Η διαδικασία μύησης ενός επιστήμονα περιλαμβάνει ως απαραίτητο στάδιο την αποδοχή εκ μέρους του του εκάστοτε κυρίαρχου παραδείγματος· οι φαρμακοβιομηχανίες και το όλο ιατρικό κύκλωμα θα ήταν αδύνατο να λειτουργήσουν αν οι ειδικοί της ιατρικής δεν συμμερίζονταν την αντίληψη (επιστημολογικό παράδειγμα) ότι το σώμα είναι ένας μηχανισμός του οποίου οι ροές πρέπει να ρυθμιστούν έξωθεν μέσω φαρμάκων.
Η κλίμακα της διύλισης των επιστημονικών αληθειών και γεγονότων περιλαμβάνει αρκετούς επιπλέον ενδιάμεσους ηθμούς κατακράτησης «ανεπιθύμητων» ή απλώς ασύμβατων με τα επικρατούντα ήθη θεωριών και ιδεών. [18Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι όλη αυτή η διαδικασία φιλτραρίσματος, σε αρκετά από τα στάδιά της, δεν είναι συνειδητή στους συμμετέχοντες σε αυτή, εκτός φυσικά από την περίπτωση των ωμών παρεμβάσεων, όπου εκεί δεν υπάρχει μόνο επίγνωση αλλά και απροσχημάτιστη υστεροβουλία.] Ένα από αυτά αφορά στον τρόπο συντήρησης των οικονομικών όρων αναπαραγωγής των επιστημόνων ως ειδικού στρώματος· με πιο απλά λόγια, στη χρηματοδότησή τους και στις πηγές της. Από πού ακριβώς προέρχονται όλα αυτά τα χρήματα που κατευθύνονται προς την έρευνα και πώς διανέμονται; Στην περίπτωση της λεγόμενης εφαρμοσμένης έρευνας, οι πηγές χρηματοδότησης συχνά μπορεί να είναι εταιρείες· κυρίως όσες είναι από ένα μέγεθος και πάνω και μπορούν να αντέξουν το σχετικό κόστος. Είτε συνεργάζονται με ερευνητικά ιδρύματα είτε αναπτύσσουν και μόνες τους, στο εσωτερικό τους, ειδικά τμήματα έρευνας κι ανάπτυξης. Ωστόσο, το μεγαλύτερο κομμάτι των χρηματοδοτήσεων, ειδικά όταν πρόκειται για βασική έρευνα, προέρχεται από κρατικά (ή ομοσπονδιακά, βλ. Ε.Ε.) κονδύλια – ακόμα και στις χώρες με εταιρείες – κολοσσούς, όπως οι Η.Π.Α. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες αποφασίζουν να διαθέσουν ένα συγκεκριμένο ποσό για έρευνα μέσα σε ένα χρονικό διάστημα (π.χ. το ευρωπαϊκό Η2020)· κατόπιν διάφορες επιτροπές και υπο-επιτροπές, στις οποίες ενδεχομένως συμμετέχουν κι επιστήμονες (ααλλά όχι μόνο), εξειδικεύουν τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις προς τις οποίες θα κατανεμηθεί αυτό το ποσό· και τέλος ανοίγουν προσκλήσεις – διαγωνισμούς προς όλους τους ενδιαφερόμενους επιστήμονες που πληρούν κάποιες προϋποθέσεις (π.χ., εθνικότητας). Αυτοί οι τελευταίοι τώρα αποδύονται σε έναν αγώνα να κατέβουν σε όσους διαγωνισμούς μπορούν, καταθέτοντας αντίστοιχες προτάσεις προς τις εν λόγω επιτροπές, με σκοπό να αποσπάσουν ένα κομμάτι από την πίτα. Σχεδόν σαν να επρόκειτο για διαγωνισμούς δημοσίων έργων· με τους επιστήμονες να είναι οι εργολάβοι…
Το προφανές συμπέρασμα από τα παραπάνω: η ελευθερία που έχουν οι επιστήμονες να διαλέξουν το αντικείμενο της έρευνάς τους εξαντλείται στην επιλογή του διαγωνισμού που τους φαίνεται ότι θα έχουν περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουν. Δεύτερο, συμπληρωματικό συμπέρασμα: το περιεχόμενο της έρευνας δεν καθορίζεται από καμμία «χαρά για τη γνώση», έτσι αφηρημένα κι αόριστα ούτε από κάποια διάθεση κάλυψης πραγματικών κοινωνικών αναγκών, αλλά σχεδιάζεται στρατηγικά, σε κεντρικό επίπεδο, με βάση τις εκάστοτε ανάγκες των κρατών και (δευτερευόντως) των εταιρειών· δηλαδή με βάση τις σκληρές ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. [19Σε δεύτερο χρόνο συμβαίνει ενίοτε κι ένας επιπλέον κύκλος έμμεσης μεταφοράς χρημάτων από τα κράτη προς τις εταιρείες. Αν τα αποτελέσματα ενός ερευνητικού προγράμματος φανούν ότι έχουν ένα δυναμικό εμπορικής εκμετάλλευσης, τότε δεν είναι απίθανο να στηθεί κάποια εταιρεία – spin-off του προγράμματος που θα αναλάβει την εκμετάλλευση. Η οποία με τη σειρά της μπορεί να εξαγοραστεί από κάποια μεγαλύτερη. Τέτοιο παράδειγμα είναι η γνωστή Boston Dynamics των πρωτοποριακών ρομπότ, που εξαγοράστηκε από την Google. Ξεκίνησε από το ΜΙΤ, με χρήματα της κρατικής DARPA, της υπηρεσίας έρευνας του αμερικανικού πενταγώνου.] Η επιστημονική έρευνα δεν διεξάγεται πλέον ως ένα άθλημα εκκεντρικών, ευγενών gentleman που διαθέτουν τα μέσα να αφοσιωθούν στο πάθος τους, όπως γινόταν σε έναν βαθμό πριν 100 χρόνια. Από το τέλος του Β παγκοσμίου πολέμου κι έπειτα, όταν και φάνηκε η επιτυχία του σχεδίου Μανχάταν για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, αλλά και άλλων σχετικών πολεμικών πρότζεκτ που έτρεξαν υπό τη στενή παρακολούθηση και πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση των κρατών, η έρευνα αναδιαρθρώθηκε στη λογική της μαζικής παραγωγής και της στόχευσης προς όλο και πιο άμεσα και χειροπιαστά αποτελέσματα. [20Βλ. σχετικά την αναφορά που είχε στείλει το 1945 ο Vannevar Bush (μηχανικός, με βαθιά εμπλοκή στα αμερικανικά ερευνητικά πρότζεκτ κατά τη διάρκεια του πολέμου) στον πρόεδρο των Η.Π.Α., με τίτλο Science, the endlsess frontier. Θεωρείται περίπου κάτι σαν καταστατικό κείμενο γέννησης της νέας μορφής επιστήμης, όπως αναπτύχθηκε μετά τον πόλεμο.]
Η λίστα με τους μηχανισμούς διαμέσου των οποίων επιλέγονται οι επιστημονικές «αλήθειες» και μορφοποιούνται κατά συγκεκριμένους τρόπους θα μπορούσε να μακρύνει κι άλλο, αλλά δεν θα επιμείνουμε. [21Ακόμα και στο εσωτερικό των επιστημονικών κύκλων εκφράζεται ενίοτε μια δυσθυμία για την προβληματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η έρευνα, όπου πολύ συχνά είναι αδύνατο να αναπαραχθούν με συνέπεια τα ευρήματα πολλών μελετών (το λεγόμενο reproducibility crisis). Ο (γνωστός πλέον) Ιωαννίδης, πριν αποκτήσει των τωρινή του δημοσιότητα, είχε ήδη μια φήμη σε ευρύτατους επιστημονικούς κύκλους (όχι μόνο ιατρικούς) λόγω των μελετών του πάνω στο θέμα των ψευδών ερευνητικών αποτελεσμάτων και της μεγάλης τους έκτασης. Βλ. το άρθρο του Why Most Published Research Findings Are False (Γιατί η πλειοψηφία των δημοσιευμένων ερευνητικών αποτελεσμάτων είναι ψευδή), PLOS Medicine, 2005.] Σκοπός των προηγούμενων παρατηρήσεων δεν ήταν να βγει το συμπέρασμα ότι η επιστήμη παράγει ψεύδη που τα σερβίρει ως αλήθειες – κάτι που όντως συμβαίνει, και μάλιστα συχνότερα απ’ όσο θα ήθελαν να παραδεχτούν τόσο οι επιστήμονες όσο και οι απλοί χρήστες των τεχνικών εφευρέσεων. Ούτε είναι απαραίτητο να καταφύγει κανείς σε έναν ακραίο γνωστικό σχετικισμό, απορρίπτοντας κάθε έννοια αλήθειας. Πρόθεσή μας ήταν περισσότερο να καταδείξουμε τον βαθμό κοινωνικότητας που υπάρχει ακόμα και στην παραγωγή των θεωρούμενων ως πιο βέβαιων γνώσεων. Είναι άνθρωποι αυτοί που εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία, άνθρωποι με ιδιαίτερες προτιμήσεις και στάσεις ζωής· κι εν τέλει με συγκεκριμένα συμφέροντα. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι κάθε γνώση παράγεται από μια συγκεκριμένη προοπτική θέση και η όποια αξία της κρίνεται με βάση και αυτά τα συμφέροντα - έστω κι ανεπίγνωστα για όσους επιστήμονες εξακολουθούν να πιστεύουν σε αφηρημένες έννοιες αντικειμενικότητας. Άσχετα με το τι θεωρούν οι ίδιοι οι επιστήμονες για τον εαυτό τους, ο (κοινωνικά υπαγορευμένος) ρόλος τους δεν εξαντλείται σε μια ανέμελη αναζήτηση της γνώσης· αποτελούν ένα ειδικό στρώμα διανοουμένων, υπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα (εν γνώσει τους ή μη, αυτό είναι αδιάφορο) κι έχοντας εν τω μεταξύ συσσωρεύσει ένα τεράστιο κεφάλαιο νεκρής και ζωντανής εργασίας για να παράγουν τις «ακλόνητες» βεβαιότητές τους.
Μπορούν να ερμηνευθούν τα περιστατικά λογοκρισίας κατά του Τραμπ ως μια προσπάθεια προστασίας της κοινής γνώμης από τα fake news που διασπείρει ένας παρανοϊκός; Εντάσσεται το κυνήγι όσων ασκούν κριτική στην διαχείριση του κορωνοϊού σε μια προσπάθεια προστασίας της δημόσιας υγείας από ανεύθυνους ολιγόνοες που αρνούνται τα πορίσματα της επιστήμης; [22Βλ. UK on high alert for anti-vaccine disinformation from hostile states, Financial Times, 11 Δεκ. 2020, https://www.ft.com/content/7502f1f1-e104-403d-975f-bedc6e518fe2] Ακόμα κι όταν αυτή η πανδημία λογοκρισίας γίνεται πλέον αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού σε μεγάλα καθεστωτικά μέσα; [23Βλ. Coronavirus Has Started a Censorship Pandemic, Foreign Policy, 1 Απρ. 2020, https://foreignpolicy.com/2020/04/01/coronavirus-censorship-pandemic-disinformation-fake-news-speech-freedom/.] Προφανώς όχι.
Το πρόβλημα με τα fake news δεν είναι ότι παράγονται και διαδίδονται - δεν είναι εξάλλου κάτι το πρωτοφανές. Το πρόβλημα είναι ότι το σύμπλεγμα του κράτους και των βιο-πληροφοριακών εταιρειών, σε αυτή τη μεταβατική φάση μετάλλαξης των μέσων προπαγάνδας, δεν έχουν καταφέρει ακόμα να αποκτήσουν το μονοπώλιο στην παραγωγή τους. Τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, δεδομένης και της ιστορίας τους και των «αγκυλώσεών» τους, κάτι τέτοιο θα απαιτήσει χρόνο· χρόνο όμως που δεν έχουν διαθέσιμο οι δυτικές ελίτ στον ανταγωνισμό τους με την Κίνα και στην έφοδό τους προς τον ουρανό της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Η αναδιάρθρωση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη εδώ και χρόνια και επιταχύνθηκε μέσα από το υγειονομικό lockdown (αλλά οικονομικό lockout) θα χρειαστεί αναγκαστικά και μια στρατηγική πληροφοριακής έντασης: συστηματικές επιχειρήσεις ψυχολογικής τρομοκράτησης που θα ακολουθούνται από προσφορές ελπίδας και σωτηρίας. Η διατάραξη της κοινής ανησυχίας οφείλει να τιμωρείται στο εξής· με απλή λογοκρισία αρχικά, με νομικές διώξεις στο μέλλον, αν επιμένει.
Λέγανε κάποτε ότι ο πόλεμος είναι η υγεία της καπιταλιστικής μηχανής, μιας και της προσφέρει μια ευκαιρία εκκαθάρισης «απαρχαιωμένου» κεφαλαίου, νεκρού και ζωντανού. Ο πληροφοριακός πόλεμος που έχει εξαπολύσει ένας εσμός πολιτικών, ειδικών, δημοσιογράφων και διανοουμένων (στρώματα που παρεμπιπτόντως είναι από τα ελάχιστα πληττόμενα από τις πολιτικές των lockdown) έχει μια παρόμοια λειτουργία: την εκκαθάριση των όποιων ψυχο-διανοητικών αποθεματικών αντίστασης είχαν απομείνει στις δυτικές κοινωνίες. Ήταν όμως και η ιδανική ευκαιρία για να μετρηθεί το μπόι διαφόρων «επαναστατών» και να φανεί καθαρά πού στέκονται όταν χαράσσονται οι γραμμές στο έδαφος...
Separatrix
Η φωτογραφία υποτίθεται ότι δείχνει ένα βορειοβιετναμέζικο πολεμικό (αριστερά) να έχει κτυπήσει ένα αμερικανικό (δεξιά). Είναι ψεύτικη. Αλλά πάνω σ’ αυτό το δήθεν γεγονός, που έγινε υποτίθεται στον κόλπο του Tonkin, στηρίχτηκε η άμεση στρατιωτική συμμετοχή των ηπα στον πόλεμο στο βιετνάμ.
Σημειώσεις
1 - Αυστραλός συγγραφέας (1922-1987), θεωρούμενος ως ένας εκ των πρωτοπόρων στην ανάλυση των μηχανισμών προπαγάνδας στις σύγχρονες αστικές και φιλελεύθερες «δημοκρατίες». Κάποια από τα δοκίμιά του έχουν συγκεντρωθεί στον τόμο «Taking the risk out of democracy: corporate propaganda versus freedom and liberty», 1997, εκδ. University of Illinois Press.
[ επιστροφή]
2 - Το πιο γνωστό του σχετικό βιβλίο είναι το «Manufacturing Consent: The Political Economy of the Mass Media», σε συνεργασία με τον Edward Herman, πρώτη έκδοση 1988. Έχει μια αξία να σημειωθεί εδώ ότι τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα υπήρξε ένα έντονο ενδιαφέρον στον αγγλοσαξωνικό κόσμο για το ζήτημα της κρατικής και εταιρικής προπαγάνδας.
Ως ένα ακόμα παράδειγμα, βλ. το «Science of coercion: communication research &psychological warfare, 1945-1960» του Christopher Simpson (Oxford University Press, 1996). Κατά μία έννοια, πρόκειται για μια πιο απλοϊκή εκδοχή των μελετών που είχαν κάνει αρκετά νωρίτερα (ήδη πριν τον πόλεμο) στην Ευρώπη ο Γκράμσι (για τους διανοούμενους) και η Σχολή της Φρανκφούρτης (για τη μαζική κουλτούρα)· αλλά και ο Ντεμπόρ μεταπολεμικά (για την κοινωνία του θεάματος). Αυτές οι σύγχρονες μελέτες απευθύνονται πλέον σε ένα αγγλοσαξωνικό (ή αγγλοσαξωνοποιημένο) κοινό, μαθημένο σε πολλές «πληροφορίες» και «γεγονότα», χωρίς να διαθέτουν απαραίτητα κάποιο ιδιαίτερο θεωρητικό βάθος. Έστω κι έτσι όμως, για αυτό που ήταν, ήταν σημαντικές.
[ επιστροφή]
3 - Παράδειγμα ο Bezos, ιδιοκτήτης του κατέργου που λέγεται Amazon, ο οποίος έχει αγοράσει και την Washington Post, μαζί φυσικά με τον «αντικειμενικό» fact checker της εφημερίδας, ο οποίος (υποτίθεται) ότι ελέγχει δηλώσεις πολιτικών προσώπων ως προς την ακρίβειά τους. Υπενθυμίζουμε ότι η Washington Post (μαζί με τους New York Times και τους L.A. Times) έπαιξε κομβικό ρόλο στη δυσφήμιση ως συνωμοσιολόγου του δημοσιογράφου Gary Webb όταν αυτός αποκάλυψε το δίκτυο που είχαν στήσει οι Contra στη Νικαράγουα για να σπρώχνουν κοκαΐνη στις Η.Π.Α. (που κατέληγε κυρίως σε αφρο-αμερικανικές κοινότητες) με τη σιωπηλή συνενοχή, αν όχι συνεργασία, της CIA.
Οι αποκαλύψεις του Webb αποδείχτηκαν σε μεγάλο βαθμό ακριβείς στην πορεία του χρόνου. Ο ίδιος «αυτοκτόνησε» (με δύο σφαίρες!) το 2004. Η Post εξακολουθεί να θεωρείται έγκυρη...
[ επιστροφή]
4 - https://en.wikipedia.org/wiki/Conspiracy_theory
[ επιστροφή]
5 - http://theconversation.com/theres-a-conspiracy-theory-that-the-cia-invented-the-term-conspiracy-theory-heres-why-132117
[ επιστροφή]
6 - https://www.nytimes.com/1964/09/28/archives/the-warren-commission-report.html Ο όρος conspiracy εμφανίζεται και σε άρθρα της εφημερίδας από το 1963, αλλά με τη νομική του έννοια. Βλ. π.χ. https://www.nytimes.com/1963/01/17/archives/us-court-rules-cuban-attache-can-be-tried-for-conspiracy.html
[ επιστροφή]
7 - Ο deHaven-Smith στο βιβλίο του Conspiracy Theory in America (University of Texas Press, 2013) παρέχει και κάποια επιπλέον στοιχεία για τη σχέση ορισμένων ΜΜΕ με το έγγραφο της CIA που στηρίζουν αυτή την υπόθεση. Κατά τη γνώμη μας δεν μπορεί να γίνεται λόγος για απόδειξη, κάτι που ούτως ή άλλως είναι μάλλον αδύνατο και θα απαιτούσε πρόσβαση σε αρχεία που δεν είναι ευρέως προσβάσιμα ακόμα.
[ επιστροφή]
8 - Ειδικά με αφορμή τον covid. Ως ένα άλλο παράδειγμα μπορεί να δει κανείς τη διαμάχη του Denis Rancourt με τον David Kyle Johnson σχετικά με ένα άρθρο του πρώτου (Masks Don’t Work: A review of science relevant to COVID-19 social policy) που υποστήριζε ότι οι μέχρι τώρα έρευνες δεν αποδεικνύουν τη χρησιμότητα των μασκών στην αποτροπή μετάδοσης του covid. Το βίντεο της διένεξής τους είναι αποκαλυπτικό: https://youtu.be/AQyLFdoeUNk
[ επιστροφή]
9 - Βλ. το άρθρο Dangerous Machinery: "Conspiracy Theorist" as a Transpersonal Strategy of Exclusion, Husting, Orr, 2007, Symbolic Interaction.
[ επιστροφή]
10 - Ίσως όχι τυχαία, από τον 19ο αιώνα κι έπειτα ο φιλοσοφικός λόγος αποκτάει μια αδικαιολόγητη στρυφνότητα (του είδους που απεχθανόταν ο Μπένγιαμιν), χωρίς πάντα αυτή να ανταποκρίνεται σε πραγματικές, ουσιαστικές ανάγκες έκφρασης βαθύτερων νοημάτων. Ο σφιχτός εναγκαλισμός της φιλοσοφίας με τον ακαδημαϊκό χώρο την εξώθησε στο να αναπτύξει μια ιδιόλεκτο προσβάσιμη μόνο στους ειδικούς (ή σε όσους διαθέτουν άπλετο ελεύθερο χρόνο)· με άλλα λόγια να αυτοκαταργηθεί, καθώς ένα τέτοιο είδος «φιλοσοφίας» ακυρώνει ένα βασικό στοιχείο του φιλοσοφικού λόγου: να είναι το πεδίο άσκησης ενός καθολικού αναστοχασμού.
[ επιστροφή]
11 - Οι διανοούμενοι, εκδ. Στοχαστής, μτφρ. Θ. Χ. Παπαδόπουλος. Μάλλον και ο Γκράμσι θα ήταν συνωμοσιολόγος με αυτά που έγραφε.
[ επιστροφή]
12 - Εννοείται ότι υπάρχουν στοχαστές που θα μπορούσαν κατά μία έννοια να ονομαστούν «διανοούμενοι», αλλά δεν έχουν αυτόν το ρόλο που τους αποδίδει ο Γκράμσι. Στις εποχές γενναιοδωρίας της αστικής τάξης, τέτοιες περιπτώσεις ήταν πιο συχνές, καμμία φορά ακόμα κι εντός πανεπιστημίου. Πλέον, το φαινόμενο είναι όλο και πιο σπάνιο. Ειδικά στην Ελλάδα, κανένας από τους σημαντικούς μεταπολεμικούς στοχαστές δεν παρήγε (ούτε παράγει) έργο εντός ακαδημαϊκών τειχών.
[ επιστροφή]
13 - Κάποια στοιχεία για τους «θεμελιωτές» των δημοσίων σχέσεων μπορούν να βρεθούν στα βιβλία που έχουμε ήδη αναφέρει, καθώς και στο Trust us, we're experts!: how industry manipulates science and gambles with your future, Rampton, Stauber, εκδ. Jeremy P. Tarcher/Putnam, 2001. Επίσης στο ντοκυμαντέρ του Scott Noble, Psywar: https://vimeo.com/102695015 ή https://thoughtmaybe.com/psywar/.
[ επιστροφή]
14 - Όπως αναπαράγεται στο Trust us, we're experts!: how industry manipulates science and gambles with your future, Rampton, Stauber, εκδ. Jeremy P. Tarcher/Putnam, 2001.
[ επιστροφή]
15 - Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Κοινοβουλευτισμός, εξουσία, κράτος, Sarajevo, τ. 78, Νοέμβρης 2013.
[ επιστροφή]
16 - Το βιβλίο των Rampton και Stauber που αναφέραμε ήδη περιέχει αρκετά σχετικά παραδείγματα ωμά κατευθυνόμενης έρευνας. Ειδικά για τις φαρμακοβιομηχανίες, μπορεί να δει κανείς το βιβλίο του Peter Gotzsche, Φονικά φάρμακα και οργανωμένο έγκλημα, εκδ. Levantes, μτφρ. Σ. Ευθυμίου, επιμ. Σ. Ευθυμίου, Χ. Πανοτόπουλος.
[ επιστροφή]
17 - Η σχετική βιβλιογραφία είναι γνωστή και δεν θα αναφέρουμε παραπομπές. Για ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα, βλ. το βιβλίο Η κρίση στη φυσική και η δημοκρατία της Βαϊμάρης, εκδ. ΠΕΚ, μτφρ. Β. Σπυροπούλου, όπου συζητείται το πώς η κβαντική θεωρία επηρεάστηκε στον πυρήνα των ιδεών της από γενικότερες κοινωνικές αντιλήψεις στη Γερμανία του μεσοπολέμου.
[ επιστροφή]
18 - Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι όλη αυτή η διαδικασία φιλτραρίσματος, σε αρκετά από τα στάδιά της, δεν είναι συνειδητή στους συμμετέχοντες σε αυτή, εκτός φυσικά από την περίπτωση των ωμών παρεμβάσεων, όπου εκεί δεν υπάρχει μόνο επίγνωση αλλά και απροσχημάτιστη υστεροβουλία.
[ επιστροφή]
19 - Σε δεύτερο χρόνο συμβαίνει ενίοτε κι ένας επιπλέον κύκλος έμμεσης μεταφοράς χρημάτων από τα κράτη προς τις εταιρείες. Αν τα αποτελέσματα ενός ερευνητικού προγράμματος φανούν ότι έχουν ένα δυναμικό εμπορικής εκμετάλλευσης, τότε δεν είναι απίθανο να στηθεί κάποια εταιρεία – spin-off του προγράμματος που θα αναλάβει την εκμετάλλευση. Η οποία με τη σειρά της μπορεί να εξαγοραστεί από κάποια μεγαλύτερη. Τέτοιο παράδειγμα είναι η γνωστή Boston Dynamics των πρωτοποριακών ρομπότ, που εξαγοράστηκε από την Google. Ξεκίνησε από το ΜΙΤ, με χρήματα της κρατικής DARPA, της υπηρεσίας έρευνας του αμερικανικού πενταγώνου.
[ επιστροφή]
20 - Βλ. σχετικά την αναφορά που είχε στείλει το 1945 ο Vannevar Bush (μηχανικός, με βαθιά εμπλοκή στα αμερικανικά ερευνητικά πρότζεκτ κατά τη διάρκεια του πολέμου) στον πρόεδρο των Η.Π.Α., με τίτλο Science, the endlsess frontier. Θεωρείται περίπου κάτι σαν καταστατικό κείμενο γέννησης της νέας μορφής επιστήμης, όπως αναπτύχθηκε μετά τον πόλεμο.
[ επιστροφή]
21 - Ακόμα και στο εσωτερικό των επιστημονικών κύκλων εκφράζεται ενίοτε μια δυσθυμία για την προβληματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η έρευνα, όπου πολύ συχνά είναι αδύνατο να αναπαραχθούν με συνέπεια τα ευρήματα πολλών μελετών (το λεγόμενο reproducibility crisis). Ο (γνωστός πλέον) Ιωαννίδης, πριν αποκτήσει των τωρινή του δημοσιότητα, είχε ήδη μια φήμη σε ευρύτατους επιστημονικούς κύκλους (όχι μόνο ιατρικούς) λόγω των μελετών του πάνω στο θέμα των ψευδών ερευνητικών αποτελεσμάτων και της μεγάλης τους έκτασης. Βλ. το άρθρο του Why Most Published Research Findings Are False (Γιατί η πλειοψηφία των δημοσιευμένων ερευνητικών αποτελεσμάτων είναι ψευδή), PLOS Medicine, 2005.
[ επιστροφή]
22 - Βλ. UK on high alert for anti-vaccine disinformation from hostile states, Financial Times, 11 Δεκ. 2020, https://www.ft.com/content/7502f1f1-e104-403d-975f-bedc6e518fe2
[ επιστροφή]
23 - Βλ. Coronavirus Has Started a Censorship Pandemic, Foreign Policy, 1 Απρ. 2020, https://foreignpolicy.com/2020/04/01/coronavirus-censorship-pandemic-disinformation-fake-news-speech-freedom/.
[ επιστροφή]