Cyborg
Cyborg #13 - 10/2018

#13 - 10/2018

πώς φαντάστηκαν - και σχεδίασαν - το internet την εποχή του ψυχρού πολέμου

Η πιο διαδεδομένη εκδοχή της ιστορίας για τις απαρχές του internet είναι αυτή που αναφέρεται στο Arpanet: προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία του δικτύου επικοινωνιών ακόμη και σε περίπτωση πυρηνικού χτυπήματος, εν μέσω ψυχρού, τρίτου παγκοσμίου πολέμου, η υπηρεσία ερευνών του αμερικανικού Πενταγώνου ARPA, συνέλαβε, σχεδίασε και κατασκεύασε το πρώτο δίκτυο ανάμεσα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Το Arpanet ξεκίνησε την λειτουργία του το 1969 - αφότου είχε προηγηθεί μια δεκαετία ερευνών και δοκιμών - συνδέοντας τέσσερα πανεπιστήμια κι ερευνητικά κέντρα· την δεκαετία του ’70 τέθηκε σε εφαρμογή το TCP/IP, ένα πρωτόκολλο επικοινωνίας που έθεσε τις προδιαγραφές και τα πρότυπα για το πώς πρέπει να μεταδίδονται τα data μεταξύ διαφορετικών δικτύων· τέλος, στη δεκαετία του ’90 επινοήθηκε κι αναπτύχθηκε το world wide web που έδωσε στο internet την μορφή που σήμερα ξέρουμε. Τα υπόλοιπα είναι η σύγχρονη πραγματικότητα της πανταχού παρούσης πληροφορικής διαμεσολάβης.
Μολονότι δεν έχουμε να κάνουμε με προϊόν φαντασίας ή εσκεμμένης πλαστογραφίας, όπως συμβαίνει με πολλά στο διαδίκτυο, η εκδοχή αυτή λέει μισή αλήθεια· πρόκειται για μια εκλεκτική, ανιστορική συντομογραφία που ταιριάζει στις μυθολογικές διαστάσεις της σύγχρονης, γενικευμένης ψηφιοποίησης. Μπορεί το διαδίκτυο στην πρώτη του μορφή να ήταν αποτέλεσμα πολεμικών σχεδιασμών, όμως η εξέλιξη και η κατάληξή του ήταν τέτοια, ώστε το «αυθεντικό» internet της εποχής μας, σε όλες τις μεγαλειώδεις του διαστάσεις, δεν οφείλει τίποτε στην στρατοτεχνολογική μήτρα που το έβγαλε. Το γεγονός όμως ότι ο κυβερνοχώρος αποκαλύπτεται πλέον με όλο και πιο εκκωφαντικούς τρόπους ως το πέμπτο πεδίο μάχης (μετά τον γη, την θάλασσα, τον αέρα και το διάστημα) ενός νέου, εξελισσόμενου κι ακήρυκτου παγκοσμίου πολέμου, μας υποχρεώνει να ελέγξουμε κριτικά τις απαρχές και τις κατευθύνσεις του.

Το κείμενο που μεταφράζουμε στη συνέχεια αποτελεί μια μικρή συμβολή σε αυτή την προσπάθεια. Πρόκειται για ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο The Imagineers of War - The Untold Story of DARPA, the Pentagon Agency that Changed the World (Αυτοί που φαντάστηκαν τον πόλεμο - η άγνωστη ιστορία της DARPA, της υπηρεσίας του Πενταγώνου που άλλαξε τον κόσμο) του 2017, της αμερικανίδας δημοσιογράφου Sharon Weinberger. Χωρίς να αφήνει στην άκρη το σενάριο του πυρηνικού πολέμου και τις προετοιμασίες που περιελάμβαναν ένα ανεπτυγμένο δίκτυο υπολογιστών, το κείμενο φωτίζει εξίσου, αν όχι περισσότερο, ορισμένες άλλες πτυχές που γενικά παραμένουν άγνωστες. Γιατί, είναι κάτι μια έρευνα που έχει σαν ζητούμενο την λύση σε ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο στρατός γύρω από τις επικοινωνίες, κι είναι κάτι εντελώς διαφορετικό μια έρευνα στην οποία πρωταγωνιστούν οι ψυχολόγοι, το πεδίο βρίσκεται στις επιστήμες της συμπεριφοράς και το ζητούμενο είναι μια «σχέση συμβίωσης» ανθρώπου-υπολογιστή. Η πρώτη ανάγεται στην κατηγορία της τεχνικής και των πρακτικών εφαρμογών και μόνο ανεκδοτολογικά συνδέεται με τις εξελίξεις που κατέληξαν στον κυβερνοχώρο· η δεύτερη όμως ανάγεται απευθείας στην Αλλαγή Παραδείγματος και στις διεργασίες που προετοίμασαν το έδαφος για την γενικευμένη ψηφιακή μεσολάβηση.

Είναι αξιοσημείωτο το «σημείο μηδέν» που εντοπίζει η συγγραφέας. Είναι μόλις 1959 (όταν οι ελάχιστοι υπολογιστές εκείνης της εποχής ήταν μηχανήματα τερατωδών διαστάσεων με περιορισμένες δυνατότητες), οι ΗΠΑ έχουν ηττηθεί στην Κορέα και το Πεντάγωνο ανησυχεί ότι χάνει τον ψυχολογικό/ιδεολογικό πόλεμο με την ΕΣΣΔ. Έτσι αναθέτει σε ένα από τα πιο «βαριά» ινστιτούτα των ΗΠΑ, το Smithsonian, να συγκροτήσει μια επιτροπή που θα συμβουλεύσει το Πεντάγωνο πάνω σε μακροπρόθεσμα ερευνητικά προγράμματα. Η επιτροπή αυτή έκανε προτάσεις που αφορούσαν από μεθόδους «πειθούς και κινητοποίησης» του πληθυσμού, μέχρι μοντέλα «ανθρωπομηχανικών συστημάτων» κι εντέλει, πρότεινε στο Πεντάγωνο να αναθέσει στην ARPA ένα ερευνητικό πρόγραμμα που θα αφορά ταυτόχρονα επιστήμες της συμπεριφοράς και της πληροφορικής. Και πράγματι έτσι συνέβη: η ARPA δεν κατασκεύασε απλά ένα υποτυπώδες ηλεκτρονικό δίκτυο που θα επιβίωνε στην περίπτωση του «doom’s day scenario», αλλά ένα πρωτόλειο τεχνολογικό / πληροφορικό υπόδειγμα του οποίου η ανάπτυξη απαιτούσε την κατασκευή ενός νέου τύπου «χρήστη» αυτού του υποδείγματος.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο του κειμένου, ότι η συγγραφέας αναγνωρίζει ότι το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι το πώς φτιάχτηκε το internet, αλλά το γιατί. Θα εξειδικεύαμε αυτό το «γιατί»: γιατί οι επιστήμες της συμπεριφοράς είχαν τέτοια βαρύτητα στην έρευνα; Γιατί ένας ψυχολόγος και οι εμπνεύσεις του για ένα μοντέλο «συμβίωσης ανθρώπου-υπολογιστή» επέδρασαν τόσο αποφασιστικά στις εξελίξεις; Γιατί το Πεντάγωνο, με όλες τις αναπόφευκτες αγκυλώσεις και την αλλεργία στο νέο που κουβαλάνε τέτοιοι μηχανισμοί, έδωσε περιθώριο, χρόνο και χρήμα σε κάτι τόσο νεφελώδες όπως το «διαγαλαξιακό δίκτυο υπολογιστών»; Κι ακόμη: οι τεχνολόγοι της συμπεριφοράς, με τα οράματα περί ανθρωπομηχανικού συστήματος, τι είχαν να προσφέρουν στον ιδεολογικό/ψυχολογικό πόλεμο με το αντίπαλο στρατόπεδο; Η σημερινή κατάσταση του κυβερνοχώρου, ως γενικού ψηφιακού μεσολαβητή και μεγαμηχανής χειραγώγησης, κατά πόσο αντανακλά τις πρότυπες προδιαγραφές που του είχαν αποδοθεί στα στρατιωτικά εργαστήρια;
Ουσιαστικές απαντήσεις στο κείμενο δεν υπάρχουν, παρά μόνο σε δεύτερο επίπεδο, ως εξαγωγή ευλόγων συμπερασμάτων. Αντίθετα, υπάρχουν ερμηνείες που ενισχύουν την τεχνολογική μεταφυσική του διαδικτύου. Υπήρξαν πρωτοπόροι «προφήτες / ιεραπόστολοι», που μέσω προσηλυτισμού απέκτησαν «πιστούς» σε ένα «όραμα» που έμελλε να γίνει πραγματικότητα. Ακριβώς όπως συμβαίνει όταν η Αλλαγή Παραδείγματος συντελείται εν αγνοία των υποκειμένων: σαν ένα «θαύμα»!

Harry Tuttle

Το δίκτυο του πολέμου

Πώς η πιθανότητα της πυρηνικής σύγκρουσης και ο φόβος του Αρμαγεδδώνα ενέπνευσε σε πρωτοπόρους του ψυχρού πολέμου την εφεύρεση του internet.

«Έχουμε σοβαρό πρόβλημα» ήταν τα λόγια που ο πρόεδρος Τζον Κένεντι απεύθυνε στον γενικό εισαγγελέα και  αδελφό του Μπομπ Κένεντι, το πρωί της 16 Οκτωβρίου 1962. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Κένεντι εξέταζε φωτογραφίες της Κούβας που είχαν τραβήξει κατασκοπευτικά αεροπλάνα U-2. «Οι μπάσταρδοι οι ρώσοι» αναφώνησε, την ώρα που συμμετείχε σε μια σύσκεψη με όλα τα στελέχη που είχαν αναλάβει την αποστολή να ανατρέψουν τον Κάστρο.

Οι φωτογραφίες έδειχναν αδιαμφισβήτητα σημάδια σοβιετικών εκτοξευτών πυραύλων. Η CIA είχε χρησιμοποιήσει έναν τεράστιο υπολογιστή - που καταλάμβανε μια μεγάλη αίθουσα - για να υπολογίσει τα ακριβή μεγέθη και τις δυνατότητες των εγκατεστημένων πυραύλων. Το ζοφερό συμπέρασμα ήταν ότι οι πύραυλοι αυτοί είχαν βεληνεκές μεγαλύτερο των 1000 μιλίων, καθιστώντας τους ικανούς να πλήξουν την Ουάσιγκτον σε μόλις 13 λεπτά. Η αποκάλυψη αυτή προκάλεσε μια κρίση που κράτησε σχεδόν δύο βδομάδες. Καθώς η κρίση των πυραύλων οξυνόταν, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις είχαν τεθεί σε επίπεδο ετοιμότητας DEFCON 2, μόλις ένα επίπεδο πριν την έναρξη πυρηνικού πολέμου.

Καθώς το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό απαιτούσε πληροφορίες στη βάση λεπτού, υπολογιστές όπως ο IBM 473L της πολεμικής αεροπορίας χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο μέσον μιας διένεξης, προκειμένου να παρέχουν πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο πάνω στο πώς, για παράδειγμα, θα εντοπιστούν οι θέσεις και οι κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων. Παρόλη την αυξανόμενη διαθεσιμότητα υπολογιστών, το μοίρασμα των πληροφοριών μεταξύ των στρατιωτικών διευθύνσεων περιελάμβανε πάντα ένα κενό χρόνου. Η ιδέα ότι μια πληροφορία θα μπορούσε να διακινείται μέσω συνδεδεμένων υπολογιστών δεν υπήρχε ακόμη, ούτε καν σαν σύλληψη.

Μετά από 13 ημέρες πυρετωδών μετακινήσεων δυνάμεων εν όψει μιας ανοιχτής σύγκρουσης, η Σοβιετική Ένωση συμφώνησε να αποσύρει τους πυραύλους της από την Κούβα. Ο πυρηνικός πόλεμος είχε αποφευχθεί, αλλά η κρίση ανέδειξε τα όρια του κλασσικού μοντέλου διοίκησης κι ελέγχου. Με τις τόσες περιπλοκότητες του μοντέρνου πολέμου, πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αποτελεσματική διεύθυνση των πυρηνικών δυνάμεων, χωρίς τη δυνατότητα διαμοιρασμού των πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο; Αδιάφορος στα μάτια των ανώτερων αξιωματικών, ένας σχετικά χαμηλόβαθμος επιστήμονας είχε μόλις φτάσει στο Πεντάγωνο για να αντιμετωπίσει αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Η λύση στην οποία θα κατέληγε θα γινόταν το πιο διάσημο πρότζεκτ της υπηρεσίας και θα έφερνε την επανάσταση όχι μόνο στο στρατιωτικό μοντέλο διεύθυνσης κι ελέγχου, αλλά και στην μοντέρνα πληροφορική επίσης.

Ο Joseph Carl Robnett Licklider, ή απλά Lick για τους φίλους του, περνούσε τον περισσότερο καιρό του στο Πεντάγωνο κρυπτόμενος. Σε ένα κτήριο που οι περισσότεροι γραφειοκράτες μετρούσαν την σπουδαιότητά τους από την εγγύτητά τους με το γραφείο του υπουργού, ο Licklider είχε ανακουφιστεί όταν η υπηρεσία του, η ARPA (Advanced Research Projects Agency: Υπηρεσία Εξελιγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων) του διέθεσε ένα γραφείο στον Δακτύλιο Δ’, έναν από τους εσωτερικούς και χωρίς παράθυρα διαδρόμους γραφείων του Πενταγώνου. Εκεί θα μπορούσε να δουλέψει απερίσπαστος.

Μία φορά, ο Licklider προσκάλεσε μια ομάδα υπαλλήλων της ARPA στο ξενοδοχείο Marriot, μεταξύ του Πενταγώνου και του ποταμού Πότομακ, για να κάνει μια επίδειξη του πώς κάποιος στο μέλλον θα χρησιμοποιεί έναν υπολογιστή για να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες. Ως πρωτοπόρος κι ο κυριότερος προσηλυτιστής στην ιδέα της διαδραστικής πληροφορικής, ο Licklider ήθελε πρώτα οι άνθρωποι να καταλάβουν την έννοια. Προσπαθούσε να δείξει πώς, στο μέλλον, ο καθένας θα διαθέτει προσωπικό υπολογιστή, οι άνθρωποι θα αλληλεπιδρούν απευθείας με αυτούς τους υπολογιστές  και οι υπολογιστές θα είναι όλοι συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Διακήρυττε τους προσωπικούς υπολογιστές και το internet χρόνια πριν υπάρξουν.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η χαμηλότονη αλλά εξαιρετικά επιδραστική παρουσία του Licklider στην ARPA έθεσε τα θεμέλια για τα δίκτυα υπολογιστών - μια δουλειά που θα κατέληγε τελικά στο σύγχρονο internet. Το πραγματικό ερώτημα όμως δεν είναι το πώς αλλά το γιατί. Η απάντηση είναι περίπλοκη, αλλά είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε την καταγωγή του internet από το ενδιαφέρον του Πενταγώνου πάνω στα προβλήματα του πολέμου, τόσο του συμβατικού, όσο και του πυρηνικού. Η ARPA είχε ιδρυθεί το 1958 για να βοηθήσει τις ΗΠΑ να προλάβουν την ΕΣΣΔ στην διαστημική κούρσα, αλλά ήδη από τις αρχές του ’60 είχε επεκταθεί σε νέα πεδία έρευνας, μεταξύ αυτών και της διεύθυνσης και ελέγχου. Το internet δεν θα είχε γεννηθεί χωρίς την επιδίωξη του στρατού να διεξάγει πόλεμο, ή τουλάχιστον δεν θα είχε γεννηθεί στην ARPA. Η αναζήτηση της απαρχής των υπολογιστικών δικτύων στην ARPA απαιτεί να κατανοήσουμε τι ώθησε το Πεντάγωνο να προσλάβει κάποιον σαν τον LIcklider εξ αρχής.

Licklider

Joseph Carl Robnett Licklider (1915-1990). Σε μια συνέντευξή του ο Robert Taylor, ιδρυτής της πρωτοποριακής Xerox PARC, είχε πει ότι «οι περισσότερες από τις σημαντικές εξελίξεις στην τεχνολογία των υπολογιστών ήταν απλές συναγωγές και προεκτάσεις του οράματος του Licklider. Δεν ήταν στην πραγματικότητα καινοτομίες από μόνες τους. Ο Licklider ήταν στην πραγματικότητα ο πατέρας των πάντων». Το 1960, όταν ακόμη οι προσωπικοί υπολογιστές, το διαδίκτυο και το βιοπληροφορικό υπόδειγμα δεν υπήρχαν καν σαν έννοιες, ο Licklider γράφει στο προοίμιο του κειμένου Man - Computer Symbiosis: Η συμβίωση ανθρώπου-υπολογιστή είναι μια αναμενόμενη εξέλιξη της συνεργατικής διάδρασης μεταξύ ανθρώπων και ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι βασικοί στόχοι είναι 1) να επιτρέψει στους υπολογιστές να αναπτύξουν ολοκληρωμένες διανοητικές διαδικασίες με τον ίδιο τρόπο που τώρα είναι ικανοί να αναπτύξουν λύσεις σε σχηματοποιημένα προβλήματα, και 2) να επιτρέψει την συνεργασία ανθρώπων και υπολογιστών στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και τον έλεγχο περίπλοκων καταστάσεων χωρίς να απαιτείται η ανελαστική εξάρτηση από προκαθορισμένα προγράμματα.

Όλα άρχισαν με πλύση εγκεφάλου

Ήταν 1953 όταν στην αεροπορική βάση Andrews η οικογένεια Dickenson υποδέχτηκε τον γιο της Edward, τον οποίο δεν είχε δει για τρία χρόνια. Αλλά αυτή η οικογενειακή επανένωση αποδείχτηκε σύντομη· ο 23χρονος Edward Dickenson θα δικαζόταν σύντομα σε στρατοδικείο με την κατηγορία της συνεργασίας με τον εχθρό. Ήταν ένας από τους είκοσι σχεδόν αιχμαλώτους πολέμου στην Κορέα που αρχικά διάλεξε να μείνει στην Βόρεια Κορέα, τασσόμενος στο πλευρό των κομμουνιστών. Ο Dickenson στη συνέχεια άλλαξε γνώμη κι επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου στην αρχή τον υποδέχτηκαν θετικά, αλλά στη συνέχεια κατηγορήθηκε ως προδότης. Στο στρατοδικείο, οι δικηγόροι της υπεράσπισης υποστήριξαν ότι ο νεαρός άντρας, με καταγωγή από το Cracker’s Neck της Βιρτζίνια, ήταν ένα απλό χωριατόπαιδο που είχε υποστεί «πλύση εγκεφάλου» από τους κομμουνιστές κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του. Ασυγκίνητοι στην έδρα, οι οχτώ αξιωματικοί τον καταδίκασαν και του επέβαλλαν ποινή φυλάκισης 10 χρόνων.

Η «πλύση εγκεφάλου» ήταν ένας νέος σχετικά όρος στις αρχές του ’50, που εισήγαγε και καθιέρωσε ο Edward Hunter, ένας πρώην κατάσκοπος και νυν δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε για ένα επικίνδυνο νέο όπλο που μπορούσε να μεταστρέψει κι ελέγξει τα μυαλά των ανθρώπων. Ο Hunter ισχυριζόταν ότι οι κομμουνιστές εξέλισσαν το όπλο αυτό για χρόνια, αλλά ο πόλεμος στην Κορέα ήταν το κρίσιμο σημείο. Το 1958, καταθέτοντας στην επιτροπή αντι-αμερικανικών ενεργειών, υποστήριξε ότι εξαιτίας της πλύσης εγκεφάλου, «ένας στους τρεις αμερικανούς αιχμαλώτους συνεργάστηκε με τους κομμουνιστές κατά κάποιο τρόπο, είτε ως πληροφοριοδότης, είτε ως προπαγανδιστής». Ο ισχυρισμός του ήταν ότι οι κομμουνιστές είχαν μεγάλο προβάδισμα σε σχέση με τις ΗΠΑ στον ψυχολογικό πόλεμο.

Η «πλύση εγκεφάλου» βρήκε στη συνέχεια το δρόμο της για την λαϊκή φαντασία, χάρη στην δημοσίευση της best-seller νουβέλας Ο υποψήφιος της Μαντζουρίας του Richard Condon, στην οποία ένας αιχμάλωτος πολέμου, γόνος μιας εξέχουσας οικογένειας, επιστρέφει στις ΗΠΑ ως πράκτορας εν υπνώσει, έχοντας εκπαιδευτεί να φέρει σε πέρας πολιτικές δολοφονίες.

Πέρα από το αν υπήρξαν πράγματι αληθινά περιστατικά πλύσης εγκεφάλου, η μάχη για τα μυαλά των ανθρώπων πήρε μεγάλες διαστάσεις στα τέλη του ’50 κι αποτέλεσε το αντικείμενο σοβαρών συζητήσεων στο εσωτερικό του Πενταγώνου. Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ είχαν εμπλακεί σε μια ιδεολογική - και ψυχολογική - μάχη. Ανυπόμονο να εκμεταλλευτεί την επιστήμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως είχε κάνει με την χημεία και την φυσική, το Πεντάγωνο ανέθεσε σε μια επιτροπή ειδημόνων μεγάλου κύρους στο ινστιτούτο Smithsonian να κάνει προτάσεις σχετικά με την καλύτερη πορεία ενεργειών.

Η υψηλού κύρους Ερευνητική Ομάδα στην Ψυχολογία και τις Κοινωνικές Επιστήμες του Smithsonian συγκροτήθηκε το 1959 και η αποστολή της ήταν να συμβουλεύει το Πεντάγωνο πάνω σε μακροπρόθεσμα ερευνητικά προγράμματα. Αν και οι πλήρεις εκθέσεις της Ομάδας ήταν απόρρητες, ο Charles Bray που ήταν ο επικεφαλής, δημοσίευσε ορισμένα από τα αδιαβάθμητα συμπεράσματα στην εργασία του με τίτλο «Προς μια τεχνολογία της ανθρώπινης συμπεριφοράς για αμυντικούς σκοπούς» (1962) στην οποία περιέγραφε έναν ευρύ ρόλο για το Πεντάγωνο στην ψυχολογία:

Σε οποιοδήποτε μελλοντικό πόλεμο σημαντικής διάρκειας, θα υπάρχουν «ειδικές επιχειρήσεις», επιχειρήσεις ανταρτοπόλεμου κι επιχειρήσεις διείσδυσης. Η υπονόμευση των στρατευμάτων μας και του πληθυσμού θα επιχειρηθεί και οι αιχμάλωτοι πολέμου θα υπόκεινται σε «πλύση εγκεφάλου». Το στρατιωτικό κατεστημένο θα πρέπει να είναι έτοιμο να υποστηρίξει την ανάρρωση και συνεκτικότητα ενός κατά πάσα πιθανότητα αποδιοργανωμένου άμαχου πληθυσμού, ενώ την ίδια στιγμή θα πρέπει να επιχειρεί την μεταστροφή της πίστης του αντίπαλου πληθυσμού.

Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, η ψυχολογία είχε γίνει το αγαπημένο αντικείμενο του στρατού. «Στις αρχές του ’60 το υπουργείο άμυνας ξόδευε σχεδόν όλο τον προϋπολογισμό του για τις κοινωνικές επιστήμες στην ψυχολογία· περίπου 15 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, περισσότερα από ολόκληρο τον προϋπολογισμό για έρευνα πριν τον δεύτερο παγκόσμιο» έγραψε η Ellen Herman στην Εποποιία της Αμερικανικής Ψυχολογίας. Φυσικά, οι επιδιώξεις του Πενταγώνου και οι συστάσεις της επιτροπής του Smithsonian, είχαν να κάνουν με πολλά περισσότερα από την πλύση εγκεφάλου. Ο Bray έγραψε εκθέσεις που ξεκινούσαν από την «πειθώ και κινητοποίηση» κι έφταναν ως τον ρόλο των υπολογιστών σε «ένα ανθρωπο-μηχανικό, επιστημο-πληροφορικό σύστημα». Τελικά, η επιτροπή του Smithsonian πρότεινε στον διευθυντή έρευνας κι ανάπτυξης του Πενταγώνου να αναλάβει η ARPA ένα συνολικό και περιεκτικό πρόγραμμα που θα περιελάμβανε τόσο τις συμπεριφορικές όσο και τις πληροφορικές επιστήμες.

Η σύσταση αυτή έγινε πράξη από το Πεντάγωνο με την ανάθεση δύο διαφορετικών αποστολών στην ARPA: μία σχετική με τις συμπεριφορικές επιστήμες, που θα περιελάμβανε τα πάντα από την ψυχολογία της πλύσης εγκεφάλου μέχρι τα μοντέλα ποσοτικοποίησης της κοινωνίας, και μία δεύτερη σχετική με την διεύθυνση και τον έλεγχο, που θα επικέντρωνε στους υπολογιστές.

Αν και το Πεντάγωνο αντιμετώπισε τις δύο αναθέσεις στην ARPA, για την διεύθυνση κι έλεγχο από την μια και τις συμπεριφορικές επιστήμες  από την άλλη, ως διακριτές, τα αρχεία της επιτροπής του Smithsonian κάνουν ξεκάθαρο ότι τα μέλη της θεωρούσαν τα δύο πεδία βαθιά σχετιζόμενα: και τα δύο είχαν να κάνουν με την δημιουργία μιας επιστήμης πάνω στην συμπεριφορά των ανθρώπων, είτε ανθρώπων που αλληλεπιδρούν με μηχανές, είτε με άλλους ανθρώπους.

Στις 24 Μαΐου 1961, η ARPA πρόσφερε στον Licklider, έναν ερευνητή ψυχολόγο που δούλευε για την τεχνολογική εταιρεία Bolt, Beranek and Newman στην Μασαχουσέτη, την θέση του προϊσταμένου στο «Συμβούλιο Συμπεριφορικών Επιστημών». Η δουλειά θα ήταν βαριά κι εξοντωτική, του εξηγήθηκε, και όπως συνέβαινε με όλες τις κρατικές θέσεις εκείνη την εποχή, δεν θα ήταν ιδιαίτερα καλοπληρωμένη.

Το αρχικό πεδίο ειδίκευσης του Licklider ήταν η ψυχοακουστική, η πρόσληψη του ήχου, αλλά είχε αποκτήσει ενδιαφέρον για τους υπολογιστές όταν δούλευε στο MIT πάνω σε τρόπους προστασίας των ΗΠΑ από μια επίθεση σοβιετικών βομβαρδιστικών. Στο MIT ο Licklider δούλεψε στο πρόγραμμα SAGE (Semi-Automatic Ground Environment), ένα σύστημα υπολογιστών του ψυχρού πολέμου που είχε σχεδιαστεί να συνδέει 23 βάσεις αντιαεροπορικής άμυνας με στόχο τον εντοπισμό σοβιετικών βομβαρδιστικών σε περίπτωση επίθεσης. Ο υπολογιστής SAGE θα δούλευε μαζί με τους ανθρώπους χειριστές προκειμένου να υπολογιστεί ο καλύτερος τρόπος απάντησης σε μια σοβιετική επίθεση. Στην ουσία επρόκειτο για ένα εργαλείο λήψης απόφασης για πυρηνικό Αρμαγεδώννα και για δεκαετίες στοίχειωσε την ποπ κουλτούρα με σενάρια για υπολογιστές που προκαλούν την ολοκληρωτική καταστροφή, ιδίως στον κινηματογράφο με ταινίες όπως το War Games (1983) ή ο Terminator (1984).

Η αλήθεια ήταν ότι όταν τέθηκε σε λειτουργία ο SAGE είχε καταστεί ήδη σχεδόν ξεπερασμένος, εξαιτίας της ανάπτυξης των διηπειρωτικών πυραύλων. Έστω κι έτσι, για επιστήμονες όπως ο Licklider, που είχαν δουλέψει πάνω στον SAGE, η εμπειρία άλλαξε τον τρόπο που έβλεπαν τους υπολογιστές. Πριν τον SAGE, οι υπολογιστές ήταν μεγάλες μονάδες που εφάρμοζαν την τμηματική επεξεργασία, που σημαίνει ότι τα προγράμματα δουλεύονταν ένα κάθε φορά, συχνά με χρήση διάτρητων καρτών, και στη συνέχεια το μηχάνημα έκανε τους υπολογισμούς κι έβγαζε απαντήσεις. Η ιδέα ότι κάποιος θα μπορούσε να κάθεται με τις ώρες μπροστά σε έναν υπολογιστή - και μάλιστα σε μία σχέση διαδραστικότητας - ήταν ακατάληπτη για τους περισσότερους. Αλλά με τον SAGE, οι χειριστές για πρώτη φορά είχαν ατομικές κονσόλες που πρόβαλαν τις πληροφορίες οπτικά κι ακόμη σημαντικότερο, δούλευαν απευθείας με αυτές τις κονσόλες χρησιμοποιώντας χειριστήρια. Ο SAGE ήταν η πρώτη επίδειξη ενός διαδραστικού υπολογιστή, όπου οι χρήστες μπορούσαν να δώσουν απευθείας εντολές και στον οποίο εφαρμοζόταν ο διαμοιρασμός του χρόνου, καθώς πολλοί χρήστες μπορούσαν να δουλεύουν ταυτόχρονα σε έναν υπολογιστή.

Επηρεασμένος από την εμπειρία του με τον SAGE, ο Licklider εμπνεύστηκε την σύγχρονη επινόηση του διαδραστικού υπολογιστικού συστήματος: ένα μέλλον όπου οι άνθρωποι θα δουλεύουν σε προσωπικούς υπολογιστές από τα γραφεία τους, χωρίς να χρειάζεται να πηγαίνουν σε ειδικές αίθουσες προκειμένου να ταΐσουν με διάτρητες κάρτες τα μηχανήματα που μασουλούσαν νούμερα. Αυτό που φαίνεται τόσο προφανές σήμερα, ήταν επαναστατικό στις αρχές του ’60, όταν οι υπολογιστές ήταν ακόμη τεράστια, εξωτικά κατασκευάσματα, τοποθετημένα σε πανεπιστημιακά εργαστήρια ή κυβερνητικές εγκαταστάσεις και χρησιμοποιούνταν για ειδικούς στρατιωτικούς σκοπούς. Εκείνο το όραμα σήμαινε πως έπρεπε να παραμεριστεί η τμηματική επεξεργασία, όπου ένας μεμονωμένος χρήστης δούλευε σε έναν υπολογιστή πάνω σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Αντίθετα, πολλοί χρήστες μέσω ατομικών κονσόλων θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τους πόρους ενός μόνο υπολογιστή, εκτελώντας διαφορετικές λειτουργίες σχεδόν ταυτόχρονα.

SAGE

Ο υπολογιστής AN/FSQ-7 του δικτύου SAGE (πάνω) και μία από τις κονσόλες που χρησιμοποιούσαν οι χειριστές για να συνδεθούν με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (κάτω). Αυτή η βασική δομή, της απομακρυσμένης κεντρικής μονάδας και της τοπικής κονσόλας που επέτρεπε την «επικοινωνία» ανθρώπου και υπολογιστή, ήταν από τα στοιχεία που εντυπωσίασαν κι επηρέασαν τον Licklider. (Αξίζει προσοχής μια μικρή λεπτομέρεια: στα αριστερά της κονσόλας υπάρχει ενσωματωμένος αναπτήρας και τασάκι. Άλλες εποχές…)

SAGE

Το άρθρο του Licklider «Το πραγματικό σύστημα SAGE· ή προς ένα ανθρωπο-μηχανικό σύστημα σκέψης» (1957) ήταν ένα πρώτο μανιφέστο που υπογράμμιζε αυτή την νέα προσέγγιση, και τον καθιέρωσε ως ηγέτη μιας ομάδας επιστημόνων που ήθελαν να μεταμορφώσουν την πληροφορική. Το 1960 προχώρησε την σκέψη του ακόμη πιο πέρα με την δημοσίευση μιας εργασίας που θα αποδεικνυόταν κομβική στον δρόμο προς το internet. Με τον απλό τίτλο «Συμβίωση ανθρώπου-μηχανής» το άρθρο δεν ήταν σίγουρα η δουλειά ενός συνηθισμένου επιστήμονα της πληροφορικής, όπως φανέρωναν και οι πρώτες γραμμές:

Η συκιά γονιμοποιείται αποκλειστικά από το έντομο Blastophaga grossorun. Η προνύμφη του εντόμου ζει στις ωοθήκες της συκιάς κι εκεί βρίσκει την τροφή της. Το δέντρο και το έντομο είναι βαθιά αλληλοεξαρτώμενα: το δέντρο δεν μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς το έντομο, το έντομο δεν βρίσκει τροφή χωρίς το δέντρο· από κοινού συγκροτούν όχι απλά έναν βιώσιμο, αλλά έναν παραγωγικό συνεταιρισμό σε ευημερία. Η συνεργασία αυτή, του τύπου «ζωή από κοινού σε στενή συνεργασία, σχεδόν σε ένωση, δύο ανόμοιων οργανισμών», ονομάζεται συμβίωση.

Η συμβίωση ανθρώπου και μηχανής ήταν ριζικά διαφορετική από την κομμάτι-κομμάτι επεξεργασία που έκαναν οι υπολογιστές εκείνης της εποχής· διέφερε επίσης από την οπτική των σκληροπυρηνικών της τεχνητής νοημοσύνης, που επένδυαν τις ελπίδες τους στους σκεπτόμενους υπολογιστές. Ο Licklider ήταν πεισμένος ότι η πραγματική AI ήταν πολύ μακρύτερα στο μέλλον από όσο κάποιοι θα ήθελαν κι ότι μέχρι τότε θα υπήρχε μια ενδιάμεση περίοδος στην οποία θα κυριαρχούσε η συμβίωση ανθρώπου και μηχανής. Η εικόνα που είχε στο μυαλό του ήταν ενός δικτύου υπολογιστών, που θα ήταν «συνδεδεμένοι μεταξύ τους μέσω διευρυμένων γραμμών επικοινωνίας και συνδεδεμένοι με τους χρήστες μέσω μισθωμένων γραμμών».

Οι στρατιωτικές εφαρμογές ήταν ασφαλώς ψηλά στις προτεραιότητες του Licklider· εξάλλου, οι ιδέες του είχαν ερέθισμα τον SAGE και η εργασία του αφορούσε τις ανάγκες της στρατιωτικής διοίκησης. Κι όμως το όραμά του ήταν πιο ευρύ και στο άρθρο του περιελάμβανε την ανάγκη των εταιρειών να λαμβάνουν γρήγορες αποφάσεις και βιβλιοθήκες που θα είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ο Licklider ήθελε οι άνθρωποι να καταλάβουν ότι περισσότερο κι από συγκεκριμένες εφαρμογές, αυτό που περιέγραφε ήταν μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση της διαδραστικότητας μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Προσωπικές κονσόλες, διαμοιρασμός χρόνου και δικτύωση - το άρθρο στην ουσία περιέγραφε τις βάσεις του σύγχρονου internet.

Όμως όλα αυτά δεν ήταν τότε παρά μια έμπνευση· κάποιος θα έπρεπε να αναπτύξει τις απαραίτητες τεχνολογίες προκειμένου να γίνει πραγματικότητα. Όταν προσφέρθηκε στον Licklider η δουλειά στην ARPA το 1962, η θέση ήταν χαμηλά αμειβόμενη, με μεγάλη πίεση και σε μια παράξενη υπηρεσία μόλις τεσσάρων χρόνων. Όλοι οι υπάλληλοί της ήταν προσωρινοί και με την προσδοκία ότι θα φύγουν ύστερα από λίγα χρόνια. Δέχτηκε να αναλάβει την θέση για έναν χρόνο, ακριβώς επειδή του πρόσφερε την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα το όραμά του για ένα δίκτυο υπολογιστών.

Τον ίδιο χρόνο που δημοσιεύτηκε το μανιφέστο του Licklider για την δικτύωση των υπολογιστών, ο Paul Baran, ένας αναλυτής του ινστιτούτου RAND στην Καλιφόρνια, δημοσίευσε μια εργασία με τίτλο «Αξιόπιστα ψηφιακά συστήματα επικοινωνιών με τη χρήση μη αξιόπιστων δικτυακών κόμβων» (1960). Η εργασία αυτή ήταν η πρόταση του Barron για την χρήση ενός εφεδρικού συστήματος επικοινωνιών που θα εξασφάλιζε ότι οι ΗΠΑ θα ήταν σε θέση να εξαπολύσουν πυρηνική επίθεση ακόμη κι αν δεχόταν το πρώτο χτύπημα. Η περιγραφή του, όπως και του Licklider, μοιραζόταν πολλές ομοιότητες με την δομή του σύγχρονου internet.

Χρόνια αργότερα, όταν διάφοροι άρχισαν να ερευνούν τις απαρχές του διαδικτύου, μια έντονη συζήτηση ξεκίνησε πάνω στο ποιος θα έπρεπε να θεωρείται δικαιωματικά ως ο πατέρας της ιδέας. Το πρόβλημα με την προσπάθεια εντοπισμού ενός μόνο ατόμου - ή μιας συγκεκριμένης γενεσιουργής ιδέας - είναι ότι στη δεκαετία του ’60 ήταν πολλοί αυτοί που σκέφτονταν πάνω στη δικτύωση των υπολογιστών. Το πραγματικό ερώτημα είναι ποιος ήταν σε θέση να μεταφράσει έμπρακτα εκείνες τις ιδέες σε απτή πραγματικότητα. Το RAND ήταν μια πιθανότητα: αν και ήταν περισσότερο μία δεξαμενή σκέψης παρά μια ερευνητική υπηρεσία, μοιραζόταν με την ARPA την ίδια ευελιξία. Η πολεμική αεροπορία ανέθετε τακτικά στην RAND την επεξεργασία μεγάλης κλίμακας θεμάτων της εθνικής ασφάλειας, πράγμα που επέτρεπε μεγάλη ελευθερία σκέψης στους αναλυτές της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν μερικοί από τους κορυφαίους πυρηνικούς φυσικούς του 20ου αιώνα.

Ο Baran από την μεριά του σκεφτόταν πιο πρακτικές λύσεις στα ζητήματα του πυρηνικού πολέμου. Και το 1960 δούλευε μαζί με συνεργάτες του στο RAND πάνω σε προσομοιώσεις για να δοκιμάσει την ευελιξία και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων επικοινωνίας σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης. «Φτιάξαμε ένα δίκτυο σαν το δίχτυ του ψαρέματος, με διαφορετικούς βαθμούς πυκνότητας κατά τόπους» διηγήθηκε σε μια συνέντευξη του στο περιοδικό Wire το 2001. «Ένα δίχτυ με τον ελάχιστο αριθμό καλωδίων που συνέδεαν όλους τους κόμβους, το ονομάσαμε 1. Εάν διπλασιάζαμε τα καλώδια, τότε είχαμε πυκνότητα επιπέδου 2. Μετά 3 και 4. Μετά προσομοιώναμε μια επίθεση εναντίον του, μια τυχαία επίθεση».

Φανταστείτε το επικοινωνιακό δίκτυο σαν μια σειρά κόμβων: εάν υπάρχει μόλις μία σύνδεση μεταξύ δύο κόμβων κι αυτή καταστραφεί σε μια πυρηνική επίθεση, είναι πλέον αδύνατη η επικοινωνία. Τώρα φανταστείτε κόμβους με πολλαπλές συνδέσεις με άλλους κόμβους, που παρέχουν μια εναλλακτική διαδρομή επικοινωνίας εάν κάποιοι κόμβοι βγουν εκτός. Το ερώτημα για τον Baran ήταν πόση πυκνότητα ήταν επαρκής. Μέσω προσομοιώσεων, αυτός κι οι συνεργάτες του κατέληξαν πως εάν έχεις τρία επίπεδα πυκνότητας, η πιθανότητα δύο κόμβων του δικτύου να επιβιώσουν μιας πυρηνικής επίθεσης ήταν εξαιρετικά υψηλή. «Ο εχθρός μπορεί να καταστρέψει 50, 60, 70 τοις εκατό των στόχων, ακόμη και περισσότερο και το δίκτυο θα λειτουργεί ακόμη» είχε πει. «Είναι εξαιρετικά δυνατό».

Ο Baran αργότερα εξήγησε ότι η σκέψη του ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένη πάνω στην μόνιμη κατάσταση συναγερμού που συντηρούσαν με τα πυρηνικά όπλα οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. Το να έχεις την ικανότητα να επιβιώσεις μιας πυρηνικής επίθεσης θα έκανε, στην θεωρία, την αποτροπή περισσότερη ισχυρή, αφαιρώντας από τον αντίπαλο τον πειρασμό να εξαπολύσει το πρώτο χτύπημα. «Τα πρώτα συστήματα παρακολούθησης των πυραύλων δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρά» είχε πει. «Έτσι, υπήρχε διαρκώς ο κίνδυνος η μία πλευρά να παρανοήσει τις κινήσεις της άλλης και να εξαπολύσει πρώτη μια επίθεση. Εάν τα συστήματα διεύθυνσης κι ελέγχου των στρατηγικών όπλων μπορούσαν να αντέξουν καλύτερα, τότε η ικανότητα αντεπίθεσης της χώρας θα της επέτρεπε καλύτερα να αντέξει μια επίθεση κι ακόμη να λειτουργεί· αυτή θα ήταν μια πιο σταθερή θέση».

Προκειμένου να λειτουργήσει η ιδέα του Baran, το δίκτυο θα έπρεπε να είναι ψηφιακό παρά αναλογικό, επειδή το δεύτερο θα υποβίβαζε την ποιότητα του σήματος καθώς αυτό θα κυκλοφορούσε. Ήταν μια φιλόδοξη, νέα ιδέα, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι το RAND, για το οποίο ο Baran αστειευόμενος έλεγε ότι σημαίνει «research and no development» [έρευνα κι όχι ανάπτυξη], δεν μπορούσε μόνο του να φτιάξει ένα τέτοιο σύστημα.

Το RAND δεν μπορούσε να κατασκευάσει το δίκτυο, αλλά η πολεμική αεροπορία μπορούσε και οι επικεφαλής της έδειξαν ενδιαφέρον για την ιδέα του Baran. Αλλά πριν ξεκινήσει η πραγματική δουλειά, μια γραφειοκρατική αναδιοργάνωση έσπρωξε το πρότζεκτ στην Υπηρεσία Επικοινωνιών Άμυνας - μια αργοκίνητη γραφειοκρατία του Πενταγώνου για την οποία ο Baran πίστευε ότι ήταν κολλημένη στο αναλογικό μοντέλο. Καλύτερα να σκότωνε το πρότζεκτ, σκέφτηκε, παρά να το έβλεπε να σέρνεται. «Τράβηξα την πρίζα απ’ το όλο πράγμα. Δεν είχε νόημα. Σκεφτόμουν ότι θα ήταν καλύτερο να περιμένουμε κάποια πιο ικανή υπηρεσία να εμφανιστεί». Αυτή η «ικανή υπηρεσία» στο τέλος αποδείχτηκε ότι ήταν η ARPA.

Ο Licklider έφτασε στην ARPA τον ίδιο μήνα που οι δύο υπερδυνάμεις σχεδόν έφτασαν στον πόλεμο εξαιτίας της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα. Για τα υψηλόβαθμα στελέχη του Πενταγώνου ήταν δεδομένο ότι οι έρευνες της ARPA γύρω από το μοντέλο διεύθυνσης κι ελέγχου είχαν να κάνουν με τα πυρηνικά όπλα. Ο William Godel, τότε υποδιευθυντής της υπηρεσίας, θυμάται ότι η νέα έρευνα που είχε ανατεθεί στην ARPA υποτίθεται ότι είχε να κάνει με εναλλακτικές για το «Looking Glass», την κωδική ονομασία για τα στρατηγικά βομβαρδιστικά που πετούσαν φορτωμένα πυρηνικά σε 24ωρη βάση κι ήταν διαρκώς έτοιμα να εξαπολύσουν το Αρμαγεδδώνα. Στο Πεντάγωνο, ο Harold Brown, διευθυντής ερευνών, νόμιζε ότι είχε αναθέσει στην ARPA να δουλέψει πάνω σε προβλήματα που είχαν σχέση με την διεύθυνση κι έλεγχο των πυρηνικών όπλων.

Η ανάγκη για καλύτερο έλεγχο των πυρηνικών όπλων έπεφτε βαριά το φθινόπωρο του ’62. Μόλις λίγες εβδομάδες αφότου ξεκίνησε να εργάζεται, ο Licklider συμμετείχε σε μια διάσκεψη υπό την αιγίδα της πολεμικής αεροπορίας, με θέμα τα συστήματα διοίκησης κι ελέγχου, στο Hot Springs της Βιρτζίνια, όπου η κρίση των πυραύλων στην Κούβα ήταν στην κορυφή της ατζέντας.

Η διάσκεψη ήταν παντελώς άνευρη, χωρίς καμία δημιουργική ιδέα από οποιονδήποτε. Στο τρένο της επιστροφής προς την Ουάσιγκτον, ο Licklider και ο καθηγητής του MIT Robert Fano ξεκίνησαν μια συζήτηση και σύντομα κι άλλοι επιστήμονες της πληροφορικής που ήταν στο τρένο μπήκαν σ’ αυτήν. Ο Licklider χρησιμοποίησε την συζήτηση σαν μια ακόμη ευκαιρία για να κάνει προσηλυτισμό στο όραμά του: η δημιουργία ενός καλύτερου συστήματος διεύθυνσης κι ελέγχου απαιτούσε το φτιάξιμο ενός εντελώς νέου πλαισίου διάδρασης μεταξύ ανθρώπου και μηχανής.

Ο Licklider ήταν καλά ενημερωμένος για την σημασία που απέδιδε το Πεντάγωνο στο μοντέλο διεύθυνσης κι ελέγχου των πυρηνικών. Μια από τις πρώτες του περιγραφές για τα υπολογιστικά δίκτυα αναφερόταν στην ανάγκη να συνδεθούν μεταξύ τους οι υπολογιστές που θα αποτελούσαν μέρος του σχεδιαζόμενου «εθνικού στρατιωτικού συστήματος διοίκησης» των πυρηνικών όπλων. Όμως, το όραμά του είχε να κάνει με κάτι πολύ ευρύτερο. Όταν συνάντησε τον επικεφαλής της ARPA, ο Licklider εισηγήθηκε με ένταση την ιδέα της διαδραστικής πληροφορικής. Πέρα από τεχνολογίες που θα βελτίωναν το μοντέλο διοίκησης κι ελέγχου, ήθελε να αλλάξει τον τρόπο που οι άνθρωποι δούλευαν με τους υπολογιστές. «Ποιος μπορεί να διευθύνει μια μάχη, όταν πρέπει να γράψει ένα πρόγραμμα στην μέση αυτής της μάχης;» ρωτούσε ο Licklider.

Ο νέος διευθυντής ερευνών της ARPA ήταν αποφασισμένος να δείξει ότι το σύστημα διοίκησης κι ελέγχου μπορούσε να είναι κάτι σημαντικότερο από το φτιάξιμο απλώς ενός υπολογιστή που θα είχε τον έλεγχο των πυρηνικών. Όποτε συναντούσε αξιωματούχους του Πενταγώνου που ήθελαν να συζητήσουν για την διοίκηση και τον έλεγχο, ο Licklider έστρεφε την συζήτηση στην διαδραστική πληροφορική. «Διαπίστωσα ότι οι τύποι στο γραφείο του υπουργού πίστευαν ότι έτρεχα τα προγράμματα γύρω από την διοίκηση και τον έλεγχο, αλλά κάθε φορά που ήταν δυνατόν τους κατάφερνα να συζητάνε για τα δίκτυα υπολογιστών» θυμόταν ο Licklider. «Τελικά νομίζω ότι άρχισαν να πιστεύουν ότι αυτό ήταν το θέμα που ασχολιόμουν».

Τα στελέχη του Πενταγώνου δεν καταλάβαιναν ακριβώς για τι πράγμα μιλούσε ο Licklider, αλλά ακουγόταν ενδιαφέρον και ο Ruina [ο διευθυντής της ARPA] συμφωνούσε, ή τουλάχιστον συμφωνούσε ότι ο Licklider ήταν έξυπνος, οπότε μπορούσε να συνεχίσει τις αναζητήσεις χωρίς να είναι ακόμη απαραίτητες πιο ακριβείς λεπτομέρειες. Όταν ο υπουργός άμυνας «ζητούσε να με δει για κάτι, το θέμα δεν ήταν ποτέ σχετικό με την επιστήμη των υπολογιστών» έλεγε ο Ruina. «Ήθελε να με δει σχετικά με την αντιπυραυλική άμυνα ή τις πυρηνικές δοκιμές. Αυτά ήταν τα μεγάλα θέματα». Η δουλειά του Licklider «ήταν ένα μικρό αλλά ενδιαφέρον παράπλευρο πρόγραμμα».

Αλλά αυτή η κατάσταση ήταν μια χαρά. Στην νεοσύστατη υπηρεσία, οι νεοεισερχόμενοι όπως ο Licklider καλλιεργούσαν μια κουλτούρα ελεύθερων αναζητήσεων, και οι διευθυντές είχαν μεγάλη ευχέρεια να εγκρίνουν προγράμματα που μπορεί να σχετίζονταν περιφερειακά μόνο με τους μεγάλους στόχους του Πενταγώνου. Το πιο φιλόδοξο πρότζεκτ που ξεκίνησε ο Licklider είχε το όνομα Project MAC, αρκτικόλεξο του Machine-Aided Cognition [μηχανικά υποβοηθούμενη νόηση] ή Multiple-Access Computer [υπολογιστής πολλαπλής πρόσβασης], μέσω της χορήγησης ενός κεφαλαίου 2 εκατομμυρίων δολαρίων στο MIT. Το Project MAC κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της διαδραστικής πληροφορικής, από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τις γραφικές απεικονίσεις κι από τον διαμοιρασμό χρόνου μέχρι την δικτύωση. Η ARPA παρείχε στο MIT αυτονομία, αρκεί τα χρήματα να πήγαιναν σε σκοπούς που είχαν περιγραφεί από την υπηρεσία.

Ο Licklider, που νοιαζόταν περισσότερο για το όραμά του παρά την φήμη, πήρε επίσης το ρίσκο να εμπιστευτεί σχετικά άγνωστους επιστήμονες, όπως ο Doug Engelbart του ερευνητικού ινστιτούτου Stanford. Όταν ο Licklider τελείωσε με τις αναθέσεις, το δίκτυο με τους καλύτερους που είχε στήσει εκτεινόταν από την ανατολική ακτή ως τη δυτική και περιελάμβανε το MIT, το Berkeley, το Stanford, το Stanford Research Institute, το Carnegie Tech, το RAND, και την System Development Corporation.

Τον Απρίλιο του 1963, μόλις έξι μήνες αφότου είχε αναλάβει στην ARPA, ο Licklider έστειλε μια εξασέλιδη αναφορά στους ανθρώπους που χρηματοδοτούσε, η οποία θα γινόταν ένα από τα πιο φημισμένα κείμενα της ARPA εκείνη την εποχή. Το απεύθυνε στα «μέλη και τους συνεργάτες του διαγαλαξιακού δικτύου υπολογιστών», μια προσφώνηση που αποσκοπούσε να δείξει στους χρηματοδοτούμενους από την ARPA ερευνητές ότι ήταν μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας που δούλευε για ένα κοινό στόχο:

Σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι αυτό που έχει συζητηθεί από τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας: «πώς κάνεις τις επικοινωνίες να ξεκινήσουν μεταξύ εντελώς μη σχετιζόμενων «ευφυών» όντων;… Μου φαίνεται οπωσδήποτε ενδιαφέρον και σημαντικό να αναπτύξουμε την δυνατότητα ολοκληρωμένων δικτυακών λειτουργιών. Εάν ένα τέτοιο δίκτυο που έχω εμπνευστεί με νεφελώδη τρόπο μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία, θα είχαμε τουλάχιστον τέσσερις μεγάλους υπολογιστές, ίσως έξι ή οχτώ μικρότερους υπολογιστές και μια τεράστια γκάμα αποθηκευτικών μέσων και μαγνητικών μονάδων - χωρίς να αναφέρω τις διάσπαρτες κονσόλες και τους τηλετυπικούς σταθμούς - όλους σε ένα περιπλεγμένο και πυκνό δίκτυο.

Ήταν η πιο ξεκάθαρη περιγραφή του οράματός του για τα διαδραστικά δίκτυα υπολογιστών, και το όραμα ήταν αυτό που μετρούσε το 1963, επειδή αυτό που έχτιζε ο Licklider ήταν τα θεμέλια της έρευνας κι όχι ένα υπαρκτό δίκτυο υπολογιστών. Η αδυναμία να επιδειχθεί οτιδήποτε συμπαγές σε αυτή την αρχική φάση της έρευνας ήταν επίσης ένα μειονέκτημα, επειδή ελάχιστοι στο Πεντάγωνο κατανοούσαν πραγματικά τις πλήρεις δυνατότητες των υπολογιστών. Όταν ο Ruina έφυγε το 1963, ο αντικαταστάτης του Robert Sproull, ένας επιστήμονας από το πανεπιστήμιο Ithaca της Νέας Υόρκης, σχεδόν ακύρωσε το πρόγραμμα του Licklider. Μετά το αποκορύφωμα του πρώτου χρόνου της ARPA, όταν εξέλισσε διαστημικά προγράμματα κι είχε ένα προϋπολογισμό μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων, η χρηματοδότηση της υπηρεσίας είχε κοπεί στη μέση στα μέσα του ’60, στα 274 εκατομμύρια.

Ο Sproull είχε εντολές να περικόψει επιπλέον 15 εκατομμύρια από τον προϋπολογισμό της ARPA και κατευθείαν άρχισε να ψάχνει προγράμματα που δεν είχαν να επιδείξουν κάτι ιδιαίτερο την τελευταία διετία. Το πρόγραμμα του Licklider βρέθηκε στην κορυφή της λίστας και ο νέος διευθυντής της ARPA ήταν στα πρόθυρα να το τερματίσει.

Ο Licklider αντιμετώπισε την απειλή της ακύρωσης με αποφασιστική ψυχραιμία. «Εντάξει, πριν ακυρώσεις το πρόγραμμα, γιατί δεν έρχεσαι μια γύρα μαζί μου να δούμε μερικά από τα εργαστήρια που κάνουν την δουλειά μου» πρότεινε. Ο Sproull πήγε μαζί με τον Licklider σε τρία ή τέσσερα εργαστήρια κι εντυπωσιάστηκε. Ο Licklider διατήρησε την χρηματοδότηση του. Όταν ρωτήθηκε δεκαετίες αργότερα, αν ήταν «ο άνθρωπος που παραλίγο να σκοτώσει το internet», ο Sproull απάντησε γελώντας πως ναι.

Όταν ο Licklider άφησε την ARPA το 1964, οι επενδύσεις του είχαν αρχίσει να φέρνουν καρπούς, μικρούς και μεγάλους. Στο MIT, το χρηματοδοτούμενο από την ARPA σύστημα διαμοιρασμού χρόνου γέννησε το πρώτο πρόγραμμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, με το όνομα MAIL, γραμμένο από έναν φοιτητή, τον Tom Van Vleck. Στο ινστιτούτο Stanford, ο μέχρι τότε άγνωστος Engelbert είχε πειραματιστεί με διάφορα εργαλεία που θα επέτρεπαν στους χρήστες να αλληλεπιδρούν απευθείας με τους υπολογιστές· αφού δοκίμασε στην αρχή στυλό εκπομπής φωτός, τελικά κατέληξε σε μικρό ξύλινο κουτί που ονόμασε «ποντίκι».

Ο Ivan Sutherland, ένας νεαρός επιστήμονας της πληροφορικής που είχε αποκτήσει ήδη εντυπωσιακή φήμη χάρη στη δουλειά του σχετικά με τα γραφικά υπολογιστών, αντικατέστησε τον Licklider, αλλά βρέθηκε να αντιμετωπίζει μεγάλα εμπόδια από άλλους επιστήμονες της πληροφορικής. Προσπάθησε να πείσει το πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες να δημιουργήσει ένα δίκτυο με τρεις από τους υπολογιστές του, αλλά οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες δεν έβλεπαν πώς κάτι τέτοιο θα ωφελούσε τους ίδιους. Οι ακαδημαϊκοί φοβούνταν ότι οι δικτύωση των υπολογιστών θα επέτρεπε σε άλλους να αποκτήσουν πρόσβαση στους πολυπόθητους υπολογιστικούς πόρους που κατείχαν. Ο Steve Crocker, τότε απόφοιτος του UCLA, θυμάται τις μάχες για τον χρόνο στους υπολογιστές: «Ήταν στιγμές που η ένταση ήταν τόσο υψηλή που έπρεπε να έρθει η αστυνομία για να χωρίσει ανθρώπους που ήταν έτοιμοι να έρθουν στα χέρια». Όταν η ARPA επιχείρησε να στήσει το πρώτο πρόγραμμα δικτύωσης υπολογιστών στο UCLA, αντιμετώπισε παρόμοια αντίσταση. Ο υπεύθυνος του κέντρου υπολογιστών «έκρινε ότι το να είναι με το πιστόλι στον κρόταφο από την ARPA προκειμένου να κάνει κάτι εσπευσμένα, δεν συνάδει με τον τρόπο που οφείλει να λειτουργεί ένα πανεπιστήμιο» κι «έβγαλε την πρίζα» από το πρόγραμμα της ARPA, θυμάται ο Crocker.

Ο Sutherland αποκαλούσε το ακυρωμένο πρότζεκτ δικτύωσης υπολογιστών ως τη «μεγαλύτερη αποτυχία μου». Δεν ήταν όμως αποτυχία στην πραγματικότητα, απλά ήταν ακόμη νωρίς. Αφότου έφυγε, ο υποδιευθυντής Robert Taylor ανέλαβε επικεφαλής. Ο Taylor δεν είχε την φήμη του Sutherland ή του Licklider, αλλά είχε όραμα κι αποφασιστικότητα. Το 1965 προσέγγισε τον Charles Herzfeld, τον νέο διευθυντή της ARPA και του παρουσίασε την ιδέα του για ένα δίκτυο υπολογιστών που θα συνέδεε γεωγραφικά διάσπαρτα σημεία. Ο Herzfeld είχε από καιρό έντονο ενδιαφέρον για τους υπολογιστές. Ως απόφοιτος του πανεπιστημίου του Σικάγο, είχε παρακολουθήσει μια διάλεξη που τον επηρέασε αποφασιστικά, από τον John von Neumann, τον διάσημο μαθηματικό και φυσικό, με θέμα τον ENIAC, τον υπολογιστή του δευτέρου παγκοσμίου που είχε φτιαχτεί για να επιταχύνει τους υπολογισμούς για τις βολές του πυροβολικού. Αργότερα, στην ARPA, ο Herzfeld έγινε φίλος με τον Licklider, του οποίου τα κηρύγματα για την συμβίωση εγκεφάλου-υπολογιστή είχε επίσης τεράστια επίδραση πάνω του. «Είχα γίνει πιστός του Licklider από την αρχή ακόμη» θυμάται ο ίδιος.

Ο Taylor δεν επανέλαβε την παλιότερη πρόταση του Licklider, για ένα εργαστηριακό πείραμα μικρής κλίμακας. Ο Taylor ήθελε να δημιουργήσει ένα πραγματικό δίκτυο υπολογιστών που να διατρέχει όλη την χώρα - κάτι που δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ κι απαιτούσε σημαντικές νέες τεχνολογίες, επενδύσεις και επίπονη δουλειά από τους ερευνητές.
«Πόσα λεφτά χρειάζεσαι για να το στήσεις;» ρώτησε ο Herzfeld. «Ένα εκατομμύριο δολάρια πάνω-κάτω, μόνο για να το οργανώσω» απάντησε ο Taylor. «Τα έχεις» ήταν η οριστική απάντηση.

Κι αυτό ήταν. Η συζήτηση για την έγκριση της χρηματοδότησης για το ARPANET, το δίκτυο υπολογιστών που θα κατέληγε τελικά στο internet, πήρε μόλις 15 λεπτά. Το ARPANET ήταν το προϊόν της εξαιρετικής διασταύρωσης μιας σειράς παραγόντων στην υπηρεσία στις αρχές του ’60: εστίαση σε σημαντικά, αλλά όχι σαφώς προσδιορισμένα στρατιωτικά προβλήματα, ελευθερία διαχείρισης αυτών των προβλημάτων με τον πιο ευρύ τρόπο και το πιο σημαντικό, ένας εξαιρετικός διευθυντής έρευνας, του οποίου η λύση, αν και σχετική με τα στρατιωτικά προβλήματα, εκτεινόταν πολύ περά από τα στενά συμφέροντα του υπουργείου άμυνας.
Μια ανάθεση έρευνας που εδραζόταν στην παράνοια του ψυχρού πολέμου σχετικά με τον έλεγχο του μυαλού, είχε μεταμορφωθεί σε έρευνα γύρω από την ασφάλεια των πυρηνικών όπλων και τελικά είχε επανανοηματοδοτηθεί ως διαδραστική πληροφορική, θα προκαλούσε τελικά την ανατολή της εποχής των προσωπικών υπολογιστών.

Cyborg 13

επιμύθιο: η ανθρωπο-μηχανή πρωτοεμφανίζεται σαν όπλο

Η λειτουργική συνύπαρξη, η επικοινωνιακή όσμωση, η “διεμπλοκή” ανθρώπινου / μηχανικού εμφανίζεται στα ‘50s σαν ένας πανίσχυρος οδοδείκτης των ερευνών (ακόμα και των πιο τολμηρών καινοτομιών) που θα διαμορφώσουν, τελικά, τους όρους της εξέλιξης της 3ης βιομηχανικής επανάστασης. Προέκυψε όμως “έτσι ξαφνικά” αυτή η έντονη αναζήτηση της αναβαθμισμένης (ως τα όρια της “νόησης”) σχέσης;

Όχι. Έτσι κι αλλιώς η 2η βιομηχανική επανάσταση και η γενική καθιέρωση του Ταιηλορισμού / Φορντισμού και της μαζικής παραγωγής είχαν διαμορφώσει το γενικό διανοητικό (ή και ιδεολογικό) περίγραμμα για την αμοιβαία συμπληρωματικότητα ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο μηχανικό. Ήταν, άλλωστε, κοινό κτήμα τόσο τα τραίνα όσο και τα ιδιωτικά αυτοκίνητα.
Υπήρχαν όμως κάποιες ιδιαίτερες, καινοφανείς μορφές που έστεκαν πίσω απ’ τους ειδικούς και τους ερευνητές των αμερικανικών καραβανάδων και της DARPA, ιδιαίτερες μορφές που αφορούσαν την εμπόλεμη “διεμπλοκή”. Η πολεμική “διεμπλοκή” ανθρώπων / μηχανών ήταν ήδη υψηλής έντασης και απαιτήσεων. Κι αυτές οι μορφές εμφανίστηκαν (για πρώτη φορά στην καπιταλιστική ιστορία) απ’ την αρχή του Β παγκόσμιου πολέμου, για να αποδειχθούν (ειδικά για εκείνους απ’ τους εμπόλεμους που είχαν μείνει κολλημένοι στα παλιά) καθοριστικές. Ήταν μορφές ανθρωπομηχανών:
- το τεθωρακισμένο / τανκ·
- το υποβρύχιο·
- το μαχητικό αεροπλάνο.

Ο πρόγονος των τανκς ήταν οχήματα (και πριν ιππήλατα κάρα) μεταφοράς στρατιωτών και όχι μόνο· φορτηγά. Το τανκ (που, αν δεν κάνουμε λάθος πρωτοπαρουσίασε τότε σαν βασικό όπλο ο γερμανικός στρατός, αναπτύσσοντας και τις ανάλογες τακτικές, τους μηχανοκίνητους ελιγμούς, τον “αστραπιαίο πόλεμο”...), είναι σύνθεση του “οχήματος” και του (κλασσικού) “κανονιού” - μια ανώτερης τάξης σύνθεση. Είναι μια συνθήκη όπου το ζωντανό, το ανθρώπινο, ο στρατιώτης, είναι μέσα στη μηχανή· την χειρίζεται, αλλά θα έχει την δική της τύχη. Αν η μηχανή προχωράει, προχωράει κι αυτός. Αν η μηχανή καταστραφεί καταστρέφεται κι αυτός.
Το ίδιο ακριβώς (το ότι το ανθρώπινο έχει “μπει μέσα” στη μηχανή) ισχύει με απόλυτο τρόπο τόσο για τα υποβρύχια όσο και για τα πολεμικά αεροπλάνα (όχι, όμως, για τα πολεμικά πλοία: εκεί το ανθρώπινο είναι “πάνω” στη μηχανή, και μπορεί να σωθεί αν η μηχανή καταστραφεί... δεν έχει αλλάξει τίποτα απ’ την εποχή που τα πλοία ήταν ιστιοφόρα ή κωπήλατα...) Κι αν η μηχανή / υποβρύχιο εν δράσει έμεινε αόρατη στη διάρκεια του Β παγκόσμιου, δεν ίσχυσε το ίδιο ούτε για το τανκ ούτε για το πολεμικό αεροπλάνο.

Όμως είναι το δεύτερο, η πολεμική-ανθρωπομηχανή-που-πετάει, που έγραψε έντονα έως τρομακτικά στις συνειδήσεις ακόμα και των αμάχων. Πρώτον, επειδή αυτή η ανθρωπομηχανή θα εμφανιστεί σαν φονιάς εκεί που πριν δεν υπήρχε τίποτα: στον αέρα (τα ζέπελιν χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα σαν όπλα στον Α παγκόσμιο - ενώ τα ελικοφόρα διπλάνα εμφανίστηκαν για στρατιωτική χρήση προς το τέλος του, και δεν καθόρισαν τις μάχες). Δεύτερον - κι αυτό αφορά όχι τους άμαχους αλλά το στρατιωτικό προσωπικό - επειδή κάνει πρωτοφανείς έως απίστευτους ελιγμούς: τα γερμανικά “κάθετης εφόρμησης” έμοιαζαν να ανατρέπουν τις ως τότε αναμενόμενες συμπεριφορές με βάση την πτητική τεχνολογία. Αν ανάμεσα στις τρεις εντελώς καινούργιες πολεμικές ανθρωπο-μηχανές του Β παγκόσμιου θα έπρεπε να διαλέξουμε την πιο εμβληματική, αυτή κρίνουμε πως ήταν το πολεμικό αεροπλάνο! Η απόλυτη “διεμπλοκή” κινητήρων, φτερών και πιλότων.

Πράγματι, είναι αυτή η συγκεκριμένη πολεμική ανθρωπομηχανή που θα προκαλέσει μια σειρά διανοητικές και τεχνικές εξελίξεις που βρίσκονται στην καρδιά των ιδεών της “ανάδρασης”, της “διαρκούς διεπαφής ανθρώπινου / μηχανικού”, στις προϋποθέσεις δηλαδή της ραγδαίας ανάπτυξης της “πληροφορικής” απ’ την δεκαετία του ‘50 και μετά. Μάρτυρας ο αμερικάνος Norbert Wiener, ένας απ’ τους πρωτοπόρους, στο βιβλίο “Κυβερνητική και κοινωνία: η ανθρώπινη χρησιμοποίηση των ανθρώπινων όντων”, που θα πρωτοκυκλοφορήσει πλατιά το 1950 κάνοντας μεγάλη εντύπωση:

Ένα άλλο παράδειγμα της διαδικασίας της μάθησης εμφανίζεται σε σχέση με το πρόβλημα σχεδίασης μηχανών πρόβλεψης. Στην αρχή του Β παγκόσμιου πολέμου η συγκριτικά χαμηλή αποδοτικότητα των αντιαεροπορικών όπλων δημιούργησε την ανάγκη εισαγωγής συσκευών που θα ακολουθούσαν τη θέση του αεροπλάνου, θα υπολόγιζαν την απόστασή του, θα καθόριζαν το χρονικό διάστημα για να το φτάσει το βλήμα και θα υπολόγιζαν που ακριβώς θα ήταν το τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος.
Εάν το αεροπλάνο ήταν σε θέση να κάνει έναν τελείως αυθαίρετο παραπλανητικό ελιγμό, κανένας βαθμός επιτηδειότητας δεν θα μας επέτρεπε να υπολογίσουμε την κίνηση του αεροπλάνου, μεταξύ της στιγμής που το όπλο πυροβόλησε και της στιγμής που το βλήμα θα έφτανε κατά προσέγγιση στο στόχο του.
...
Ας θυμηθούμε ότι στην καταδίωξη ενός στόχου τόσο γρήγορου όσο το αεροπλάνο δεν υπάρχει χρόνος στον χειριστή του αντιαεροπορικού για να χρησιμοποιήσει τα όργανά του και να υπολογίσει που ακριβώς θα βρεθεί το αεροπλάνο. Ο υπολογισμός πρέπει να γίνεται μέσα στο ίδιο τον μηχανισμό ελέγχο του όπλου.
...

Ο μαθηματικός Wiener είχε επιστρατευτεί στη διάρκεια του Β παγκόσμιου πολέμου: δουλειά του ήταν η μελέτη και ο σχεδιασμός αντιαεροπορικών όπλων που θα αντιστοιχούσαν ικανοποιητικά στη χρήση της ανθρωπομηχανής πολεμικό αεροπλάνο απ’ τους αντιπάλους του αμερικανικού στρατού. Όφειλε να συλλάβει και να σχεδιάσει μια ανθρωπομηχανή (το αντιαεροπορικό πολυβόλο) εναντίον μιας άλλης (το πολεμικό αεροπλάνο). Μέσα απ’ αυτήν την δουλειά και για λογαριασμό της διαμόρφωσε τα βασικά στοιχεία μιας νέας επιστήμης την οποία ονόμασε κυβερνητική.

Να λοιπόν η αλληλουχία: η ανθρωπομηχανή διαμορφώνεται εντατικά και με όλο και υψηλότερες απαιτήσεις στη διάρκεια του Β παγκόσμιου πολέμου σαν “τύπος όπλων”· αμέσως μετά οι έρευνες συνεχίζονται σ’ ένα ακόμα πιο υψηλό επίπεδο, εισάγοντας στρατηγικά την παράμετρο της “επικοινωνίας”· η “δικτύωση” γεννιέται μέσα απ’ αυτό το προτσές, περιλαμβάνοντας την αναβάθμιση των ανθρωπομηχανών...

Σ’ αυτήν την 80χρονη ως τώρα εξέλιξη του project έπαψε άραγε ποτέ η ανθρωπομηχανή στις πάμπολλες μορφές που απέκτησε εν τω μεταξύ να είναι όπλο; Να μια καλή ερώτηση...

Ziggy Stardust

κορυφή