Cyborg
Cyborg #10 - 10/2017

#10 - 10/2017

κοινωνική νευροεπιστήμη: χάπια για κοινωνικά ευαίσθητους σε τιμή ευκαιρίας

ο εγκέφαλος: το νέο μεγάλο κόλπο

Η ενασχόληση, σε βαθμό εμμονής, με το ανθρώπινο (και όχι μόνο) γονιδίωμα μέσα στα τεχνοεπιστημονικά εργαστήρια όλου του κόσμου είναι μάλλον γνωστή. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για έχει μια εικόνα των σχετικών εξελίξεων. Βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, ντοκυμαντέρ, άρθρα σε εφημερίδες και φυσικά η μεγα-μηχανή της μαζικής κουλτούρας που λέγεται κινηματογράφος δεν χάνουν ευκαιρία να μας διαφωτίζουν για τα θαύματα (ή τραύματα) της γενετικής. [1Για μια παρουσίαση από τη δική μας οπτική, βλ. Cyborg, τ. 8, «Γενετική κοπτοραπτική: το μεγάλο κόλπο». ] Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη πλευρά της βιοτεχνο-καπιταλιστικής ανάπτυξης που (κακώς, κατά τη γνώμη μας) δεν τυγχάνει πάντα ανάλογης προσοχής. Ενδεχομένως γιατί, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχει να επιδείξει πρακτικές εφαρμογές σε αντίστοιχη έκταση και με την ανάλογη αποτελεσματικότητα. Αναφερόμαστε σε όλους εκείνους τους επιστημονικούς κλάδους που στεγάζονται κάτω από τον ευρύτατο όρο «νευροεπιστήμες». Ως ειδικός κλάδος της βιολογίας, δεν είναι ιδιαίτερα καινούριος. Η γέννηση των νευροεπιστημών στη σύγχρονη μορφή τους, που εστιάζει κατά βάση στον εγκέφαλο και στους νευρώνες ως τη βασική λειτουργική μονάδα του νευρικού συστήματος, ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα και στα πειράματα των Golgi και Cajal που επέτρεψαν την οπτικοποίηση των νευρώνων και των διακλαδώσεών τους. Κι από αυτή την άποψη, οι νευροεπιστήμες είναι μάλλον ελαφρώς παλαιότερες της γενετικής.
Χωρίς να έχουμε ψάξει ιδιαίτερα την ιστορία της νευροεπιστήμης, η αίσθησή μας είναι ότι δεν ακολούθησε τη φρενιτώδη πορεία της γενετικής [2Για κάποια ιστορικά στοιχεία σχετικά με την γενετική, βλ. Cyborg, τ. 7, «Γενετική/κυβερνητική: ένας λευκός γάμος».]. Κάτι που όμως έχει αρχίσει να αλλάζει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Από τεχνική άποψη, τουλάχιστον δύο παράγοντες συνέβαλαν στην αναγέννηση των νευροεπιστημών. Από τη μία, ήταν η ανάπτυξη νέων μεθόδων καταγραφής της δραστηριότητας του εγκεφάλου (όπως οι αμφίβολης αξιοπιστίας, ή μάλλον αμφίσημης ερμηνευσιμότητας, απεικονιστικές τεχνικές, σαν την fMRI) και από την άλλη η αύξηση της ισχύος των υπολογιστών που άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη υπολογιστικών μοντέλων των βιολογικών νευρωνικών δικτύων. Από τεχνική άποψη… Γιατί αυτή από μόνη της δεν αρκεί για να εξηγήσει την νευρο-αναγέννηση. Αλλά για τις μη τεχνικές αιτίες αυτής της αναγέννησης θα μιλήσουμε παρακάτω.

κοινωνική νευροεπιστήμη: χάπια για κοινωνικά ευαίσθητους σε τιμή ευκαιρίας

Για όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν, λοιπόν, η δεκαετία του 1990 είχε ανακηρυχτεί από την αμερικανική κυβέρνηση ως η «δεκαετία του εγκεφάλου». Στην (επιστημονική) πράξη βέβαια, αυτή η ανακήρυξη μάλλον δεν σήμαινε και πολλά πράγματα, καθώς φαίνεται ότι στόχος της ήταν περισσότερο η διάχυση των αποτελεσμάτων της νευροεπιστημονικής έρευνας σε ένα ευρύτερο κοινό. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε λιγότερο στρογγυλεμένα κι εξευγενισμένα λόγια, η προπαγάνδα και ο προσηλυτισμός και ό,τι άλλο μπορεί να μπει κάτω από τον όρο «ιδεολογική προεργασία». Τα επόμενα (και πιο σοβαρά) βήματα έγιναν αρκετά πιο πρόσφατα, ακολουθώντας το μοντέλο του Human Genome Project από την γενετική. Το 2013 η αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Ομπάμα ανακοίνωσε την έναρξη του BRAIN initiative, ενός σχετικά μακροπρόθεσμου χρηματοδοτικού προγράμματος με στόχο την συστηματική μελέτη του εγκεφάλου. Η πλήρης χαρτογράφηση των νευρώνων και των διασυνδέσεών τους θεωρείται ως βασικό διακύβευμα του προγράμματος, μέσω και της ανάπτυξης εξωτικών (για τα σημερινά δεδομένα) τεχνολογιών μέτρησης της δραστηριότητας του εγκεφάλου και αλληλεπίδρασης μαζί του, όπως νανοσυσκευές και συσκευές βασισμένες στη συνθετική βιολογία. Την ίδια χρονιά, η ευρωπαϊκή ένωση ανακοίνωσε την έναρξη του δικού της (και αντίστοιχων μεγαλόπνοων φιλοδοξιών) προγράμματος μελέτης του εγκεφάλου, του Human Brain Project. Έχει σημασία εδώ να γίνει κατανοητό ότι δεν πρόκειται απλώς για χρηματοδοτικά προγράμματα του σωρού, από τα τόσα που βγαίνουν κάθε χρόνο, αλλά για προγράμματα που θεωρούνται ως βασικοί πυλώνες της επιστημονικής έρευνας. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το ευρωπαϊκό Human Brain Project κατέχει τη θέση του flagship project, δηλαδή πρόκειται για κεντρικής θέσης πρόγραμμα τεράστιας έκτασης και χρηματοδότησης. Και δεν είναι πολλά αυτά. Για την ακρίβεια, εκτός από το Human Brain Project, μόνο ένα ακόμα κατέχει την αντίστοιχη θέση - το Graphene, για τη μελέτη των ιδιοτήτων και πιθανών εφαρμογών του γραφενίου.

Έτσι ο εγκέφαλος μετατρέπεται πλέον, και με επίσημη βούλα, σε κεντρικό σημείο εστίασης της τεχνοεπιστημονικής προσοχής. Και οι φιλοδοξίες όσων εμπλέκονται στα σχετικά προγράμματα μοιάζουν να μην έχουν όρια. Μια απλή παράθεση των σχετικών επιστημονικών (ή και ψεύδο-επιστημονικών) κλάδων που έχουν εμφανιστεί και φέρουν το πρόθεμα «νεύρο-» είναι αρκετή για να δώσει μια εικόνα της έκτασης αυτών των φιλοδοξιών: νευρο-ψυχιατρική (αναμενόμενο), νευρο-ανθρωπολογία, νευρο-γλωσσολογία, νευρο-οικονομικά (όχι που θα  έλειπε ο Μάρτης από τη σαρακοστή!), νευρο-εκπαίδευση [3Ειδικά για τη νευρο-εκπαίδευση, βλ. Cyborg, τ. 2, «Hey teacher leave our brains alone! (πρώτες σημειώσεις για τις νευροεπιστήμες)». ], νευρο-αισθητική, νευρο-θεολογία (ω, ναι· κι όμως!), κοινωνική νευροεπιστήμη και ο κατάλογος τελειωμό δεν έχει. Σε αυτό το άρθρο θα επικεντρωθούμε κυρίως στο τελευταίο μέλος της παραπάνω λίστας, στη λεγόμενη κοινωνική νευρο-επιστήμη.

είσαι ο εγκέφαλός σου (;)

Όπως κάθε κλάδος με υπέρμετρες φιλοδοξίες, έτσι και η νευροεπιστήμη δεν έχει αποφύγει το γνωστό ιδεολογικό τρικ: αυτοπαρουσιάζεται με βαρύγδουπες δηλώσεις, ως εάν να επρόκειτο για κάτι πρωτοφανές στην ιστορία της ανθρωπότητας, που θα οδηγήσει σε άνευ προηγουμένου ανακαλύψεις για την ανθρώπινη φύση στο σύνολό της – ή, ειπωμένο με όρους μιας εγελιανής-μαρξιανής φιλοσοφίας, παρουσιάζει το μερικό ως καθολικό. Θα περιοριστούμε σε λόγια που προέρχονται αποκλειστικά από τα χείλη των ίδιων των νευροεπιστημόνων, αποφεύγοντας αυτά των μη ειδικών που θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ως «παρεξηγήσεις». Όπως μας πληροφορεί, λοιπόν, ένα νευροεπιστημονικό «μανιφέστο»: [4«Das Manifest: Elf führende Neurowissenschaftler über Gegenwart und Zukunft der Hirnforschung (Το μανιφέστο: έντεκα κορυφαίοι νευροεπιστήμονες [μιλούν] για το παρόν και το μέλλον της έρευνας του εγκεφάλου)», στο περιοδικό Gehirn & Geist (Εγκέφαλος και Νόηση), 2004.
Μεταφραστική σημείωση: μεταφράζουμε το γερμανικό Geist ως «νόηση» και όχι ως «πνεύμα», που είναι συνηθέστερο, μιας και σε νευροεπιστημονικά συμφραζόμενα τείνει να έχει μεγαλύτερη συγγένεια με το αγγλικό «mind» (νους/νόηση) και τη λεγόμενη philosophy of mind (φιλοσοφία του νου) και όχι τόσο με το «spirit» (πνεύμα, όπως στην εγελιανή παράδοση), που δεν μοιάζει αρκετά επιστημονικό.
]

«Η νόηση και η συνείδηση δεν έχουν πέσει από τον ουρανό· αντιθέτως έχουν αναπτυχθεί σταδιακά κατά την εξέλιξη του νευρικού συστήματος. Ίσως αυτή να είναι η πιο σημαντική γνώση που μας έχουν προσφέρει οι σύγχρονες νευροεπιστήμες.
...
Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούμε πλέον να αντιμετωπίζουμε με συνέπεια και χωρίς αμφισημίες τη νόηση, τη συνείδηση, τα συναισθήματα, τις εμπρόθετες ενέργειες και την ελευθερία της βούλησης ως φυσικές διαδικασίες, εφόσον βασίζονται σε άλλες διαδικασίες που είναι βιολογικές.

Τα αποτελέσματα από την έρευνα του εγκεφάλου θα μας οδηγήσουν σε μια αλλαγή της εικόνας που έχουμε για τον άνθρωπο. Σταδιακά θα καταργήσουν δυιστικές αντιλήψεις, σαν αυτές περί διαχωρισμού σώματος και πνεύματος.

Όλη αυτή η πρόοδος ωστόσο δεν σημαίνει ότι θα καταλήξουμε σε ένα είδος νευρωνικού αναγωγισμού. Ακόμα κι αν κάποτε φτάσουμε στο σημείο να διασαφηνίσουμε όλες τις νευρωνικές διαδικασίες που βρίσκονται στη βάση της συμπόνιας που νιώθουμε για άλλους ανθρώπους, του έρωτα και της ηθικής ευθύνης, ωστόσο αυτές οι «εσώτερες προοπτικές» του ανθρώπου θα διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Γιατί, ακόμα κι αν έχει κανείς κατανοήσει επακριβώς τον τρόπο που γράφτηκε μια φούγκα του Μπαχ, ο ενθουσιασμός μας για αυτή δεν μειώνεται καθόλου. Η έρευνα του εγκεφάλου θα πρέπει να διαχωρίσει ξεκάθαρα ποια είναι αυτά τα πράγματα για τα οποία μπορεί να μιλήσει και ποια βρίσκονται εκτός της δικαιοδοσίας της· όπως ακριβώς η μουσικολογία έχει κάτι να μας πει για τη φούγκα του Μπαχ – για να παραμείνουμε σε αυτό το παράδειγμα – αλλά οφείλει να σιωπήσει όσον αφορά στο τι είναι αυτό που της προσδίδει την ιδιαίτερη ομορφιά της.»

Κι ένα επιστημονικό εγχειρίδιο περί κοινωνικής νευροεπιστήμης αναφέρει στην εισαγωγή του: [5«Foundations in social neuroscience», επιμ. J. Cacioppo κ.α.]

«Η κοινωνική νευροεπιστήμη πραγματεύεται θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τη νόηση και τις δυναμικού τύπου αλληλεπιδράσεις που έχει τόσο με τα βιολογικά συστήματα του εγκεφάλου όσο και με τον κοινωνικό κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκεται. Πρόκειται για ένα πεδίο που μελετάει τη σχέση μεταξύ νευρικών και κοινωνικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των ενδιάμεσων τμημάτων επεξεργασίας της πληροφορίας τόσο στο νευρικό όσο και στο υπολογιστικό επίπεδο ανάλυσης.

Η υπόθεση που κάνει η κοινωνική νευροεπιστήμη…  είναι ότι… οι μηχανισμοί εκείνοι που βρίσκονται στη βάση της νόησης και της συμπεριφοράς δεν θα βρουν μια πλήρη εξήγηση  μέσω μιας προσέγγισης που θα είναι είτε μόνο βιολογική είτε αποκλειστικά κοινωνική. Ίσως χρειαστεί μια πολυ-επίπεδη και ενοποιητική ανάλυση και μια κοινή επιστημονική γλώσσα – βασισμένη στη δομή και στη λειτουργία του εγκεφάλου και της βιολογίας – θα μπορούσε να βοήθησει στην επίτευξη αυτού του στόχου. Κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά, σε ένα επίπεδο, είναι βιολογική· κάτι που όμως δεν σημαίνει ότι ένας βιολογικός αναγωγισμός προσφέρει μια απλή, μοναδική και ικανοποιητική εξήγηση περίπλοκων συμπεριφορών ή ότι οι μοριακές μορφές αναπαράστασης παρέχουν τη μόνη ή την καλύτερη ανάλυση για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.»

Πολλά θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς στα παραπάνω αποσπάσματα. Θα ξεκινήσουμε από ένα απλό και «χαζό» ερώτημα. Από πού ακριβώς προκύπτει η πεποίθηση των νευρο-επιστημόνων ότι η μελέτη του εγκεφάλου όχι μόνο μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση της συνείδησης και της κοινωνικής συμπεριφοράς αλλά και ότι θα αλλάξει ριζικά την εικόνα που έχουμε για τα ανθρώπινα όντα; Σε τι ακριβώς βασίζεται; Αφήνοντας προς το παρόν στην άκρη διάφορα ζητήματα φιλοσοφικού τύπου που ανακύπτουν εδώ, αξίζει να σημειωθεί ευθύς εξαρχής το εξής πολύ βασικό που δεν τονίζεται όσο πρέπει: όλα αυτά τα μανιφέστα και οι διακηρύξεις δεν βασίζονται σε πειραματικά δεδομένα. Χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι δεν πραγματοποιούνται πειραματικές έρευνες προς τέτοιες κατευθύνσεις.
Για να εξηγήσουμε αυτό το «παράδοξο», θα δώσουμε ένα παράδειγμα, σχετικό με τους περίφημους πλέον «καθρεπτικούς νευρώνες» (mirror neurons):

«Υπάρχει ένα αυξανόμενο σώμα βιβλιογραφίας που φαίνεται να επιβεβαιώνει την ιδέα ότι κατανοούμε τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων, εν μέρει μέσω προσομοίωσης… Οι μελέτες λειτουργικής απεικόνισης δείχνουν ότι η παρατήρηση και μίμηση των πράξεων κάποιου άλλου ανθρώπου ενεργοποιούν τον προ-κινητικό φλοιό. Αυτή η ενεργοποίηση είναι σωματοτοπική ως προς το παρατηρούμενο μέρος του σώματος που εκτελεί την πράξη, ακόμα κι όταν το παρατηρούν υποκείμενο δεν εκτελεί κάποια εμφανή πράξη. Μάλιστα, έχουν ανακαλυφθεί οι λεγόμενοι “καθρεπτικοί νευρώνες” τόσο στους ανθρώπους όσο και στις μαϊμούδες. Αυτοί οι νευρώνες ανταποκρίνονται τόσο όταν το υποκείμενο εκτελεί μια συγκεκριμένη πράξη όσο και όταν απλώς παρατηρεί ένα άλλο πρόσωπο να εκτελεί την ίδια πράξη. Βλάβες στον σωματαισθητικό φλοιό έχουν ως αποτέλεσμα δυσκολίες στην αναγνώριση περίπλοκων συναισθημάτων μέσω της παρατήρησης των εκφράσεων του προσώπου...» [6«Cognitive neuroscience of human social behaviour», Nature (Neuroscience Reviews), 2003]

Η εικόνα κάτω δείχνει τα σχετικά πειραματικά αποτελέσματα. Χοντρικά μιλώντας, όσο πιο κόκκινη είναι μια εγκεφαλική περιοχή (δυστυχώς εδώ είμαστε noir - θα πρέπει να αναζητήσετε την εικόνα στο site...), τόσο πιο «πιθανό» είναι μια βλάβη σε αυτή την περιοχή να έχει ως αποτέλεσμα μια αδυναμία κατανόησης της συναισθηματικής κατάστασης ενός άλλου προσώπου. Ο λόγος για τον οποίο αναφέρουμε αυτό το παράδειγμα μαζί με την εικόνα δεν είναι για να σταθούμε στις τεχνικές λεπτομέρειες της όποια πειραματικής διαδικασίας αλλά γιατί αυτό το παράδειγμα είναι τυπικό δείγμα τέτοιων ερευνών και της λογικής τους. Πρόκειται για έρευνες οι οποίες, ειδικά στην κοινωνική νευροεπιστήμη, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μεθόδους απεικόνισης της δραστηριότητας του εγκεφάλου (κυρίως fMRI και PET). Από τέτοιες εικόνες που λαμβάνονται από μια σειρά υποκειμένων, υπολογίζονται κατόπιν κάποιοι μέσοι όροι, μια «μέση» εικόνα του εγκεφάλου, και τελικά αυτή η εικόνα συσχετίζεται στατιστικά με την τάδε ή τη δείνα διαταραχή ή ιδιαιτερότητα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μαθηματικός για να καταλάβει ότι μια τέτοια διαδικασία θέλει ιδιαίτερη προσοχή τόσο όσον αφορά στις συσχετίσεις που εξάγονται όσο και στον τρόπο με τον οποίο αυτές πρέπει να ερμηνευτούν. Για παράδειγμα, η φράση «Βλάβες στον σωματαισθητικό φλοιό έχουν ως αποτέλεσμα δυσκολίες στην αναγνώριση περίπλοκων συναισθημάτων» θα μπορούσε πολύ εύκολα να σημαίνει ότι έξι στους δέκα απ’ όσους είχαν τέτοιες βλάβες εμφάνιζαν και την συσχετιζόμενη διαταραχή. Κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν είναι καθόλου απίθανο κάποιοι να είχαν τέτοιες βλάβες αλλά καμμία διαταραχή. Αλλά και σε δεύτερο επίπεδο, μια τέτοια συσχέτιση, ακόμα και με πολύ υψηλή πιθανότητα, δεν συνεπάγεται και αιτιακή σχέση. Η όποια βλάβη συσχετίζεται με μια διαταραχή ενδέχεται να είναι απλώς μια παρενέργεια κάποιας άλλης, βαθύτερης βλάβης, που είναι η πραγματική αιτία. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν κομίζουν φυσικά γλαύκας εις Αθήνας. Τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, υποτίθεται ότι είναι κοινή γνώση ανάμεσα στους επιστήμονες κάθε κλάδου. Η πράξη από την άλλη δείχνει το αντίθετο. Η κατάχρηση αυτών των μεθόδων εξαγωγής συσχετίσεων έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο μέσα στους κόλπους των νευροεπιστημών που πλέον έχουν αρχίσει να εμφανίζονται κριτικές ακόμα και από το εσωτερικό τους· και τους έχει δοθεί και το κατάλληλο όνομα: συσχετίσεις βουντού (voodoo correlations). Ωστόσο, από τη δική μας οπτική, σκοπός μας δεν είναι να κουνήσουμε δασκαλίστικα το δάχτυλο στους νευροεπιστήμονες για να τους επαναφέρουμε στην τάξη. Και μόνο το γεγονός ότι δημοσιεύονται τόσες έρευνες αμφίβολης αξιοπιστίας είναι ενδεικτικό μιας συγκεκριμένης τάσης: μιας «στρατηγικής» που επιχειρεί να τοποθετήσει τον εγκέφαλο σε κεντρική θέση σε σχέση με την μελέτη των «φαινομένων» της συνείδησης και της κοινωνικής συμπεριφοράς χωρίς καν να υπάρχουν τα στέρεα πειραματικά ευρήματα υπέρ μιας τέτοιας κεντρικότητας. [7Αξίζει εδώ να αναφέρουμε τη δουλειά του Fernando Vidal σχετικά με το πώς ο εγκέφαλος έφτασε να αποκτήσει τέτοια κεντρικότητα. Βλ. τα άρθρα του «Brainhood, anthropological figure of modernity», «Culture: by the brain and in the brain?», «Le sujet cérébral: une esquisse historique et conceptuelle».]

κοινωνική νευροεπιστήμη: χάπια για κοινωνικά ευαίσθητους σε τιμή ευκαιρίας

Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, ας κάνουμε κατ’ αρχήν την υπόθεση ότι μια έρευνα σαν αυτή για τους καθρεπτικούς νευρώνες δεν πάσχει από πειραματικές ατέλειες κι ερμηνευτικές ακροβασίες. Τι ακριβώς το «επαναστατικό» έχει να προσφέρει για την κατανόηση της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων; Κατά πόσον αλλάζει «ριζικά» την εικόνα που έχουμε για τα ανθρώπινα πλάσματα, καταπώς εξαγγέλλουν κι απειλούν τα κάθε είδους μανιφέστα του χώρου; Το ότι τα πρωτεύοντα θηλαστικά (κι όχι μόνο) έχουν μια ιδιαίτερα έντονη μιμητική ικανότητα και ότι ειδικά οι άνθρωποι αναπαράγουν μέσα στο μυαλό τους πράξεις και περιστατικά τόσο του παρελθόντος όσο και του πιθανού μέλλοντος είναι κάτι που δεν χρειάζεται κάποια σοφία για να γίνει κατανοητό κι αποδεκτό. Όπως επίσης δεν είναι καθόλου «εκπληκτικό» το γεγονός ότι εμπλέκεται και ο εγκέφαλος. Δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση που έχει να κάνει ειδικά με αυτή τη συγκεκριμένη έρευνα. Η πλειοψηφία των ερευνών στην κοινωνική νευροεπιστήμη (θα λέγαμε όλες, αλλά επιφυλλασόμαστε, εφόσον δεν είμαστε και ειδικοί) ακολουθεί το ίδιο μοτίβο παρουσίασης εντελώς κοινότοπων, ως κι αφελών, διαπιστώσεων «κοινωνιολογικού» τύπου, συνδυασμένων με πειράματα που συσχετίζουν συμπεριφορές με συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές ή λειτουργίες.

Αν όμως τέτοιες μελέτες δεν προσφέρουν κάτι το βαθυστόχαστο, τουλάχιστον σε όσους έχουν διαβάσει δύο σχετικά βιβλία στη ζωή τους ή απλά έχουν μάθει να παρατηρούν τα ανθρώπινα, παρά ταύτα επιτελούν αποτελεσματικά μια άλλη λειτουργία, ιδεολογικού τύπου και πάλι. Επιχειρούν λάθρα να υπαγάγουν όλα τα προς μελέτη κοινωνικά «φαινόμενα» στη δικαιοδοσία και την μεθοδολογία των νευρο-επιστημών. Ένα φαινόμενο αποκτάει την «αλήθεια» του και την «πραγματικότητά» του μόνο στο βαθμό που μπορεί να «επιβεβαιωθεί» και νευροεπιστημονικά. Το γεγονός και μόνο της ύπαρξης τόσων νευρό-«κάτι» κλάδων (ακόμα και νευρο-θεολογία!) είναι ενδεικτικό της τάσης αποικιοποίησης τους από το νεύρο… σκέτο. Ένα αντίστροφο παράδειγμα ίσως θα ήταν χρήσιμο εδώ. Οι μέθοδοι ραδιο-χρονολόγησης χρησιμοποιούνται συστηματικά σε αρκετούς κλάδους που απαιτούν τον όσο το δυνατό ακριβέστερο υπολογισμό της ηλικίας διαφόρων δειγμάτων, όπως, π.χ. στην αρχαιολογία και στην παλαιοντολογία. Και καλά κάνουν οι εν λόγω κλάδοι και χρησιμοποιούν τέτοιες μεθόδους. Μόνο που δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή μας όροι όπως ραδιο-ανθρωπολογία, ραδιο-οικονομικά και ράδιο-θεολογία! Παρά, λοιπόν, τις όποιες (αμήχανες) προειδοποιήσεις κατά του νευρωνικού αναγωγισμού που αφθονούν στα νευρο-μανιφέστα, ακριβώς αυτός ο αναγωγισμός είναι το διακύβευμα… σε έσχατη αναγωγή. [8Να αναφέρουμε απλώς ότι στο βιβλίο «Foundations in social neuroscience» του Cacioppo δεν υπάρχει ούτε μία(!) αναφορά σε κανέναν από τους θεωρούμενους ως μεγάλους της κοινωνιολογίας (Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκέμ, Παρέτο).]
Μια τελική παρατήρηση σε σχέση με το ιδεολογικό κομμάτι αυτών των ερευνών που ίσως είναι ήσσονος σημασίας· ίσως και όχι. Έχουμε την αίσθηση ότι η κεντρικότητα που κατέχουν οι απεικονιστικές μέθοδοι στην κοινωνική νευροεπιστήμη τείνουν να καλλιεργούν μια «μεταφυσική της εικόνας». Το να εξασκείται η επιστήμη με όρους θεάματος φαίνεται, κι ως ένα βαθμό όντως είναι, «αντιπαραγωγικό». Όμως μπορεί να είναι κι εξαιρετικά «παραγωγικό» για έναν κλάδο που βρίσκεται σε φάση αποικιακής επέκτασης και χρειάζεται να κατακτήσει εδάφη και μυαλά. Εξάλλου έχει σχεδόν περάσει «μόνο» ένας αιώνας από τότε που ο εγκέφαλος παρουσιαζόταν εκλαϊκευτικά (;) ως «εσωτερικός κινηματογράφος», δηλαδή έχοντας ως πρότυπο εκείνη την τότε πρωτόλεια μηχανή θεάματος. Οι εποχές έχουν αλλάξει και τώρα παρουσιάζεται ως ένα «δίκτυο» του οποίου οι διασυνδέσεις κι αλληλεπιδράσεις πρέπει να χαρτογραφηθούν κι απεικονιστούν· δηλαδή υπό τη μορφή που έχει σήμερα η μηχανή του θεάματος...

αλλά ο εγκέφαλός σου είναι μια υπολογιστική μηχανή(;)

 

κοινωνική νευροεπιστήμη: χάπια για κοινωνικά ευαίσθητους σε τιμή ευκαιρίας

Η επιστήμη της φρενολογίας γνώρισε ένδοξες εποχές στις άρχες του 20ου αιώνα.
Εφόσον συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου θεωρούνταν υπεύθυνες για συγκεκριμένες δεξιότητες, η σοφία της φρενολογίας έλεγε ότι μια ανεπτυγένη δεξιότητα είχε ως αποτέλεσμα τη μεγέθυνση της αντίστοιχης εγκεφαλικής περιοχής, κάτι που με τη σειρά του επιδρούσε και στη διαμόρφωση των υπερκείμενων κρανιακών περιοχών. Οι περιοχές 2 και 2a ευθύνονται για τα αισθήματα αγάπης προς τα παιδιά, την οικιακή ζωή και την πατρίδα!
Από γερμανικό βιβλίο του 1921, όπως αναδημοσιεύεται στο άρθρο του F. Vidal «Le sujet cérébral: une esquisse historique et conceptuelle».

Μία φράση όπως «η αμυγαδή είναι μια δομή που συμμετέχει στα στάδια της μετα-αισθητηριακής επεξεργασίας, καθώς παραλαμβάνει επεξεργασμένη οπτική πληροφορία από τον πρόσθιο κροταφικό φλοιό και αποθηκεύει τους κώδικες εκείνους που χρειάζονται στη μετέπειτα επεξεργασία των αισθητηριακών πληροφοριών σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου» [9Και πάλι από το άρθρο «Cognitive neuroscience of human social behaviour».]  είναι τυπικό δείγμα της γλώσσας που συναντάει κανείς αν μπει στον κόπο να διαβάσει επιστημονικά άρθρα από τον κλάδο της (κοινωνικής) νευροεπιστήμης. Στα μάτια ενός μη ειδικού, τα παραπάνω πιθανότατα μοιάζουν με μια τεχνοεπιστημονική αργκώ, απρόσιτη στους αμύητους. Από μια μη τεχνική άποψη όμως, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η περιγραφή του εγκεφάλου και των λειτουργιών του με όρους πληροφορίας, επεξεργασίας, αποθήκευσης και κώδικα· με μια ορολογία που παραπέμπει ευθέως στην πληροφορική και στην κυβερνητική [10Για το ίδιο φαινόμενο επιστράτευσης της κυβερνητικής ορολογίας για να εξηγηθούν βιολογικά φαινόμενα, σε σχέση με τη γενετική, έχουμε αναφερθεί ξανά. Βλ. Cyborg, τ. 7, «Γενετική/κυβερνητική: ένας λευκός γάμος».]. Με άλλα λόγια, οι εσωτερικές νοητικές καταστάσεις ενός ατόμου γίνονται αντιληπτές ως εκείνες οι καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί μια περίπλοκη υπολογιστική μηχανή - ο εγκέφαλος εν προκειμένω – κατά την επεξεργασία της πληροφορίας που παραλαμβάνει από τον εξωτερικό κόσμο. Πίσω, λοιπόν, από έναν νευρωνικό αναγωγισμό πρώτου επιπέδου, εμφανίζεται κι ένας ακόμα, αυτή τη φορά πληροφοριακού τύπου (στη σχετική βιβλιογραφία συνήθως αναφέρεται με τον όρο computationalism). Όχι μόνο η (κοινωνική) συνείδηση ανάγεται σε λειτουργίες του εγκεφάλου, αλλά κι αυτές με τη σειρά τους ανάγονται σε υπολογιστικά βήματα μιας μηχανής. Μόνο που κι αυτό το δεύτερο βήμα αναγωγισμού αποτελεί επί της ουσίας μια θεωρητική δέσμευση μεταφυσικού τύπου. Είναι θεωρητική δέσμευση υπό την έννοια του ότι το κατά πόσον είναι θεμιτή ή όχι διαφεύγει του καθαρά τεχνικού και είναι ζήτημα φιλοσοφικό και εν τέλει κοινωνικό και πολιτικό. Και γίνεται μεταφυσικού τύπου στο βαθμό που γίνεται άκριτα αποδεκτό από τους εμπλεκόμενους επιστήμονες ως ο αναμφισβήτητος γνώμονας με τον οποίο πρέπει να κριθεί η «αλήθεια» του οποιουδήποτε κοινωνικού «φαινομένου».

 

κοινωνική νευροεπιστήμη: χάπια για κοινωνικά ευαίσθητους σε τιμή ευκαιρίας

Η φρενολογία υποτίθεται ότι έχει μπει στο χρονοντούλαπο της επιστημονικής ιστορίας.
Ή μήπως όχι; Οι νέες απεικονιστικές μέθοδοι του εγκεφάλου φαίνεται ότι έχουν οδηγήσει σε μια αναγέννηση της «φρενολογίας», υπό διαφορετική μορφή. Χρησιμοποιούνται κατά κόρον για να εντοπιστούν εγκεφαλικές περιοχές που συσχετίζονται (στατιστικά πάντα...) με κάθε είδος δεξιότητας, ασθένειας και δυσλειτουργίας. Εδώ η τεχνική της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (PET) επιστρατεύεται για τη μελέτη της νοητικής υστέρησης και της κατάθλιψης (όπως αναδημοσιεύεται στο άρθρο του F. Vidal «Le sujet cérébral: une esquisse historique et conceptuelle»).

Τι ακριβώς υπονοεί όμως η αντίληψη ότι ο εγκέφαλος – κι εν τέλει η συνείδηση – είναι μια υπολογιστική μηχανή; [11Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορική εκείνη διαδικασία που οδήγησε στην αντίληψη περί μιας εξατομικευμένης συνείδησης υπολογιστικού τύπου, βλ. Cyborg, τ. 8, «το τεστ Turing: σημειώσεις για μια γενεαλογία της «νοημοσύνης».
Για το ίδιο φαινόμενο επιστράτευσης της κυβερνητικής ορολογίας για να εξηγηθούν βιολογικά φαινόμενα, σε σχέση με τη γενετική, έχουμε αναφερθεί ξανά. Βλ. Cyborg, τ. 7, «Γενετική/κυβερνητική: ένας λευκός γάμος».
] Μια μηχανή, για να μπορεί να λειτουργήσει ως υπολογιστική συσκευή, οφείλει να δουλεύει στη βάση αφηρημένων κανόνων φορμαλιστικού τύπου. Διαφορετικά ειπωμένο, για μια τέτοια μηχανή είναι αδιάφορο από πού προέρχονται τα δεδομένα εισόδου της, αρκεί αυτά να έχουν περάσει πρώτα από μια αφαιρετική διαδικασία μετατροπής τους σε καλά, μη αμφίσημα ορισμένα σύμβολα. Απαραίτητη προϋπόθεση επομένως είναι η ύπαρξη ενός χάσματος ανάμεσα στον «εσώτερο εαυτό» της μηχανής και στον «έξω κόσμο», που γεφυρώνεται μέσω των κατάλληλων διεπαφών. Τα σύμβολα και οι κανόνες επεξεργασίας τους προϋπάρχουν αυτών των διεπαφών· είναι σαν ένα πρωταρχικό οντολογικό υπόστρωμα. Και γιατί αυτό έχει τη σημασία του; Γιατί αν κι ο εγκέφαλος θεωρηθεί ως μια τέτοια μηχανή, τότε θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί κι αυτός ως πρωταρχικά αποκομμένος από τον κόσμο, αναδιπλωμένος στον «εαυτό» του, που μόνο σε δεύτερο χρόνο γεφυρώνει αυτό το χάσμα, μέσω της διεπαφής που λέγεται «υπόλοιπο σώμα». Το Εγώ δεν είναι ένα σώμα αλλά ταυτίζεται με τον εγκέφαλο που έχει ένα σώμα ως αντικείμενο προς κατοχή. 

Όμως, θεωρητικά μιλώντας, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ως αυτονόητη μια τέτοια θέση. Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα ωραίο απόσπασμα από κείμενο του Tim Ingold: [12Από το βιβλίο του «The perception of the environment: essays on livelihood, dwelling and skill», κεφ. 23, «The poetics of tool use. From technology, language and intelligence to craft, song and imagination.». Μέρος του βιβλίου έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα και στα ελληνικά. Η απόδοση εδώ είναι δική μας.]

«Ίσως ήρθε η ώρα για όλους τους γλωσσικά αφελείς κι αδαείς να βάλουν τους γλωσσολόγους στη θέση τους. Γιατί, σε αντίθεση με έναν γλωσσολόγο, ένας απλός ομιλητής όχι μόνο δεν αποτελεί ένα αποστασιοποιημένο, αναδιπλωμένο στον εαυτό του υποκείμενο, τοποθετημένο έναντι μιας εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά εγκατοικεί μέσα σε έναν κόσμο πλήρη σχεσιακών συμφραζομένων, όντας ευθύς εξαρχής απολύτως εμβαπτισμένος σε αυτόν. Για ένα τέτοιο πλάσμα, ο κόσμος αυτός είναι ήδη κατάφορτος σημασιών: το νόημα εγκυμονείται στις σχέσεις μεταξύ του εγκατοικούντος πλάσματος και των μερών του εγκατοικούμενου κόσμου. Και στον βαθμό που οι άνθρωποι εγκατοικούν τον ίδιο κόσμο, ακολουθώντας ένα κοινό ρεύμα δραστηριοτήτων, δεν μπορούν παρά να μοιράζονται κοινά νοήματα. Αυτή η κοινότητα εμπειριών, η συνείδηση του ζην μέσα σε έναν κοινό κόσμο σχέσεων γεμάτων από νόημα, εγκαθιδρύει μια θεμελιακή κοινωνικότητα που υπάρχει, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Pierre Bourdieu, στην «εντεύθεν πλευρά των λέξεων και των εννοιών» και που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο επί του οποίου χτίζονται όλες οι μετέπειτα προσπάθειες λεκτικής επικοινωνίας. Γιατί, παρά το αδιαμφισβήτητο των λεκτικών συμβάσεων που επιστρατεύονται κατά την ομιλία, αυτές τις συμβάσεις δεν τις παραλαμβάνουμε έτοιμες. Βρίσκονται συνεχώς σε μια διαδικασία δόμησης κι αναδόμησης, επισωρεύοντας την ιστορία των προηγούμενων χρήσεών τους: κάθεμια από αυτές αποτελεί και μια κατάκτηση των προηγούμενων γενεών, μέσα από έναν σκληρό κι επικίνδυνο αγώνα να κάνουν τους εαυτούς τους κατανοητούς στους άλλους. Κάθε φορά που κάνουμε λόγο για το συμβατικό νόημα μιας λέξης, ουσιαστικά προϋποθέτουμε σιωπηρά όλη αυτή την ιστορία, βάζοντάς την «εντός παρενθέσεων». Κι έτσι έχουμε την τάση να αντιλαμβανόμαστε τη χρήση ως θεμελιωμένη πάνω στη σύμβαση, ενώ, στην πραγματικότητα, μόνο μέσω της χρήσης είναι που η σύμβαση μπορεί να καθιερωθεί και να διατηρηθεί.  Επομένως, για να κατανοήσουμε το πώς οι λέξεις αποκτούν το νόημά τους, πρέπει να τις επανεντάξουμε μέσα στο αρχικό ρεύμα της κοινωνικότητάς τους, μέσα στα συγκεκριμένα δρασιακά και σχεσιακά συμφραζόμενα εντός των οποίων χρησιμοποιούνται και στη διαμόρφωση των οποίων συμβάλλουν. Για να φτάσουμε τελικά στη συνειδητοποίηση ότι οι λέξεις πόρρω απέχουν από το να αντλούν το νόημά τους διαμέσου της προσκόλλησής τους σε νοητικές έννοιες που επιβάλλονται έξωθεν σε έναν άνευ νοήματος κόσμο οντοτήτων και γεγονότων, τοποθετημένο κάπου «εκεί έξω». Αντίθετα, το νόημά τους το δρέπουν από τις σχεσιακές ιδιότητες του ίδιου του κόσμου. Κάθε λέξη είναι μια ιστορία σε συμπυκνωμένη και συμπαγή μορφή.»

Ο Ingold εδώ αναφέρεται επικριτικά στις κυρίαρχες γλωσσολογικές θεωρίες στρουκτουραλιστικής καταγωγής για τις οποίες η λεγόμενη αυθαιρεσία του σημαίνοντος είναι κάτι σαν άρθρο πίστης. Όμως ακριβώς η ίδια κριτική μπορεί να στραφεί και κατά των κυρίαρχων νευροεπιστημονικών θεωριών, εφόσον και οι μεν και οι δε μοιράζονται το ίδιο κυβερνητικό – πληροφοριακό υπέδαφος (στο ίδιο κείμενο ο Ingold εξετάζει με παρόμοιο τρόπο και την έννοια της νοημοσύνης). Δεν είναι μόνο οι λέξεις που αποτελούν ιστορίες σε συμπυκνωμένη και συμπαγή μορφή, αλλά και κάθε σκέψη και κάθε κοινωνική συμπεριφορά. Οι πανηγυρικές διακηρύξεις περί υπέρβασης του καρτεσιανού δυισμού ανάμεσα σε σώμα και πνεύμα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των νευροεπιστημόνων· όμως φαίνεται να εμμενούν σταθερά σε μια άλλη πλευρά της καρτεσιανής φιλοσοφίας: στην κεντρικότητα του ατομικού υποκειμένου [13Το ίδιο ισχύει ακόμα και για θεωρίες που υποτίθεται ότι πηγαίνουν πέρα από την υπολογιστική αντίληψη περί συνείδησης. Βλ. π.χ., περί της Integrated Information Theory, το άρθρο των γνωστών νευροεπιστημόνων Christof Koch και Giulio Tononi, «Can we quantify machine consciousness?».
Για να είμαστε δίκαιοι, υπάρχουν και ορισμένοι μειοψηφούντες «φιλόσοφοι του νου» που απορρίπτουν ρητά την κεντρικότητα του εγκεφάλου και του ατομικού υποκειμένου στη συγκρότηση της συνείδησης. Τυπική περίπτωση ο Alva Noë (βλ. το βιβλίο του «Out of our heads: why you are not your brain, and other lessons from the biology of consciousness») ο οποίος θεωρεί ότι λέει κάτι το πρωτοφανές με το να απορρίπτει την ταύτιση συνείδησης και εγκεφάλου. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται είναι ότι απλώς επαναλαμβάνουν σε φτωχά κι απλοϊκά αγγλικά πράγματα που έχουν ειπωθεί στη δυτική φιλοσοφία εδώ και δύο αιώνες τουλάχιστον.
Ο γερμανικός ιδεαλισμός των Fichte, Schelling και Hegel είχε ως βασικό του επίδικο το πρόβλημα της υπερ-ατομικής συγκρότησης της συνείδησης. Κι όταν ο Μαρξ έλεγε το περίφημο «ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων», προφανώς δεν ήταν υπέρμαχος μιας εξατομικευμένης αντίληψης περί συνείδησης. Φυσικά, μπορούν να βρεθούν και πιο σύγχρονες πραγματεύσεις αυτού του θέματος, πολύ πιο επεξεργασμένες φιλοσοφικά από αυτές του Noë. Βλ. π.χ., το έργο του Ingold που αναφέραμε προηγουμένως ή αυτό του Vincent Descmobes, «La denrée mentale» (αγγλική μετάφραση «The Mind's Provisions: A Critique of Cognitivism»).
].
Είναι ακριβώς αυτή η επιμονή σε μια αντίληψη περί αδιαμεσολάβητης υποκειμενικότητας που καθιστά ανίκανη την κοινωνική νευροεπιστήμη να πάει πέρα από τη διατύπωση γνωστών κοινοτοπιών. Ακόμα και στις καλύτερες περιπτώσεις, όταν αναγνωρίζεται η επίδραση πάνω στη συνείδηση παραγόντων που υπερβαίνουν το άτομο, αυτή η επίδραση γίνεται αντιληπτή με εξελικτικούς όρους: ως το αποτέλεσμα της φυλογενετικής ιστορίας του ανθρώπινου είδους. Κατά την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και μέσα από τις πιέσεις του φυσικού περιβάλλοντος, τα άτομα του είδους έχουν αναπτύξει ορισμένα κοινά και σταθερά βιολογικά χαρακτηριστικά – δομές του εγκεφάλου που είναι «υπεύθυνα» για τις κοινωνικές συμπεριφορές τους. Σε πρώτη ανάγνωση, ίσως να μην φαίνεται κάτι προβληματικό σε τέτοιου είδους εξελικτικές εξηγήσεις. Αρκεί αυτή η πρώτη ανάγνωση να μην είναι και η τελευταία. Θα δώσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα σχετικά με τα πρόσφατα ευρήματα της κοινωνικής νευροεπιστήμης για τη σχιζοφρένεια: [14Από το βιβλίο «Social neuroscience: brain, mind, and society», επιμ. Schutt, Seidman, Keshavan.]

«Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κοινωνική νόηση στις περιπτώσεις σχιζοφρένειας είναι ευεπίφορη σε παρεμβάσεις εκπαιδευτικού τύπου. Επιπλέον, η επίδραση των νευροπεπτιδίων οξυτοκίνη και βασοπρεσσίνη επί της κοινωνικής νόησης έχει οδηγήσει σε αρκετές απόπειρες να χρησιμοποιηθούν αυτά τα νευροπεπτίδια σε περιπτώσεις σχιζοφρένειας για την βελτίωση των κοινωνικών γνωσιακών δυσκολιών. Ακόμα, έχει καταδειχτεί ότι τεχνικές μη επεμβατικής εγκεφαλικής διέγερσης, όπως η tDCS (transcranial disrect simtulation), μπορούν να βελτιώσουν την κοινωνική νόηση σε υγιή άτομα, υποδεικνύοντας έτσι ότι η μη επεμβατική εγκεφαλική διέγερση ενδέχεται να είναι ευεργετική σε άτομα με σχιζοφρένεια για την αντιμετώπιση των κοινωνικών γνωσιακών δυσκολιών τους.»

Αν η σχιζοφρένεια θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα μιας διαταραχής ορισμένων σταθερών δομών και λειτουργιών του εγκεφάλου, μια απόκλιση από μια φυλογενετικά καθορισμένη κανονικότητα, τότε τι άλλο απομένει από παρεμβάσεις σαν αυτές που προτείνει το παραπάνω απόσπασμα; Μόνο που αν το ζήτημα τελειώσει εκεί, τότε πρόκειται για ένα είδος κοινωνικής θεωρίας στα χειρότερά της που όχι μόνο δεν εξηγεί τίποτα, αλλά επιπλέον συγκαλύπτει την εξήγηση βαθύτερων αιτιών  που ενδέχεται να υπάρχουν. Γιατί η σχιζοφρένεια δεν είναι ασθένεια όλης της ανθρωπότητας, σε όλους τους πολιτισμούς, αλλά κατά κύριο λόγο ασθένεια των «εξελιγμένων», δυτικού τύπου κοινωνιών. Και μια κοινωνική θεωρία που θέλει να λέει ότι εξηγεί τα κοινωνικά «φαινόμενα», οφείλει να εξηγεί, πέρα από τα σταθερά χαρακτηριστικά, και τις διαφοροποιήσεις, χωρίς να τις αναγάγει απαραίτητα σε αποκλίσεις από μια κανονικότητα. Όμως από αυτό το σημείο και πέρα, το επόμενο βήμα οφείλει να είναι και πολιτικό, εφόσον κάθε ορισμός μιας κανονικότητας αναγκαία ενέχει και πολιτικές διαστάσεις. Ένα βήμα που βεβαίως θα ήταν αυτοκτονικό για τους κοινωνικούς νευροεπιστήμονες, αν υποτεθεί ότι θα είχαν τη διάθεση να το κάνουν: γιατί θα διακυβεύονταν καριέρες, προνόμια και χρήματα. 

… μέσα σε ένα σύμπαν μηχανών

Από κοινωνική και πολιτική άποψη ωστόσο, ίσως αποδειχτεί ότι τελικά μικρή σημασία έχει το αν η κοινωνική νευροεπιστήμη έχει τα φόντα να οδηγήσει σε βαθιές ενοράσεις γύρω από τις κοινωνικές συμπεριφορές των ανθρώπων. Κατά τη γνώμη μας, ίσως φανεί ότι το διακύβευμα έγκειται στο να αλλάξουν αυτές οι συμπεριφορές και οι κοινωνικές αντιλήψεις περί σώματος, πνεύματος και των σχέσεων τους, κάτι που δεν απαιτεί απαραιτήτως κοσμογονικές φιλοσοφικές μεταβολές. Προς ποια κατεύθυνση; Προς εκείνη που θα αντιμετωπίζει το μυαλό ως ένα ακόμα πεδίο παρεμβάσεων, παρόμοιων με εκείνες που η ιατρική πρακτική και βιολογική θεωρία έχουν καταφέρει να καταστήσουν ως αυτονόητες για το υπόλοιπο σώμα. Χωρίς να είμαστε υπέρμαχοι κάποιου δυιστικού διαχωρισμού ανάμεσα σε σώμα και πνεύμα, γεγονός παραμένει παρ’ όλα αυτά ότι ένας τέτοιος διαχωρισμός έχει διατηρήσει μια κάποια ισχύ στις κοινωνικές αντιλήψεις ακόμα και σήμερα. Ως συνέπεια αυτής της κάπως προνομιακής θέσης που κατέχει το «πνεύμα», τέτοιου τύπου παρεμβάσεις είναι αναπόφευκτο να συναντάνε ακόμα ορισμένες μικρές κοινωνικές αντιστάσεις ή έστω μια δυσανεξία. Είναι ενδεικτικό ότι, στα αποσπάσματα των νευροεπιστημόνων που παραθέσαμε στην αρχή του άρθρου, οι συγγραφείς τους φροντίζουν να κρατηθούν, έστω αμήχανα κι άγαρμπα, εντός των ορίων της σημερινής πολιτικής ορθότητας, ξορκίζοντας τον νευρωνικό αναγωγισμό, τουλάχιστον στα λόγια.

Μια τακτική κίνηση που ίσως να μην χρειάζεται καν σε λίγο καιρό. Γιατί ο καπιταλισμός δεν παραμένει στατικός και ειδικά στη σημερινή του, υπερ-τεχνολογική μορφή τρέχει με ταχύτητες συχνά ασύλληπτες στο τεχνικό του επίπεδο. Κι όσο κι αν κάποιες μορφές «αντίστασης» αντέχουν, ό,τι μορφή κι αν έχουν, «οφείλουν» κι αυτές να καμφθούν. Στο νέο, μετα-ανθρώπινο παράδειγμα [15Στο human+ και τον μετα-ανθρωπισμό θα είναι αφιερωμένο το επερχόμενο φεστιβάλ του Game Over. Μείνετε συντονισμένοι.] η γενετική έχει να προσφέρει ένα κρίσιμο εργαλείο: τη δυνατότητα κατάβασης και τεχνικής παρέμβασης ακόμα και στο επίπεδο των μοριακών δομών του σώματος. Οι νευροεπιστήμες από την πλευρά τους βρίσκονται σε εκείνη τη γραμμή επίθεσης που καλείται να κατακτήσει ένα διαφορετικό έδαφος, αλλά απαραίτητο για την ομαλή σύμφυση ανθρώπου – μηχανής. Εκείνο της κατασκευής των κατάλληλων διεπαφών. Ακριβώς λόγω της κεντρικότητας που (καλώς ή κακώς, θεωρείται ότι) κατέχει ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα στην επεξεργασία των πληροφοριών του περιβάλλοντος, η οποιαδήποτε στενού τύπου διασύνδεση ανθρώπου – μηχανής οφείλει να περάσει μέσα από το νευρικό σύστημα. Και το νευρικό σύστημα πρέπει με τη σειρά του να γίνει κατανοητό ως ένα πεδίο παρεμβάσεων, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν και οι αντίστοιχες τεχνολογίες. Αν όμως έχει γίνει ήδη αποδεκτό ότι η συνείδηση κατοικοεδρεύει στον εγκέφαλο και ότι αυτός δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια υπολογιστική μηχανή, τότε ποιος θα τολμούσε να εγείρει ενστάσεις και στη βάση ποιων επιχειρημάτων; Δεν θα πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για δύο μηχανές που θα συνομιλούν. Ένα «απλά» τεχνικό ζήτημα που εξίσου «απλά» θα βρεθεί στη δικαιοδοσία των μηχανικών...   

Separatrix

κοινωνική νευροεπιστήμη: χάπια για κοινωνικά ευαίσθητους σε τιμή ευκαιρίας

Οι εντυπωσιακές εικόνες ποτέ δεν βλάπτουν. Στην εποχή της εικόνας ζούμε άλλωστε.
Εδώ απεικονίζεται το λεγόμενο connectome του εγκεφάλου, δηλαδή ο χάρτης που δείχνει ποιες περιοχές συνδέονται μεταξύ τους.
Σαφής η παραπομπή στο γονιδίωμα (genome) και αντίστοιχης έκτασης οι φιλοδοξίες για την «αποκωδικοποίησή» του.

Σημειώσεις

1 - Για μια παρουσίαση από τη δική μας οπτική, βλ. Cyborg, τ. 8, «Γενετική κοπτοραπτική: το μεγάλο κόλπο».
[ επιστροφή ]

2 - Για κάποια ιστορικά στοιχεία σχετικά με την γενετική, βλ. Cyborg, τ. 7, «Γενετική/κυβερνητική: ένας λευκός γάμος».
[ επιστροφή ]

3 - Ειδικά για τη νευρο-εκπαίδευση, βλ. Cyborg, τ. 2, «Hey teacher leave our brains alone!  (πρώτες σημειώσεις για τις νευροεπιστήμες)».
[ επιστροφή ]

4 - «Das Manifest: Elf führende Neurowissenschaftler über Gegenwart und Zukunft der Hirnforschung (Το μανιφέστο: έντεκα κορυφαίοι νευροεπιστήμονες [μιλούν] για το παρόν και το μέλλον της έρευνας του εγκεφάλου)», στο περιοδικό Gehirn & Geist (Εγκέφαλος και Νόηση), 2004.
Μεταφραστική σημείωση: μεταφράζουμε το γερμανικό Geist ως «νόηση» και όχι ως «πνεύμα», που είναι συνηθέστερο, μιας και σε νευροεπιστημονικά συμφραζόμενα τείνει να έχει μεγαλύτερη συγγένεια με το αγγλικό «mind» (νους/νόηση) και τη λεγόμενη philosophy of mind (φιλοσοφία του νου) και όχι τόσο με το «spirit» (πνεύμα, όπως στην εγελιανή παράδοση), που δεν μοιάζει αρκετά επιστημονικό.
[ επιστροφή ]

5 - «Foundations in social neuroscience», επιμ. J. Cacioppo κ.α.
[ επιστροφή ]

6 - «Cognitive neuroscience of human social behaviour», Nature (Neuroscience Reviews), 2003
[ επιστροφή ]

7 - «Αξίζει εδώ να αναφέρουμε τη δουλειά του Fernando Vidal σχετικά με το πώς ο εγκέφαλος έφτασε να αποκτήσει τέτοια κεντρικότητα. Βλ. τα άρθρα του «Brainhood, anthropological figure of modernity», «Culture: by the brain and in the brain?», «Le sujet cérébral: une esquisse historique et conceptuelle».
[ επιστροφή ]

8 - Να αναφέρουμε απλώς ότι στο βιβλίο «Foundations in social neuroscience» του Cacioppo δεν υπάρχει ούτε μία(!) αναφορά σε κανέναν από τους θεωρούμενους ως μεγάλους της κοινωνιολογίας (Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκέμ, Παρέτο).
[ επιστροφή ]

9 - Και πάλι από το άρθρο «Cognitive neuroscience of human social behaviour».
[ επιστροφή ]

10 - Για το ίδιο φαινόμενο επιστράτευσης της κυβερνητικής ορολογίας για να εξηγηθούν βιολογικά φαινόμενα, σε σχέση με τη γενετική, έχουμε αναφερθεί ξανά. Βλ. Cyborg, τ. 7, «Γενετική/κυβερνητική: ένας λευκός γάμος».
[ επιστροφή ]

11 - Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορική εκείνη διαδικασία που οδήγησε στην αντίληψη περί μιας εξατομικευμένης συνείδησης υπολογιστικού τύπου, βλ. Cyborg, τ. 8, «το τεστ Turing: σημειώσεις για μια γενεαλογία της "νοημοσύνης"».
Για το ίδιο φαινόμενο επιστράτευσης της κυβερνητικής ορολογίας για να εξηγηθούν βιολογικά φαινόμενα, σε σχέση με τη γενετική, έχουμε αναφερθεί ξανά.
Βλ. Cyborg, τ. 7, «Γενετική/κυβερνητική: ένας λευκός γάμος».
[ επιστροφή ]

12 - Από το βιβλίο του «The perception of the environment: essays on livelihood, dwelling and skill», κεφ. 23, «The poetics of tool use. From technology, language and intelligence to craft, song and imagination.». Μέρος του βιβλίου έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα και στα ελληνικά. Η απόδοση εδώ είναι δική μας.
[ επιστροφή ]

13 - Το ίδιο ισχύει ακόμα και για θεωρίες που υποτίθεται ότι πηγαίνουν πέρα από την υπολογιστική αντίληψη περί συνείδησης. Βλ. π.χ., περί της Integrated Information Theory, το άρθρο των γνωστών νευροεπιστημόνων Christof Koch και Giulio Tononi, «Can we quantify machine consciousness?».
Για να είμαστε δίκαιοι, υπάρχουν και ορισμένοι μειοψηφούντες «φιλόσοφοι του νου» που απορρίπτουν ρητά την κεντρικότητα του εγκεφάλου και του ατομικού υποκειμένου στη συγκρότηση της συνείδησης. Τυπική περίπτωση ο Alva Noë (βλ. το βιβλίο του «Out of our heads: why you are not your brain, and other lessons from the biology of consciousness») ο οποίος θεωρεί ότι λέει κάτι το πρωτοφανές με το να απορρίπτει την ταύτιση συνείδησης και εγκεφάλου. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται είναι ότι απλώς επαναλαμβάνουν σε φτωχά κι απλοϊκά αγγλικά πράγματα που έχουν ειπωθεί στη δυτική φιλοσοφία εδώ και δύο αιώνες τουλάχιστον.
Ο γερμανικός ιδεαλισμός των Fichte, Schelling και Hegel είχε ως βασικό του επίδικο το πρόβλημα της υπερ-ατομικής συγκρότησης της συνείδησης. Κι όταν ο Μαρξ έλεγε το περίφημο «ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων», προφανώς δεν ήταν υπέρμαχος μιας εξατομικευμένης αντίληψης περί συνείδησης. Φυσικά, μπορούν να βρεθούν και πιο σύγχρονες πραγματεύσεις αυτού του θέματος, πολύ πιο επεξεργασμένες φιλοσοφικά από αυτές του Noë. Βλ. π.χ., το έργο του Ingold που αναφέραμε προηγουμένως ή αυτό του Vincent Descmobes, «La denrée mentale» (αγγλική μετάφραση «The Mind's Provisions: A Critique of Cognitivism»).
[ επιστροφή ]

14 - Από το βιβλίο «Social neuroscience: brain, mind, and society», επιμ. Schutt, Seidman, Keshavan.
[ επιστροφή ]

15 - Στο human+ και τον μετα-ανθρωπισμό θα είναι αφιερωμένο το επερχόμενο φεστιβάλ του Game Over. Μείνετε συντονισμένοι.

[ επιστροφή ]

κορυφή