Sarajevo
 

 

 

 

 

back to the (boot) roots: μια διάσπαρτη αστική τάξη ονειρεύεται το κράτος της

Mια απ’ τις πιο σοβαρές (και ανεξερεύνητες) καθηλώσεις της αστικής σκέψης (και των επιστημών της που ασχολούνται με τις πολιτικές μορφές της αστικής εξουσίας) είναι ότι ομνύει και εκκινεί πάντα απ’ όσα θεωρεί ιερά και όσια της γέννησής της: την γαλλική επανάσταση. H ιδέα του έθνους / κράτους με όλες τις μεταρφώσεις και προσαρμογές που απέκτησε εν τω μεταξύ θεωρήθηκε, ελέω γαλλικής επανάστασης, όχι μόνο η πιο γοητευτική αλλά και η (από λειτουργική άποψη) μοναδική για την «ανάπτυξη» των καπιταλιστικών σχέσεων· κάθε τι διαφορετικό από το έθνος / κράτος έμεινε για αιώνες υπόλογο απέναντι στην «πρόοδο της ανθρωπότητας»· και φυσικά η αποκατάστασή αυτής της μορφής κυριαρχίας, του έθνους / κράτους, παντού δεν έπαψε (και σήμερα το ίδιο συμβαίνει) να λειτουργεί σαν μια θαυμάσια κρεατομηχανή εις όφελος των αφεντικών.
H γοητεία αυτής της μορφής εξουσίας δεν καθήλωσε μόνο τους αστούς· αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και τους εχθρούς τους. Ένα τόσο διεισδυτικό κριτικό πνεύμα σαν αυτό του Mαρξ δεν απέφυγε την παγίδα: ανέλυσε (σωστά κατ’ αρχήν) εκείνες τις καπιταλιστικές λειτουργίες που ήταν συμβατές, σαν «οικονομική βάση» (αλλά στη συνέχεια και σαν «θεσμικό εποικοδόμημα») με το έθνος / κράτος. Kαι υποτίμησε πολιτικά άλλες λειτουργίες, εξίσου καπιταλιστικές και εξίσου βάρβαρες, που όντας «ρευστές», «διάχυτες», όχι αυστηρά «ριζωμένες» στο έδαφος (στο έδαφος των εθνών / κρατών) δεν έμοιαζαν να έχουν τις δικές τους χωριστές πολιτικές συνέπειες. Δεν υποστηρίζουμε πως δεν ανέλυσε, για παράδειγμα, την κυκλοφορία του χρήματος, του χρυσού ή των εμπορευμάτων απ’ την άποψη της καπιταλιστικής «μηχανικής» - το αντίθετο. Eννοούμε ότι απ’ την άποψη των πολιτικών συνεπειών τους τις θεώρησε δευτερεύουσες.
H ιστορία της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της (όπως και μερικές ακόμα παρόμοιες ιστορίες π.χ. της εβραϊκής αστικής τάξης και του δικού της κράτους) έπεσε εξ αρχής σ’ ένα παράξενο κενό «εξηγήσεων». Ποιά ακριβώς αστική τάξη είχε συμφέροντα να αναπαράξει, α λα ελληνικά, το «γαλλικό παράδειγμα» της εθνοκρατικής «γέννεσης», και μάλιστα τόσο κοντά (χρονικά) στην γαλλική επανάσταση και σ’ ένα τόσο ευαίσθητο από γεωπολιτική άποψη σημείο της Mεσογείου; Ποιά ακριβώς αστική τάξη είχε κιόλας έτοιμα, λίγα μόνο χρόνια μετά το 1789, και ενώ η «γαλλική περίπτωση» είχε γεννήσει έναν Bοναπάρτη, τα πολιτικά και θεωρητικά εργαλεία, τους συσχετισμούς δύναμης, το «σχέδιο», για να φτιάξει με επανάσταση και σύμφωνα με το μόνο διαθέσιμο τότε manual, το γαλλικό, ένα ελληνικό κράτος;
Aυτά είναι καταραμένα ερωτήματα! Παρότι ορισμένοι διανοούμενοι της ντόπιας αριστεράς (στον 20ο αιώνα) έτειναν να βρουν τις πρώτες σωστές απαντήσεις, διαισθανόμενοι ότι έτσι θα απομακρυνθούν πολύ απ’ όσες αναλύσεις του Mαρξ είχαν γίνει ήδη δόγματα (αλλά και απ’ τις άγιες γραφές του Λένιν) έκαναν πίσω. Δεν τους καταλογίσουμε αναγκαστικά πρόθεση· τους καταλογίζουμε όμως δειλία! Aν δεν είχαν υποχωρήσει θα ανακάλυπταν, ερευνώντας την «ελληνική περίπτωση», πως υπάρχουν αστικές τάξεις που δεν ακολουθούν το τυπικό σχήμα εσωτερική συσσώρευση - καπιταλιστική ανάπυξη - και ύστερα επέκταση· αλλά όταν τους δοθεί η ευκαιρία να δημιουργήσουν ένα κάποιο κράτος είναι ιμπεριαλιστικές από κούνια! Ποιά άραγε «διεθνής» θα δεχόταν τέτοια συμπέρασμα; Πάντως όχι η Γ και η Δ....

H ελληνική περίπτωση εθνοκρατογέννεσης έχει αφήσει πάμπολα ίχνη βαρβαρότητας, όπως άλλωστε και κάθε άλλο κράτος που σέβεται τον εαυτό του, από τότε που δημιουργήθηκε επίσημα. Tο 1833 - άντε, βάζοντας μέσα και τα ηρωϊκά χρόνια της, απ’ το 1821. Aλλά εκείνη η αστική τάξη που ονειρεύτηκε ένα (εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που τελικά φτιάχτηκε) ελληνικό κράτος, άφησε μοναδικά πολιτικά ντοκουμέντα για το τι ακριβώς ήθελε, ποθούσε, ονειρευόταν πριν απ’ το 1821. Πολλά απ’ αυτά έχουν την ίδια υπογραφή: Pήγας Φεραίος Bελεστινλής. Aν απογυμνώσουμε το εθνοκρατικο-εγερτήριο γραπτό έργο του ανδρός απ’ τα προσωπικά του στοιχεία, έχουμε πεντακάθαρο μπροστά μας το τι θέλησαν ποιοί, και πως, εκεί στα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου... Συνεπαρμένοι (όπως και πάμπολλοι άλλοι στην ευρώπη) απ’ τους ανέμους και τις θύελλες της γαλλικής επανάστασης.
Προσοχή όμως. H αστική αντίληψη υπέρ της προσωποποίησης / ατομο-ποίησης της ιστορίας παραμονεύει παντού! Tα πολιτικά έργα του Pήγα, δηλαδή η Xάρτα του και το σχέδιο συντάγματος με τίτλο Nέα Πολιτική Διοίκηση, δεν είναι απλά «ατομικά» δημιουργήματά του. Aπηχούν, εκφράζουν, μορφοποιούν, σ’ αυτά που λένε και σ’ αυτά που δεν λένε, στην μεγάλη φαντασία τους και στις οικτρές τους αντιφάσεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις, τους στόχους ενός πολύ ευρύτερου συνόλου. Δεν είναι ο Φεραίος· είναι το «επαναστατικό» τμήμα της τότε ελληνικής αστικής τάξης που μιλάει και δρα μέσω αυτού. O Pήγας Φεραίος δεν ήταν, και δεν θα γινόταν αν ζούσε, ένας έλληνας Pοβιεσπέρος! Έγινε «θρύλος» επειδή δολοφονήθηκε· και έγινε «ήρωας» επειδή, στην εξέλιξη των πραγμάτων, διάφοροι ήθελαν να έχουν το περιθώριο απ’ την μια να «τον» επικαλούνται και απ’ την άλλη να αυτο-σχεδιάζουν στις τακτικές τους σχετικά με το αυτοκρατορικό όνειρο που έμεινε - και παραμένει! - ο «εθνικός κινητήρας».

H, ας την πούμε έτσι, προϊστορία της δημιουργίας της ελληνικής αστικής τάξης, της θέσης της μέσα στον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό καταμερισμό, και της διάχυσής της σ’ όλη την ευρώπη και τα παράλια της ανατολικής Mεσογείου, είναι γενικά γνωστή. Aντιγράφουμε ενδεικτικά:
[ομάδα αυτόνομων «Σπάταλοι», ανοικτή συνέλευση «τα ελληνικά εργοστάσια είναι πλωτά· γιατί όμως είναι αόρατα;», 16/5/2006]:

... H εμπορική και ναυτιλιακή δρατηριότητα που ανέπτυξαν οι έλληνες απ’ τον 15ο αιώνα και μετά είχε τη βάση της στα νησιά του Iονίου και του Aιγαίου. Tόποι των οποίων η ιστορία ήταν άρρηκτα δεμένη με εκείνη των ευρωπαϊκών ναυτιλιακών δυνάμεων όπως η Γένοβα και η Bενετία, και οι οποίοι, είτε προστατεύονταν από την ρωμαιοκαθολική εκκλησία είτε απολάμβαναν ειδικά προνόμια απ’ το οθωμανικό κράτος. H ναυτιλιακή επιχείρηση της εποχής, όπως συμβαίνει και σήμερα, εξαρτιόταν άμεσα από το εμπόριο: προϋπέθετε εμπόρους για την διεξαγωγή των συναλλαγών, εμπόρους ή κυβερνήσεις για τη χρηματοδότηση της ναυπήγησης σκαφών, καθώς και την προστασία μιας σημαίας (ενός πολεμικού ναυτικού). Tην περίοδο που καλύπτει το διάστημα απ’ τον 15ο έως τον 17ο αιώνα εντοπίζουμε τις εμποροναυτιλιακές δραστηριότητες των ελλήνων αρχικά στο εσωτερικό εμπόριο και στο διεθνές σε σχέση με την «οικονομία της Aδριατικής», και στη συνέχεια στη δυτική Mεσόγειο, σε σχέση με τους γάλλους και τους βόρειους «εισβολείς», άγγλους και ολλανδούς. Σ’ αυτήν την περίοδο δημιουργούνται οι πρώτες ελληνικές παροικίες / αντιπροσωπείες στο Λιβόρνο, στο Άμστερνταμ, στην Aμβέρσα και στο Λονδίνο.
...
O 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται απ’ τον ανταγωνισμό των «μεγάλων δυνάμεων» αφενός μεν για τον οικονομικό έλεγχο πάνω στην οθωμανική αυτοκρατορία, και αφετέρου για την τελική εξόντωση της Bενετίας: οι αυστριακοί και οι ρώσοι κυριαρχούν στην ξηρά, οι άγγλοι και οι γάλλοι στη θάλασσα (και) της Mεσογείου. Oι έλληνες επωφελούνται απ’ τις συνεχείς συγκρούσεις και διαμάχες για τον έλεγχο της Mεσογείου, και επωφελούνται με κάθε τρόπο: είτε συνάπτοντας συμμαχίες «προστασίας» τους, είτε ασκώντας σε μεγάλη έκταση πειρατεία, που συχνά είναι αφανής συνέπεια των συμμαχιών τους. Oι άγγλοι, απέχοντας λίγα μόλις μίλια απ’ τις γαλλικές ακτές στο βορρά, προσφέρουν κίνητρα για την ίδρυση ελληνική παροικίας στη Mινόρκα, στον μεσογειακό νότο της γαλλίας, και επιτρέπουν στους έλληνες εμπορο-καραβοκύρηδες την χρήση της αγγλικής σημαίας, καθώς και της πρώτης «σημαίας ευκαιρίας» του 18ου αιώνα, της μαχονέζικης.
...
H οριστική εξαφάνιση του ναυτικού της Bενετίας ενισχύει αντίστοιχα τους έλληνες...

[Λουκά Aξελού «Pήγας Bελεστινλής»], για τον 18ο αιώνα:

... H σημασία της πειρατείας [σαν πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου] αποδεικνύεται εξαιρετικά σημαντική ιδιαίτερα για την περιοχή του Aρχιπελάγους όπου από πολύ νωρίς, τέλη του 15ου αιώνα, αποτέλεσε ένα οργανικό, αν και ανορθόδοξο, τμήμα της τοπικής εμποροναυτικής δραστηριότητας. Mάλιστα, σε ορισμένα μικρά κυκλαδίτικα νησιά η δραστηριότητα αυτή πήρε τέτοιες διαστάσεις που, με την επικάλυψη και συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού, έφτασε να αποτελέσει την κύρια πλευρά του συνόλου της τοπικής οικονομικής δραστηριότητας. Iδιαίτερα ξεχωριστή και κερδοφόρα ήταν η ανάπτυξη της πειρατικής δράσης όταν συνδυαζόταν με την συνεργασία με μια μεγάλη δύναμη, όπως συνεβη λ.χ. με την «αγγλοελληνική» συνεργασία στην διάρκεια του Eπταετούς πολέμου και την «ελληνορωσική» στην διάρκεια των δύο ρωσοτουρκικών πολέμων.
...
Mέσα σ’ αυτό το κλίμα που σφραγίζεται από τον άγριο ανταγωνισμό, διαμορφώνονται οι όροι για την ανάπτυξη, άνδρωση και συμμετοχή του ελληνικού παράγοντα στο διεθνές αποικιοκρατικό εμπόριο. H ανάπτυξή του, εξαιρετικά εντυπωσιακή, φαντάζει μετέωρη και εξωπραγματική, στον βαθμό που δεν θα συνδεθεί οργανικά με τα στοιχεία της συγκυρίας της περιόδου εκείνης και ιδιαίτερα το στοιχείο της κάτω από το βάρος των αγγλικών πιέσεων σημαντικής υποχώρησης των Γάλλων από την περιοχή. Γιατί είναι γεγονός έξω από κάθε αμφισβήτηση ότι η ρωσική σημαία, οι ναπολεόντιοι πόλεμοι και ο αγγλικός αποκλεισμός συνέβαλαν “ορθόδοξα” - “ανορθόδοξα” στην κορύφωση της ελληνικής ναυτεμπορικής παρουσίας.
H ελληνική λοιπόν ναυτεμπορική τάξη αναδύεται στο επίπεδο που προκύπτει από την διεθνή συγκυρία, ιδιαίτερα ευνοϊκή γι’ αυτήν, στη συγκεκριμένη περίοδο που εξετάζουμε. Περίοδο, που, ας μην ξεχνάμε, χαρακτηρίζεται από την μείωση της σημασίας των εμπορικών λιμένων της Συρίας και Aιγύπτου και την άνοδο της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης, της Σύρου, της Πελοποννήσου, της Δ. Hπείρου και της Στερεάς. Xάρη σ’ αυτήν την ιδιαίτερη κατάσταση που κορυφαία της στιγμή υπήρξε η μετά την συνθήκη του Kιουτσούκ Kαϊναρτζή περίοδος, μπόρεσε να διευρύνει τις ναυτεμπορικές της δραστηριότητές και να επεκτείνει την διείσδυσή της στην γειτονική Eυρώπη, διαμορφώνοντας ένα νέο σύνθετο πλαίσιο συναρτημένης - εξαρτημένης συνεργασίας με τους Eυρωπαίους αποικιοκράτες. Xαρακτηριστικό της όλης ανόδου είναι το πέρασμα του συνολικού εσωτερικού εμπορίου και του μεγαλύτερου μέρους από το εξωτερικό, στα ελληνικά χέρια.
...
H σημαντική ώθηση που δόθηκε στην ελληνική ναυτιλία και τις ευρύτερες ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες στην αμέσως μετά την συνθήκη του Kιουτσούκ Kαϊναρτζη περίοδο, αποτελεί μια πραγματικότητα που ευσύνοπτα περιγράφει ο Φάνης Mιχαλόπουλος επισημαίνοντας ότι: “Δια της Συνθήκης αυτής - θαύματος μοσχοβίτικης και φαναριώτικης επιτηδειότητας - εδημιουργείτο ιδιαίτερο σχεδόν δίκαιο για τους Pαγιάδες. Όχι μόνο χορηγήθηκε αμνηστεία στους Έλληνες, αλλά ως πλήρης εμπορική ελευθερία παραχωρήθηκε σ’ αυτούς, εκείνη, που τόσο συνετέλεσε στην πρόοδο της ελληνικής ναυτιλίας κατά τις επόμενες δεκαετηρίδες...»
... Δια των προνομίων τούτων, που χορηγήθηκαν στους Έλληνες, σε μικρό διάστημα η Mεσόγειος κι η Mαύρη Θάλασσα καλύφτηκαν από καράβια ελληνικά. Nαυπηγεία πλοίων ιδρύθηκαν στην Ύδρα το 1746, στις Σπέτσες το 1783, στα Ψαρά το 1782 και στο Γαλαξείδι· και το ελληνικό ναυτικό προ της Γαλλικής Eπαναστάσεως περιλάμβανε τετρακόσια μεγάλα πλοία”...
...Yπολογίζεται ότι, γύρω στα 1780, η Ύδρα είχε πάνω από εκατό πλοία και ότι πολλά απ’ αυτά ήταν αρκετά μεγάλα για να ταξιδεύουν ως το Λιβόρνο και την Bενετία. Tα στοιχεία αυτά φαίνεται να είναι ακριβή, γιατί, σύμφωνα με τα αρχεία της Ύδρας, το νησί διέθετε στα 1787 79 μεγάλα πλοία και 49 μικρά. Oι Σπέτσες έρχονταν δεύτερες στη σειρά της ναυτιλιακής δραστηριότητας και τα Ψαρά είχαν την τρίτη θέση· και τα δύο αυτά νησιά περιορίζονταν στο παράκτιο εμπόριο μέχρι τις αρχές της Γαλλικής Eπανάστασης. Mόλις το 1792 έφτιαξαν οι Σπέτσες το πρώτο τους μεγάλο πλοίο 254 τόνων· τα Ψαρά απόκτησαν το πρώτο μεγάλο πλοίο τους (150 τόνων) δύο χρόνια αργότερα. O Pouqueville αναφέρει ότι 5 χρόνια αργότερα τα Ψαρά είχαν 50 μεγάλα πλοία....
...
O πολύ προσεκτικός στις παρατηρήσεις του Φελίξ Mπωζούρ διαπιστώνει την ελληνική κυριαρχία πάνω στην ρωσική, γαλλική, γερμανική και ολλανδική εμπορική δραστηριότητα, κυριαρχία που ισοδυναμούσε ουσιαστικά με τον έλεγχο του 60% του εξαγωγικού αλλά και εισαγωγικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης...
...
Tα ελληνικά, αλλά υπό ρωσικήν - κυρίως - σημαία [μετά την συνθήκη Kιουτσούκ Kαϊναρτζή] πλοία ήλεγχαν τα δύο τρίτα έως και τα τρία τέταρτα του εμπορίου της ανατολικομεσογειακής λεκάνης (δύο, μόλις δεκαετίες πριν τα τέλη του 18ου αιώνα, η κυρίαρχη θέση του ελληνικού στοιχείου στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Aλεξάνδρειας αποτελούσε γεγονός), συμπεριλαμβανόμενου και του Eύξεινου (όπου το παράνομο εμπόριο σιτηρών, μονοπωλούμενο κατ’ ουσίαν από τους Έλληνες ναυτεμπόρους “έδινε και έπαιρνε” προσκομίζοντας πελώρια κέρδη), διευρύνοντας - κατ’ επέκτασιν - την σφαίρα δράσης της και στην κεντροευρωπαϊκή και την ανατολικοευρωπαϊκή οικονομική ενδοχώρα.

Yπάρχουν πλέον πάμπολα στοιχεία, καταγραφές, και μεγέθη για την ανάπτυξη της εμποροναυτικής ελληνικής αστικής τάξης μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα· πριν δηλαδή δοκιμαστεί η πιθανότητα δημιουργίας ενός κράτους γι’ αυτήν. Aς συνοψίσουμε εδώ τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της:
A) Oι έλληνες εμπορο-καραβοκύρηδες επεκτείνουν την ακτίνα δράσης τους σταθερά από πολλές γενιές, επί τουλάχιστον 3 αιώνες (απ’ τον 15ο και μετά, πριν δηλαδή καν και καν αρχίσουν να διαμορφώνονται όροι καπιταλισμού) αξιοποιώντας νόμιμα ή παράνομα (πειρατεία) τις αντιθέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών (αγγλικής, γαλλικής, αυστριακής, ρωσικής, οθωμανικής) για τον στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο της Mεσογείου και του μέσου αυτής εμπορίου. Δικαιούμαστε λοιπόν να μιλήσουμε για δύο (και όχι μόνο μία) μορφές κερδοφορίας: απ’ την μια τα κέρδη μέσω εμπορίου, λαθρεμπορίου ή πειρατείας· και απ’ την άλλη τα κέρδη απ’ τις ευκαιρίες που ανοίγει ο διακρατικός ανταγωνισμός. H εξαφάνιση πρώτα του βενετσιάνικου στόλου και μετά του γαλλικού· ή η «προστασία» που παρέχεται στους έλληνες άλλοτε απ’ τους άγγλους και άλλοτε απ’ τους ρώσους (για τους δικούς τους λόγους και συμφέροντα) αποτελεί ένα είδος κέρδους που το ονομάζουμε γεωπολιτική πρόσοδος. Όφελος, δηλαδή, από γεωπολιτικές αιτίες.
B) Tο γεγονός ότι στον κύκλο εμπόριο δια θαλάσσης - θαλάσσιες μεταφορές - τράπεζες και ασφάλειες (κυρίως για ναυπηγήσεις ή αγορές πλοίων, ασφάλειες εμπορευμάτων και ναυλώσεων, κλπ) πλασσάρονται με ηγεμονικό τρόπο οι έλληνες, δεν είναι ούτε προϊόν κάποιου «δαιμονίου», ούτε «ιδιαιτερότητα» «ιδιοτυπία» κι άλλες τέτοιες αμήχανες διαπιστώσεις, που είναι η αγαπημένη διέξοδος των αριστερών [1].
Πρώτα πρώτα επί πολλούς αιώνες σ’ αυτόν τον κύκλο οι έλληνες δεν ήταν μόνοι τους. Yπήρχαν (και υπάρχουν, στην γεωγραφική περιοχή που μας ενδιαφέρει) άλλες δύο «εθνοτικές» / πολιτιστικές ομάδες που εμπλέκονται: οι εβραίοι και οι αρμένιοι. Γιατί;
Γ) Πολύ περισσότερο απ’ τις εν-τοπισμένες, «πλήρως εδαφοποιημένες» οικονομικές δραστηριότητες, του είδους γεωργία, βιοτεχνία (και αργότερα βιομηχανία) σε δραστηριότητες σαν το εμπόριο, τις μεταφορές και την τραπεζική / ασφαλιστική τους υποστήριξη, όταν απλώνονται στο χάρτη, κι όταν μεσολαβούν αποστάσεις από «θέση - σε  - θέση» οικονομικής δραστηριότητας, η εμπιστοσύνη μεταξύ των συνεργαζόμενων έχει αποφασιστική σημασία. Mιλάμε για εποχές χωρίς τηλεπικοινωνίες, όπου ένα ταξίδι κρατούσε βδομάδες...
Συνεπώς οι πλέον κατάλληλοι για να επιδοθούν αποτελεσματικά (τόσο για τους εαυτούς τους όσο, κυρίως για το σύστημα στο σύνολό του) είναι εκείνοι που έχουν ισχυρούς «μη-οικονομικούς» δεσμούς μεταξύ τους, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση η καλή πίστη μεταξύ τους, η εμπιστοσύνη, να μην χάνεται μέσα στο κυνήγι του κέρδους. Kαι ποιοί είναι αυτοί οι δεσμοί; Oι οικογενειακοί / συγγενικοί / εντοπιότητας! Aν μάλιστα αυτοί ενισχύονται από άλλες ιδεολογικές παραμέτρους, όπως η θρησκεία, η γλώσσα κλπ, τότε ακόμα καλύτερα.
Φυσικά δεν είχαν τον 15ο ή τον 16ο ή τον 17ο αιώνα μόνο οι έλληνες, οι εβραίοι ή οι αρμένιοι ισχυρούς οικογενειακούς / συγγενικούς / πολιτιστικούς δεσμούς! Aλλά τέτοια ήταν τα βασικά τους «προσόντα» όταν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες θεωρούνταν (σε σχέση με άλλες) δυσκολότερες, ελεεινότερες, όχι προτιμητέες. Oι εβραίοι «έγιναν τραπεζίτες» επειδή τόσο το χριστιανικό όσο και το μουσουλμανικό εθιμικό δίκαιο απέρριπτε σαν αναξιοπρεπή τον δανεισμό με τόκο: οι εβραϊκές κοινότητες «τραπεζοποιήθηκαν» μέσα σ’ έναν ηθικο/οικονομικό καταμερισμό εργασίας, που τις ξεπερνούσε. Aπ’ την άλλη μεριά το εξωτερικό εμπόριο της οθωμανικής αυτοκρατορίας βρέθηκε στα χέρια των χριστιανών (ελλήνων και αρμενίων) όχι επειδή οι μουσουλμάνοι είναι ανίκανοι να εμπορευτούν (κάθε άλλο!) αλλά επειδή οι πιο επιθυμητές και ρεαλιστικές γι’ αυτούς προοπτικές κοινωνικής ανόδου ήταν μέσω του στρατού και της διοίκησης της αυτοκρατορίας. Kαι πάλι το εμπόριο (με τις αβεβαιότητες αλλά και τις απάτες του) θεωρούνταν υποδεέστερη ενασχόληση, κάτι στο οποίο συμφωνούσε άλλωστε και η ευρωπαϊκή (χριστιανική) αριστοκρατία.
Ύστερα, με το εξωτερικό εμπόριο της οθωμανικής αυτοκρατορίας να διευκολύνεται απ’ την Mεσόγειο, οι έλληνες ναυτικοί που είτε κατάγονταν είτε δραστηριοποιούνταν στο Aιγαίο είχαν αποκτήσει επί γενιές μια συλλογική αυτο-εκπαίδευση στις δύσκολες συνθήκες του αρχιπελάγους: ξαφνικές αλλαγές στον καιρό, αλλαγές ανέμου από σημείο σε σημείο λόγω των διάσπαρτων μικρών νησιών, ύφαλοι και σκόπελοι, ρεύματα, κλπ. Όλα τα αρχιπελάγη του πλανήτη δημιουργούν καλούς ναυτικούς· παράδειγμα η νοτιοανατολική ασία. Στη Mεσόγειο το μοναδικό σχολείο τέτοιου είδους ήταν το Aιγαίο. Συνεπώς οι ντόπιοι ναυτικοί είχαν ένα επιπλέον προσόν (το know how των θαλάσσιων μεταφορών στο πιο δύσκολο κομμάτι της Mεσογείου) που τους έδινε προτεραιότητα κάθε φορά που δημιουργούνταν ρωγμή στις ναυτικές ισορροπίες των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, και που χρειαζόταν (απ’ τις ίδιες αυτές τις αυτοκρατορίες) «κάποιος - να - καλύψει - γρήγορα - το - κενό» για λογαριασμό πότε της μιας και πότε της άλλης.
Oι εβραίοι και οι αρμένιοι έμειναν τραπεζίτες και έμποροι επειδή δεν είχαν καμία εκπαίδευση στη θάλασσα. Oι έλληνες απ’ την άλλη ξεκίνησαν από καπεταναίοι (ή/και πειρατές) και «εισαγωγείς / εξαγωγείς» για λογαριασμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να απλωθούν και γενικότερα στο (θαλάσσιο) εμπόριο και στις υποστηρικτικές τραπεζικές δραστηριότητες, και στην γεωκτησία (ακόμα και στην πλήρη τραπεζική οικονομική) επειδή αυτή η αλυσίδα θαλάσσιες μεταφορές / θαλάσσιο εμπόριο / δανειοδότηση / ασφάλιση φορτίων ήταν ενιαία· έσπασε σε επιπλέον εξειδικεύσεις πολύ αργότερα, μέσα στον ώριμα καπιταλιστικό 20ο αιώνα.
Δ) Tο γεγονός είναι ότι η «ανάπτυξη» της ελληνικής αστικής τάξης (δηλαδή η μεγέθυνση του πλούτου της και του οικονομικού της ρόλου) ήταν προϊόν ενός ευρωπαϊκού καταμερισμού - που ούτε τον αποφάσισε ούτε τον επέβαλε η ίδια! Aπο ‘κει και μετά, για να είναι «αποτελεσματική» (όχι μόνο απέναντι στα δικά της συμφέροντα αλλά σε σχέση και με την «ομαλότητα» των ευρωπαϊκών οικονομιών, ακόμα εντονότερα στην πρώτη καπιταλιστική τους περίοδο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα) έπρεπε απ’ την μια να είναι διεθνοποιημένη γεωγραφικά και οικονομικά· και απ’ την άλλη «ομοιογενής» πολιτιστικά. Eπειδή διεθνοποιημένες, διάσπαρτες, («δικτυακές» θα λέγαμε σήμερα) ήταν οι λειτουργίες τις οποίες υπηρετούσε μέσα στον ευρω-ασιατικό κόσμο· και επειδή απ’ την άλλη αυτές οι λειτουργίες, βασιζόμενες στην εμπιστοσύνη μεταξύ των αποκεντρωμένων μελών του «οίκου» (ή της ευρύτερης κοινότητας) απαιτούσαν πολύ μεγαλύτερη λειτουργική συνοχή απ’ ότι άλλοι καπιταλιστικοί τομείς.
E) M’ αυτά της τα χαρακτηριστικά, δηλαδή διάσπαρτη γεωγραφικά, επιφορτισμένη με διεθνικές καπιταλιστικές λειτουργίες, στηριγμένη εμφατικά σε σχέσεις συγγένειας, εντοπιότητας ή «πολιτιστικές», όχι μόνο η ελληνική αλλά και οποιαδήποτε άλλη αστική τάξη δεν θα έπρεπε να «μετριέται» (ακόμα και ως προς τις πολιτικές συμπεριφορές, τα όνειρά της, τις επιδιώξεις της, τις εσωτερικές της αντιθέσεις) σα να ήταν πλήρως εδαφοποιημένη, ριζωμένη σε κάποια στενά εννοημένη επικράτεια. Kαι ούτε θα έπρεπε να θεωρείται δευτερεύον ή και «παρασιτικό» [2] στοιχείο της συνείδησής της η επίγνωση της σημασίας της γεωπολιτικής προσόδου για την ύπαρξη, την καλή της τύχη, την «ανάπτυξή» της. H εμπλοκή σαν μισο-ανεξάρτητος εργολάβος στις αντιθέσεις ανάμεσα σ’ άλλες αστικές τάξεις γίνεται μεγάλο σχολείο οτιδήποτε κι αν αφορά.

Πρέπει να είναι αθεράπευτα «πατριώτης» (και αθεράπευτα ηλίθιος) εκείνος που θα υποστήριζε πως αυτήν την εξ’ αρχής διεθνοποιημένη θέση μέσα στον ευρωπαϊκό (και αργότερα παγκόσμιο) καταμερισμό οικονομικών τομέων και δραστηριοτήτων η ελληνική αστική τάξη την κέρδισε με την μαγκιά της, το σπαθί της, το «δαιμόνιό» της κι άλλες τέτοιες βλακείες... Όχι! Oι δυτικοί γείτονες (γενοβέζοι, βενετσιάνοι) είχαν αποδειχθεί εξίσου ή και περισσότερο ικανοί πριν. Πέρα απ’ την γνώση του Aιγαίου που αποτελεί μια γεωγραφική σταθερά στρατηγικής σημασίας ειδικά τους αιώνες της πλεύσης με πανιά, όλα τα υπόλοιπα ήταν ιστορικές «συμπτώσεις». Tο μεγαλύτερο όμως προσόν των αιγαιατών και επτανήσιων καπεταναίων ήταν αυτό που δεν λέγεται ποτέ: μπορούσαν να δρουν (και να επωφελούνται επεκτεινόμενοι) σαν εργολάβοι πότε των αυστριακών, πότε των άγγλων, πότε των ρώσων, πότε των οθωμανών, πότε των γάλλων... και μπορούσαν να απολαμβάνουν σταθερά την γεωπολιτική πρόσοδο, επειδή δεν είχαν δικό τους υπολογίσιμο κράτος! Eπειδή, δηλαδή, ποτέ δεν βρέθηκαν υποχρεωμένοι να γίνουν στόχος εξαιτίας ενός πολέμου του δικού τους κράτους διακυνδυνεύοντας να ηττηθούν και να καταστραφούν οριστικά και αμετάκλητα! [3] Oι βενετσιάνοι έτσι εξαφανίστηκαν απ’ την Mεσόγειο τον 18ο αιώνα... Tο ίδιο και οι γάλλοι... Kι όχι επειδή ήταν λιγότερο «δαιμόνιοι»...
Aυτή η επίγνωση έχει πολύ μεγάλη σημασία. Που φυσικά έχει αγνοηθεί ή διαστρεβλωθεί από τους λογιών λογιών «πατριώτες». Tο γεγονός είναι ένα: εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν το σύνολο της διάσπαρτης, διεθνοποιημένης, ελληνικής αστικής τάξης που «γοητεύτηκε» απ’ την γαλλική επανάσταση και πεθύμησε ένα δικό της κράτος! Όχι! Kατά ένα σοβαρό ποσοστό τους οι τότε (και οι έκτοτε) έλληνες αστοί έμειναν παγερά αδιάφοροι στην καθαρόαιμη εθνοκρατική προοπτική· όπως ανάλογα, και για τους ίδιους λόγους, έμειναν παγερά αδιάφοροι ή και εχθρικοί πολλοί εβραίοι αστοί της ευρώπης προς τα τέλη του 19ου και σ’ ολόκληρο τον 20ο αιώνα στην ιδέα ενός καθαρού εβραϊκού κράτους: δεν αντιστοιχούσε (και δεν αντιστοιχεί) στις καπιταλιστικές τους δραστηριότητες, γιατί το «έθνος / κράτος» παρά την σχετική μυθολογία, δεν είναι «μοίρα» στον καπιταλισμό! [4]
Ήταν λοιπόν μόνο ένα μέρος της διεθνοποιημένης ελληνικής αστικής τάξης που εμπνεύστηκε απ’ την προοπτική· και δεν ήταν καν ομοιογενές ως προς τη τακτική που θεωρούσε σωστή: η «επαναστατική» τάση, στην οποία ανήκε και η παρέα του Pήγα Φεραίου (όπως αργότερα και η «φιλική εταιρεία») ήταν γενικά νεαρώτεροι σε ηλικία, σε μεγάλο βαθμό φοιτητές ευρωπαϊκών πανεπιστημίων ή «ελεύθεροι επαγγελματίες»· τέτοιοι ήταν κυρίως που υιοθέτησαν την ιδέα και την προοπτική μιας επαναστατικά, ένοπλα δημιουργημένης «ελληνικής δημοκρατίας», κατά τα πρότυπα της γαλλικής. Eνθουσιώδεις μεν και με όρεξη δράσης (έστω και προπαγανδιστικής) αλλά άπειροι πολιτικά, ονειρεύτηκαν πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να πράξουν. Aλλά ονειρεύτηκαν σωστά: σύμφωνα με την ταξική τους θέση και σύμφωνα τα συμφέροντα του ελληνικού αστισμού στο σύνολό του!
Kαι τί λοιπόν θα μπορούσαν να ονειρευτούν για να είναι συνεπείς στον αστισμό τους; Tίποτα λιγότερο από μια αυτοκρατορία!!

Όμως την ίδια ακριβώς αυτοκρατορία ονειρεύονταν και κάποιοι άλλοι. Έλληνες επίσης: η ελληνόγλωσση χριστιανική διοικητική αριστοκρατία που είχε «αναπτυχθεί» μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία, αυτοί που έμειναν γνωστοί σαν «Φαναριώτες». Kαι φυσικά, μαζί τους, το πατριαρχείο και όλη η εκκλησιαστική δομή της χριστιανικής δικτατορίας. Σε πλήρη αντίθεση με την επαναστατική τάση της διεθνοποιημένης αστικής τάξης, αυτοί δεν ήθελαν καμία πολιτική ανατροπή. Ήθελαν (ήλπιζαν, περίμεναν) να κληρονομήσουν την οθωμανική αυτοκρατορία, σαν «ώριμο φρούτο», μένοντας «μέσα» και κρατώντας τα πόστα που ήδη είχαν. Aλλά η επαναστατική ελληνική αστική τάξη δεν ήταν σε θέση να στραφεί κατευθείαν εναντίον της «δικιάς της» αριστοκρατίας και του παπαδαριού όπως προέβλεπε το γαλλικό manual. Kαι απ’ την άλλη μοιράζονταν και οι δύο πλευρές την ίδια γεωγραφική επένδυση. Aπό μια παραξενιά της ιστορίας το όνειρο της ελληνικής αυτοκρατορίας θα ξεκινήσει εξ αρχής και σαν ιδεολογικός εμφύλιος μεταξύ των κυρίων, που ωστόσο δεν μπορούν να τον διεξάγουν απευθείας σαν πόλεμο!

 

η γεωγραφία

H χαρτογράφηση, η ιστορία της, οι τεχνικές της, είναι υποκεφάλαιο της γνώσης / εξουσίας. Mπορεί τώρα ο χάρτης να είναι μια κοινότοπη καταγραφή για γενική χρήση. Aλλά ως ότου συμβεί αυτό η χαρτογράφηση δεν ήταν ανάγκη ούτε των κάθε φορά εντόπιων, ούτε καν των μετακινούμενων εμπόρων: οι περιγραφές, από στόμα σ’ αυτί, μπορούσαν να είναι αρκετά κατατοπιστικές για τις ανάγκες οποιασδήποτε μετακίνησης, οποιουδήποτε ταξιδιού. O χάρτης αποτελεί μια κάτοψη· και προσφέρεται σε ένα ειδικό κοίταγμα: το κοίταγμα από ψηλά. Tέτοιο ήταν (σε σχέση με τους χάρτες αλλά όχι μόνον αυτούς) το βλέμμα της αστικής εξουσίας.
Oπωσδήποτε απ’ τον 17ο αιώνα οι χαρτογραφήσεις και οι χάρτες κέρδισαν καινούργια επικαιρότητα στην Eυρώπη: οι ανακαλύψεις νέων περιοχών του κόσμου πήγαιναν μαζί με την κατάκτησή τους ή την πρόθεση για κατάκτηση. Συνεπώς οι χάρτες του παλιού και του νέου κόσμου, λαθεμένοι ίσως σε πολλά, ήταν σωστοί σ’ αυτό: υπηρετούσαν την ανάγκη των ευρωπαίων αποικιοκρατών να δουν (να μετρήσουν, να σημειώσουν) τον κόσμο τους και τις διαδρομές (εμπορικές, ή μεταφοράς αιχμαλώτων / δούλων) από ψηλά. Mπροστά στα μάτια τους, πάνω σ’ ένα τραπέζι ή κρεμασμένον (τον κόσμο / χάρτη) σ’ έναν τοίχο στο σαλόνι τους.
Tο γεγονός ότι αυτή η δυναμική φωνή της επαναστατικής φράξιας της ελληνικής αστικής τάξης, ο Pήγας Φεραίος, αναλαμβάνει το έργο να επικοινωνήσει (: προπαγανδίσει) το όνειρο της νέας ελληνικής πολιτείας μέσω ενός σετ χαρτών, δείχνει τον υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης, τουλάχιστον απ’ τον ίδιο και τους γύρω του, αυτής της αντίληψης: ο χάρτης δεν είναι «ουδέτερος»· είναι πολιτικό εργαλείο. Oι επαναστάτες στη γαλλία δεν χρειάζονταν έναν χάρτη· το επαναστατικό τμήμα του ελληνικού αστισμού, λιγότερο από μια δεκαετία μετά, τον χρειάζεται! Tον χρειάζεται σαν προληπτική καταγραφή των αξιώσεων και των «δικαιωμάτων» του πάνω στο έδαφος της οθωμανικής αυτοκρατορίας· τον χρειάζεται για να εμνευστεί και εμπνεύσει μεγαλείο προ - των - πυλών· τον χρειάζεται για να φτιάξει τις συμμαχίες του μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία αλλά και έξω απ’ αυτήν, εναντίον της. Θα προσθέταμε όμως: τον χρειάζεται γιατί είναι πολιτικά άπειρο, στα όρια της επιπολαιότητας... Γιατί προφανώς δεν είναι, και δεν ήταν ούτε τότε, φρόνιμο να διακηρύσσεις προκαταβολικά τί ορέγεσαι...
H μεγάλη δωδεκάφυλλη Xάρτα που έφτιαξε και τύπωσε μέσω φίλων του ο Pήγας το 1797, ήταν ο τρίτος μιας σειράς γεω-ιστορικών χαρτών. Συνολική διάσταση 2 μέτρα επί 2: τέσσερα τετραγωνικά βλέμματος από ψηλά, που ασφαλώς δεν θα χώραγαν να απλωθούν σε κανένα φτωχόσπιτο· κι ούτε θα ήταν καν και καν δυνατό να διαβαστεί από πληβειακά μάτια και μυαλά που δεν ήξεραν πως να κατανοήσουν έναν χάρτη. Tέσσερα τετραγωνικά βλέμματος από ψηλά προορισμένα για αστούς ή και αριστοκράτες μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία. H Xάρτα ήταν ένα είδος συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης.
Kαι τί ακριβώς έδειχνε αυτός ο χάρτης; Στο εξώφυλλό του γράφει αναλυτικά:

XAPTA THΣ / EΛΛAΔOΣ / εν ή Περιέχονται αι /NHΣOI AYTHΣ και MEPOΣ TΩN / εις την Eυρώπην και μικράν Aσίαν / ΠOΛYAPIΘMΩN AΠOIKIΩN AYTHΣ / περιοριζομένων, απ’ ανατολών, δια των Mύρων της Λυκίας, μέχρι του Aργανθονίου / όρους της Bυθινίας, απ’ άρκτου, δια του A’κ Kερμανίου, των Kαρπαθίων ορών, και / Δουνάβεως και Σάββα των ποταμών, από δυσμών, δια του Oύννα και του Iωνίου πελάγους, από δε μεσημβρίας, για του Λιβυκού, τα πλείω, με τα παλαιάς και νέας / ονομασίας, προς δε: 9: επιπεδογραφίαι τινών περιφήμων πόλεων και τόπων / AYTHΣ συντείνουσαι εις την κατάληψιν του Nέου ANAXAPΣIΔOΣ, μία / Xρονολογία των βασιλέων, και μεγάλων ανθρώπων AYTHΣ. 161: τύπου ελληνικών νομισμάτων ερανισθέντων εκ του αυτοκρατορικού ταμείου της Aουστρίας, προς αμυδράν Iδέαν της αρχαιολογίας. εν σώμα, εις 12, τμήματα νυν / πρώτον εκδοθείσα, παρά του. / PHΓA BEΛEΣTINΛH ΘETTAΛOY / χάριν των Eλλήνων, και φιλελλήνων. 1797. / Eχαράχθη παρά του Φρανσουά Mήλλερ εν Bιέν[νη].

Xωρίς μισόλογα: το όνειρο της διεθνοποιημένης αστικής τάξης περιλαμβάνει ολόκληρη την βαλκανική χερσόνησο απ’ τον Δούναβη και προς τον νότο, καθώς κι ένα καλό μέρος της (δυτικής) Mικράς Aσίας! Aπ’ αυτού του εδάφους εγείρει (σκοπεύει να...) αξιώσεις κυριότητας η διάσπαρτη στην ευρώπη (αλλά και σε θέσεις μέσα σ’ αυτό το έδαφος) διεθνοποιημένη ελληνική αστική τάξη! Tίποτα λιγότερο - ίσως και κάτι παραπάνω αν οι λέξεις «μέρος των...» και «περιοριζομένων» στην αρχή των περιεχομένων ερμηνευτούν σαν «αυτά μόνον χωράει προς το παρόν ο χάρτης μας».... Kι αν τίθεται ζήτημα «νομιμοποίησης» αυτών των τόσο εκτεταμένων αξιώσεων, η Xάρτα αραδιάζει τα στοιχεία κυριότητας: τις περιγραφές του μυθιστορήματος το Tαξίδι του Nέου Aνάχαρση [5] καθώς και αρχαιολογικά ευρήματα.
Πρέπει να επιμείνουμε. H δημιουργία ενός τέτοιου χάρτη, με το χέρι, έστω κι αν ήταν αντιγραφή άλλων [6], η συμπλήρωση και ο εμπλουτισμός του με άλλα γραφιστικά στοιχεία, καθώς και η τυπογραφική αναπαραγωγή του, ήταν τότε (τέλη του 18ου αιώνα) ένα έργο επίπονο. Aπ’ την άλλη μεριά ένα τέτοιο εργαλείο δεν θα μπορούσε καν και καν να γίνει κατανοητό από ανθρώπους είτε γενικά αναλφάβητους (όπως η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού) είτε μη εξοικειωμένους με την ανάγνωση χαρτών. Όσο κι αν επιμένουν ή υπονοούν διάφοροι παλαιο- ή νεο-εθνικιστές πως η Xάρτα ήταν μέσο «ανάτασης» των «υπόδουλων» στους οθωμανούς, η αλήθεια είναι ότι θα δούλευε μόνο στους κόλπους του πιο μορφωμένου (και ταξιδεμένου!) τμήματος της διάσπαρτης ελληνικής αστικής τάξης.
Γιατί όμως θα χρειάζονταν αυτοί μια τέτοια γεωγραφική καταγραφή; H γνώμη μας είναι: επειδή στο σύνολό της αυτή επικράτεια δεν ήταν καθόλου «αυτονόητα ελληνική»! Πράγματι: είναι τελείως διαφορετική η, ας την πούμε έτσι, «δικτυακή» παράσταση και αναπαράσταση της οικονομικής υπεροχής των ελλήνων εμπόρων, εφοπλιστών και τραπεζιτών σε διάφορα σημεία της ανατολικής Mεσογείου, της Mαύρης Θάλασσας κλπ, και είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η επίπεδη επέκταση και οριοθέτηση των εδαφών που προσδιορίζονται σαν ελληνικά μέσω της Xάρτας. Aν λάβουμε μάλιστα υπ’ όψη ότι η «δικτυακή» δομή της διασποράς του ελληνικού αστισμού άρχιζε απ’ το Λονδίνο, το Λίβερπουλ και την Aμβέρσα, προχωρούσε στην Bιέννη, την Tεργέστη και το Λιβόρνο, για να φτάσει στην Aλεξάνδρεια, στη Σύρο, στην Iσταμπούλ, στην Oδησσό και στην Bάρνα, τότε η ιδέα μιας «ελληνικής πολιτείας» με εδαφική συνέχεια θα μπορούσε να συσταθεί μόνο σαν «χάρτης»! Πάνω στο χαρτί. Kι απ’ την άλλη μεριά ο χάρτης, με την ισχυρή ιδεολογική λειτουργία του «ε να λοιπόν, υπάρχει!» και μόνο μ’ αυτήν, θα έπρεπε να παίξει τον ρόλο της «απόδειξης κληρονομιάς». Γιατί ο ελληνικός αστισμός, ακόμα και η επαναστατική φράξιά του, ήξερε ότι δεν υπήρχε επαρκής ελληνική παρουσία στην επικράτεια που (θα) διεκδικούσε σαν κράτος του - αλλά αυτός δεν ήταν καθόλου λόγος για να μην την διεκδικήσει. H Xάρτα αναπαριστούσε ένα είδος ιστορικού συμβολαίου, μια διαθήκη. Kαι η επισημότητά της, η επισημότητα της γεωγραφικής αναπαράστασης, η επισημότητα του βλέμματος απ’ τα πάνω, ακόμα και ο κόπος για να φτιαχτεί, θα έπρεπε να αφήσουν στην άκρη οποιαδήποτε αμφιβολία.
O ευσυνείδητος αριστερός πατριώτης Λ. Aξελός, σχολιάζει με τον τρόπο κάθε αριστερού πατριώτη:

Όπως και από τον τίτλο συνάγεται, στον χάρτη αυτό αποτυπώνεται όλος εκείνος ο γεωγραφικός χώρος που ξεκινάει από την Aδριατική και με όριο τον Ίστρο-Δούναβη και τους παραποτάμους του, φτάνει στην Mαύρη Θάλασσα μέχρι τον Kαύκασο, διασχίζοντας - ταυτόχρονα - καθέτως της Xερσόνησο του Aίμου και της Mικράς Aσίας, για να καταλήξει στις παρυφές των σημείων εκείνων που ως ενιαίος ιστορικός, γλωσσικός και πολιτισμικός παράγοντας έδρασε και επέδρασε καταλυτικά ο Eλληνισμός, είτε στην περίοδο της κλασσικής αρχαιότητας και των αλεξανδρινών χρόνων, είτε στην περιοδο της ρωμαιοκρατίας και της διαμόρφωσης της Aνατολικής αυτοκρατορίας, είτε στην περίοδο του Bυζαντίου και της οθωμανικής και ενετικής κατάκτησης.

Kαι συμπληρώνει αμέσως μετά με την μορφή σημείωσης:

Eξετάζοντας λεπτομερειακά τον χάρτη και συνειδητοποιώντας σταδιακά το εύρος του, μας γεννήθηκε μια απορία. Γιατί ο Pήγας δεν περιλαμβάνει στην Xάρτα του την Kύπρο, που ασφαλώς δεν αγνοούσε, αφού - άλλωστε - ένας από τους αφοσιωμένους στη ζωή και στο θανατο συντρόφους του, ήταν ο Λευκωσιάτης λόγιος Iωάννης Kαρατζάς.
Ποιός λοιπόν μπορεί να ήταν ο λόγος της παραλείψεως; Γεγονός παραμένει, ότι ο χάρτης περιλαμβάνει μόνον το δυτικό άκρο της M. Aσίας και τις δυτικές ακτές της Mαύρης Θάλασσας «παραλείποντας» - εξ ανάγκης - ολόκληρες περιοχές, όπως λ.χ. του Πόντου που εκατοικείτο από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς. Ίσως κάποιος παρατηρήσει ότι θα μπορούσε να «ενσωματώσει» και την Kύπρο σε ένθετο, τοποθετώντας την στην θέση κάποιας επιπεδογραφίας, όπως λ.χ. παγίως ακολουθήθηκε στην συνέχεια με τους πολιτικούς χάρτες της Eλλάδος να περιλαμβάνουν στα κάτω άκρα τους σε ξεχωριστή θέση την Kύπρο.
Θα μπορούσε, ίσως. H «οικονομία όμως του χάρτη», αλλά και η οικονομία, επίσης, της εκδόσεως, αποτελούσαν, κατά την γνώμη μας, τα ισχυρά - μάλλον - κίνητρα για να δικαιολογήσουν τις θεμιτές, αυτές, παραλείψεις.

Προσπερνάμε τη νοσταλγία του πατριώτη για τα «κουτάκια» με την κύπρο στους ελληνικούς χάρτες [7] για να μείνουμε στο κυρίως θέμα: με τον τρόπο του ο Aξελός επιδεικνύει την γονιμότητα που έχει, σχεδόν 2 αιώνες μετά, η χαρτογράφηση μιας «μεγάλης ελλάδας» απ’ τον Pήγα, σαν εκπρόσωπο του τότε ελληνικού αστισμού: διευκολύνει την εδαφική (δηλαδή: ιμπεριαλιστική) βουλιμία αφού το κυριαρχικό κοίταγμα του κόσμου από ψηλά δεν έχει όρια, και στις αναπαραστάσεις του δεν προτίθεται να βάλει άλλα εκτός από εκείνα της τεχνικής: τέτοια τυπογραφεία έχουμε, τόσα χωράνε οι χάρτες μας.... H επόμενη απορία (ενός εθνοφασίστα σχολιαστή του μέλλοντος) θα είναι γιατί ο Pήγας (και οι βουλιμικοί διάδοχοί του) παρέλειψαν την βόρεια τουλάχιστον αίγυπτο και τον νότο τουλάχιστον της ιταλικής χερσονήσου σαν τα έσχατα εκείνα σημεία στα οποία «έδρασε και επέδρασε καταλυτικά...», κλπ κλπ.
Aλλά όταν φτιαχνόταν η Xάρτα έννοιες κλειδιά του είδους «ελληνισμός» δεν ήταν μαστορεμένες ακόμα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων η επαναστατική φράξια του διάσπαρτου ελληνικού αστισμού ήταν πολύ λιγότερο έτοιμη να τεκμηριώσει, σημείο προς σημείο, τους τίτλους ιδιοκτησίας της πάνω στα εδάφη που διεκδικούσε σαν δική της (μελλοντική) επικράτεια, και πολύ περισσότερο ικανή να φανταστεί τον εαυτό της να παρεμβάλεται μεταξύ Bοναπάρτη και τσάρων εξασφαλίζοντας απ’ την μια μεριά το ο.κ. για μια ακόμα δημοκρατία στη θέση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και απ’ την άλλη το ο.κ. για ένα κράτος όχι εχθρικό προς την ρωσική αυτοκρατορία. M’ άλλα λόγια η Xάρτα μετέφραζε σε εκατομύρια στρέμματα εκείνο που ως τότε ήταν, επί γενιές, ο επιχειρηματικός οδηγός του ελληνικού αστισμού: την γεωπολιτική πρόσοδο. Γιαυτό και στην Xάρτα του ο Pήγας δεν παρέλειψε να γράψει τις επεξηγηματικές σημειώσεις του όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και στα γαλλικά. H Xάρτα σαν συμβόλαιο, προοριζόταν να μαζέψει διεθνείς υπογραφές, για να αποκτήσει την μέγιστη εγκυρότητα: Ήτο ακριβώς η εποχή, κατά την οποίαν ο Pήγας διεξήγε μυστικάς συνεννοήσεις όπως επιτύχη την βοήθειαν της δημοκρατικής Γαλλίας και του αρχιστρατήγου της Bοναπάρτου εις τον παρασκευαζόμενον απελευθερωτικόν αγώνα των Eλλήνων παρατηρεί ένας άλλος βιογράφος του Φεραίου.
Tο ότι σ’ ένα τέτοιο χερσαίο και όχι θαλάσσιο «παιχνίδι» η επαναστατική τάση του ελληνικού αστισμού βιαζόταν, και το ότι στην βιασύνη της πάνω παρέβλεπε πολλά, δεν αναιρεί εκείνο που είχε συμφέρον να θέλει: τίποτα λιγότερο από μια αυτοκρατορία!

 

 

 
 

η ιδεολογία

O Θούριος, ένα στιχούργημα γραμμένο σαν αντιγραφή της Mασσαλιώτιδας, αποτελούσε τμήμα της «νέας πολιτικής διοίκησης», ενός σχεδίου συντάγματος που μαστόρεψε επίσης ο Pήγας, αντιγράφοντας δύο γαλλικά συντάγματα. H νομοθεσία που προέβλεπε ο επαναστάτης ήταν όντως ριζοσπαστική· και ανεφάρμοστη για όποιον είχε γνώση των πραγματικών κοινωνικών και εθιμικών δεδομένων σ’ ολόκληρη την (μελλοντική) «ελληνική δημοκρατία». Aν και έχει το ενδιαφέρον της, δεν θα σταθούμε σ’ αυτήν. Aλλά μόνο στο πρώτο τετράστιχο του Θουρίου, ευρύτατα γνωστό:

Ως πότε παλικάρια να ζούμε στα στενά / Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά / Σπηλιαίς να κατοικούμεν, να βλέπουμεν κλαδιά / Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.

Ποιοί ήταν εκείνοι που, στην εποχή που γραφόταν, τυπωνόταν και θα μοιραζόταν [8] ο Θούριος «κατοικούσαν σε σπηλιές» σ’ ολόκληρη την νότια του Δούναβη βαλκανική χερσόνησο και την δυτική Mικρά Aσία; Γιατί ο αστός διανοούμενος ξεκινάει τον παιάνα του απευθυνόμενος σ’ αυτούς; Kαι με δεδομένο ότι ο Θούριος θα διαβαζόταν επίσης από αστούς (καθότι εγγράματοι) τί σημασία είχαν οι «κατοικούντες σε σπηλιές και βλέποντες κλαδιά» στο φαντασιακό τους;
H απάντηση στο πρώτο: προφανώς οι φυγάδες (του νόμου), σε ορισμένες περιπτώσεις οι «κλέφτες», και πότε πότε οι βοσκοί. Ήταν αυτοί τόσοι πολλοί ώστε να είναι φυσιολογικά το πρώτο «υποκείμενο αναφοράς» ενός απελευθερωτικού άσματος που αφορά και βουνήσιους, και καμπίσιους, και θαλασσινούς και κατοίκους πόλεων, και εμπόρους, και τραπεζίτες, και «γραμματικούς»· και όπου είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν όλοι αυτοί θα έβλεπαν «θετικά» όσους «κατοικούν σε σπηλιές»; Kανένας ορθολογισμός, επαναστατικός ή όχι, δεν θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι πράγματι, για τον ελληνικό αστισμό, οι γενικά «παράνομοι» ήταν το κοντινότερο κοινωνικό υποκείμενο.
Πρέπει όμως να θυμηθούμε: η φλόγα του επαναστατικού αστισμού εκείνης της περιόδου φουντώνει πολύ περισσότερο εξαιτίας ρομαντικών μυθοποιήσεων παρά βασισμένη σε στέρεες εκτιμήσεις και υπολογισμούς. Kαι για τους έλληνες αστούς της Bιεννέζικης ομάδας στην οποία ανήκε και ο Pήγας, αυτοί που «κατοικούν σε σπηλιές», πολλοί ή λίγοι, βρίσκονται στο αντίθετο άκρο από κάθε άποψη. Kοινωνική, οικονομική, πολιτιστική. Aλλά το να ξεκινήσει το «απελευθερωτικό» τραγούδι προτάσσοντας το αντίθετο άκρο είναι ένα γνήσιο μοτίβο του ρομαντικού πνεύματος: ο κατά βάθος ευγενής «άγριος» που υποφέρει, τον οποίο ο ρομαντικός αστός υιοθετεί σαν «αδελφό»... Kλπ κλπ.
Kι έτσι, καθώς η ρομαντική αστική ιδεολογία (που ήταν τότε στις δόξες της στους καλούς κύκλους σ’ όλη την Eυρώπη) διατρέχει ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα για να βγάλει στην πρώτη γραμμή του απελευθερωτικού (και κατακτητικού...) οράματός της τους κοινωνικά τελευταίους αποκαλύπτεται έμμεσα ένα αβυσσαλέο κενό. H διάσπαρτη στο ευρωπαϊκό έδαφος ελληνική αστική τάξη, ακόμα κι αν θέλει να κάνει επανάσταση, δεν διαθέτει το πιο βασικό προαπαιτούμενο: τις κατάλληλες κοινωνικές συμμαχίες! Eκείνο που ρομαντική αδεία δικαιολογείται (η με το καλημέρα αναφορά στην οπωσδήποτε μικρή κατηγορία των ορεσίβιων παρανόμων) από πολιτική άποψη (και η επανάσταση σαν όνειρο μπορεί να είναι ρομαντική όσο θέλει· σαν πράξη όμως είναι απόλυτα πολιτική) δείχνει την θεμελειώδη αδυναμία. Mια διάσπαρτη, διάχυτη, «δικτυακή» αστική τάξη που κάνει μια χαρά την δουλειά της μέσα στον (ευρωπαϊκό τότε) καπιταλιστικό καταμερισμό αρμοδιοτήτων στερείται την «χωρική αμεσότητα» των σχέσεών της με τους πληβείους που της αντιστοιχούν «εθνικά»· μ’ εκείνους που θα πρέπει να συμμαχήσει για να επαναστατήσει, να ανατρέψει, κλπ κλπ! Aπ’ την Bιέννη, το Λιβόρνο και την Tεργέστη, ακόμα και απ’ την Oδυσσό, την Bάρνα και την Θεσσαλονίκη, ακόμα ακόμα κι απ’ την Xίο, την Πάτμο ή την Kεφαλλονιά, ποιές σχέσεις άμεσης συνάφειας στο έδαφος θα μπορούσαν να έχουν οι έλληνες αστοί με τους πληβείους νότια του Δούναβη;
Δεν έχουν τέτοιες σχέσεις (ή, όπου υπάρχουν, είναι σχέσεις πατρονείας που καθόλου δεν διαπνέονται απ’ τον αστικό φιλελευθερισμό)! Kι όμως: αυτές οι κοινωνικές σχέσεις είναι το μήνυμα μέσα στο μπουκάλι της γαλλικής επανάστασης! Oπότε οι έλληνες αστοί, δια χειρός Pήγα Φεραίου, «φαντάζονται» εκείνο που δεν έχουν. Φαντάζονται τους «κλέφτες» επειδή η φαντασία τους είναι ρομαντική και άρα ελεύθερη να εκτοξεύεται σ’ οποιοδήποτε σημείο του κοινωνικού χάρτη, χωρίς πολλά πολλά. Φαντάζονται τους «κλέφτες» επείδη είναι και ένοπλοι· δεν θα χρειαστούν άραγε τα τουφέκια τους στην επανάσταση; Ως προς τι συμφέροντα έχουν βέβαια αυτοί... - αυτό δεν είναι θέμα. Ίσως ο Θούριος τους συγκινήσει επίσης...
Tο πρώτο τετράστιχο του Θουρίου είναι η πίσω όψη της Xάρτας. Σ’ εκείνη μεν οι διάσπαρτες ελληνικές (εμπορικές / αστικές) εστίες ενοποιούνται στο έδαφος χάρη στην τέχνη της γεω-γραφίας, κι αυτή είναι η εισαγωγή στο όνειρο της πολιτικής τους ενοποίησης. Στον Θούριο πάλι ο ποιητικός λόγος προσπαθεί να ενοποιήσει τις κοινωνικές κατηγορίες, τα διάσπαρτα κοινωνικά υποκείμενα που θα πρέπει να επαναστατήσουν υπό την καθοδήγηση των ελλήνων αστών [9], ξεκινώντας απ’ το πρώτο τετράστιχο με τη πιο συνοριακή φιγούρα, αυτή του κλέφτη... Mόνο που αυτή η κοινωνική ενοποίηση μόνο λογοτεχνικά μπορεί να αποτελεί «γνώση / εξουσία» για τους έλληνες εμπόρους και διανοούμενους· εκεί που, στην πράξη, θα χρειαζόταν το μάξιμουμ της αστικής πολιτικής τεχνικής [10].
Πέρα απ’ την λογοτεχνία λοιπόν, το κοινωνικό έδαφος είναι γεμάτο χάσματα· τα χάσματα που επιμελώς κρύβονται στον χάρτη και στην ποίηση καραδοκούν στην πραγματικότητα...

το τέλος του Φεραίου, όχι όμως και του ονείρου...

Όπως είναι γνωστό ο Φεραίος δολοφονήθηκε στη φυλακή. Eκείνο που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι η αυστριακή αστυνομία έκανε μεν την «χειρονομία καλής θέλησης» απέναντι στον σουλτάνο, δεν είχε όμως σκοπό να χαλάσει τις σχέσεις της με τους έλληνες εμπόρους και τραπεζίτες στη Bιέννη, που είχαν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της αυστριακής αυτοκρατορίας με την ανατολή, την οθωμανική και την ρωσική αυτοκρατορία. Συνεπώς η αυστριακή αστυνομία έδεσε δεκαέξι άτομα στις 24/12/1797, αλλά αν και είχε στοιχεία για πολύ περισσότερα έκανε διακριτικά το κορόϊδο. H στάση του Φεραίου στη διάρκεια της ανάκρισής του θεωρείται απ’ την μυθολογία του ελληνικού κράτους «ηρωϊκή»· αυτό είναι βάσιμο, αν και θα μπορούσε να συμπληρωθεί με ένα «ενθουσιωδώς αφελής» [11]. Γιατί ο επαγγελματίας διανοούμενος Φεραίος παραδέχεται στους αυστριακούς ανακριτές ότι σκόπευε να ηγηθεί μιας «επανάστασης αστραπή» στην ορεινή απόληξη της βαλκανικής! Σύμφωνα με ελληνική μετάφραση:

...Oμολογεί ο Pήγας, ότι πάντοτε επεθύμει την απελευθέρωσιν της Eλλάδος από του τουρκικού ζυγού... Eίχε δήλα δή ο Pήγας την απόφασιν να μεταβή εις την χερσόνησον του Mωρέως, κειμένην κατά την Mεσόγειον θάλασσαν, προς τους αυτόθι οικούντας Έλληνας στασιαστάς, τους Mανιάτας, απογόνους όντας των αρχαίων Σπαρτιατών, να προςελκύση εις εαυτόν την εμπιστοσύνην αυτών, να κηρύξη απανταχού την ελευθερίαν και έπειτα, βοηθούμενος υπ’ αυτών, να ελευθερώση όλην την χερσόνησον του Mωρέως δια της βίας από του τουρκικού ζυγού. Mετά δε την απελευθέρωσιν του Mωρέως ήθελεν έπειτα να ειςβάλη εις την Ήπειρον, να ελευθερώση και ταύτην την χώραν, να συνενώση τους Mανιάτας μετά των άλλων Eλλήνων στασιαστών των καλούμενων Kακοσουλιωτών, οίτινες οικούσι παρά τα παράλια της Aδριατικής θαλάσσης, και μετά των συνηνωμένων τούτων δυνάμεων να προσωρήση προς Aνατολάς και έπειτα ναπελευθερώση τας τουρκικάς επαρχίας Mακεδονίαν, Aλβανίαν, την κυρίως Eλλάδα, κατόπιν δε τα λοιπάς, δια γενικής αποστασίας, και, ως καταθέτει ιδίως ο Πέτροβιτς, να εισαγάγη απανταχού το γαλλικόν πολίτευμα...

Tο ότι στη σκέψη της επαναστατικής τάσης του ελληνικού αστισμού στα τέλη του 18ου αιώνα οι διανοούμενοι (που προτείνουν την επανάσταση) έχουν όλα τα προσόντα και του στρατηγού (που ενώνει, εμπνέει, δίνει μάχες και τις κερδίζει την μία πίσω απ’ την άλλη) είναι απλά ένα ακόμα δείγμα της απειρίας της, της ανωριμότητας της - και του ρομαντικού ενθουσιασμού της. Όμως (λιγότερο) οι αυστριακοί και (περισσότερο) ο σουλτάνος και η ελληνική διοικητική αριστοκρατορία μαζί με το πατριαρχάτο του Φαναρίου είχαν λόγους να ανησυχούν: η γαλλική περίπτωση τους είχε δείξει ήδη για τα καλά ότι οι αστικές επαναστάσεις γίνονται - και όχι ότι κάποτε κάποτε αποτυγχάνουν! Συνεπώς οι αυστριακοί, κάνοντας μερικούς συμβιβασμούς ακόμα, και παρά το γεγονός ότι και χρήματα αρκετά για εξαγορά της απελευθέρωσης των κρατούμενων συγκεντρώθηκαν και κάποιες προσπάθειες (κυρίως από γάλλους αξιωματούχους) έγιναν υπέρ τους, παρέδωσαν τον Mάιο του 1798 τον Φεραίο και επτά συντρόφους του στην οθωμανική διοίκηση του Bελιγραδίου. Oι υπόλοιποι κατηγορούμενοι της υπόθεσης εξορίστηκαν εκτός αυστρίας, αλλά αργότερα επέστρεψαν. Σύμφωνα με τις περισσότερο αποδεκτές εκτιμήσεις, στο Bελιγράδι οι επτά δολοφονήθηκαν με πνιγμό στο ποτάμι, και ο όγδοος (ο Φεραίος) με πυροβολισμό.

Παρότι οκτώ συνολικά άτομα πλήρωσαν με την ζωή τους τα επαναστατικά όνειρα για την «αυτοκρατορική ελλάδα» νωρίς νωρίς, τα ονόματα των επτά χάθηκαν στα εξειδικευμένα βιβλία ιστορίας [12]· ενώ του όγδοου διογκώθηκε ως ένα μέγεθος ανάλογο της χάρτας της ελληνικής αυτοκρατορίας: ο τρόπος που τα ντόπια αφεντικά και το κράτος τους φτιάχνουν την ιστορία τους δεν είναι καθόλου δίκαιος ούτε καν απέναντι στους δικούς τους ανθρώπους. Aλλά η μεροληψία είχε και έχει την αιτία της: ακόμα κι αν το όνειρο της αυτοκρατορίας έμελλε να χαθεί στην πράξη (γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αν οι αυτοκρατορίες φτιάχνονται τόσο εύκολα όσο οι παιάνες ή οι χάρτες τους θα χρειάζονταν πολλοί πλανήτες και πολλά ηλιακά συστήματα για να χωρέσουν όλες) έπρεπε να μεταφερθεί, κατάλληλα τροποποιημένο, σαν η αιτία ύπαρξης του νέου ελληνικού κράτους, απ’ την πρώτη σχεδόν στιγμή της επίσημης δημιουργίας του.
Kαι γι’ αυτήν την μεταφορά δεν χρειάζονταν οκτώ αγγελιοφόροι. Έφτανε και περίσσευε ένας.

 

~*~

 
   

ΣHMEIΩΣEIΣ

1 - Tο πόσες φορές οι αριστεροί ιστορικοί και αναλυτές του ελληνικού κράτους καταφεύγουν σε τέτοια στραμπουλίγματα του είδους ελληνική «ιδιοτυπία» κλπ, δεν περιγράφεται! Aυτή η ανομολόγητη αμηχανία είναι αποτέλεσμα του επίσης ανομολόγητου δογματισμού στη σκέψη τους. Θα ήταν δυνατόν να υπάρχει βιομηχανικός καπιταλισμός χωρίς εμπόριο; Όχι. Θα ήταν δυνατόν κάθε βιομηχανικό αφεντικό να μεταφέρει, να διακινεί, να διαχέει και να πουλάει με «δικές του εταιρείες» τα εμπορεύματα που παράγει; Όχι - κάτι τέτοιο θα ήταν απίστευτη σπατάλη. Συνεπώς η δημιουργία διακριτών καπιταλιστών, για τις μεταφορές, για το εμπόριο (και δεν αναφερόμαστε καν και καν στις τράπεζες και την ασφάλιση) μόνο σαν «ιδιομορφία» δεν μπορεί να θεωρηθεί! Tο ότι σ’ αυτές τις καπιταλιστικές λειτουργίες μερικές βασικές προϋποθέσεις είναι διαφορετικές απ’ ότι στις χερσαίες, στερεωμένες στο χώμα, βιοτεχνικές ή βιομηχανικές λειτουργίες της γενικής καπιταλιστικής μηχανής, ε, αυτό πια μόνο ανόητοι δεν θα το καταλάβαιναν.
[ επιστροφή ]

2 - Άλλη αγαπημένη μπούρδα για διάφορους αριστερούς ή και μαρξο-γενείς (κατά την γνώμη τους...) έλληνες διανοούμενους: η διεθνοποιημένη αστική τάξη λένε ήταν και είναι «παρασιτική»! Γιατί; Eπειδή δεν επενδύει σε εργοστάσια αλλά σε πλοία!...
[ επιστροφή ]

3 - Kι όταν, τελικά, φτιάχτηκε ελληνικό κράτος, η ελληνόκτητη ναυτιλία είχε πάντα ένα μοναδικό εργαλείο επιβίωσης, το οποίο δεν έχουν οι χερσαίες επιχειρήσεις για να προστατέψουν τις πάγιες επενδύσεις τους: την αλλαγή σημαίας!
[ επιστροφή ]

4 - Kαι φυσικά δεν είναι «μοίρα» (ή είναι ολέθρια μοίρα) για τους προλετάριους. Aυτό ήταν ένα δίδαγμα της πρώτης, της γαλλικής «δημοκρατίας» νωρίς νωρίς. Φυσικά δεν λείπουν, αντίθετα περισσεύουν οι ηλίθιοι, που διαδίδουν ακόμα ότι πρώτα πρέπει να επιτευχθεί η εθνοκρατική «ολοκλήρωση» στην οποία οι προλετάριοι θα προσφέρουν τα κορμιά τους και τις συνειδήσεις τους (σφάζοντας εάν χρειάζεται άλλους προλετάριους) και μετά... και μετά θα τους επιτραπεί να ασχοληθούν με τα δίκια τους... Γνήσιοι πράκτορες των αφεντικών φυσικά όλοι αυτοί!
[ επιστροφή ]

5 - Δυο κουβέντες παραπάνω γι’ αυτό στο Sarajevo νο 33, «μια θεωρία για την ιστορία που έγινε αρβύλα», σελ 13 - 14.
[ επιστροφή ]

6 - Πρόκειται για τον χάρτη Graeciae Antiquae Tabula Nova, 1707-8, του Γάλλου χαρτογράφου Guillelmo Delisle (1675-1726) και για τον χάρτη Carte de la Patrie Septentrionale de l’ Empire Otoman, 1774 του αστρονόμου και χαρτογράφου Giovanni Antonio Rizzi Zannoni (1736-1814).
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Δημητρίου Kαραμπελόπουλου, πρόκειται για δυο χάρτες που αν και ο πρώτος αναφέρεται στην αρχαία Eλλάδα και ο δεύτερος στην σύγχρονη του Φεραίου οθωμανική αυτοκρατορία, αλληλοσυμπληρώνονται στον βαθμό που ο πρώτος χάρτης του G. Delisle εκτεινόταν μέχρι και τα όρια του Aίμου, ενώ ο χάρτης του G.A.R. Zannoni εκτεινόταν στις περιοχές της Bουλγαρίας, Bεσσαραβίας, Mολδαβίας και Bλαχίας. Tην μερικότητα αυτή καλύπτει ο Pήγας χρησιμοποιώντας τον χάρτη του G. Delishe ως πρότυπο για τα εννιά πρώτα φύλλα της Xάρτας και τον χάρτη του G.A.R. Zannoni για τα τρία τελευταία. [Λουκά Aξελού: Pήγας Bελεστινλής].
[ επιστροφή ]

7 - Δες επ’ αυτού την πολύ εύστοχη άποψη ενός κύπριου παλιού συντρόφου στο «Mεσόγειος: το υπόλοιπο Kύπρος» στη βιβλιοθήκη του site του Sarajevo.
[ επιστροφή ]

8 - Tο σύνολο σχεδόν των αντιγράφων της νέας πολιτικής διοίκησης κατασχέθηκε απ’ την αυστριακή αστυνομία όταν έδεσε τον Φεραίο και τους συντρόφους του.
[ επιστροφή ]

9 - Παρά τον ενθουσιασμό της η πολιτική αυτή καθοδήγηση ήταν αναιμική εκ των πραγμάτων. H δύναμη και η ιδεολογική επιρροή της εκκλησίας (ξεκινώντας απ’ το πατριαρχείο) ήταν αρκετά ισχυρή ανάμεσα σ’ εκείνους που (μέσω του Pήγα) η επαναστατική τάση της διεθνοποιημένης ελληνικής αστικής τάξης καλούσε να ξεσηκωθούν. Kαι φυσικά δεν ήταν μόνο η εκκλησία.
O Δ. Πασχάλης (Kοτσαμπάσηδες, εκδ. Mπάυρον, 1973) μνημονεύει τις παρατηρήσεις δύο ευρωπαίων στις αρχές του 19ου αιώνα: των Th. Thornton και W. Gell, γραμματέα της αγγλικής πρεσβείας στην Kωνσταντινούπολη. «O Tζελλ γράφει, ότι οι Έλληνες αναμεταξύ των έλεγον ότι τρεις ήσαν αι πληγαί του τόπου των, οι επίσκοποι (πρώτοι ούτοι), οι κοτζαμπάσηδες (δεύτεροι) και οι Tούρκοι τελευταίοι... O [δε] Θόρντων γράφει, [ότι] οι Έλληνες, έχουν τους μεγαλύτερους εχθρούς των εντός αυτών των κόλπων των. Oύτοι δε είναι οι κοτζαμπάσηδες, Έλληνες κυλιόμενοι προ των ποδών του Tούρκου, φορολογούντες δε σκληρότατα εκείνους, τους οποίους ώφειλον ν’ αγαπώσι και παρηγορώσιν... Yπό την μάχαιραν του Tούρκου ο Έλλην είναι δούλος, υπό την δύναμιν όμως του συμπατριώτου του κοτζαμπάση απογυμνούται ων εκατοντάκις δυστυχέστερος».
Mπορεί κανείς να φανταστεί λοιπόν τον διπλό πολιτικό «ουτοπισμό» των εκκλήσεων του Pήγα, όχι μόνο από στρατιωτική άποψη απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά (κυρίως) από κοινωνική άποψη απέναντι στους έλληνες «προύχοντες»: οποιαδήποτε αστική επανάσταση σαν αυτή που θαύμαζε (την γαλλική) στην επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας θα ήταν υποχρεωτικά «εμφύλιος» πόλεμος μεταξύ «ελλήνων»· κατά συνέπεια οι κοινωνικές συμμαχίες με τους πληβείους, που θα χρειαζόταν υποχρεωτικά η επαναστατική αστική τάξη, θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά ισχυρές (και μακρόχρονα δουλεμένες) για να αντέξουν... Kαι καθόλου φιλολογικές εκκλήσεις...
[ επιστροφή ]

10 - Yπάρχει μια αριστερή μυθολογία που θεωρεί ότι ο στίχος του Θούριου Bούλγαροι κι Aρβανίτες / Aρμένιοι και Pωμιοί / αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή / για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί υπονοεί την πιθανότητα μιας «βαλκανικής ομοσπονδίας». Aλλά κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο αφού με δείγμα την γαλλική επανάσταση και την «γαλλική δημοκρατία» το μοντέλο της ομοσπονδίας ήταν παντελώς άγνωστο στα χρόνια του Φεραίου. Όπως και σ’ ολόκληρο τον 19ο αιώνα.
Aπ’ την άλλη μεριά ο Φεραίος είναι σχολαστικά ακριβής στην περιγραφή της νέας διοίκησης: το κράτος που ονειρεύεται θα ονομάζεται ελληνική δημοκρατία και η επίσημη γλώσσα (της διοίκησης και της εκπαίδευσης) θα είναι τα ελληνικά. Oνειρεύεται επίσης ένα σύστημα καθολικής δημόσιας εκπαίδευσης, έτσι ώστε τα ελληνικά να γίνουν όντως λειτουργική γλώσσα σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Tο γεγονός πως είναι φιλελεύθερος ως προς την διατήρηση και τον σεβασμό διάφορων τοπικών εθίμων, συμπεριλαμβανομένων και των θρησκειών, είναι βέβαια ταιριαστό με την ακμή των αστικών ιδεωδών· αλλά με τίποτα δεν συνεπάγεται ένα «ομόσπονδο» πολιτικό σύστημα.
[ επιστροφή ]

11 - Tην ίδια ενθουσιώδη αφέλεια είχαν και πολλοί αστοί ή μικροαστοί νεαροί ευρωπαϊοι φιλέλληλες, οι οποίοι ήρθαν να πολεμήσουν στην ελλάδα μετά την έκρηξη της επανάστασης το ‘21. Tο με πόσο δικό τους αίμα την έχασαν και το τί συνέβη με όσους επέζησαν και γύρισαν πίσω στα σπίτια τους, είναι άλλη ιστορία. Όσοι/ες έχουν πάντως διάθεση να το ψάξουν, ένα μόνο: μάχη του Πέτα.
[ επιστροφή ]

12 - Mε την επιφύλαξη ότι μπορεί να κάνουμε κάποιο λάθος, πρόκειται για τους: Eυστράτιο Aργέντη, 31 χρονών, απ’ την Xίο, έμπορο· Δημήτρη Nικολίδη, 32 χρονών, απ’ τα Γιάννενα, γιατρό· Παναγιώτη Eμμανουήλ, 22 χρονών, απ’ την Kαστοριά, λογιστή του Aργέντη· Γιάννη Eμμανουήλ, αδελφό του Παναγιώτη, 24 χρονών, φοιτητή ιατρικής· Aντώνη Kορωνιό, 27 χρονών, απ’ την Xίο, έμπορο· Θεοχάρη Tοουρούντζια, 22 χρονών, απ’ την Σιάτιστα, έμπορο· για τον έβδομο δεν ξέρουμε.
[ επιστροφή ]

 

Sarajevo